Ο νεαρός, ξανθός άντρας προχωρούσε πεζός στην πολυσύχναστη λεωφόρο της Princes Street. Αν και περασμένα μεσάνυχτα, η καρδιά του Εδιμβούργου χτυπούσε ακόμα έντονα. Δεκάδες άνθρωποι βάδιζαν δίπλα του βιαστικοί κι εκατοντάδες αυτοκίνητα διέσχιζαν το δρόμο, προκαλώντας ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο.
Ο Ίθαν αναρωτήθηκε που πήγαιναν έτσι ανέμελοι κι ανυποψίαστοι, ενώ τόσο κοντά τους καραδοκούσε ο θάνατος. Όμως έτσι ήταν πάντα οι θνητοί, ζούσαν πάνω στο όμορφο, ροζ συννεφάκι τους, δίχως να νοιάζονται για το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν. Βέβαια, δεν μπορούσε να μην τους δώσει κι ένα δίκιο. Δεν γνώριζαν, κανείς ποτέ δεν τους είχε δείξει τον αθέατο κόσμο των σκοτεινών δυνάμεων. Κανείς δεν τους είχε πει για την αιώνια και συνεχή μάχη που δίνεται για τις ψυχές τους. Αν γνώριζαν έστω και τα μισά από όσα συνέβαιναν δίπλα τους, θα τρόμαζαν, μα την αλήθεια! Ίσως, γι’ αυτό ο Μεγαλοδύναμος αποφάσισε να τους κρατήσει μέσα στην άγνοια. Άλλωστε δεν τους άφησε και τελείως αβοήθητους, πλάσματα σαν τον Ίθαν βρισκόταν πάντα κοντά και τους προστάτευαν από τις υποχθόνιες δυνάμεις του σκότους.
Ο νεαρός άνδρας επιτάχυνε το βήμα του κι έστριψε σ’ ένα σκοτεινό παράδρομο. Εδώ, που υπήρχε ελάχιστος φωτισμός, το πέπλο ομίχλης που είχε σκεπάσει τα πάντα μπροστά του, φαινόταν ακόμα πιο πυκνό. Είχε μπει ήδη ο Νοέμβρης και το κρύο ήταν τόσο έντονο που το ένιωθε μέχρι βαθιά μέσα στο δέρμα του, ασυναίσθητα έπιασε το φερμουάρ του μαύρου, δερμάτινου μπουφάν που φορούσε και το έκλεισε ως το λαιμό.
Μια ριπή ψύχους έκανε το πρόσωπο του να συσπαστεί από δυσφορία και τα γαλανά μάτια του να δακρύσουν, όμως έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να βαδίζει στο σκοτεινό σοκάκι. Κόντευε πια να φτάσει, ένιωθε ήδη έντονα την παρουσία του δαίμονα πολύ κοντά του.
Έκανε λίγα βήματα, όταν ακριβώς μπροστά του αντίκρισε ένα νεαρό φαινομενικά ζευγάρι, η κοπέλα είχε γύρει το πάνω μέρος του κορμού της στην αγκαλιά του άνδρα, ενώ εκείνος είχε κολλήσει το σώμα του στο δικό της, με τα χέρια του να έχουν τυλιχτεί γύρω της σαν δεσμά, τα χείλη τους ήταν ενωμένα σ’ ένα παθιασμένο φιλί. Ήταν απλά δύο άνθρωποι που επιδίδονταν σ’ ερωτικές περιπτύξεις.
Τουλάχιστον έτσι έμοιαζε στ’ ανυποψιαστα μάτια των απλών θνητών, γιατί ο Ίθαν μπορούσε από μακριά να διακρίνει τη λευκή δέσμη ενέργειας που αχνοφαίνονταν στα βαμμένα χείλη της κοπέλας, την ώρα που εξέρχονταν, για να καταλήξει στο αχόρταγο στόμα του νεαρού και διαβολεμένα όμορφου άνδρα.
Το πρόσωπο του Ίθαν σκλήρυνε με μιας, η οργή ήταν πια έκδηλη σε όλο του το σώμα. Προχώρησε ακόμα πιο βιαστικά, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Ο δαίμονας τραβούσε βίαια τη ζωτική ενέργεια της κοπέλας μέσα από το σώμα της, πολύ γρήγορα εκείνη θα ήταν νεκρή.
Έφτασε σε απόσταση αναπνοής από το ζευγάρι, εκεί κοντοστάθηκε. Στα χέρια του ξαφνικά εμφανίστηκε ένα ασημένιο ξίφος. Η κοφτερή του λεπίδα φωτίστηκε από ένα απαλό, μπλε χρώμα, σημάδι του κινδύνου που υπήρχε μπροστά του. Ο δαίμονας δεν άργησε ν’ αντιληφθεί την παρουσία του Ίθαν, άφησε για λίγο το θήραμά του και σήκωσε το κεφάλι, κοιτάζοντας με αποδοκιμασία τον ξανθό άνδρα.
“Εσείς οι άγγελοι εμφανίζεστε πάντα εκεί που δεν πρέπει”, σχολίασε καυστικά, παρατηρώντας τον Ίθαν με τα τρομακτικά, κόκκινα μάτια του.
“Συγνώμη, που σου χάλασα τη διασκέδαση, Μάλερον”, του απάντησε εκείνος στον ίδιο τόνο.
Ο δαίμονας χαμογέλασε χαιρέκακα.
“Έχεις θράσος, νεαρέ”, του είπε επιδοκιμαστικά, λες και του έδινε συγχαρητήρια.
Στο πρόσωπο του Ίθαν φάνηκε ένα μειδίαμα, περισσότερο έμοιαζε με σαρκασμό, παρά με χαμόγελο. Δεν διασκέδαζε καθόλου την ψιλή κουβεντούλα που είχαν πιάσει με τον δαίμονα, για την ακρίβεια ανυπομονούσε να τελειώσει μαζί του και να γυρίσει πίσω, πριν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του κι ανακαλύψουν την απουσία του.
“Τι έγινε, Μάλερον; Μην μου πεις ότι φοβάσαι ν’ αναμετρηθείς μαζί μου; Ή μήπως τρέμεις στην ιδέα ότι ο μαθητής μπορεί να έχει γίνει καλύτερος από το δάσκαλο;” σχολίασε με αλαζονικό τόνο, καθώς πλησίαζε όλο και πιο κοντά του, κρατώντας το ξίφος του ψηλά, έτοιμο για επίθεση.
Ο δαίμονας αυτή τη φορά σοβάρεψε, δεν ανεχόταν τις προσβολές και ειδικά από κάποιον σαν τον Ίθαν.
“Έχεις θράσος άγγελε, αλλά και βλακεία μεγατόνων”, του πέταξε οργισμένος, ενώ ταυτόχρονα εμφάνισε κι εκείνος με την σειρά του το δικό του ξίφος. Η λεπίδα του ήταν εβένινη, σαν το κάρβουνο και η λαβή του ασημένια, με περίτεχνα, σκαλιστά σύμβολα.
Ο ξανθός άνδρας πήρε θέση μάχης, το αετίσιο βλέμμα του περιεργαζόταν την κάθε κίνηση που έκανε ο δαίμονας.
“Φοβάσαι ως και τ’ όνομα μου να πεις, έτσι δεν είναι, Μάλερον;” του πέταξε την στιγμή που τα ξίφη τους συγκρούστηκαν για πρώτη φορά.
“Κάποτε έτρεμες ακόμα και να με κοιτάξεις”, του απάντησε εκείνος εριστικά.
“Τότε ήμουν ένα μικρό παιδί, υποταγμένο να υπηρετώ ένα γελοίο αφέντη σαν κι εσένα, ενώ τώρα… ”
“Ενώ τώρα τι;” τον διέκοψε ο Μάλερον, “νομίζεις πως είσαι κάτι το εξαιρετικό; Ένα ασήμαντο Νεφελίμ είσαι, το θνητό αίμα που ρέει μες στις φλέβες σου, θα είναι πάντοτε η αδυναμία σου”, του είπε με αλαζονικό ύφος.
Το πρόσωπο του Ίθαν έγινε κατακόκκινο από οργή.
“Δεν υπάρχει καμία αδυναμία πάνω μου”, σύριξε με θυμό,” και θα σου το αποδείξω αμέσως”, συμπλήρωσε παγερά, ενώ εξαπέλυε μια ακόμα επίθεση εναντίον του δαίμονα.
Ο Μάλερον αν και στην αρχή αιφνιδιάστηκε με την ταχύτητα και το μένος που στράφηκε εναντίον του ο Ίθαν, κατάφερε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή να αποκρούσει το χτύπημα του αντιπάλου του. Η μάχη μεταξύ τους διήρκησε αρκετή ώρα, οι επιθέσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, προκαλώντας έναν εκκωφαντικό, μεταλλικό ήχο, κάθε φορά που τα ξίφη τους συγκρούονταν. Ώσπου, κάποια στιγμή ο Ίθαν κατάφερε να στριμώξει για τα καλά το δαίμονα, όμως πριν προλάβει να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα, εκείνος εξαπέλυσε μια δέσμη πύρινης ενέργειας, που βρήκε τον Ίθαν στο στήθος και τον πέταξε με δύναμη πίσω. Το σώμα του προσέκρουσε με το σκληρό και υγρό έδαφος και δεκάδες κομμάτια γυαλί από σπασμένα μπουκάλια που ήταν ριγμένα στην άκρη του δρόμου, τρύπησαν την πλάτη του. Ο ξανθός άνδρας ένιωσε έναν οξύ, έντονο πόνο σε όλο του το κορμί, για μερικά δευτερόλεπτα το σώμα του είχε μουδιάσει, όμως γρήγορα το ξεπέρασε και άπλωσε το χέρι για να πάρει πάλι το ξίφος του. Πετάχτηκε όρθιος και γύρισε προς το δαίμονα, με την άκρη του ματιού του τον είδε να εξαφανίζεται μέσα σ’ ένα μαύρο σύννεφο καπνού.
“Φύγε, δειλέ, όμως όταν σας ξαναπέτυχω στο δρόμο μου, δεν θα μείνει κανείς σας ζωντανός”, φώναξε γεμάτος οργή.
Αμέσως μετά, γύρισε και κοίταξε γύρω του, θυμήθηκε τη θνητή που ήταν εκεί. Αν είχε δει όσα είχαν συμβεί, σίγουρα θα είχε τρομάξει, έπρεπε να την ηρεμήσει και να σβήσει όλες τις τελευταίες της αναμνήσεις.
Οι θνητοί δεν πρέπει να ξέρουν, ήταν κανόνας απαράβατος και ίσως ο μοναδικός που συμφωνούσε και ο Ίθαν. Κοίταξε κατά μήκος όλου του στενού δρομίσκου, αλλά εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Σκέφτηκε να την ψάξει, όμως συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος δεν τον έπαιρνε, έπρεπε να γυρίσει πίσω, ήδη έλειπε αρκετές ώρες και δεν άντεχε άλλη μια κατσάδα από τη Ραχιήλ. Δίχως δεύτερη σκέψη, κι αφού κοίταξε προσεχτικά τριγύρω, ώστε να σιγουρευτεί πως δεν τον βλέπει κανείς, εμφάνισε δύο τεράστια, γκρίζα φτερά και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Προσγειώθηκε έξω από το παρεκκλήσι της Αγίας Μαργαρίτας. Εξαφάνισε τα φτερά και τσέκαρε για λίγο την εμφάνισή του. Οι πληγές από τα γυαλιά, είχαν αρχίσει να επουλώνονται, όμως δεν μπορούσε να πει το ίδιο και για το μπουφάν του, που στο πίσω μέρος του έμοιαζε με σουρωτήρι.
Το κοίταξε για λίγο και το ξαναφόρεσε, με την ελπίδα να μην πετύχει κανέναν τυχαία, μέχρι να φτάσει στο δωμάτιό του.
Πέρασε την κεντρική πύλη και κατηφόρισε σε κάτι πέτρινα σκαλιά, ώσπου έφτασε σ’ έναν υπόγειο διάδρομο που φωτιζόταν από κρεμαστές δάδες, που υπήρχαν και στις δύο πλευρές του τοίχου, κατά μήκος του.
Τον ακολούθησε και στο τέρμα αντίκρισε τη βαριά, σιδερένια πόρτα. Έβαλε την παλάμη του στην εσοχή για να διαβαστεί το αποτύπωμα του κι εκείνη άνοιξε προς τα πάνω, κάνοντας έναν ελαφρύ ήχο. Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς το δωμάτιό του. Προς μεγάλη του ανακούφιση ο διάδρομος ήταν έρημος, αναστέναξε, σκεπτόμενος ότι είχε πολλές πιθανότητες να μην είχαν αντιληφθεί την απουσία του.
Όταν έφτασε έξω από την πόρτα του δωματίου του κι έπιασε το πόμολο για να την ανοίξει, είχε σχεδόν πειστεί πως η πολύωρη εξαφάνισή του δεν είχε γίνει αισθητή.
Όμως έκανε λάθος.
“Πού ήσουν, Ιθουριήλ;” άκουσε πίσω του μια γνώριμη και καθόλου καλοδεχούμενη, τη συγκεκριμένη στιγμή, γυναικεία φωνή.
Γύρισε αργά το σώμα, αναθεματίζοντας ταυτόχρονα από μέσα του την ρουφιάνα την τύχη που δεν ήταν ποτέ με το μέρος του και κοίταξε τη μεσήλικη γυναίκα που στεκόταν απέναντί του.
“Ίθαν”, της τόνισε με απότομο τρόπο.
Η Ραχιήλ του έριξε ένα βλέμμα που δήλωνε ξεκάθαρα την ενόχλησή της.
“Ιθουριήλ είναι το αγγελικό σου όνομα, κι όσο κι αν δεν σου αρέσει, εγώ έτσι θα σε φωνάζω”, του δήλωσε, “και σε ξαναρωτάω, πού ήσουν;”
“Είχα βγει μια βόλτα”, απάντησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Η γυναίκα με τα γκρίζα μαλλιά τον στραβοκοίταξε, ήταν ολοφάνερο πως δεν είχε πιστέψει ούτε λέξη από όσα της είχε πει.
“Μαζί με όλα τα υπόλοιπα μειονεκτήματα που έχεις, έγινες και ψεύτης τώρα;” σχολίασε με καυστικό ύφος.
Ο Ίθαν άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε αμέσως, γιατί αν έλεγε όλα όσα σκεφτόταν αυτήν τη στιγμή, θα έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα.
“Είχες βγει για κυνήγι, έτσι;”
Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι και δεν έβγαλε ούτε λέξη από τα χείλη του.
Η σιωπή του της έδωσε την απάντηση που περίμενε.
“Δεν μπορώ να σε καταλάβω, Ιθουριήλ. Αυτή η εμμονή που έχεις για εκδίκηση θα είναι η καταστροφή σου. Γιατί δεν ακολουθείς τους κανόνες και κάνεις πάντα του κεφαλιού σου; Δεν έμοιασες ούτε στο ελάχιστο στον πατέρα σου. Εκείνος γνωρίζει πάντα το σωστό και ξέρει να ακολουθεί εντολές, εκείνος είναι ένας άγγελος με συναίσθηση του καθήκοντος, εκείνος…”
“Φτάνει!” την διέκοψε απότομα, “εκείνος δεν είναι παρά ένας δειλός, που φοβήθηκε ν’ αναλάβει τις ευθύνες του, μην τυχόν και χάσει το αξίωμα του στρατηγού. Παράτησε τη μητέρα μου κι εμένα εδώ, δίχως να νοιαστεί καθόλου. Πού ήταν όταν ο Λούσιαν σκότωσε τη μητέρα μου; Πού ήταν όταν με αρπάζαν οι δαίμονες; Πέντε ολόκληρα χρόνια έζησα μια αληθινή κόλαση, κάθε μέρα που περνούσε, μου άφηνε βαθιά σημάδια στο σώμα και στην ψυχή μου. Ήμουν μόνο δέκα χρόνων, ένα μικρό παιδί που ζητούσε λίγη αγάπη και προστασία, αλλά αυτός δεν ήταν πουθενά. Γι’ αυτό μην μου μιλάς γι’ αυτόν λες και είναι το τελειότερο πλάσμα στον κόσμο, γιατί για μένα είναι τόσο ένοχος, όσο και ο Λούσιαν”, της δήλωσε με παγερή φωνή.
“Ξέρω πως έζησες ένα ζοφερό παρελθόν, όμως μην αφήνεις όσα νιώθεις να θολώνουν την κρίση σου. Τώρα είσαι μαζί μας και πρέπει να υπακούς τους κανόνες, αλλά και να πειθαρχείς στις εντολές των ανωτέρων σου. Η δίψα σου για εκδίκηση, Ιθουριήλ, ωχριά μπροστά στην αποστολή που μας έχουν ανατεθεί. Είμαστε φύλακες ψυχών, μην το ξεχνάς ποτέ αυτό!” τόνισε με σοβαρό ύφος.
Ο Ίθαν την κοίταξε με θλίψη, τα γαλανά μάτια του αντικατόπτριζαν με ανάγλυφο τρόπο τα συναισθήματα που υπήρχαν μέσα του.
“Μου ζητάς ν’ αγνοήσω όλα όσα βίωσα, να ξεχάσω το φόνο της μητέρας μου και όλους τους βασανισμούς που πέρασα, αλλά δεν μου εξηγείς πως θα το καταφέρω αυτό. Οι εφιάλτες που με στοιχειώνουν κάθε βράδυ, δεν μου αφήνουν περιθώριο να ξεχάσω. Ξέρω πόσο σημαντικό είναι να γλιτώσουν οι ψυχές των θνητών από τις σκοτεινές δυνάμεις της αβύσσου, όμως η δική μου ψυχή θα ηρεμήσει μόνο όταν δω το Λούσιαν νεκρό”, της απάντησε με ατσάλινη φωνή και μπήκε στο δωμάτιο, κλείνοντας με κρότο την πόρτα πίσω του.
Δεν ήθελε να συζητήσει τίποτα άλλο, δεν άντεχε άλλη μια ανούσια κριτική του χαρακτήρα του, κανείς δεν έζησε όσα έζησε αυτός, τον καθημερινό ξυλοδαρμό, το βασανιστήριο με το πυρακτωμένο σίδερο να καίει όλα τα σημεία του σώματος του, τις προσβολές και τον εξαναγκασμό να κάνει απαίσια πράγματα, που ούτε καν είχε φανταστεί. Κανείς δεν τα πέρασε όλα αυτά, γι’ αυτό και κανείς δεν μπορούσε να του πει πως πρέπει να νιώθει και να του υποδεικνύει το σωστό και το λάθος.
Η κοπέλα γύρισε το σώμα της και κοίταξε τρομαγμένη το σκοτεινό σοκάκι πίσω της.
Οι δύο άντρες που μάλωναν εκεί πριν λίγο, τώρα είχαν εξαφανιστεί. Έτριψε τα μάτια και ξανακοίταξε πιο προσεκτικά, όμως δεν υπήρχε κανένας εκεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει τους παλμούς της καρδιάς της, που χτυπούσε σαν τρελή. Μέσα στο μυαλό της ήταν όλα θολά και μπερδεμένα, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αν όσα είχε δει ήταν αληθινά, ή αποκύημα της φαντασίας της. Ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει κι είχε μια ανακατωσούρα, ήθελε να βγάλει όλο το περιεχόμενο του στομάχου της.
Το ποτό φταίει, αποφάνθηκε, δεν έπρεπε να πιώ τόσο πολύ, μάλωσε τον εαυτό της και ξεκίνησε να βαδίζει τρεκλίζοντας προς το σπίτι.
Ευτυχώς που έμενε κοντά και κατάφερε με μεγάλη, βέβαια, προσπάθεια να φτάσει ως εκεί.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε αφήνοντας τις ωχρές αχτίδες του ήλιου να περνούν μέσα από τα γκρίζα σύννεφα και να φτάνουν ως το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου της. Η Αλίσια άνοιξε απρόθυμα τα μάτια της κι έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το κεφάλι της βούιζε, ενώ ένας δυνατός πονοκέφαλος τη σφυροκοπούσε ανελέητα.
“Καλά τα κατάφερες πάλι”, έκανε την αυτοκριτική της, την ώρα που έσερνε τα βήματά της προς το μπάνιο.
Πλησίασε το νιπτήρα κι άνοιξε το κρύο νερό, γέμισε τις παλάμες κι έπλυνε το πρόσωπο της. Η κρυολουσία που επέστη ήταν ότι έπρεπε για να αφυπνιστούν όλες της οι αισθήσεις. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη, σχεδόν δεν αναγνώρισε τον εαυτό της. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά της ήταν άτσαλα ανακατωμένα, ενώ τα καστανά μάτια της ήταν γεμάτα μαύρους κύκλους ολόγυρά τους.
“Τι στο καλό συνέβη εχθές;” ψιθύρισε, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη.
Όταν ξαφνικά, η εικόνα των δύο ανδρών σε ‘κείνο το σοκάκι, ξεπήδησε από το λαβύρινθο των αναμνήσεών της.
“Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, αυτά τα πλάσματα δεν ήταν καν άνθρωποι”, μονολόγησε σαστισμένη.
Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι όλα ήταν της φαντασίας της και τα είχε σχεδόν καταφέρει, όταν την προσοχή της τράβηξαν δύο τεράστιοι μώλωπες που υπήρχαν στο καρπό και στο μπράτσο της. Θυμήθηκε το μελαχρινό άνδρα που γνώρισε στο μπαρ, όπως και τον τρόπο που την τραβούσε για να την πάει σ’ εκείνο το σοκάκι, αμέσως μετά της ήρθε η εικόνα του φιλιού τους, καθώς και το χέρι του που της έσφιγγε το μπράτσο, εγκλωβίζοντας τη βίαια στην αγκαλιά του.
“Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια!”, επαναλάμβανε σαν χαμένη.
Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα μες στο μυαλό της, ένιωθε πως τρελαινόταν.
Δύο εβδομάδες μετά
Οι δύο δαίμονες στεκόταν κρυμμένοι στις σκιές, παραμονεύοντας σαν τ’ αρπακτικά, το επόμενο θήραμά τους.
“Λούσιαν, νομίζεις πώς είναι καλή ιδέα να επιτεθούμε για πολλοστή φορά την ίδια νύχτα; Οι φύλακες έχουν εντείνει την παρουσία τους στο κόσμο των ανθρώπων, ήδη αρκετοί από εμάς έχουν χαθεί από τα ξίφη τους”, σχολίασε φανερά προβληματισμένος ο μελαχρινός άντρας.
“Δεν το πιστεύω, Μάλερον! Δεν σε είχα για τόσο χέστη!” του απάντησε με αλαζονικό ύφος ο άλλος άντρας, τινάζοντας νευρικά πίσω μια ατίθαση τούφα από τα μακριά, καστανόξανθα μαλλιά του.
“Ξέρεις πολύ καλά πως δεν φοβάμαι κανέναν, όμως θεωρώ ότι πιέζουμε την τύχη μας. Την προηγούμενη φορά λίγο έλειψε να πεθάνω από το ξίφος του Ίθαν”.
Ο Λούσιαν γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε με υποτιμητικό βλέμμα.
“Και μόνο το ότι παραδέχεσαι πως σε νίκησε ένας τιποτένιος μπάσταρδος, που μεγάλωσε στον κόσμο των θνητών, και που μέχρι πριν τέσσερα χρόνια ήταν απλώς το παιδί για τα θελήματα, είναι εξωφρενικό!” έφτυσε με αποστροφή τις λέξεις από το στόμα του.
Ο Μάλερον στριφογύρισε τα μάτια εκνευρισμένος.
“Έχει αλλάξει πολύ από τότε”, δήλωσε λακωνικά.
“Αλήθεια; Τότε μακάρι να βρεθεί αυτός στο δρόμο μου, απόψε”, απάντησε καυστικά.
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του εμφανίστηκε από την γωνία του δρόμου μια κοπέλα.
Περπατούσε γρήγορα, κοιτάζοντας γύρω της φοβισμένα.
“Αυτή είναι η θνητή που σου γλίτωσε τις προάλλες;” ρώτησε τον Μάλερον ο Λούσιαν.
Εκείνος ένευσε θετικά και κρύφτηκε καλύτερα πίσω από ένα κτίριο, έτσι ώστε να μην γίνει αντιληπτή η παρουσία του στην κοπέλα.
Η Αλίσια ένιωθε έναν έντονο φόβο, κοιτούσε γύρω και δεν έβλεπε τίποτα το απειλητικό, όμως είχε εδώ κι ώρα αυτό το περίεργο συναίσθημα, σαν μια μέγγενη να σφίγγει με δύναμη την καρδιά της, προσπαθώντας να την χωρίσει στα δύο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν, αλλά ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα αντρικό χέρι να την αρπάζει από την μέση, ενώ ταυτόχρονα, πριν ακόμα προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έγινε, ένιωσε το άλλο χέρι του άντρα που της είχε επιτεθεί, να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό της. Ο τρόμος πλημμύρισε την ψυχή της και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τόσο δυνατά, που ένιωθε ότι θα πεταχτεί έξω από το στήθος της. Προσπάθησε να ελευθερωθεί και να φωνάξει για βοήθεια, όμως κυριολεκτικά το σώμα της είχε παγώσει, ενώ από τα χείλη της βγήκαν μόνο άναρχες κραυγές. Μπροστά τότε εμφανίστηκε ένας καστανόξανθος άντρας, δεν τον έλεγες άσχημο, όμως τα εβένινα μάτια του είχαν κάτι το τρομακτικό μέσα τους.
“Για δες εδώ!” αναφώνησε ενθουσιασμένος, “αυτό το γλυκό πλάσμα είναι λουκουμάκι, για την ακόρεστη πείνα μου, δεν συμφωνείς, Μάλερον;”
Ο άντρας που την κρατούσε ένευσε θετικά.
“Εγώ λέω, να πάρω μια μικρή γεύση από σένα, γλυκιά μου”, συνέχισε εκείνος κι ακούμπησε την τεράστια παλάμη του στο στήθος της κοπέλας.
Η Αλίσια ένιωσε τα νύχια του να μεγαλώνουν και να γίνονται γαμψά, την ώρα που τρυπούσε την μεταξωτή της μπλούζα και εισχωρούσαν μέσα στη σάρκα, προκαλώντας της πληγές και αφόρητο πόνο.
Αυτός ο πόνος έβαλε σε λειτουργία το αίσθημα επιβίωσης που είχε πέσει σε λήθαργο πριν ελάχιστα λεπτά και την ώθησε να βγάλει μια κραυγή βοήθειας.
Ο καστανόξανθος άντρας την κοίταξε με ειρωνικό βλέμμα.
“Κανένας θνητός δεν πρόκειται να σε ακούσει, γλυκιά μου. Μόνο εκείνος που σε έσωσε τις προάλλες μπορεί να σε γλιτώσει ξανά, φώναξε τον λοιπόν”, της ψιθύρισε στ’ αυτί.
“Δεν ξέρω τ’ όνομά του”, ψέλλισε εκείνη σαστισμένη.
“Ιθουριήλ”, την ενημέρωσε ο άντρας μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.
“Λούσιαν τρελάθηκες; Τι προσπαθείς να κάνεις τώρα;” άκουσε πίσω από την κοπέλα τη φωνή του Μάλερον.
Τον αγνόησε παντελώς και χαμηλώνοντας το βλέμμα του, κοίταξε πάλι την Αλίσια.
“Φώναξε τον”, τη διέταξε με πιο απότομο ύφος, ενώ ταυτόχρονα τα νύχια του τρυπούσαν πιο βαθιά το δέρμα της.
“Ιθουριήλ”, φώναξε με απόγνωση, όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Ο Ίθαν στεκόταν όρθιος στην κορυφή του τείχους, στο κάστρο του Εδιμβούργου και παρατηρούσε τη νυχτερινή κίνηση της πόλης. Η φωνή της Αλίσια έφτασε σαν ψίθυρος στ’ αυτιά του, όμως κατάλαβε αμέσως την πηγή του, έτσι δίχως δεύτερη σκέψη, άνοιξε τα τεράστια γκρίζα φτερά του κι έτρεξε κοντά της. Προσγειώθηκε μπροστά τους, ακριβώς την στιγμή που η κοπέλα είχε γονατίσει, σχεδόν ημιλιπόθυμη, ενώ η λευκή της μπλούζα είχε ποτίσει από μια τεράστια, κόκκινη κηλίδα αίματος. Το βλέμμα του Ίθαν κινήθηκε πρώτα στην κοπέλα και ύστερα στους δύο άντρες που στέκονταν δίπλα της. Ενώ παρέμεινε παγωμένο πάνω στο Λούσιαν, κοιτώντας με άγριο τρόπο.
“Αφήστε την ήσυχη”, σύριξε μες από τα δόντια, καθώς εμφάνιζε το ξίφος του, έτοιμος για μια ακόμα μάχη.
Ο καστανόξανθος άντρας τον κοίταξε υποτιμητικά και έκανε δύο τρία βήματα προς το μέρος του.
“Είσαι τόσο προβλέψιμος, Ίθαν”, του πέταξε ειρωνικά.
“Ίσως και να θέλω να είμαι”, του απάντησε απότομα εκείνος, “άλλωστε εσένα, Λούσιαν, σ’ έψαχνα καιρό τώρα”.
Ο καστανόξανθος άντρας πλησίασε πιο κοντά του.
“Κι εγώ σ’ έψαχνα, ξέρεις. Η τελευταία φορά που ειδωθήκαμε δεν ήταν και η πιο ιδανική για μάχη, αν θυμηθούμε ότι εσύ έτρεχες να ξεφύγεις γεμάτος τρόμο”, του είπε στον ίδιο ειρωνικό τόνο.
“Τότε, ήμουν μονάχα δεκαπέντε χρόνων”, σύριξε οργισμένα ο Ίθαν.
Ο Λούσιαν χαμογέλασε χαιρέκακα, είχε καταφέρει να τον εξοργίσει. Αυτό επιθυμούσε άλλωστε, γνώριζε τον ευέξαπτο χαρακτήρα του Ίθαν και ήξερε ακριβώς ποια κουμπιά του να πατήσει για να τον βγάλει εκτός εαυτού. Και το πέτυχε, αφού την επόμενη κιόλας στιγμή ο Ίθαν εμφάνισε το ασημένιο ξίφος του. Ο Λούσιαν τον κοίταξε με υπεροπτικό ύφος, έχοντας ένα ενοχλητικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
“Ώστε νομίζεις πως είσαι ικανός ν’ αναμετρηθείς μαζί μου έτσι;” του είπε εριστικά, “για να δούμε λοιπόν πόσα κότσια έχεις”, τον προκάλεσε εμφανίζοντας με τη σειρά του, το δικό του ξίφος με την εβένινη λάμα.
Η μάχη μεταξύ τους ξεκίνησε και από τα πρώτα κιόλας χτυπήματα φάνηκε ότι θα ήταν άγρια. Όπως άλλωστε αναμενόταν από δύο ορκισμένους εχθρούς, όπως ήταν ο Λούσιαν με τον Ίθαν. Γνώριζαν καλά και οι δύο πως να χειρίζονται δεξιοτεχνικά το ξίφος, αλλά το κυριότερο ήξεραν ο ένας την τεχνική επίθεσης του άλλου κι έτσι μπορούσαν να μαντέψουν την επόμενη κίνηση του αντιπάλου και να την αποφύγουν.
Πέντε ολόκληρα χρόνια ο Ίθαν παρακολουθούσε πως μαχόταν ο Λούσιαν, παρατηρούσε κάθε κίνηση, κάθε ελιγμό του κορμιού του και απομνημόνευε αυτή τη γνώση για να τη χρησιμοποιήσει όταν θα ερχόταν η σωστή ώρα για την εκδίκησή του. Όσο για τον Λούσιαν, δεν είχε βάλει τυχαία τον Μάλερον να εκπαιδεύσει τον Ίθαν στην ξιφομαχία, είχε σκεφτεί ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο και τώρα είχε έρθει η στιγμή να το θέσει σ’ εφαρμογή. Η μάχη μεταξύ τους μαινόταν για αρκετή ώρα και κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει το νικητή, ήταν ισάξιοι αντίπαλοι και γι’ αυτό ήταν σίγουρο πως η μονομαχία θα διαρκούσε πολλές ώρες.
Είχε έρθει πια το ξημέρωμα, ο ήλιος χάρασσε με τις ισχνές αχτίδες του τον ουρανό, όταν οι δύο άντρες φανερά καταβεβλημένοι συνέχιζαν με πιο αργές κινήσεις να μάχονται. Ώσπου ξαφνικά ο Ίθαν είδε τον Λούσιαν να πλησιάζει τη νεαρή κοπέλα και να τοποθετεί το ξίφος του στο λαιμό της. Εκείνη μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από τη λιποθυμία. Το σώμα της ήταν ακόμα βαρύ και άκαμπτο και το μυαλό της σε κατάσταση σύγχυσης.
“Τέρμα το παιχνίδι, Ίθαν. Αν θέλεις να ζήσει η θνητή, παραδώσου”, τον διέταξε με απότομη φωνή.
Ο ξανθός άντρας τα ‘χασε για λίγο. Γνώριζε την μοχθηρία του Λούσιαν, αλλά είχε μια κρυφή ελπίδα ότι αυτήν τη φορά θα φερόταν με μπέσα. Πόσο λάθος είχε κάνει, τόσα χρόνια έζησε με τους δαίμονες κι ακόμα δεν μπορούσε να τους ψυχολογήσει! Ο Ίθαν γύρισε το βλέμμα του στο Λούσιαν και τον κοίταξε με σκληρό ύφος.
“Παίζεις ύπουλα, δαίμονα. Έλα να με αντιμετωπίσεις σαν άντρας κι άσε την κοπέλα ελεύθερη”, του σύριξε οργισμένος.
Δεν έλαβε καμία απάντηση, παρά μόνο ένα δυνατό, περιπαικτικό γέλιο. Αυτό τον εξόργισε ακόμα περισσότερο.
“Είσαι δειλός, Λούσιαν. Κρύβεσαι πίσω από μια θνητή, αντί να έρθεις εδώ να με σκοτώσεις. Όπως επιθυμείς”, τον προκάλεσε ξανά.
Ο δαίμονας πίεσε ελάχιστα το ξίφος του, δημιουργώντας μια επιφανειακή χαρακιά στο δέρμα της Αλίσια.
“Νομίζεις πως θέλω το θάνατο σου, Ίθαν; Όχι, δεν είναι αυτό που επιθυμώ. Την ψυχή σου ζητάω, αυτήν ποθούσα από την πρώτη στιγμή που σε βρήκα. Δεν την θέλω όμως με το θάνατο σου, αλλά με την υπακοή σου. Ορκίσου μου, αιώνια πίστη και θ’ αφήσω τη θνητή να ζήσει”, του είπε αργά, με αποφασιστική φωνή.
“Αυτό αποκλείεται”, απάντησε δίχως δεύτερη σκέψη ο Ίθαν. “Ζητάς να γίνω δούλος σου με τη θέλησή μου, να αποποιηθώ την αγγελική μου πλευρά και να ταχθώ στο πλευρό του πιο μισητού εχθρού μου. Πίστεψες πως θα δεχόμουν ποτέ κάτι τέτοιο;”
Ο Λούσιαν πίεσε πιο δυνατά τη λεπίδα στο λαιμό της κοπέλας. Η χαρακιά έγινε πιο βαθιά και μικρές σταγόνες αίμα άρχισαν να τρέχουν. Η Αλίσια σπαρτάρησε από τον πόνο, ενώ από τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα απόγνωσης. Ο Ίθαν βλέποντας αυτό το θέαμα, ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει στην άβυσσο της αβεβαιότητας. Μέσα του δινόταν μια ισχυρή μάχη.
“Ο χρόνος τελειώνει, Ίθαν, αποφάσισε γρήγορα γιατί αλλιώς…”, άφησε την πρόταση να αιωρείται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του ξανθού άντρα.
“Άφησε την να φύγει, θα κάνω αυτό που θες”, του είπε κοιτώντας τον με οργισμένο βλέμμα.
Τα γαλανά μάτια του έμοιαζαν με δυο ανταριασμένες θάλασσες, έτοιμες να ξεβράσουν όλο το θυμό και την απόγνωση που υπήρχε μέσα του.
“Ορκίσου”, τον διέταξε κοφτά.
“Ορκίζομαι αιώνια πίστη σε σένα, Λούσιαν”, είπε ο Ίθαν με τις λέξεις να σκίζουν σαν μαχαίρια τις φωνητικές του χορδές.
Αν ήταν άλλος στην θέση του δεν θα καταδίκαζε την ύπαρξη του να ζει αιώνια στο έρεβος της κολάσεως, για να σώσει την ασήμαντη ζωή μιας θνητής. Όμως ο Ίθαν δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο, κι αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο Λούσιαν. Γι’ αυτό τον ήθελε κοντά του. Ξαφνικά ο ξανθός άντρας ένιωσε ένα δυνατό πόνο να τραντάζει το κορμί του. Τα γκρίζα φτερά του έμοιαζαν να έχουν πάρει φωτιά, που μόλις έσβησε φανέρωσε ένα ζευγάρι εβένινων φτερών. Ο Ίθαν από το πρώτο δευτερόλεπτο του πόνου κατάλαβε ότι έχασε την αγγελική χάρη που του είχε δοθεί, ήταν το τίμημα της βαριάς του προδοσίας. Αναστέναξε βαθιά κι άφησε την αναπνοή να βγει κοφτή από τους πνεύμονές του.
“Έκανα ό,τι ζήτησες, άσε τώρα τη θνητή”.
Ο Λούσιαν με μιας απομακρύνθηκε από την Αλίσια, αφήνοντας το σώμα της να πέσει άτσαλα στο έδαφος κι εξαφανίστηκε σ’ ένα σύννεφο καπνού, παίρνοντας μαζί του τον Ίθαν, ενώ ταυτόχρονα τους ακολούθησε και ο Μάλερον.
Η κοπέλα βρέθηκε μόνη της κοιτάζοντας με φόβο γύρω της, δεν υπήρχε κανένας. Οι πληγές της είχαν επουλωθεί με τρόπο μαγικό, λες και ό,τι της συνέβη δεν είχε γίνει ποτέ. Σηκώθηκε όρθια κι άρχισε να τρέχει προς το διαμέρισμά της.
Κανείς πότε δεν έμαθε τίποτα ξανά για τον Ίθαν. Όσο για την Αλίσια, έλεγε και ξανάλεγε όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη τη μοιραία νύχτα, αλλά κανείς δεν την πίστευε. Επέμενε, ορκιζόταν πως ήταν αλήθεια, όμως το μόνο που εισέπραττε ήταν ψυχρά βλέμματα που την κοιτούσαν με οίκτο και αποστροφή.
Στο τέλος κατέληξε να κλειστεί στον εαυτό της, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν κι έβγαινε σπάνια από το σπίτι της. Ώσπου όλοι οι φίλοι και οι γείτονες πίστεψαν πως είχε σίγουρα αποτρελαθεί και σταμάτησαν να την επισκέπτονται. Εκείνη τριγύριζε στα δωμάτια του διαμερίσματος της σιγομουρμουρίζοντας ακαταλαβίστικες λέξεις που πολλές φορές αποκτούσαν ειρμό.
“Κι όμως υπάρχουν”, ψιθύριζε συχνά πυκνά, όμως δεν ήταν κανείς εκεί για να την ακούσει.
Tags: angel , angels , demon , demons , fantasy , short-story , soul , souls , The Weird Side Daily , twsd , άγγελοι , άγγελος , δαίμονας , δαίμονες , διήγημα , διήγημα φαντασίας , κοπέλα , Μάχη , Νεφελίμ , φαντασία , φυλακές , ψυχές , Ψυχή
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.