Καθόταν μπροστά στο τζάκι κι ανακάτευε τις στάχτες. Τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα. Το μόνο φως ήταν αυτό που εξέπεμπε η φωτιά. Οι φλόγες έμοιαζαν με τερατώδεις σκιές που σέρνονταν στους τοίχους. Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε λαίμαργα τη μυρωδιά του καμένου. Σύντομα θα τελείωναν όλα. Πήρε το κουρελιασμένο φόρεμα που ήταν δίπλα της και το έριξε στο τζάκι. Η φωτιά θέριεψε με έναν απόκοσμο ήχο, για να καταλαγιάσει λίγη ώρα αργότερα. Πλησίασε το πρόσωπό της κι ένιωσε τη ζέστη να της χαϊδεύει τα μάγουλα. Έμεινε για λίγη ώρα ανέκφραστη, ενώ το μυαλό της ταξίδευε. Οι σπίθες καθρεφτίζονταν στα μάτια της και την έκαναν να μοιάζει σαν οπτασία απόκοσμη. Ανακάτεψε για μια τελευταία φορά τις στάχτες και ανασηκώθηκε. Πλησίασε τον καθρέφτη που υπήρχε στην άλλη άκρη του δωματίου και κοίταξε το μουτζουρωμένο πρόσωπό της στην αντανάκλασή του. Έπρεπε να βιαστεί. Από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν. Καθάρισε προσεκτικά τις μουτζούρες κι έφτιαξε την κορδέλα που φορούσε στα μαλλιά. Πήρε ένα κουτί που ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα και το απόθεσε μπροστά της. Έκανε να το ανοίξει, αλλά ο ήχος από το κουδούνι τη σταμάτησε. Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Τον περίμενε. Πήρε το κουτί στα χέρια και δρασκελίζοντας τα ψόφια ποντίκια που ήταν διάσπαρτα στο χώρο έκλεισε πίσω της την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στην είσοδο και την άνοιξε.
Ο πρίγκιπας στεκόταν μπροστά της και της χαμογελούσε. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. Της εξήγησε πως έψαχνε να βρει μια κοπέλα που χόρευε μαζί του το προηγούμενο βράδυ. Το μόνο που είχε απομείνει από εκείνη ήταν ένα γοβάκι. Το δοκίμαζαν λοιπόν όλα τα κορίτσια της περιοχής και όταν έβρισκε αυτή στην οποία θα ταίριαζε, θα την έκανε πριγκίπισσα στο πλευρό του.
«Μένουν κι άλλοι μαζί σας;» τη ρώτησε στη συνέχεια.
«Μόνο εγώ», του είπε ήρεμα και παραμέρισε.
Εκείνος μπήκε μέσα μαζί με τον υπηρέτη του.
Η κοπέλα κάθισε σε μια καρέκλα κι έτεινε το πόδι της κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. Το γοβάκι ταίριαξε απόλυτα και τότε ο πρίγκιπας την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Θα σε πάρω από εδώ!» της είπε.
Το μικρό ποντίκι έτρεχε πανικόβλητο μέσα στο δωμάτιο. Όλοι οι φίλοι του ήταν νεκροί. Πεινούσε, διψούσε και φοβόταν. Άρχισε να σκούζει τρομαγμένο. Μια μικρή υγρή λιμνούλα που είδε μπροστά του το έκανε να αναθαρρήσει.
«Νερό…» μουρμούρισε.
Το ρούφηξε λαίμαργα, πριν καταλάβει ότι αυτό που έπινε δεν είχε γεύση νερού. Ήταν κάτι πικρό και πηχτό. Τα σωθικά του άρχισαν να πονούν, ενώ η γεύση του αίματος γέμισε το στόμα του. Τραντάχτηκε από τους σπασμούς, κι απόμεινε ακίνητο στο πάτωμα, με μάτια γυάλινα που κοιτούσαν το άπειρο.
Εκείνη καθόταν καμαρωτή μέσα στην άμαξα. Όταν βγήκαν από την πόλη άνοιξε το κουτί κι άδειασε το περιεχόμενό του έξω από το παράθυρο. Οι στάχτες σκόρπισαν στον άνεμο.
«Τι είναι αυτές οι στάχτες;» τη ρώτησε ο πρίγκιπας.
«Το παρελθόν μου», του απάντησε.
Έγειρε το κεφάλι στον ώμο του αγαπημένου της κι έκλεισε τα μάτια. Τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς ήταν ακόμα πολύ ζωντανά μέσα στο μυαλό της. Όταν επέστρεψε στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα, η μητριά και οι θετές αδερφές της δεν είχαν γυρίσει ακόμα από το χορό. Ήξερε ότι θα έκαναν τα πάντα για να σταθούν εμπόδιο στην ευτυχία της και δεν θα τους το επέτρεπε. Άλλωστε η νεράιδα-νονά της ήταν ξεκάθαρη.
«Θα σε βοηθήσω μόνο για να πας στο χορό», της είχε πει. «Για όλα τα υπόλοιπα όμως, θα πρέπει να φροντίσεις μόνη σου».
Αυτό σκόπευε να κάνει. Τις περίμενε έχοντας ετοιμάσει το αγαπημένο τους τσάι. Μόλις το ήπιαν, άρχισαν να σφαδάζουν στους πόνους. Αυτό το δηλητήριο δρούσε αμέσως. Έμεινε ξάγρυπνη όλο το βράδυ μέχρι να καταφέρει να μεταφέρει ένα – ένα τα σώματά τους στο τζάκι και να περιμένει να καούν. Έβαλε τις στάχτες τους στο κουτί. Στο τέλος, έκαψε και τα κουρέλια που φορούσε. Ο πρίγκιπας έπρεπε να τη δει περιποιημένη. Παραλίγο να μην προλάβαινε. Ευτυχώς τα είχε καταφέρει. Ο δρόμος πλέον ήταν ανοιχτός. Το μόνο που τη στεναχωρούσε, ήταν ότι είχαν πεθάνει μερικά ποντίκια, όταν ήπιαν το δηλητήριο από τα ποτήρια που είχε χυθεί στο πάτωμα.
‘’Δε βαριέσαι’’, σκέφτηκε. ‘’Παράπλευρες απώλειες.’’
Το μυαλό της ταξίδεψε στην προηγούμενη βραδιά, όταν χόρευε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Μια σκηνή που είχε αντικρύσει, ‘’πάγωσε’’ μέσα στο μυαλό της. Η μητέρα του πρίγκιπα τους κοιτούσε από μακριά και δεν έδειχνε ιδιαίτερα ευχαριστημένη που ο γιος της χόρευε μαζί της. Χαμογέλασε με ικανοποίηση και χάιδεψε το μπουκαλάκι με το δηλητήριο που είχε στην τσέπη. Ήταν σίγουρη ότι θα της χρειαζόταν.
Tags: ashes , blood , cinderella , dark , dark fairy tale , fairy tale , horror , mystery , poison , short-story , story , twisted tales , weird , αίμα , αλλόκοτο , δηλητήριο , διεστραμμένο , διήγημα , μηστηριού , μυστήριο , παραμύθι , ποντίκια , Σκοτεινό , στάχτες , Σταχτοπούτα , τρόμος , τρόμου
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.