Christmas in the Weird Side

“Τότε ο Σάιμον άρχισε να τρέχει. Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα τον άκουγε να τον κυνηγάει. Το μόνο που άκουσε όμως, ήταν το γέλιο του. Ένα τρομακτικό γέλιο που αντήχησε σε όλο το δάσος﮲ ένα γέλιο τόσο ψυχρό, που η παγωνιά που έκανε εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν τίποτα μπροστά του.”

24 Δεκεμβρίου 2020

Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων. Είχε πλέον βραδιάσει. Ο δεκατετράχρονος Σάιμον στεκόταν στο παράθυρο του σκοτεινού δωματίου του και κοιτούσε το λευκό, παγωμένο στρώμα που είχε σκεπάσει τον δρόμο. Το χιόνι είχε πλέον σταματήσει να πέφτει, και το κρύο είχε σφίξει. Αυτό όμως, δεν πτοούσε τους κατοίκους της μικρής πόλης, ώστε να τηρήσουν και φέτος την παράδοσή τους﮲ μια παράδοση, που ξεκινούσε δέκα χρόνια πριν, όταν η Μάγκντα Τζένκινς, είχε εξαφανιστεί από το σπίτι της, Παραμονή Χριστουγέννων. Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όταν οι γονείς της, την είδαν να κοιμάται στο κρεβάτι της. Και ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν άκουσαν έναν δυνατό θόρυβο κι έτρεξαν προς το δωμάτιό της, μόνο για να ανακαλύψουν πως η κόρη τους είχε χαθεί. Κανένα σημάδι παραβίασης δεν υπήρχε. Κανένα αποτύπωμα, κανένα ίχνος πάλης. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί και παρά τις εξονυχιστικές έρευνες που έγιναν, δεν βρέθηκε ποτέ. Κάθε χρόνο λοιπόν, ανήμερα της εξαφάνισής της και Παραμονή Χριστουγέννων έβγαιναν οι γονείς, οι φίλοι και πολλοί κάτοικοι της μικρής πόλης κρατώντας φωτισμένα φαναράκια και περπατώντας στους δρόμους, μέχρι να σημάνουν μεσάνυχτα. Έτσι και φέτος, ο Σάιμον, είδε τα φωτισμένα φαναράκια να πλησιάζουν από μακριά, πολύ πριν εμφανιστούν αυτοί που τα κρατούσαν. Η εικόνα έμοιαζε μαγική﮲ μικρά φωτάκια που αιωρούνταν στο σκοτάδι﮲ μικρά φωτάκια που καθώς πλησίαζαν, φώτιζαν απόκοσμα τα πρόσωπα όσων τα κρατούσαν﮲ πρόσωπα σκιασμένα, πρόσωπα σοβαρά, πρόσωπα θλιμμένα. Οι γονείς του, πήγαιναν κάθε χρόνο σε αυτή την ιδιαίτερη λιτανεία. Αν και αρκετά νεότεροι, γνώριζαν τους δικούς της γονείς. Η Μάγκντα, ήταν στην ηλικία του όταν εξαφανίστηκε.

Απομακρύνθηκε από το παράθυρο, κάθισε στο κρεβάτι κι έχωσε το πρόσωπό του στην οθόνη του φορητού υπολογιστή του. Είχε αφήσει στη μέση μια ιστορία που διάβαζε﮲ μια ιστορία, που παρουσίαζε τον Άγιο Βασίλη σαν έναν κακό δαίμονα που δεν μοίραζε δώρα στα παιδιά, αλλά πραγματοποιούσε τους χειρότερους φόβους τους. Αυτήν, και άλλες πολλές παρόμοιες ιστορίες, αλλά και άρθρα, φιλοξενούσε η αγαπημένη του σελίδα: «The Weird Side Daily». Είχε λίγο καιρό που την είχε ανακαλύψει, και την διάβαζε ανελλιπώς. Ήταν το αγαπημένο του ενημερωτικό site. Γιατί αυτό ήταν για τον Σάιμον: ένα ενημερωτικό site που ευχόταν με όλη του την ψυχή, να ήταν αλήθεια όσα δημοσίευε. Ποτέ δεν του άρεσε η πεζή πραγματικότητα. Πάντα πίστευε πως υπήρχε και κάτι πέρα από αυτό. Η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή αν έκανε λάθος και βαθιά μέσα του πίστευε, πως σίγουρα υπήρχε έστω και μια μικρή δόση αλήθειας σε όλα όσα διάβαζε. Τα μάτια του έτσουξαν από το φως της οθόνης μέσα στο σκοτάδι. Την έκλεισε και ξάπλωσε ανάσκελα. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Σε λίγο η «λιτανεία» θα τελείωνε και οι γονείς του θα επέστρεφαν στο σπίτι. Σε λίγο θα… Ένας δυνατός ήχος διέκοψε απότομα τις σκέψεις του. Ανακάθισε και κράτησε την αναπνοή του. Έμοιαζε με σύρσιμο… σύρσιμο που κατέληξε σε γδούπο. Συνοφρυώθηκε. Η πρώτη γελοία σκέψη που πέρασε από το μυαλό του ήταν ο Άγιος Βασίλης. Κούνησε απαξιωτικά το κεφάλι. Δεν είχε πιστέψει ποτέ του στον Άγιο Βασίλη. Άλλωστε η όλη ιδέα του καλοκάγαθου παππούλη που μοιράζει δώρα στα παιδιά, δεν τον συγκινούσε. Προτιμούσε τις διάφορες, τρομακτικές εκδοχές του που κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, προχώρησε ακροπατώντας προς την πόρτα, την άνοιξε ελαφρά και αφουγκράστηκε. Ησυχία. Θα μπορούσε να την κλειδώσει, να σκεπαστεί με το πάπλωμα και να περιμένει τους γονείς του που θα επέστρεφαν από στιγμή σε στιγμή. Θα μπορούσε. Αλλά δεν το έκανε. Βγήκε στον διάδρομο και προχώρησε προς τη σκάλα χωρίς να ανάψει το φως. Το παχύ χαλί που ήταν στρωμένο, έπνιγε τα βήματά του. Άρχισε να κατεβαίνει αργά αργά, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Το μόνο φως που υπήρχε, προερχόταν από τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου και τη φωτιά στο τζάκι. Κοίταξε γύρω του. Το σαλόνι ήταν άδειο. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν το τσιτσίρισμα της φωτιάς. Προχώρησε προς τα εκεί και κάθισε οκλαδόν μπροστά στο τζάκι. Παρακολούθησε τις φλόγες να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. Θα ορκιζόταν πως έφτιαχναν φλογισμένα σχήματα, ακανόνιστες μορφές, που άλλαζαν αμέσως χωρίς να προλάβει να τις αποτυπώσει στο μυαλό του. Και τότε, συνέβη κάτι περίεργο. Είδε τις φλόγες να μένουν ακίνητες﮲ να μένουν ακίνητες και να σχηματίζουν μια μορφή, που δεν πίστευε ποτέ ότι υπήρχε. Μια μορφή, που ξεπηδούσε μέσα από τα πιο τρελά του όνειρα, αλλά και τους εφιάλτες του. Ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο στο κεφάλι του. Τα πάντα σκοτείνιασαν.

Ξύπνησε απότομα νιώθοντας το σώμα του να τραντάζεται. Άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκεται. Ήταν μέσα σε κάτι σκοτεινό. Κάτι σκοτεινό, που έμοιαζε με ύφασμα. Πάλεψε με τα χέρια του να το σκίσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Από την υφή του, μπορούσε να καταλάβει ότι είναι τσουβάλι.

«Τσουβάλι;» αναρωτήθηκε.

Μα πώς στο καλό είχε βρεθεί μέσα σε ένα τσουβάλι; Ποιος τον είχε απαγάγει.

Προσπάθησε να αφουγκραστεί. Ένα περίεργο, στριγκό καμπανάκι ακουγόταν διαρκώς. Συνέχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια, αλλά το μόνο που κατάφερνε, ήταν να γίνεται όλο και πιο άβολη η στάση του σώματός του μέσα στο τσουβάλι. Ξαφνικά, το τράνταγμα σταμάτησε. Ο Σάιμον έμεινε ακίνητος και κράτησε την αναπνοή του. Το ύφασμα άρχισε να κουνιέται. Το αγόρι έσφιξε τις γροθιές του. Ένα ροδαλό πρόσωπο με λευκά γένια, στρόγγυλα γυαλιά και κόκκινο σκούφο εμφανίστηκε στο άνοιγμα. Το αγόρι γούρλωσε τα μάτια.

«Χο Χο Χο…» έκανε αργόσυρτα ο Άγιος Βασίλης και χαμογέλασε.

Το χαμόγελό του όμως, δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο του καλοκάγαθου παππούλη που πρωταγωνιστούσε στις ιστορίες των παιδιών. Ήταν σαρδόνιο, τρομακτικό και… απειλητικό. Ξαφνικά ο Σάιμον, δεν ήθελε να βγει από το τσουβάλι. Εκείνος όμως έχωσε μέσα τα χέρια, τον άρπαξε από τους ώμους και τον έστησε στα πόδια του. Βρίσκονταν στην άκρη ενός δάσους, δίπλα σε ένα παλιό, ξεβαμμένο έλκηθρο, που το έσερναν τρεις ξερακιανοί τάρανδοι. Ήταν τόσο αδύνατοι που ο σκελετός τους ξεχώριζε μέσα από το δέρμα τους. Ο Άγιος Βασίλης έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.

«Γεια σου Σάιμον», έκανε ήρεμα εκείνος. «Ξέρω πως ήσουν πολύ καλό παιδί όλα αυτά τα χρόνια…», είπε αργόσυρτα.

Το αγόρι έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω. Η πλάτη του ακούμπησε στην ουρά ενός ταράνδου. Πάγωσε στη θέση του.

«Τι… τι θέλεις; Τι…», τραύλισε.

«Όλα τα καλά παιδιά πάνε στον παράδεισο!» αναφώνησε ο Άγιος Βασίλης και άρχισε να γελάει δυνατά. «Λάθος», είπε και σταμάτησε απότομα. «Τα καλά παιδιά που επιλέγω εγώ, δεν πάνε ποτέ στον παράδεισο. Έρχονται απλά μαζί μου», έσκυψε και κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό του.

Ο Σάιμον θα ορκιζόταν ότι είδε τις φλόγες από τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι του σπιτιού του να καθρεφτίζονται στα μάτια του. Το αγόρι πισωπάτησε ξανά. Αυτή τη φορά έπεσε με δύναμη πάνω στον τάρανδο. Εκείνος αφήνιασε κι άρχισε να κλωτσάει στον αέρα.

«Ωωω», έκανε ο Άγιος Βασίλης για να τον ηρεμήσει.

Τότε ο Σάιμον άρχισε να τρέχει. Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα τον άκουγε να τον κυνηγάει. Το μόνο που άκουσε όμως, ήταν το γέλιο του. Ένα τρομακτικό γέλιο που αντήχησε σε όλο το δάσος﮲ ένα γέλιο τόσο ψυχρό, που η παγωνιά που έκανε εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν τίποτα μπροστά του. Ο Σάιμον σταμάτησε κι έτριψε τα μπράτσα με τα χέρια του. Τώρα συνειδητοποιούσε πόσο πολύ κρύωνε. Φορούσε ακόμα τις ριγωτές του πιτζάμες και τις παντόφλες του. Κοίταξε γύρω του. Ένα παχύ στρώμα ομίχλης άρχισε να απλώνεται. Ο Σάιμον έκανε ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό του, κι άρχισε να περπατάει. Τα πόδια του βυθίζονταν μέσα στο χιόνι. Μούδιαζαν και πονούσαν από το κρύο. Τα κλαδιά των δέντρων, έμοιαζαν με γαμψά νύχια που απλώνονταν απειλητικά προς το μέρος του. Οι φυλλωσιές τους με θολές μουτζούρες﮲ θολές μουτζούρες που έμοιαζαν με τρομακτικά πρόσωπα έτοιμα να ουρλιάξουν. Κι εκείνη τη στιγμή, κάποιος ούρλιαξε στα αλήθεια. Και το ουρλιαχτό, ακούστηκε πιο πολύ μέσα στο κεφάλι του Σάιμον, παρά στα αυτιά του. Κι ενώ η ομίχλη πύκνωνε συνεχώς, είδε δυο κέρατα να αχνοφαίνονται και να πλησιάζουν. Και σιγά σιγά, εμφανίστηκε το συγκεχυμένο σχήμα ενός κεφαλιού. Και μετά, μια κόκκινη μύτη. Μια κόκκινη μύτη που έλαμπε μέσα στο σκοτάδι αλλά δεν θύμιζε σε τίποτα την παιχνιδιάρικη μουσούδα του Ρούντολφ, γιατί αυτή η κόκκινη μύτη, έσταζε αίμα. Ο Σάιμον άρχισε να τρέχει. Η γρήγορη ανάσα του έβγαινε σαν λευκός αχνός από τα χείλη του και γινόταν ένα με την ομίχλη. Και συνέχιζε να τρέχει, ενώ τα ουρλιαχτά είχαν τώρα πολλαπλασιαστεί και ηχούσαν λες κι έπεφταν πάνω στους τοίχους ενός τούνελ. Και ο τρομακτικός τάρανδος με τη μύτη που έσταζε αίμα ολοένα και τον πλησίαζε. Μπορεί να μην τον έβλεπε αλλά το ήξερε. Και το ανατριχιαστικό, στριγκό κουδούνι άρχισε και πάλι να χτυπάει. Ο ήχος του έμοιαζε με νύχια που ξύνουν πίνακα. Και ο Σάιμον συνέχισε να τρέχει, μέχρι που έπεσε πάνω σε κάτι. Πισωπάτησε απότομα κι έπεσε στο έδαφος. Ζαλίστηκε. Η όρασή του θόλωσε. Σήκωσε αργά αργά το κεφάλι αλλά δεν μπορούσε να δει καθαρά. Θα ορκιζόταν όμως, ότι μπροστά του στεκόταν μια κοπέλα με λευκά, ίσια, μακριά μαλλιά. Μετά λιποθύμησε.

***

Όταν συνήλθε, δεν άνοιξε αμέσως τα μάτια. Ένιωθε ότι ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και σκεπασμένος με μία κουβέρτα. Έσφιξε ακόμα πιο πολύ τα μάτια του και σκέφτηκε δυνατά:

«Σε παρακαλώ. Κάνε να ήταν απλά ένας εφιάλτης, σε παρακαλώ».

Άνοιξε αργά αργά τα μάτια. Το κρεβάτι του, βρισκόταν σε ένα μικρό, ξύλινο, υπερυψωμένο δωμάτιο. Δίπλα του ακριβώς υπήρχαν κάγκελα και στο τέρμα του κρεβατιού, μια σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο. Σιγανές φωνές έφταναν στα αυτιά του. Ανασηκώθηκε ελαφρά και κοίταξε μέσα από τα κάγκελα. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως σε μια δυνατή φωτιά που έκαιγε στο τζάκι που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο. Μπροστά του, υπήρχε ένα κυκλικό τραπέζι. Τέσσερα άτομα ήταν καθισμένα γύρω του και μιλούσαν συνωμοτικά. Ο Σάιμον μισόκλεισε τα μάτια για να μπορέσει να διακρίνει καλύτερα. Το ένα από αυτά, ήταν η κοπέλα με τα λευκά μαλλιά. Οι υπόλοιποι δυο αγόρια και μια κοπέλα, κάτι του θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Τότε ο ένας τον πρόσεξε. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους να σωπάσουν κι έδειξε τον Σάιμον. Στράφηκαν όλοι προς το μέρος του. Η κοπέλα με τα λευκά μαλλιά, σηκώθηκε κι άρχισε να κατευθύνεται προς εκείνον. Τη στιγμή που πάτησε στο πρώτο σκαλί, οι σανίδες του έτριξαν. Ο Σάιμον ζάρωσε στην άκρη του κρεβατιού του και κράτησε την αναπνοή του. Η κοπέλα, ανέβηκε, πλησίασε και γονάτισε δίπλα του χωρίς να του μιλήσει. Ο Σάιμον ήταν σίγουρος ότι την είχε ξαναδεί κάπου, αλλά αυτή τη στιγμή το μυαλό του ήταν πολύ κουρασμένο για να σκεφτεί.

«Είμαι η Μάγκντα», του είπε εκείνη και του έδωσε το χέρι της.

«Μάγκντα», σκέφτηκε.

Κάτι του θύμιζε αυτό το όνομα. Κάτι…

«Τζένκινς;» την ρώτησε προτού προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό του. «Η κοπέλα που εξαφανίστηκε;»

«Ναι», είπε απλά εκείνη. «Κι εσύ είσαι;»

«Με λένε Σάιμον», είπε αμέσως διστάζοντας να της ανταποδώσει τη χειραψία, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να καταλάβει τι άλλο του θύμιζε.

Είχε δει πολλές φορές τη φωτογραφία της που κυκλοφορούσε, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν ήταν αυτός ο λόγος που του φαινόταν γνωστή.

«Λοιπόν Σάιμον», είπε η Μάγκντα και κατέβασε το χέρι της, «θέλεις να έρθεις να γνωρίσεις και τους υπόλοιπους;»

«Ποιοι είστε;» ρώτησε τρομαγμένος εκείνος.

«Μόνο αν μας γνωρίσεις θα το μάθεις έτσι δεν είναι;» του χαμογέλασε η Μάγκντα.

Και αυτό το χαμόγελο, ήταν εκείνο που χρειαζόταν ο Σάιμον για να το τολμήσει. Κατέβηκαν μαζί στο ισόγειο. Το σαλόνι ήταν πολύ μικρό και δεν υπήρχε τίποτε άλλο, πέρα από το στρογγυλό τραπέζι και το τζάκι. Κάδρα με περίεργες εικόνες ήταν κρεμασμένα στους τοίχους, αλλά εκείνη την ώρα, ήταν πολύ αγχωμένος για να τα παρατηρήσει.

«Παιδιά, ο Σάιμον», είπε η Μάγκντα και κάθισε σε μια καρέκλα.

Του έκανε νόημα να κάνει κι εκείνος το ίδιο. Το αγόρι υπάκουσε.

«Σάιμον», συνέχισε η Μάγκντα, «η Αντζέλικα», έδειξε ένα κορίτσι με τα μακριά, ξανθά μαλλιά, «ο Βαγκ», ένα κοντοκουρεμένο αγόρι «και ο Πήτερ», ένα σγουρομάλλικο αγόρι.

Τον κοιτούσαν όλοι σοβαροί. Οι φλόγες έπεφταν πάνω τους και φώτιζαν απόκοσμα τα πρόσωπά τους. Ο Σάιμον θα έπαιρνε όρκο ότι τους ήξερε. Θα έβαζε και το χέρι του στη φωτιά ότι κάπου τους είχε ξαναδεί. Το μυαλό του άρχισε ξαφνικά να τρέχει προς τα πίσω. Ήταν λες και πάτησε έναν διακόπτη και δεν μπορούσε να το σταματήσει. Έμοιαζε σαν να παρακολουθούσε όσα έγιναν από το τέλος προς την αρχή: τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού του, το παχύ χαλί που έπνιγε τα βήματά του στον διάδρομο πριν κατέβει κάτω. Εκείνον να αφουγκράζεται, τον δυνατό θόρυβο που άκουσε ενώ ήταν ξαπλωμένος, την ιστορία που διάβαζε νωρίτερα. Το μυαλό του κόλλησε εκεί. Στην ιστορία που διάβαζε νωρίτερα. Γιατί κόλλησε στην ιστορία…

«Εί!» έκανε ο Βαγκ και χτύπησε τα δυο του δάχτυλα μπροστά στο πρόσωπό του. «Είσαι καλά μικρέ; Μοιάζεις χαμένος».

Ο Σάιμον σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Ξαφνικά, γούρλωσε τα μάτια και πετάχτηκε όρθιος. Έσπρωξε με δύναμη την καρέκλα προς τα πίσω κι εκείνη έπεσε στο πάτωμα.

«Αποκλείεται!» αναφώνησε. «Αποκλείεται! Είστε εσείς!»

Η Αντζέλικα στένεψε το βλέμμα.

«Είστε εσείς!» επανέλαβε και τους έδειξε με το δάχτυλο. «Τα παιδιά που γράφετε στο ‘The Weird Side Daily!’ Εσείς το στήσατε όλο αυτό; Κάνετε κάποιο πείραμα; Κάποια καινούρια έρευνα;»

Τα μάτια του έλαμπαν.

«Ώπα ώπα!» είπε ο Βαγκ. «Σιγά σιγά. Γι’ αρχή κάθισε πάλι μαζί μας».

Ο Σάιμον υπάκουσε.

«Και τώρα πες μας. Διαβάζεις τη σελίδα μας;»

«Αστειεύεσαι;  Είναι η καλύτερη σελίδα! Η πιο ψαγμένη! Την παρακολουθώ ανελλιπώς! «Κι εσύ!», στράφηκε προς τη Μάγκντα. «Είχα διαβάσει στη σελίδα σας ένα άρθρο για την εξαφάνισή σου! Πώς γίνεται; Αφού είσαι εδώ γιατί δεν τους το λες; Πώς;» απόρησε.

«Πέσαμε σε θαυμαστή λοιπόν!» αναφώνησε ο Βαγκ.

Η Αντζέλικα σήκωσε το φρύδι.

«Τι;» έκανε τον αθώο ο Βαγκ ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Νομίζω ότι πρέπει να του εξηγήσουμε τι συμβαίνει», είπε εκείνη σοβαρά.

«Έχει δίκιο ξέρεις», συμφώνησε η Μάγκντα. «Σάιμον», στράφηκε στη συνέχεια προς το αγόρι, «όπως πολύ σωστά παρατήρησες, είμαι η Μάγκνντα Τζένκνινς, το κορίτσι που εξαφανίστηκε πριν από δέκα χρόνια. Ο λόγος που δεν ξέρει κανείς ότι βρίσκομαι ‘εδώ, είναι γιατί το δικό μου ‘εδώ’, είναι διαφορετικό από το δικό τους».

Ο Σάιμον την κοίταξε μπερδεμένος.

«Πώς λέγεται η σελίδα μας Σάιμον;» ο Πήτερ μίλησε για πρώτη φορά.

«The Weird Side Daily», είπε σιγανά το αγόρι.

«Και παρουσιάζει άρθρα και ιστορίες που θα μπορούσαν να συμβούν μόνο σε αυτή την πλευρά έτσι δεν είναι;»

Ο Σάιμον τον κοίταξε μπερδεμένος.

«Έλα μαζί μου», είπε ο Πήτερ και σηκώθηκε.

«Πήτερ», έκανε προειδοποιητικά η Αντζέλικα. «Μήπως βιάζεσαι λίγο;»

«Έλα τώρα Αντζέλικα», παρενέβη ο Βαγκ. «Αν είναι να του εξηγήσουμε τι συνέβη, πρέπει να τα μάθει όλα».

Η κοπέλα δεν μίλησε, ωστόσο φάνηκε να υποχωρεί. Ο Πήτερ άνοιξε μια πόρτα που υπήρχε στη δεξιά πλευρά του ξύλινου τοίχου. Ο Σάιμον τον ακολούθησε. Βρέθηκαν σε ένα μικρό, τετράγωνο δωμάτιο. Ο ένας τοίχος, ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Δυνατός φωτισμός έπεφτε πάνω στον άλλον. Ήταν καλυμμένος με αποκόμματα εφημερίδων. Ο Σάιμον πλησίασε. Άρχισε να διαβάζει φωναχτά μερικούς από τους τίτλους:

«Τα παιδιά με τα μαύρα μάτια».

«Ξωτικά».

«Η βροχή του διαβόλου».

«Αυτή που γεννήθηκε μια φορά, αλλά πέθανε δυο».

«Μια παράδοξη υπόθεση μαζικής υστερίας».

«Ονειροπαγίδες».

«Οι μαυροντυμένοι άγνωστοι».

«Το εξαφανισμένο χωριό».

«Η επιδημία του χορού».

«Γοργόνες».

«Μην πατάς τον νεραϊδόκυκλο».

Γύρισε απότομα και τον κοίταξε.

«Θέλεις να μου πεις… ότι είναι αλήθεια όλα αυτά;!»

Οι υπόλοιποι είχαν έρθει στο άνοιγμα της πόρτας και τον παρατηρούσαν. Ο Πήτερ τους κοίταξε. Το βλέμμα του σταμάτησε στην Αντζέλικα λες και περίμενε την επιβεβαίωσή της για κάτι.

«Ω εντάξει!» έκανε εκείνη.

Πάτησε έναν διακόπτη στον τοίχο. Μερικά σκοτεινά σημεία φωτίστηκαν. Ο Σάιμον στράφηκε προς τα εκεί και γούρλωσε τα μάτια. Αντίκρυσε ξύλινα ράφια. Γυάλινες προθήκες ήταν τοποθετημένες πάνω τους. Μέσα σε κάθε προθήκη υπήρχε…

«Μέσα σε κάθε προθήκη υπάρχει κάτι που αποδεικνύει την αυθεντικότητα του κάθε άρθρου μας», εξήγησε η Μάγκντα. «Δες για παράδειγμα αυτή την ονειροπαγίδα».

Ο Σάιμον κοίταξε την ονειροπαγίδα που ήταν κρεμασμένη μέσα στην προθήκη. Έμοιαζε περίεργη. Έμοιαζε λες και τα φτερά της, αιχμαλώτιζαν ένα αχνό, μαύρο σύννεφο.

«Είναι οι εφιάλτες», απάντησε η Μάγκντα στο απορημένο του βλέμμα.

Ο Σάιμον κοίταξε παραδίπλα. Μέσα στην προθήκη υπήρχε μια μικρή, λεία σφαίρα, που είχε χαραγμένα πάνω της ιερογλυφικά.

«Τα ιερογλυφικά από τον Άρη;» γούρλωσε και πάλι τα μάτια.

Ο Πήτερ ένευσε. Κοίταξε την επόμενη προθήκη, αλλά οπισθοχώρησε τρομαγμένος. Ήταν γεμάτη με νερό. Μια μικροσκοπική, πανέμορφη κοπέλα με σώμα ανθρώπου και ουρά γοργόνας είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο γυαλί και τον κοιτούσε.

«Γοργόνες», σάστισε.

«Νομίζω ότι είδες αρκετά για πρώτη φορά», είπε η Αντζέλικα κι έσβησε το φως.

Βγήκαν έξω από το δωμάτιο. Και τότε ήταν που ο Σάιμον παρατήρησε τους πίνακες που κοσμούσαν τους τοίχους. Αναπαριστούσαν τρομακτικές εκδοχές των κλασσικών παραμυθιών﮲ εκδοχές, τις οποίες είχε επίσης διαβάσει στη σελίδα τους.

«Θέλετε να μου πείτε, πως όλα όσα γράφετε είναι αληθινά;!» ρώτησε γι’ ακόμα μια φορά έκπληκτος και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.

«Λοιπόν Σάιμον», άρχισε ο Βαγκ, «καλώς ήρθες στη «Weird Side» του κόσμου».

«Πιες αυτό», είπε η Μάγκντα και του έχωσε μια κούπα με ζεστή σοκολάτα στο χέρι. «Θα σε βοηθήσει να συνέλθεις».

Εκείνος υπάκουσε.

«Λοιπόν;» τον ρώτησε στη συνέχεια και κάθισε δίπλα του. «Είσαι έτοιμος να ακούσεις την υπόλοιπη ιστορία;»

Οι υπόλοιποι κάθισαν γύρω του. Ο Σάιμον ένευσε.

«Πριν από δέκα χρόνια», άρχισε η Μάγκντα, «Παραμονή Χριστουγέννων, βρισκόμουν στο δωμάτιό μου και κοιμόμουν. Ένας δυνατός θόρυβος με έκανε να ξυπνήσω απότομα. Κατέβηκα στο σαλόνι. Δεν υπήρχε κανείς. Ξαφνικά όμως, ένιωσα έναν διαπεραστικό πόνο και πρέπει να λιποθύμησα. Μετά ξύπνησα μέσα σε ένα τσουβάλι και βρέθηκα σε αυτόν τον κόσμο. Το ίδιο συνέβη και στα παιδιά. Είμαι σίγουρη ότι το ίδιο συνέβη και σε σένα».

Ο Σάιμον ένευσε και πάλι.

«Γιατί;» ρώτησε. «Γιατί επέλεξε εμάς;»

«Δεν έχουμε σίγουρη απάντηση», πήρε τον λόγο η Ανζτέλικα. «Εκείνο όμως που έχουμε κοινό και οι τέσσερις, είναι ότι ποτέ μας δεν πιστέψαμε σε αυτόν. Ποτέ δεν πιστέψαμε στην ύπαρξη του Άγιου Βασίλη. Ίσως λοιπόν αυτός είναι ο τρόπος του για να μας τιμωρήσει. Εσύ πίστεψες ποτέ σε αυτόν;»

«Όχι», κούνησε κατηγορηματικά το κεφάλι.

«Άρα είχαμε δίκιο».

«Ναι, αλλά…», έκανε σκεπτικός ο Σάιμον. «Όταν έτρεξα, δεν με κυνήγησε. Απλά γέλασε. Γιατί;»

«Γιατί πέτυχε τον σκοπό του», είπε ο Βαγκ. «Δεν κυνήγησε κανέναν από μάς. Μας έφερε στον κόσμο του. Αυτή είναι η τιμωρία μας. Αυτό είναι αρκετό γι’ αυτόν».

«Υπάρχουν κι άλλοι σαν εμάς;»

«Σίγουρα. Αλλά δεν έχουμε συναντήσει κανέναν άλλον ακόμα, εκτός από σένα», απάντησε ο Πήτερ.

«Βγαίνουμε έξω από το σπίτι, μόνο για συγκεκριμένους λόγους. Θα έχεις παρατηρήσει την ομίχλη που έχει καλύψει τα πάντα», είπε ο Βαγκ. «Η ομίχλη αυτή, κρύβει μέσα της κινδύνους. Κρύβει τέρατα. Κρύβει φωνές. Δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος αν αυτό είναι αλήθεια ή ψέμα».

«Ετοιμάζουμε ένα άρθρο για τους καλικάντζαρους», άρχισε η Μάγκντα. «Έχουμε πληροφορίες πως το δέντρο της ζωής που πριονίζουν κάθε χρόνο βρίσκεται στο δάσος. Έτσι έπεσα πάνω σου».

«Γιατί; Γιατί δεν τα λέτε όλα αυτά;»

«Ποιος θα μας πιστέψει;» ανασήκωσε τους ώμους η Μάγκντα. «Προσπαθούμε μέσω του ‘The Weird Side Daily’, να δώσουμε μια γεύση στον κόσμο από την άλλη πλευρά, αυτή που δεν έχει συναντήσει κανείς. Προσπαθούμε να τους κάνουμε να πιστέψουν σιγά σιγά, κι όταν καταλάβουμε ότι είναι έτοιμοι, τότε θα αποκαλύψουμε την αλήθεια».

«Γιατί δεν επικοινωνείτε με τους γονείς σας; Κάθε χρόνο, κάνουν μια ‘πορεία’, στη μνήμη σου», στράφηκε προς τη Μάγκντα.

«Το ξέρω», απάντησε εκείνη θλιμμένα. «Δεν είναι έτοιμοι  ακόμα να δεχτούν την αλήθεια. Κι εμείς ψάχνουμε απεγνωσμένα τρόπο να φύγουμε από αυτόν τον κόσμο. Δυστυχώς όμως, ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να τον βρούμε».

«Οι ώρες που δημοσιεύουμε στη σελίδα μας είναι συγκεκριμένες», εξήγησε η Αντζέλικα. «Είναι τότε που ο κόσμος αυτός, ‘χαλαρώνει’ κατά κάποιο τρόπο τις αντιστάσεις του κι έτσι μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τους υπόλοιπους».

«Θέλω να βοηθήσω!» είπε αμέσως ο Σάιμον. «Θέλω κι εγώ να γίνω μέλος της ομάδας σας! Θέλω να βοηθήσω τον κόσμο να καταλάβει πως όλα αυτά είναι αληθινά! Και μετά… μετά να βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από εδώ!»

Οι τέσσερις φίλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Αντζέλικα ανασήκωσε τα φρύδια και ο Πήτερ τους ώμους. Ο Βαγκ στένεψε το βλέμμα. Η Μάγκντα, σηκώθηκε και προχώρησε προς την αριστερή πλευρά του δωματίου. Χτύπησε τρεις φορές σε ένα συγκεκριμένο σημείο του τοίχου. Οι σανίδες παραμέρισαν κι ένα πόμολο εμφανίστηκε. Ακούμπησε το χέρι της πάνω του.

«Σάιμον, ήρθε η ώρα να δεις το αρχηγείο μας».

Το αγόρι χαμογέλασε. Διάβηκαν όλοι το κατώφλι και η πόρτα έκλεισε πίσω τους με έναν ελαφρύ γδούπο.

Tags: christmas , fantasy , horror , mystery , short-story , snow , The Weird Side Daily , twsd , weird , weird side , άγιος βασίλης , Αγόρι , αίμα , αλήθεια , αλλόκοτο , άλλος κόσμος , αλόκοσμος , απαγωγή , άρθα , άρθρα φανταστικού , αρχηγείο , αφιέρωμα , γοργόνα , διήγημα , Διήγημα τρόμου , διήγημα φαντασίας , εξαφάνιση , Ερωδίτη Παπαποστόλου , Κορίτσι , λευκά μαλλιά , μαγεία , μυστήριο , μύτη , ομάδα , παράδεισος , παράλληλος κόσμος , παραμονή , Παράξενο , περίεργο , πληροφορίες , πρωταγωνιστές , πρωταγωνιστής , Σάιμον , σελίδα , Σκοτεινό , σκοτεινό διήγημα , Συγγραφέας , τάρανδοι , τρόμου , φαντασίας , χαμόγελο , χιόνι , Χριστούγεννα , Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 24 Δεκεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.