Τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα εδώ και καιρό. Το αεράκι που έμπαινε όμως από τις σκισμένες χαραμάδες, ήταν αρκετό. Η λευκή, ξεφτισμένη κουρτίνα ανέμιζε ελαφρά σε κάθε φύσημα του ανέμου. Οι κινήσεις της ήταν απαλές κι αθόρυβες. Τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει την ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι. Οι αχτίδες του ήλιου που ξεγλιστρούσαν μέσα, φώτιζαν τη σκόνη που στροβιλιζόταν στην ατμόσφαιρα. Τα ρολόγια ήταν όλα σταματημένα. Οι δείκτες τους είχαν παγώσει σε διαφορετική ώρα ο καθένας. Ένας κούκος είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα έξω από το σπιτάκι του. Η έκφρασή του ήταν τρομακτική. Έμοιαζε σαν να προσπαθεί να ουρλιάξει αλλά δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. Η ταπετσαρία στους τοίχους είχε ποτίσει από την υγρασία και είχε αρχίσει να σκίζεται. Τα κομμάτια της ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Το σπίτι ήταν εγκαταλελειμμένο εδώ και χρόνια. Κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάσει. ΚανSείς, εκτός από τον Πάτρικ, τον Ράιαν, και τον Κόντι, τα τρία αγόρια που μεγάλωσαν μαζί κι ονειρεύονταν να εξερευνήσουν όλα τα στοιχειωμένα σπίτια της περιοχής.
Όταν άνοιξαν τη βαριά, ξύλινη πόρτα, ο ήχος από τους μεντεσέδες τους έκανε να ανατριχιάσουν. Την άφησαν να κλείσει με κρότο πίσω τους. Άναψαν τους φακούς τους κι άρχισαν να προχωρούν προσεκτικά. Σε κάθε βήμα τους ακουγόταν ο ήχος σπασμένου γυαλιού αφού το πάτωμα ήταν γεμάτο θρύψαλα. Ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα που έτριζε σε κάθε τους βήμα παραμερίζοντας τους ιστούς αράχνης που κρέμονταν από το ταβάνι. Ο μακρύς, στενός διάδρομος είχε εκατοντάδες, κλειστές πόρτες. Δοκίμασαν να τις ανοίξουν, αλλά ήταν κλειδωμένες. Έτσι, κανείς τους δεν πρόσεξε ότι τα δωμάτια ήταν γεμάτα παιδικά παιχνίδια﮲ και κανείς δεν πρόσεξε ότι τα παιχνίδια αυτά άλλαζαν συνεχώς θέση. Συνέχισαν να διασχίζουν το διάδρομο. Το χοντρό χαλί έπνιγε τα βήματά τους. Κανείς τους όμως δεν πρόσεξε ότι είχε πάνω φρέσκους, κόκκινους λεκέδες﮲ και κανείς δεν πρόσεξε το μικρό αγόρι με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια, που στεκόταν απέναντί τους και τους κοιτούσε. Κανείς δεν πρόσεξε, ότι αμέσως μετά, εμφανίστηκε κοντά τους κι άρχισε να περπατάει δίπλα τους. Τότε ο Κόντι σκόνταψε σε κάτι αόρατο κι έπεσε﮲και όταν σηκώθηκε, κοίταξε τα χέρια του, και είδε ότι είχαν λεκέδες από φρέσκο, κόκκινο υγρό﮲ και τα τρία αγόρια ούρλιαξαν κι άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο. Διέσχισαν γρήγορα την αυλή και βρέθηκαν στο δρόμο. Όταν ξαναβρήκαν τη χαμένη τους ανάσα, ορκίστηκαν να μείνουν μακριά από αυτό το σπίτι. Κανείς τους όμως δεν πρόσεξε, ότι τα μάτια του Κόντι, από πράσινα είχαν γίνει πλέον γαλάζια. Και κανείς δεν πρόσεξε, ότι οι ξανθές τούφες στα μαλλιά του είχαν γίνει περισσότερες﮲ πολύ περισσότερες. Κανείς δεν το πρόσεξε. Όταν όμως το πρόσεξαν, ήταν πλέον αργά.
Article main picture reference
Tags: creatures , dark , fantasy , haunted , horror , mystery , scary , story , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , διήγημα , θάνατος , θρίλερ , ιστορία , μυστήριο , σκοτάδι , στοιχειωμένο , τρόμος , φαντασία , Φαντάσματα , Φόβος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.