Η μικρή Κέισι καθόταν στην αμμουδιά και κοιτούσε την πέτρινη γοργόνα που ήταν σκαλισμένη πάνω στα βράχια, αρκετά μέτρα μακριά της. Η θάλασσα ήταν γεμάτη με κόσμο. Οι φωνές και τα γέλια τους αντηχούσαν στα αυτιά της. Οι μορφές τους αιχμαλωτίζονταν στις άκρες των ματιών της, όμως δεν τους έδινε σημασία. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην πέτρινη φιγούρα της γοργόνας που έμοιαζε να είναι κουλουριασμένη σε εμβρυϊκή στάση στο πλάι του βράχου. Ένιωσε τον ζεστό καλοκαιρινό ήλιο να της καίει το πρόσωπο. Μπήκε στη θάλασσα. Το νερό ήταν πολύ ρηχό. Όσο κι αν προχωρούσε, εκείνο έφτανε μόνο μέχρι τα γόνατά της. Παραξενεύτηκε. Το θυμόταν πιο βαθύ. Το πράσινο χρώμα του, το έκανε να μοιάζει με ζαφείρι που λαμπύριζε καθώς οι ελαφριοί κυματισμοί του χόρευαν κάτω από το φως του ήλιου. Συνέχισε να προχωράει, μέχρι που έφτασε δίπλα στη γοργόνα. Έσκυψε το κεφάλι και την περιεργάστηκε. Χάιδεψε τα ανάγλυφα λέπια της ουράς της. Άγγιξε τις καλοσχηματισμένες μπούκλες από τα μαλλιά της. Και τι δεν θα έδινε τα δικά της ολόισια μαλλιά, που έμοιαζαν με πράσα όπως την κορόιδευε συνεχώς η αδερφή της, να ήταν σαν αυτά. Βύθισε το βλέμμα της μέσα στα αμυγδαλωτά της μάτια. Θυμήθηκε τα δικά της που ήταν ολοστρόγγυλα και αναστέναξε με απογοήτευση. Κοίταξε και πάλι τη γοργόνα. Περίεργο. Θα ορκιζόταν ότι το πρόσωπο που έβλεπε εκείνη την ημέρα ήταν διαφορετικό από αυτό που είχε δει την προηγούμενη, όταν κολύμπησε μέχρι εκεί με τη μητέρα της. Θα ορκιζόταν πως τα μαλλιά της τότε ήταν πιο κυματιστά, και τα μάτια της, σκιστά.
Κράτησε το χέρι που ήταν μαζεμένο μπροστά στο στήθος της. Και τότε, ένιωσε τη λαβή της να τη σφίγγει. Τραβήχτηκε απότομα.. Ξαφνικά, η στάθμη της θάλασσας άρχισε να ανεβαίνει. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Κοίταξε πανικόβλητη γύρω της, αλλά ο κόσμος είχε εξαφανιστεί. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Το νερό κάλυψε πρώτα το σώμα και στη συνέχεια τον λαιμό και το κεφάλι της. Εκείνη πάλευε απεγνωσμένα να κρατηθεί στην επιφάνεια, τη στιγμή που πελώρια κύματα την τύλιγαν. Και τότε, όταν κόντευε να χάσει την τελευταία της ανάσα, θα ορκιζόταν πως είδε τη γοργόνα να υψώνεται μπροστά της και να την κοιτάζει με βλέμμα ψυχρό και πέτρινο﮲ βλέμμα αδίστακτο και διψασμένο για αίμα και ζωή﮲ ζωή που δεν ήταν δική της, αλλά θα έκανε τα πάντα για να της ανήκει.
Μια εβδομάδα μετά…
Ο επιθεωρητής Κάρλος Μαρτίνεζ, καθόταν στο γραφείο του. Μπροστά του είχε ακουμπισμένες τις φωτογραφίες των τριών κοριτσιών που είχαν εξαφανιστεί τις τελευταίες μέρες. Κάρφωσε το βλέμμα του στη μικρή Γιουν με τα κυματιστά μαλλιά και τα σκιστά μάτια, στη Λόρα με τις μπούκλες και τα αμυγδαλωτά μάτια και στην Κέισι με τα ολόισια μαλλιά και τα στρόγγυλα μάτια και αναστέναξε. Την τελευταία φορά, είχαν θεαθεί να κολυμπούν στη θάλασσα. Από τότε η τύχη τους αγνοούταν. Είχαν χτενίσει το νερό και τη γύρω περιοχή, αλλά το σώμα τους δε βρέθηκε πουθενά.
Σηκώθηκε απότομα και προχώρησε προς το παράθυρο. Άναψε ένα πούρο, και τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά, κοιτώντας τη θάλασσα. Ένιωθε τυχερός που το γραφείο του είχε αυτή τη θέα. Ο παφλασμός των κυμάτων έδιωχνε τα προβλήματά του μακριά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και επέστρεψε στο γραφείο του, τη στιγμή που ένα μικρό κορίτσι έμπαινε στο νερό και κατευθυνόταν μαγεμένο προς τη σκαλιστή γοργόνα στα βράχια.
Η Νίκι, έφτασε δίπλα στο πέτρινο, θαλάσσιο πλάσμα και το κοίταξε εκστασιασμένη. Τα ολόισια μαλλιά και τα στρογγυλά μάτια της, την αιχμαλώτισαν. Ξαφνικά, ένιωσε τη στάθμη του νερού να ανεβαίνει.
Tags: article , dark , death , fantasy , Flash-fiction , horror , mermaid , monster , mystery , scary , short-story , Spooky , story , summer , The Weird Side Daily , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , Άνθρωπος , άρθρα τρόμου , άρθρα φανταασίας , άρθρα φανταστικού , άρθρο , γοργόνα , γυναίκα , διήγημα , εξαφάνιση , Ερωδίτη Παπαποστόλου , ζωή , θάνατος , ιστορία , καλοκαίρι , νοσταλγία , ντέντεκτιβ , παράξενα άρθρα , σύντομη ιστορία , τρόμος , φαντασία , Φόβος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.