Τα διηγήματα του Lovecraft είναι σαν ματιές από χαραμάδα στο σύμπαν που έχει οικοδομήσει. Ο συγγραφέας παρ’ ότι υπαινίσσεται ένα σχεδόν ολοκληρωμένο σύμπαν δεν έγραψε ποτέ ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Έτσι το σύμπαν δεν έλαβε ποτέ τελική μορφή, οι ήρωές του ποτέ δεν το κατανόησαν, αλλά και ποτέ δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια να το κατανοήσουν συνειδητοποιώντας τη δική τους θέση μέσα σ’ αυτό. Η αυτοσυνειδησία του λαβκραφτικού ήρωα έρχεται ταυτόχρονα με το τέλος του Εγώ, με τον ψυχικό ή σωματικό θάνατο. Το βήμα μεταξύ ήρωα και συγγραφέα είναι παλίνδρομα επαναλαμβανόμενο, σαν την κίνηση του εγκλωβισμένου ή του αυτιστικού. Ο συγγραφέας μοιράζει τον εαυτό του σε διάφορους ήρωες, οι οποίοι παραδίδουν την οικτρή και απόκρυφη γνώση ο ένας στον άλλον, σαν πραγματικά μια πύλη να ανοιγοκλείνει σε διαφορετικό κάθε φορά σημείο.
Το Ον στο Κατώφλι το έγραψε ο Lovecraft μετά τον χωρισμό του από την σύζυγό του και την επιστροφή του στο Providence. Παρ’ ότι δε θεωρείται από τα καλά διηγήματα, η δομή του έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο πρώτο από τα έξι μέρη ο συγγραφέας μας βεβαιώνει ότι μιλάει για τον εαυτό του. Στο δεύτερο μας συστήνει την γυναίκα του και τις προκαταλήψεις που την συνοδεύουν. Στο τρίτο μας δείχνει την εξωτερική εικόνα του γάμου του. Στο τέταρτο την εσωτερική· εκεί μας αποκαλύπτεται και ο τρόμος του ήρωα. Στο πέμπτο επιστρέφουμε πάλι στην εκ των έξω παρακολούθηση αλλά έχοντας πλέον εσωτερική γνώση. Στο τελευταίο, η ανατροπή παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να αποδεικνύει ταυτόχρονα την ανεπάρκειά της να οδηγήσει σε λύτρωση· η δραματική της λειτουργία είναι ότι παράγει την πτώση όχι μόνο του ήρωα αλλά και του ίδιου του αφηγητή.
Η εισαγωγή του αφηγητή και το γράμμα του ήρωα προς τον αφηγητή στο τέλος του διηγήματος, αποτελούν ένα ευφυές συμβολικό παιχνίδι: με την εισαγωγή ο αφηγητής μας ενημερώνει ότι γράφει απολογία για μια ειδεχθή πράξη, ενώ με το γράμμα που δίνει το Ον στον αφηγητή, ο ήρωας εξηγεί στον αφηγητή και εμάς τι είναι αυτό που παρακολουθούσαμε. Με την γραφή λοιπόν, ως απολογία και εξήγηση, εξημερώνεται το πνεύμα και αποκαθίσταται η φυσιολογική ανθρώπινη επικοινωνία, μεταξύ πνευματικών ανθρώπων, αφενός αναγνώστη-συγγραφέα, αφετέρου αφηγητή-ήρωα.
Οι βιωματικές στιγμές του διηγήματος είναι είτε ανείπωτες είτε φτιαγμένες από τα υλικά του τρομακτικού εξώκοσμου. Ενδιαφέρον έχει ότι στο πρώτο μέρος, όπου τα βιώματα αφορούν μόνον τον ήρωα, δηλαδή τον συγγραφέα, εκεί είναι που παραμένουν εντελώς ανείπωτα και τα γνωρίζουμε μόνο από την έσχατη και πλέον ελλειπτική μορφή πληροφόρησης: την φήμη. Η νύξη, κάνει τον αναγνώστη να διαπράξει την ανηθικότητα που παραλείπει ο συγγραφέας: να υποθέσει χρήση ουσιών, παρέκκλιση από τον σεξουαλικό κανόνα και ελευθεριακότητα. Ο συνεπής λαβκραφτικός αναγνώστης θα αγνοήσει ίσως το σημείο· ο πεπαιδευμένος αναγνώστης θα το δει ως δομικό υλικό του αφηγηματικού χώρου· ο αναγνώστης που δεν έχει να απολογηθεί ούτε στον συγγραφέα του ούτε στην παιδεία του, ίσως δει μια στοίχιση με τον εξώκοσμο: μια πραγματική πραγματικότητα φτιαγμένη από απαγορευμένες ηδονές, όπως η αληθινή πραγματικότητα των τρομακτικών κοσμικών δυνάμεων.
Όπου η ευθύνη για τα βιώματα του ήρωα μπορεί να αποδοθεί στην σύζυγό, εκεί η αφήγηση μιλάει ευθέως για αντικοινωνικές και παρεκκλίνουσες συμπεριφορές του ήρωα. Κρατώντας ως σημείο αναφοράς τα ανείπωτα βιώματα και την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του ήρωα, υποπτευόμαστε ότι την αποτελεσματική απόκρυψή τους εγγυάται η παρουσία της μητέρας του, σε ρόλο ίσως πατρικής μορφής της ψυχανάλυσης. Όταν αυτή πεθαίνει, ξεκινάει η τελική ευθεία της πλοκής, σαν να χάθηκε ο εγγυητής της τάξης στην ανθρώπινη πλευρά του κόσμου.
Η ιδέα ότι ένας δυνάστης ή απελευθερωτής έχει καταλάβει το σώμα μας είναι προφανώς παμπάλαια και παραπέμπει στην διφυή ποιότητα του δαίμονα ή της ίδιας της ψυχής. Το πάθος μας πιέζει να ελευθερωθούμε ή απλώς να αλλάξουμε, να μιλήσουμε ασυνάρτητα, να συμπεριφερθούμε ως άντρες ενώ είμαστε αγόρια ή το αντίστροφο, να αντιπαραθέσουμε κάτι που δεν αναγνωρίζουμε καν ως εαυτό μας στις προσδοκίες που μας δίνουν μια εξωτερικά αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Για το ποιόν αυτού του δαίμονα είμαστε πάντοτε αναποφάσιστοι. Στο role playing game Vampire, ο απελευθερωτής Γενάρχης που ανακάλυψε τον δρόμο για την απαλλαγή από το πάθος για αίμα, αυτός που δεν πρόβαλε αντίσταση όταν τον σκότωσε ένας πιο αδύναμος, είναι ταυτόχρονα και ο πρόγονος της χειρότερης ράτσας δαιμονολατρών, ενώ τον δολοφόνο του τον έχει καταλάβει και τελικώς τον εκτοπίζει από το σώμα του.
To χειρότερο είναι ότι και να αποφασίσουμε ότι ο δαίμονας είναι κακός, «ξαναβρίσκοντας τον εαυτό μας», είμαστε πια αδύναμοι να τον νικήσουμε· η γνωριμία μαζί του έχει κάτι το αμετάκλητο. Η ανατροπή που γίνεται στο διήγημα έχει επομένως και τρίτη λειτουργία: επιβεβαιώνει τον απέθαντο χαρακτήρα του δαίμονα. Η “απελευθέρωση” απ’ αυτόν μπορεί πια να έρθει μόνο από κάποιον τρίτο (στο διήγημα που μας απασχολεί, από τον αφηγητή), το δικό μας πνεύμα είναι πια οριστικά αδύναμο να επαναστατήσει αποτελεσματικά.
Στο Rats in the walls, ο φόβος κατευθύνεται στους απογόνους, συμπληρωματικά προς το Ον στο Κατώφλι, όπου ο φόβος προσωποποιείται στην γυναίκα-σύζυγο. Οι φυσικοί απόγονοι μπορεί να γίνουν εγκληματίες ή να χαθούν πριν από εμάς γεμίζοντάς μας και στις δυο περιπτώσεις με πόνο. Γι’ αυτό όμως, ποιος άλλος φταίει πέρα από εμάς τους ίδιους, που προκαλέσαμε την γέννησή τους; Ο θάνατος, ο βίαιος θάνατος, είναι μια κάποια απελευθέρωση, αλλά μόνο προσωρινή. Καμιά γενιά δεν ξέρει αν θα είναι αυτή όπου θα επανεμφανιστεί η κατάρα του γένους.
Παράλληλα, ο πολιτισμός, ως άλλος τρόπος αναπαραγωγής, είναι πηγή φόβου. Ό,τι οικοδομήσαμε σε πνεύμα, τρόπους και ευγένεια, κινδυνεύει να χαθεί ανά πάσα στιγμή από την αταβιστική επιβίωση πρωτόγονων χαρακτηριστικών. Η εδραίωσή μας σε οίκους, πόλεις και κράτη είναι ασταθής, διότι στα θεμέλια βρίσκονται ακόμα ήθη ακατέργαστα, ζωικά, απρεπή. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σ’ αυτό το διήγημα ο Λάβκραφτ εκφράζει εμφατικά τον φόβο και την επιφύλαξη προς την επιστήμη. Στα διηγήματά του η επιστήμη, και μάλιστα αυτή που ανελισσόταν στην εποχή του, η φυσική, η βιολογία, η ανθρωπολογία, ερευνώντας τις αιτίες των πραγμάτων αλλά και τις γενεαλογίες τους, φτάνει εκεί που δεν πρέπει να φτάσει και απειλεί το πολιτιστικό οικοδόμημα, για την ακρίβεια την συγκροτητική του ουσία.
Τι κοινό έχουν τα δύο διηγήματα; Και στα δύο το προσωπικό κομμάτι έχει ρόλο βαρύνοντα. Στο Ον οι ταυτίσεις με τη ζωή του συγγραφέα είναι αδύνατον να παραβλεφθούν. Στο Ποντίκια στους Τοίχους, το διήγημα ξεκινάει με την ξερή αναφορά και αστραπιαία αποσιώπηση της οξύτατης οδύνης, της απώλειας του παιδιού του ήρωα. Ο ερευνητής, το κλασικό υποκείμενο του Lovecraft, οδηγείται στην έρευνα όχι από περιέργεια ή αποστολή, αλλά από το γεγονός της σύνδεσης της μοίρας του με άλλους ανθρώπους, δηλαδή με την οικογένεια που αυτός φτιάχνει. Γι’ αυτόν τον λόγο αυτά τα διηγήματα έχουν μια ιδιαίτερη αξία για τους φόβους και την στάση του ίδιου του συγγραφέα.
Θα ήταν εύκολο και τραγικά κοινότοπο να μιλήσει κανείς για τους φόβους του Lovecraft ως ανθρώπου και να υποβιβάσει τον συγγραφέα σε μια σελίδα του υποθετικού εγχειριδίου με τίτλο «Τρόμος και ψυχανάλυση». Ο αναγνώστης-ψυχαναλυτής χάνει συνήθως μια σημαντική λεπτομέρεια: ότι ο άνθρωπος που αποφασίζει να εκθέσει την ζωή του στα γραπτά του, πρώτον θεωρεί κάθε αναγνώστη ικανό να αντιληφθεί τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και δεν ψάχνει τον έναν έξυπνο που μπορεί να «διαβάσει πίσω από τις λέξεις». Επομένως τα αυτοβιογραφικά στοιχεία αποτελούν όχι το κρυμμένο μήνυμα αλλά τη βάση, το υλικό για να ειπωθεί κάτι σημαντικότερο, για να γίνει μια υπέρβαση του ιστορικού προσώπου του συγγραφέα προς ένα καθολικότερο υποκείμενο, υπαρκτό έστω υποθετικά.
Το θέμα λοιπόν είναι οι φόβοι του Lovecraft ως πνεύματος μιας εποχής. Μιας εποχής που σχετίζεται με άλλες εποχές, προηγούμενες και επόμενες, είτε τις απορρίπτει ως ανεπιθύμητη γενεαλογία, είτε τις προβάλλει ως επιθυμητή ομοίωση, είτε τις προετοιμάζει ως ασυνείδητη δυνατότητα. Ας δούμε σ’ αυτό το σημείο, πώς διάβασε τον Lovecraft ένας πολύ μεγάλος λογοτέχνης, ένας άνθρωπος του οποίου η λογοτεχνία είναι, ή επιδιώκει να είναι, η βιβλιοθήκη της παγκόσμιας λογοτεχνίας των αιώνων, ο Jorge Luis Borges· η κάθε φράση του είναι σαν να κατεβάζουμε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη και να το επανατοποθετούμε πλάι σ’ ένα άλλο, στο οποίο μας οδήγησε η επόμενη φράση, ξαναγράφοντας ένα παγκόσμιο και αχρονικό διήγημα.
Ο Borges αφιέρωσε στον Lovecraft το διήγημα There are more things[1]. Το μικρό αλλά φορτωμένο διήγημα κλείνει με την εξής φράση: «Τα πόδια μου άγγιζαν το προτελευταίο σκαλοπάτι όταν άκουσα ν’ ανεβαίνει από τη ράμπα κάτι βαρύ, αργό και πολλαπλό. Η περιέργεια νίκησε το φόβο μου, και δεν έκλεισα τα μάτια». Η νίκη επί του φόβου λοιπόν είναι ίσως αυτό που αρνείται να μας δώσει ο Lovecraft και με το οποίο συμπληρώθηκε ένα αφιέρωμα σ’ αυτόν από τον Borges. Αυτή η συμπλήρωση, μάς κάνει να θεωρούμε ότι ο Borges επικρίνει τον Lovecraft, ως λογοτέχνη ελλειμματικό. Τους δύο συνδέει βέβαια (τηρουμένων των όποιων αναλογιών επιθυμείτε να γίνουν σεβαστές) το γεγονός ότι μας δείχνουν την πολλαπλότητα των αφηγημάτων χωρίς να μας υπόσχονται την ολότητα του μυθιστορήματος, το οποίο κανείς από τους δύο δεν έγραψε. Ίσως όμως η νύξη βρίσκεται στον τίτλο και όχι στο τέλος του διηγήματος του Borges.
Ο Lovecraft ως λογοτέχνης, ως απόγονος εποίκων και ως απότοκο μιας τυπολατρικής αλλά και πραγματιστικής εθνικής παράδοσης και εποχής, ήξερε την αξία του μύθου, αυτού που με απλά λόγια λέμε «υπάρχει κάτι περισσότερο (από την ύλη, το παρόν, τον εαυτό μας)». Ήξερε επίσης την ανάγκη του μύθου, ως εκείνου του υπερβατικού κύκλου που περικλείει τους μικρότερους κύκλους με κέντρο τον άνθρωπο (φύση, έθνος, πατρίδα) και τους δίνει νόημα. Ένιωθε την έλλειψη του μύθου στην αποκοπή των εποίκων από τις ευρωπαϊκές τους ρίζες, στον φορμαλισμό των σχέσεων στην κοινωνία που ζούσε (χαρακτηριστική είναι η συχνή αντιδιαστολή της διάδοσης με την πνευματική επικοινωνία στα διηγήματά του). Και ένιωθε επίσης ότι αυτό που έρχεται θα ήταν μια πλήρωση του χώρου που καταλαμβάνει ο μύθος από κάτι ψυχρό, χωρίς ουσία, που θα αφαιρούσε από τον κόσμο όση ουσία του είχε απομείνει. Ο τρόμος, ειδικά ο ψυχρός, ακατανόητος λαβκραφτικός τρόμος, είναι ένας νεκρωμένος μύθος, ένα επέκεινα τραγικά υλικό, με νόμους παράλογους, που παράγουν ένα εκτρωματικό χάος αντί μια κάποια αρμονία ως ελπίδα και για τον κόσμο των ανθρώπων. Μια σκέψη παρόμοια μ’ εκείνη του Γερμανού φιλοσόφου Ernst Bloch, που προειδοποίησε ότι αν αδειάσουμε τη σπηλιά που κατοικεί ο Θεός θα την εποικήσουν τέρατα.
O Lovecraft φοβόταν μια ψυχολογία που θα μας έκανε στο πρόσωπο του άλλου να βλέπουμε σχέδια και δυνάμεις των προπατόρων του· μια ανθρωπολογία που θα απομάγευε τον ρομαντισμό του έθνους· μια βιολογία που θα αποκάλυπτε την ζωή ως διαδικασία ενδεχομενική, ικανή να παραγάγει τόσο το ανθρώπινο πνεύμα όσο και τον άμυαλο Azathoth· μια φυσική που δεν μας άφηνε πια να κοιτάμε τον ουρανό και να βλέπουμε μια σταθερή αρμονία· μια σκέψη δέσμια γεωμετρικών σχημάτων και τυπικών νόμων με δύναμη θεού, ξένη προς κάθε αγαθό ή έστω αρμονικό τελικό σχέδιο· μια κοινωνία τελικά που η ύλη δεν έχει εγγενή αξία παρά είναι παιχνίδι στα χέρια άμυαλων και χωρίς αισθητική δημιουργών. Δεν μπόρεσε ή δεν επέλεξε να πιαστεί από πράγματα και να φτιάξει ο ίδιος μύθους. Προτίμησε να δείξει ξανά και ξανά πώς είναι μια ζωή χωρίς αυτούς – τουλάχιστον για όποιον νιώθει την ανάγκη τους και τους αναζητά: την ζωή ενός υποκειμένου, το οποίο κοιτώντας παρελθόν, παρόν και μέλλον, δεν έχει πια από πού να αντλήσει το θάρρος, για να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.
[1] Σκέψεις με αφορμή της αναλύσεις του Paul Friedlaender για τον πλατωνικό μύθο και της Marta Silvia Dios Sanz για τον μύθο στον Borges.
Tags: article , books , chaos , creatures , dark , death , Ernst Bloch , fantasy , H.P. Lovecraft , horror , Howard Philips Lovecraft , Jorge Francisco Isidoro Luis Borges , Jorge Luis Borges , monster , murder , mystery , Providence , Rats in the walls , scary , Spooky , Thing on the doorstep , Vampire , weird , αλλόκοτο , ανάλυση , ανατριχίλα , άρθρο , βιβλία , βιβλίο , διήγημα , δολοφονία , δολοφόνος , Εγώ , ζωή , θάνατος , ιστορία , Κινηματογράφος , Κοσμικός Τρόμος , Κωνσταντίνος Φαρμακίδης , Λάβκραφτ , μοναξιά , μυστήριο , νύχτα , σπίτι , Συγγραφέας , Τhere are more things , τέρας , τρόμος , φαντασία , φιλοσοφία , Φόβος , Χόρχε Λουίς Μπόρχες , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.