Η κούνια

Τόσα και τόσα απογεύματα είχε περάσει στον κήπο της, τον οποίο ο παππούς της είχε μετατρέψει σε ένα μικρό προσωπικό της λούνα παρκ. Αλογάκι, τραμπάλα, μια μικρή τσουλήθρα, ένα ατομικό μονόζυγο και, φυσικά, η κούνια…

Τόσα και τόσα απογεύματα είχε περάσει στον κήπο της, τον οποίο ο παππούς της είχε μετατρέψει σε ένα μικρό προσωπικό της λούνα παρκ. Αλογάκι, τραμπάλα, μια μικρή τσουλήθρα, ένα ατομικό μονόζυγο και, φυσικά, η κούνια.

Ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι. Έπαιζε κάθε απόγευμα μόλις τελείωνε τα μαθήματά της. Άδειαζε το μυαλό της καθώς πήγαινε πέρα – δώθε και ένιωθε το δροσερό αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο.

Τις τελευταίες ημέρες όμως δεν είχε διάθεση. Ούτε καν για να καθίσει στην κούνια. Η συμπεριφορά των υπολοίπων προς εκείνη είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Χρησιμοποιούσαν το γνωστό τους κόλπο, μέχρι η Έλεν να τους ζητήσει συγγνώμη. Την αγνοούσαν. Αυτή τη φορά όμως το είχαν παρατραβήξει. Κόντευαν να κλείσουν βδομάδα που δεν ασχολούνταν μαζί της. Απλώς, περιφέρονταν στο σπίτι σκυθρωποί και αντάλλασσαν λίγες κουβέντες μεταξύ τους. Είχε αρχίζει να εκνευρίζεται.

Το ήξερε βέβαια πως έφταιγε εκείνη, όμως πρώτη φορά το κρατούσαν τόσο. Το ήξερε πως έφταιγε, αλλά δε θυμόταν και πολλά. Της είχε πει η μητέρα της να μην παίζει με τη φωτιά, εκείνη όμως ζήλευε τα υπόλοιπα παιδιά που ήξερε πως έπαιζαν κρυφά. Ένα σπίρτο, λίγο οινόπνευμα και η θερμαντική συσκευή που βρισκόταν κοντά… πόνος, αφόρητος πόνος… και μετά κενό. Δεν έφτανε αυτό για να τιμωρηθεί; Είχε μάθει πλέον και δε θα το έκανε ξανά.

Αποφάσισε να πάει στην κούνια της τη νύχτα. Συνήθως, η μητέρα της φώναζε να μπει μέσα και να μην ξαναβγεί στον κήπο τέτοια ώρα, γιατί τα κάγκελα του σπιτιού δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλά. Όχι απόψε όμως.

Απόψε η Μάργκαρετ στεκόταν στο παράθυρο, όπως συνήθιζε τις τελευταίες μέρες και κοιτούσε αμίλητη στον κήπο, στο μικρό λούνα παρκ της κόρης της. Στο μυαλό της έπαιζαν μονίμως οι ίδιες σκηνές, σαν σε ερασιτεχνική ταινία μικρού μήκους: μια χειμωνιάτικη νύχτα, ένα ουρλιαχτό, η ίδια να τρέχει προς την κουζίνα, το μόνο μέρος που δεν είχε οπτική επαφή με το σαλόνι, μια λάμψη και ένα αποτρόπαιο θέαμα… η Έλεν τυλιγμένη στις φλόγες να παραπατάει στην κουζίνα ουρλιάζοντας, το δέρμα της να λιώνει, να υποχωρεί, αποκαλύπτοντας τα κόκκαλα στα χέρια, στα πόδια, στο πρόσωπο. Τα ουρλιαχτά έσβησαν και εκεί η μνήμη της σταματούσε. Δε θυμόταν τίποτε άλλο από εκείνη την ημέρα.

Απόψε όμως, κάτι άλλαξε. Διέκρινε κίνηση στην κούνια. Κίνηση. Όλο και πιο έντονη. Δε θα έλεγε ποτέ σε κανέναν αυτό που έβλεπε, ήξερε όμως πως ήταν αλήθεια. Φύσηξε απαλά και έσβησε το καντήλι που βρισκόταν κάτω από τη φωτογραφία της κόρης της. Το πυκνό σκοτάδι απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο. Πήγε να κοιμηθεί, επιτέλους, λίγο πιο ήρεμη.

Η Έλεν την είδε να φεύγει. Πάλι δεν της μίλησε. Ένιωσε τους παλμούς της να αυξάνονται και το κεφάλι της να τρέμει από την ένταση και τον εκνευρισμό. Δε θα άφηνε να συνεχιστεί άλλο αυτό…

 

Tags: article , dark , Daughter's ghost , death , fantasy , Flash-fiction , ghost , horror , mother , mystery , parents , scary , short-story , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , απώλεια , αυλή , διήγημα , ζωή , θάνατος , ιστορία , μυστήριο , σκοτάδι , τρόμος , φαντασία , Φάντασμα , Φαντάσματα , Φόβος , ψυχολογία

Παναγιώτης Ματσίγκας

Δημοσιεύτηκε 26 Νοεμβρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.