Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Το μόνο φως που υπήρχε ερχόταν από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κοιτούσε μία – μία τις μπάλες που ήταν κρεμασμένες πάνω του. Άπλωσε το χέρι και τις άγγιξε με τα γαμψά του νύχια. Εκείνες λαμπύρισαν κάτω από τα πολύχρωμα φωτάκια. Στένεψε τα μάτια του και προσπέρασε το δέντρο φροντίζοντας να μην τις κουνήσει καθόλου. Προχώρησε προς το παράθυρο. Το έδαφος ήταν κατάλευκο από το παχύ στρώμα χιονιού που το κάλυπτε. Το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη ήταν ακουμπισμένο στον κορμό ενός μεγάλου, γέρικου δέντρου και φαινόταν ότι είχε μέρες να κινηθεί. Έστρεψε το βλέμμα προς τον ουρανό. Οι νιφάδες του χιονιού είχαν «παγώσει» στον αέρα κι έμοιαζαν να αιωρούνται ακίνητες. Ρουθούνισε. Έπρεπε να κάνει κάτι για να το διορθώσει αυτό. Πήρε στα χέρια του μια γυάλινη μπάλα που είχε «κλεισμένο» μέσα της ένα χριστουγεννιάτικο χωριό. Η πλατεία ήταν ίδια με αυτή που έβλεπε από το παράθυρό του. Φαινόταν ακόμα και το έλκηθρο που ήταν ακουμπισμένο στο δέντρο. Τη σήκωσε στο ύψος των ματιών του. Το φωσφορίζον, πράσινο χρώμα τους αντικατοπτρίστηκε πάνω της. Τη γύρισε ανάποδα και στη συνέχεια την επανέφερε και πάλι. Λευκές χιονονιφάδες άρχισαν να πέφτουν από το πάνω μέρος της προς το έδαφος της μικρής πλατείας. Η κίνησή τους ήταν πολύ αργή. Την άφησε στη θέση της και στάθηκε και πάλι μπροστά στο παράθυρο. Οι νιφάδες είχαν αρχίσει να πέφτουν και πάλι. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Στο τζάμι φαινόταν αχνά η όψη του. Το σκούρο δέρμα του με τις πολυάριθμες ρυτίδες και τα μυτερά του αυτιά, έδειχαν ένα πλάσμα που βρισκόταν σε αποσύνθεση, εν αντιθέσει με τα ζωηρά, φωτεινά μάτια του που έσφυζαν από ζωή. Ανασήκωσε τα ανύπαρκτα φρύδια του και κατευθύνθηκε και πάλι προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πλησίασε το πρόσωπό του σε μία χριστουγεννιάτικη μπάλα. Το περίβλημά της ήταν διάφανο. Στο εσωτερικό της, βρισκόταν καθισμένο ένα μικρό ελαφάκι. Την κούνησε ελαφρά με το νύχι του. Τότε το ελαφάκι σάλεψε. Σήκωσε το κεφάλι και μια κόκκινη μύτη λαμπύρισε. Το στραβό χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πλατύ. Κοίταξε τη διπλανή μπάλα. Μέσα από το διάφανο περίβλημά της είδε έναν Άγιο Βασίλη να κάθεται σκυφτός με το πρόσωπο χωμένο στα χέρια του. Ξεκρέμασε με αργές κινήσεις την μπάλα από το δέντρο και την έφερε μπροστά στο πρόσωπό του. Μετά, εντελώς απροειδοποίητα, την κούνησε πέρα – δώθε. Ο Άγιος Βασίλης έχασε την ισορροπία του κι έπεσε κάτω χτυπώντας την πλάτη του. Σαστισμένος ακόμα, κατάφερε να σηκωθεί με κόπο και πλησίασε κολλώντας τα χέρια του στην επιφάνειά της μπάλας. Άρχισε να κουνάει τα χείλη του και αν και ήταν φανερό ότι ούρλιαζε η φωνή του δεν μπορούσε να φτάσει στα αυτιά του. Εκείνος σήκωσε λίγο πιο πάνω το κεφάλι του και τον κοίταξε πάνω από τη γαμψή του μύτη. Μια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του. «Τι θα γινόταν άραγε αν η μπάλα έσπαγε;» Δεν είχε παρά να το δοκιμάσει. Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του στο δωμάτιο. Στη συνέχεια στράφηκε και πάλι προς τον άτυχο γεράκο που τον κοιτούσε τρομαγμένος. Ένα πλατύ χαμόγελο που αποκάλυψε τα μυτερά και κιτρινισμένα δόντια του χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε πάνω στη βιβλιοθήκη που έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι. Κοίταξε την μπάλα. Ο Άγιος Βασίλης φώναζε και τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Εκείνος του έριξε μια τελευταία ματιά και με μια απότομη κίνηση, πέταξε την μπάλα με όση δύναμη είχε. Όταν έπεσε στο πάτωμα, ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό «κρακ». Οι τοίχοι γέμισαν αίματα.
Tags: creatures , dark , death , fairytale , fantasy , horror , monster , mystery , scary , weird , άγιος βασίλης , αλλόκοτο , ανατριχίλα , διήγημα , θάνατος , ιστορία , Μπάλα , παραμύθι , πλάσμα , τάρανδος , φαντασία , χιόνι , Χριστούγεννα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.