Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Τα είχα καταφέρει! Είχα μπει στο μυστικό δωμάτιο όπου φυλάσσονταν τα βιβλία του νεκρού συγγραφέα. Εκείνα που θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικά -και επικίνδυνα- για να τα χαρίσει σε κάποια βιβλιοθήκη ή σε κάποιον θαυμαστή του. Τα είχε μαζέψει λοιπόν, τα είχε ταξινομήσει και τα είχε κρύψει σ’ εκείνο το δωμάτιο που κρυβόταν στα υπόγεια μιας απρόσωπης πολυκατοικίας, άγνωστο ακόμα και στους ανθρώπους που ζούσαν στα στενάχωρα διαμερίσματά της.
Τώρα πλησίαζαν μεσάνυχτα και με τύλιγε ένα πηχτό σκοτάδι. Ο σκονισμένος λαμπτήρας που κρεμόταν από τη χαμηλοτάβανη οροφή ήταν σβηστός και τυλιγμένος μ’ ένα πυκνό κουκούλι ιστών αράχνης. Ο αέρας έτρεμε ελαφρά, πλημμύριζε απ’ το βουητό ενός αρχαϊκού καυστήρα πετρελαίου. Με άγγιζε η χαρακτηριστική εκείνη αίσθηση της υγρασίας που συναντά κανείς σε υπόγεια και σπηλιές. Μια υγρασία που τονιζόταν από την ψύχρα μιας νοτισμένης βραδιάς του Φεβρουαρίου.
Κλείδωσα πίσω μου τη σιδερένια πορτούλα του δωματίου και άναψα το φως του κινητού μου. Η ψυχρή ακτινοβολία του απώθησε τη νύχτα και αποκάλυψε σειρές από ράφια που έφταναν μέχρι το τσιμεντένιο ταβάνι. Κάλυπταν ολοκληρωτικά τους τοίχους και ήταν γεμάτα από βιβλία που προστατεύονταν από γυάλινες προθήκες. Ήταν δερματόδετα και οι τίτλοι που απλώνονταν κάθετα στις ράχες τους διαγράφονταν θολά πίσω απ’ τα σκονισμένα γυαλιά σαν τα ιδεογράμματα κάποιας ξεχασμένης γλώσσας.
Εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε μια παράξενη συγκίνηση. ‘Ένιωσα σαν Αιγυπτιολόγος που μόλις είχε εισβάλλει στην κρύπτη κάποιου αρχαίου Φαραώ. Μια ευδαιμονική προσδοκία, η αίσθηση ότι βρισκόμουν σε απόσταση αναπνοής από θησαυρούς αμύθητους και ξεχασμένα μυστικά του παρελθόντος. Πλησίασα το φακό του κινητού σε ένα υαλόφρακτο ράφι και προσπάθησα να διαβάσω κάποιους από τους τίτλους των βιβλίων που φώλιαζαν στο εσωτερικό του. Λογικά, ήταν βιβλία που είχαν ως θέμα τους τον αποκρυφισμό, την αρχαία τέχνη της επικοινωνίας με τα πνεύματα των νεκρών και με θεότητες που κυβερνούσαν τον κόσμο χιλιετίες προτού ο πρώτος άνθρωπος κατέβη από τα δέντρα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια, ένιωσα δικαιωμένος, περήφανος για το γεγονός ότι η αγάπη μου για τα παράξενα βιβλία με είχε οδηγήσει σ’ εκείνο το απόκρυφο άδυτο. Εδώ που τα λέμε, σε μια κοινωνία σαν την νεοελληνική, όπου το διάβασμα θεωρείται ασχολία για «σπασίκλες» και «φυτά» και η ενασχόληση με τις απόκρυφες τέχνες προκαλεί ρίγη δεισιδαιμονικού τρόμου, η επιμονή μου αποτελούσε μια προσωπική νίκη. Και να που τώρα ετοιμαζόμουν να εισπράξω το βραβείο μου.
Τα δάχτυλα μου άγγιξαν το σκονισμένο γυαλί του ραφιού. Εκείνη τη στιγμή με κυρίευσε μια απροσδιόριστη αίσθηση ενοχής. Η αλήθεια είναι ότι είχα φερθεί ανέντιμα στο δημιουργό εκείνου του κρησφύγετου. Τον είχα εξαπατήσει. Τον είχα πλησιάσει εξαιτίας των καταπληκτικών βιβλίων του, τα οποία αποκάλυπταν το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος όχι απλά βαθύτατα μορφωμένος αλλά και ικανός να κάνει αντιληπτικά άλματα που δύσκολα κατανοούσε ένας απλός θνητός. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που όταν κατάφερα να τον γνωρίσω προσωπικά -υποδυόμενος τον αφοσιωμένο θαυμαστή- βρέθηκα αντιμέτωπος μ’ έναν τύπο που ήταν δύστροπος και πικρόχολος και ο οποίος δεν δίσταζε να αποκαλεί ηλίθιο οποιονδήποτε αδυνατούσε να τον καταλάβει. Μάλιστα, η φράση «Γιατί είσαι ηλίθιος» ήταν ο αγαπημένος του τρόπος να κλείνει μια συζήτηση που θεωρούσε ανιαρή. Οι φορές δε που είχα εισπράξει εκείνον τον χαρακτηρισμό ήταν αμέτρητες. Ευτυχώς όμως, κατά τη διάρκεια των συζητήσεών μας, μου είχε μιλήσει φευγαλέα για κάποιο μυστικό δωμάτιο όπου είχε κρύψει τα πιο σημαντικά βιβλία της εκπληκτικής του συλλογής. Εκείνη η αναφορά είχε βάλει φωτιά στη φαντασία μου και κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης όπου τα κοσμητικά επίθετα που εισέπραττα είχαν σπάσει κάθε ρεκόρ σε ποικιλία και βαρύτητα, έμαθα που βρίσκονταν εκείνο το δωμάτιο. Και έτσι λοιπόν, μόλις πέθανε, αποφάσισα να τον εκδικηθώ, ν’ ανακαλύψω όλα τα μυστικά που ο εκείνος αγενέστατος άνθρωπος νόμιζε ότι θα έπαιρνε στον τάφο.
Έσυρα σιγά-σιγά στο πλάι το γυάλινο φύλλο και άκουσα ηδονικά το σύρσιμο που έκανε στο αυλάκι του ραφιού. Στη συνέχεια έσκυψα και εισέπνευσα την υπέροχη οσμή των παλιών βιβλίων, ένα αψύ μείγμα δέρματος, ξερού χαρτιού και σκόνης. Έκλεισα τα μάτια μου και ψαχούλεψα λαίμαργα τις ράχες τους. Τα δάχτυλά μου κύλησαν επάνω τους και τ’ άγγιξαν ανάλαφρα, σαν να ήταν τα κιτρινισμένα πλήκτρα κάποιου παλιού πιάνου. Ένιωσα νικητής. Έδωσα μια νοερή εντολή στο πνεύμα του νεκρού συγγραφέα να μου αποκαλύψει το μεγαλύτερο μυστικό του. Τα δάχτυλα μου σταμάτησαν, από μόνα τους, σ’ ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Το τράβηξα απαλά από τη θέση του, κάθισα ανακούρκουδα στο σκονισμένο δάπεδο και το άνοιξα σε μια τυχαία σελίδα, κάπου στη μέση.
Τα μάτια μου εστίασαν στη φράση: «Πως το τρίβουν το πιπέρι». Έκλεισα το βιβλίο και διάβασα τον τίτλο στη ράχη του. Ήταν μια ανθολογία με ανέκδοτα. Σηκώθηκα όρθιος και διάβασα τους τίτλους των υπόλοιπων βιβλίων του ραφιού. Ήταν όλα αναλόγου περιεχομένου, ανέκδοτα, σατυρικές ανθολογίες, ευθυμογραφήματα. Κάτι γκρεμίστηκε μέσα μου. Μα ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Δηλαδή αυτή ήταν η μονάκριβη συλλογή που είχε κρύψει ο παντογνώστης συγγραφέας; Άδικα είχα κάνει όλο αυτόν τον κόπο; Πως την είχα πάθει έτσι;
«Γιατί είσαι ηλίθιος», ακούστηκε η φωνή του συγγραφέα μέσα στο σκοτάδι.
Tags: books , dark , death , fairytale , fantasy , horror , mystery , occult , scary , Spooky , story , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , απόκρυφο , αράχνες , αρχαία βιβλία , βιβλία , διήγημα , Έρικ Σμυρναίος , θάνατος , ιστορία , μυστήριο , παραμύθι , σκόνη , σκοτάδι , Συγγραφέας , τρόμος , Τυχαία σελίδα , φαντασία , Φαντάσματα , Φαραώ , Φόβος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.