Ο Χέρμπερτ κοίταξε τη Σκιά του στον απέναντι τοίχο της αυλής. Η μαύρη ψιλόλιγνη σιλουέτα της έμοιαζε ζωντανή, υπενθυμίζοντάς του την άρρηκτη σύνδεσή του μαζί της.
Ένωσε τα χέρια και πίεσε τα δάχτυλά του μεταξύ τους ανασαίνοντας βαθιά. Της γύρισε την πλάτη και έκανε να απομακρυνθεί, όμως μια αίσθηση, λες και μια αόρατη χορδή τον τραβούσε προς τα πίσω, τον έκανε να σταματήσει τόσο απότομα που σωριάστηκε στο έδαφος. Σηκώθηκε νευριασμένος, τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα του και στράφηκε προς τον τοίχο. Η Σκιά του στεκόταν ακόμη εκεί. Φαινομενικά ακίνητη˙ φαινομενικά άψυχη˙ φαινομενικά σιωπηλή˙ φαινομενικά… ακίνδυνη.
«Χέρμπερτ!» φώναξε η μητέρα του. «Φεύγω!»
Εκείνος δεν γύρισε να την κοιτάξει. Με βλέμμα καρφωμένο στη Σκιά, άκουσε την αυλόπορτα να κλείνει. Μόλις έσβησε ο ήχος των βημάτων της, έκανε μεταβολή και δοκίμασε να περπατήσει. Κανείς δεν τον τράβηξε πίσω αυτή τη φορά. Κανείς δεν τον εμπόδισε.
Μπήκε στο σπίτι. Η μυρωδιά της σούπας που άχνιζε στην κατσαρόλα ήταν διάχυτη. Άνοιξε νευριασμένος όλα τα παράθυρα για να αερίσει τον χώρο. Έπειτα πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Το κρεβάτι της ήταν στρωμένο στην εντέλεια. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα. Έτσι ήταν η μητέρα του. Ήθελε να έχει τον έλεγχο παντού: σε όλους˙ σε όλα.
Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να ανακατέψει τα πάντα. Στάθηκε στην άκρη του δωματίου. Προχώρησε με μικρά, κοφτά βήματα, έως το κρεβάτι της μετρώντας από μέσα του. Έπειτα επανέλαβε, με κλειστά μάτια. Την πρώτη φορά έκανε παραπάνω βήματα και τα γόνατά του χτύπησαν στο ξύλο. Ένιωσε ένα σπρώξιμο και έπεσε πάνω στο στρώμα. Κοίταξε νευριασμένος στο πλάι. Η Σκιά του απλωνόταν στο πάτωμα. Τη δεύτερη φορά σταμάτησε νωρίτερα˙ την τρίτη, το κατάφερε. Ένα, δύο, τρία… επτά βήματα. Σταμάτησε ακριβώς δίπλα. Επανέλαβε την ίδια διαδικασία από το δωμάτιό του προς την κρεβατοκάμαρά της. Δοκίμασε να χαμογελάσει, όμως αντί γι’ αυτό, έκανε μια περίεργη γκριμάτσα, κάτι μεταξύ χαμόγελου και θυμού. Το βλέμμα του έμοιαζε περίεργο, κάτι μεταξύ χαράς και τρόμου.
***
Όταν επέστεψε η μητέρα του, είχε σχεδόν νυχτώσει. Γνώριζε τη ρουτίνα της. Ξάπλωνε γύρω στις δέκα το βράδυ. Ξυπνούσε έξι το πρωί. Κάθισε στο δωμάτιό του και περίμενε με φώτα σβηστά. Κοίταξε τον απέναντι τοίχο, όπου η Σκιά του στεκόταν ακόμα. Όσο νύχτωνε, το λιγοστό φως από το φεγγάρι και τον δρόμο έσβηνε. Η Σκιά ξεθώριαζε μένοντας ορατή μόνο ως αχνό γκρι στο οπτικό του πεδίο, ώσπου εξαφανίστηκε τελείως. Ο τοίχος έγινε μαύρος, βελούδινος, κενός.
Ο Χέρμπερτ ένιωσε γαλήνη.
Εξαφανίστηκε. Τελείωσε.
Όμως, μια φωνή, ψιθύρισε στο μυαλό του:
Είσαι σίγουρος, Χέρμπερτ; Ή απλώς έκλεισες τα μάτια;
Έσφιξε τα δόντια. Η Σκιά δεν είχε ανάγκη το φως. Την κουβαλούσε μέσα του.
Όμως τώρα, ήταν αδύναμη˙ μόνο μια φωνή.
Έχωσε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι, τράβηξε κάτι και το έβαλε στην τσέπη του. Το είχε κρύψει εκεί το προηγούμενο βράδυ, τότε που δεν τον κοιτούσε. Σηκώθηκε αργά. Με μικρά σταθερά, μετρημένα βήματα, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Ψηλάφισε το περίγραμμα της πόρτας για να βεβαιωθεί. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και πλησίασε στο κρεβάτι της. Τα γόνατά του ακούμπησαν απαλά στο πλάι. Το σκοτάδι ήταν πηχτό. Η φωνή μέσα του, η Σκιά, ούρλιαζε, αλλά αυτός την αγνοούσε. Έχωσε το χέρι στην τσέπη, άρπαξε αυτό που είχε βάλει μέσα και άρχισε να ανεβοκατεβάζει το χέρι με μανία. Κάτι… κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Δεν υπήρχε αντίσταση. Μόνο ο ήχος ξεσκίσματος του υφάσματος. Προτού προλάβει να αντιδράσει, το φως άναψε. Η μητέρα του βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του κρεβατιού και κοιτούσε τον γιο της έντρομη να κρατά ένα μαχαίρι και να έχει ξεσκίσει το πάπλωμα.
«Χέρ…» πάσχισε να ψελλίσει, μα εκείνος δεν της έδωσε σημασία.
Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στη Σκιά στον τοίχο απέναντί του. Αυτή τη φορά όμως, δεν ήταν άψυχη. Δεν ήταν σιωπηλή. Δεν ήταν ακίνητη˙ ούτε ακίνδυνη. Η φωνή ψιθύρισε ξανά μέσα στο μυαλό του.
«Δεν θα σκοτώσεις. Δεν θα σε αφήσω να γίνεις τέρας. Αν πρέπει να πεθάνει κάποιος, θα είσαι ΕΣΥ, για να σταματήσει το Κακό!»
Η Σκιά σήκωσε αργά το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι και το πλησίασε στον λαιμό του. Το αντίστοιχο χέρι του Χέρμπερτ άρχισε να τρέμει. Το σήκωσε με δυσκολία και μιμήθηκε την κίνησή της. Η Σκιά έκλεισε το χέρι της σε γροθιά. Ο Χέρμπερτ έσφιξε τη λαβή του μαχαιριού. Η Σκιά έκανε μια απότομη κίνηση και το έμπηξε στον λαιμό˙ το ίδιο και ο Χέρμπερτ. Η Σκιά παρέμεινε ακίνητη πάνω στον τοίχο, λιγότερο μαύρη τώρα, σχεδόν αχνή, λες και είχε ξοδέψει όλη της τη δύναμη για να πραγματοποιήσει την ύστατη αυτή πράξη.
Ο Χέρμπερτ δεν πρόλαβε να κάνει άλλο κακό.
Η μητέρα του, τώρα ασφαλής, κοιτούσε έντρομη τον γιο της να κείτεται αιμόφυρτος στο πάτωμα, χωρίς να έχει καταλάβει ποτέ την σιωπηλή, θανάσιμη μάχη που μόλις είχε λάβει χώρα ανάμεσα σε εκείνον και τον Καλό του Εαυτό.
Tags: darkness , death , horror , horror short story , shadow , short-story , διήγημα , Διήγημα τρόμου , θάνατος , μαχαίρι , Σκιά , σκοτάδι , τρόμος





Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.