Από τη μέρα που γεννήθηκε η Τζένιφερ, είχε δίπλα της μια μουτζούρα που αιωρούταν συνεχώς λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της. Στην αρχή, όταν ήταν μικρή, δεν ήταν παρά μία κουκίδα. Όσο μεγάλωνε εκείνη όμως, τόσο μεγάλωνε και η κουκίδα, μέχρι που άρχισε να μοιάζει με μια μεγάλη, μαύρη μπάλα, μια μεγάλη μουτζούρα που δεν έλεγε να φύγει από δίπλα της.
Τότε η Τζένιφερ, πήρε ένα σκοινί, έδεσε τη μια άκρη του στον καρπό της και την άλλη στη μουτζούρα, και την έσερνε συνεχώς μαζί της.
Στο σχολείο κανείς δεν έκανε παρέα μαζί της. Ποιος άλλωστε θα ήθελε να κάνει παρέα με μια κοπέλα που είχε συνεχώς δίπλα της μια μουτζούρα, ενώ υπήρχαν άλλα παιδιά, που είχαν δίπλα τους μπάλες με φωτεινά χρώματα. Και η Τζένιφερ καθόταν συνεχώς μόνη της, σε μια γωνιά της αυλής και τους παρακολουθούσε. Κουνούσε συνεχώς τα πόδια της μπρος πίσω και μαζί της κουνιόταν και η μουτζούρα.
Οι γονείς της είχαν προσπαθήσει να αλλάξουν το χρώμα της. Είχαν προσπαθήσει να το κάνουν κόκκινο όπως ήθελε η μαμά. Είχαν προσπαθήσει να το κάνουν μπλε, όπως ήθελε ο μπαμπάς. Την είχαν πάει στο γραφείο ενός άντρα με λευκή ρόμπα, που είχε δίπλα του ένα λευκό μπαλόνι αλλά δεν είχε καταφέρει να τη βοηθήσει. Η μουτζούρα, παρέμενε μουτζούρα, ένα μαύρο μπαλόνι, που δεν έλεγε να αλλάξει χρώμα. Εκείνος τους είχε πει πως έπρεπε να το πάρουν απόφαση. Η Τζένιφερ, θα ζούσε πάντα με αυτή τη μουτζούρα και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
Το μεγάλο, μαύρο μπαλόνι, ήταν πάντα μαζί της: στο σπίτι, στο μπάνιο, στο κρεβάτι, στο σχολείο, κι αργότερα στη δουλειά, στις εξόδους. Κι όταν θύμωνε η Τζένιφερ το μπαλόνι μεγάλωνε και παλλόταν και συνέχιζε να μεγαλώνει, μέχρι που έμοιαζε έτοιμο να σκάσει. Και τότε η Τζένιφερ το κοιτούσε, τρόμαζε κι αμέσως ο θυμός της καταλάγιαζε. Γιατί δεν ήθελε ούτε καν να φανταστεί τι θα συνέβαινε αν έσκαγε.
Κι εκείνη καθόταν συνεχώς μόνη της. Κρυβόταν πάντα στα πιο σκοτεινά κι έρημα μέρη, γιατί ντρεπόταν. Ντρεπόταν να κυκλοφορεί συνεχώς με μια μουτζούρα δίπλα της και να τη δείχνουν όλοι με το δάχτυλο. Ένιωθε πως ήταν άρρωστη. Ένιωθε πως ήταν μολυσμένη. Και τότε, μια από τις πολλές μέρες που καθόταν κουλουριασμένη σε μια άκρη του δωματίου της, στο πιο σκοτεινό σημείο που μπορούσε να βρει, άκουσε έναν ψίθυρο κι είδε με την άκρη του ματιού της τη μουτζούρα να κουνιέται. Σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε δειλά. Και τότε είδε δύο ακόμα πιο μαύρα μάτια κι ένα ακόμα πιο μαύρο στόμα να εμφανίζονται πάνω στη μουτζούρα. Και από τότε, η μουτζούρα, άρχισε να της μιλάει. Μπορούσε να δει τα χείλη της να κινούνται και να ακούσει τη φωνή της μέσα στο μυαλό της σαν ψίθυρο. Της έλεγε πως υπήρχε τρόπος να την κάνει να αλλάξει χρώμα αν το ήθελε πραγματικά. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να πάρει λίγο από το χρώμα των άλλων.
Και η Τζένιφερ την άκουσε. Πρώτα πήρε πράσινο χρώμα από το μπαλόνι της προϊσταμένης της στη δουλειά. Ήταν ένα βράδυ που της ζήτησε να δουλέψει μαζί της ως αργά, γιατί έπρεπε να τη βοηθήσει με τη συνάντηση της επόμενης μέρας. Στο γραφείο είχαν μείνει μόνο οι δυο τους. Κι έτσι η Τζένιφερ άρπαξε ένα ψαλίδι κι έσκασε το μπαλόνι της. Το πράσινο χρώμα γέμισε παντού. Κι εκείνη έχωσε τα χέρια της σε αυτό και μετά πασάλειψε τη μουτζούρα. Τώρα η μουτζούρα ήταν μαύρη με πράσινες πιτσιλιές. Σειρά είχε ο ταχυδρόμος που της έφερε ένα δέμα στο σπίτι της. Τον κάλεσε μέσα για να βρει στυλό να υπογράψει. Και μετά, τρύπησε με το στυλό το δικό του μπαλόνι. Τώρα η μουτζούρα, εκτός από πράσινες, είχε και κίτρινες πιτσιλιές. Έπειτα απέκτησε και πορτοκαλί από τη γειτόνισσα που της ζήτησε να της ποτίσει τον κήπο. Και μετά γαλάζιες από μια άλλη συνάδελφό της. Και τέλος, απέκτησε και λευκές, από τον άνθρωπο με τη λευκή ρόμπα που είχε πει στους γονείς της πως δεν υπήρχε τρόπος να τη βοηθήσει. Και η μουτζούρα δεν ήταν πια μουτζούρα. Και τότε σταμάτησαν να την αποφεύγουν. Γιατί η Τζένιφερ, δεν ήταν πλέον το κορίτσι με τη μουτζούρα, αλλά ένα κορίτσι με ένα πολύχρωμο μπαλόνι που κανείς δεν είχε ξαναδεί και όλοι ήθελαν να τη γνωρίσουν.
Και ήταν επιτέλους χαρούμενη. Μόνο που η χαρά της, την έκανε απρόσεκτη. Κι έτσι μια μέρα που έβρεχε, ξέχασε και βγήκε έξω χωρίς ομπρέλα. Και το νερό της βροχής, έπεσε πάνω στο μπαλόνι της και τα χρώματα άρχισαν αμέσως να ξεβάφουν. Η μουτζούρα εμφανίστηκε και πάλι και ο κόσμος άρχισε να απομακρύνεται από γύρω της, όπως άρχισαν να απομακρύνονται τα χρώματα. Και το υγρό πλέον χρώμα, άρχισε να γίνεται ρυάκι πάνω στην άσφαλτο. Και κάθε ένα ρυάκι, οδηγούσε στον άνθρωπο από τον οποίο είχε κλέψει το χρώμα.
Και τότε, εμφανίστηκαν τρεις άντρες με μπλε, σκούρα ρούχα και μπλε, σκούρα μπαλόνια, που την έπιασαν από τους καρπούς, τους έδεσαν μεταξύ τους με τον σπάγκο από τη μουτζούρα της και την έκλεισαν σε ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο με σίδερα στην πόρτα και στο παράθυρο.
Και μια φορά το μήνα, το βράδυ, εκείνη κοιτούσε μέσα από τα κάγκελα, ψηλά στον σκοτεινό ουρανό τη μεγάλη ασημένια μπάλα κι ευχόταν να μπορούσε να την αγγίξει. Και τελικά το κατάφερε. Το μόνο που είχε χρειαστεί, ήταν ένα πλαστικό πιρούνι. Ένα πλαστικό πιρούνι, με το οποίο έσκασε το μαύρο μπαλόνι που την ακολουθούσε από τότε που γεννήθηκε. Το έσκασε και ένα μαύρο, πηχτό υγρό ξεχείλισε, πλημμύρισε το μικρό, τετράγωνο δωμάτιο, και τη στιγμή που η μουτζούρα έπεφτε απαλά δίπλα της σαν ένα παλιό, ξεφτισμένο, μαύρο ρούχο, η Τζένιφερ πετούσε ψηλά, έδενε τον σπάγκο της γύρω από το ασημένιο μπαλόνι και χαμογελούσε.
Tags: balloon , black , dark , depression , drama , fantasy , girl , moon , short-story , The Weird Side Daily , twsd , διήγημα , διήγημα φαντασίας , δραματικό , Ερωδίτη Παπαποστόλου , κατάθλιψη , κοπέλα , μαύρο , μουτζούρα , Μπαλόνι , παιδιά , συμβολικό , σχολείο , φαντασία , χρώμα , χρώματα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.