Η αράχνη κατέβηκε από το ταβάνι και προσγειώθηκε μπροστά του. Τα τριχωτά της πόδια άρχισαν να τον πλησιάζουν. Την κοίταξε καθώς τον προσπερνούσε, χωρίς να κάνει καμία κίνηση να τη σταματήσει. Τα κεριά στους τοίχους του κάστρου, δημιουργούσαν απόκοσμες σκιές που σέρνονταν πάνω στα τούβλα∙ σκιές από αναμνήσεις∙ σκιές από ψέματα και πεθαμένες ελπίδες που συνέχιζαν να αιωρούνται ακόμα στην ατμόσφαιρα. Ίσως ήταν ιδέα του, αλλά νόμιζε πως έβλεπε διάφανες ραγισμένες καρδιές να πετάνε μπροστά στα μάτια του και να απομακρύνονται χωρίς να προλάβει να τις πιάσει για να ενώσει τα κομμάτια τους. Η αράχνη είχε φτάσει στην απέναντι πλευρά του τοίχου κι έπλεκε τον ιστό της. Η κλωστή λαμπύριζε μέσα στο μισοσκόταδο. Την παρατήρησε για λίγη ώρα. Στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του προς την αντίθετη πλευρά. Προχώρησε με σταθερά βήματα αποφεύγοντας να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη που υπήρχε δίπλα του στον τοίχο κι έστριψε στο διάδρομο. Πίσω από τις κλειστές πόρτες των δωματίων που προσπερνούσε ακούγονταν διάφοροι θόρυβοι, αλλά δεν έδωσε σημασία. Δεν κοντοστάθηκε ούτε όταν άκουσε τον ήχο γυαλιού που σπάει και το κλάμα ενός μωρού, που όσο ξαφνικά άρχισε, τόσο απότομα διακόπηκε, δημιουργώντας την αμφιβολία αν τελικά ακούστηκε ποτέ. Έφτασε στο τέρμα του διαδρόμου και στάθηκε έξω από τη βαριά, ξύλινη πόρτα. Η κλειδαριά σε σχήμα λιονταριού έχασκε με το στόμα ανοιχτό. Γύρισε το κλειδί τρεις φορές και άνοιξε με ένα ανεπαίσθητο ‘’κλικ’’. Μέσα στο δωμάτιο, επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Προχώρησε προς το τεράστιο κρεβάτι που βρισκόταν στο κέντρο και παραμέρισε την κουνουπιέρα. Κοίταξε το γυάλινο φέρετρο κι απέστρεψε το βλέμμα του μόλις είδε το τερατόμορφο πρόσωπό του να καθρεφτίζεται πάνω του. Ξανακοίταξε πιο προσεκτικά εστιάζοντας στο εσωτερικό του. Το πρόσωπο της πεντάμορφης κοπέλας φαινόταν πορσελάνινο. Τα τέλεια χαρακτηριστικά της έμοιαζαν λες και ανήκαν σε μια ψεύτικη κούκλα∙ μια κούκλα καταδικασμένη να ζει για πάντα στη λήθη. Κοίταξε το γυάλινο θόλο που υπήρχε δίπλα στο κομοδίνο. Ήταν γεμάτος με κόκκινα πέταλα από τριαντάφυλλο. Σαν χθες θυμόταν όσα έγιναν εκείνο το βράδυ∙ σαν χθες θυμόταν, όταν είχε μείνει μόνο ένα πέταλο στο τριαντάφυλλο που του είχε δώσει η μάγισσα που τον είχε καταραστεί. Για να λύσει την κατάρα, έπρεπε να κάνει μια κοπέλα να τον αγαπήσει πριν πέσει και το τελευταίο πέταλο. Μόνο που δεν τα κατάφερε. Μόλις έπεσε το πέταλο η δύναμη που εξέπεμψε μπήκε μέσα στο μυαλό του και τον τρέλανε, τον έκανε να χάσει τα λογικά του. Την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιξε τόσο δυνατά που της έκοψε την αναπνοή. Το ‘’σ’ αγαπώ’’ βγήκε από τα χείλη της τη στιγμή που ξεψυχούσε στην αγκαλιά του. Κι έτσι εκείνος έμεινε για πάντα καταδικασμένος να ζει με την τερατόμορφη υπόστασή του, θρηνώντας την αγάπη που δεν πρόλαβε να ζήσει. Χάιδεψε το τζάμι από το φέρετρο, έκρυψε το πρόσωπό με τα χέρια του και ξέσπασε σε λυγμούς.
Εκείνη καθόταν στο έρημο νεκροταφείο πάνω στη μαρμάρινη πλάκα και κοιτούσε έντονα τη φλόγα από το καντήλι. Τρεμόπαιζε, αλλά δεν έλεγε να σβήσει. Ένα κοράκι πέταξε κράζοντας και κάθισε στο ξερό κλαδί ενός δέντρου. Έσκυψε το κεφάλι και τσίμπησε με το ράμφος έναν ιστό αράχνης. Η κλωστή κόπηκε και άρχισε να κουνιέται με το ρυθμό του ανέμου. Το κοράκι άνοιξε τα φτερά και πέταξε ψηλά, αφήνοντας μια απόκοσμη κραυγή. Ο άνεμος φύσηξε κι ένα σύννεφο καφέ σκόνης σηκώθηκε στην ατμόσφαιρα. Θα ορκιζόταν πως λίγο πριν καταλαγιάσει, έμοιαζε με αχνή, ανθρώπινη μορφή. Έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά. Κράτησε το κόκκινο τριαντάφυλλο και το στριφογύρισε στα δάχτυλά της. Τα αγκάθια του την πλήγωσαν, αλλά δεν έδωσε σημασία. Άφησε δυο σταγόνες να πέσουν πάνω στη λευκή πέτρα του μνήματος και σηκώθηκε. Πέρασε μέσα από τη σκόνη, η οποία μόλις την άγγιξε έπεσε στο έδαφος. Ο αέρας ξαφνικά κόπασε. Πέρασε ανάμεσα από τα μνήματα, στα πλακόστρωτα δρομάκια και κατευθύνθηκε προς έναν τεράστιο πέτρινο τάφο που έμοιαζε με τη μικρογραφία ενός κάστρου. Τέσσερις πυργίσκοι υψώνονταν και οι μυτερές κορυφές τους έμοιαζαν να προσπαθούν να κοπούν για να τρυπήσουν τον ουρανό. Μια αναρριχώμενη τριανταφυλλιά είχε καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του. Πάνω στην πέτρα ήταν σκαλισμένα πολλά, περίεργα σχέδια: ένα σερβίτσιο, ένα σκαμπώ, ένα ρολόι, μια σκούπα, ένα κηροπήγιο… Κάθησε στην άκρη και τα ψηλάφισε. Σαν χθες θυμόταν τη συνάντησή της μαζί του. Τότε που του είχε ζητήσει βοήθεια, εκείνος την αρνήθηκε κι εκείνη τον καταράστηκε. Τον μεταμόρφωσε σε τέρας. Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Νόμιζε ότι θα έβρισκε την αληθινή αγάπη και θα έλυνε την κατάρα της. Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια. Στην αληθινή ζωή δεν έχουν όλα καλό τέλος. Έριξε απότομα το τριαντάφυλλο πάνω στο μνήμα και σηκώθηκε. Στένεψε το βλέμμα και διάβασε τα ονόματά τους πάνω στην ταφόπλακα. Εκεί βρίσκονταν τώρα και οι δύο, θαμμένοι τόσα μέτρα κάτω από τη γη, φυλακισμένοι μια για πάντα στη λήθη, σε έναν κόσμο που ακροβατούσε ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς. Μόνο εκείνη ήξερε τι είχε συμβεί πραγματικά. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει. Άκουσε κάποιον να τη φωνάζει.
«Δεσποινίς να σας ρωτήσω κάτι;»
Ένας νεαρός στεκόταν μπροστά της.
«Παρακαλώ», του είπε εκείνη.
«Είμαι δημοσιογράφος και γράφω ένα άρθρο για την ιστορία του νεκροταφείου. Σας είδα που στεκόσασταν μπροστά σε αυτό τον ιδιαίτερο τάφο. Μήπως γνωρίζετε την ιστορία του;»
Εκείνη έριξε ένα τελευταίο βλέμμα πίσω της. Στη συνέχεια στράφηκε και πάλι στο νεαρό.
«Αν ρωτήσεις τους άλλους, θα σου που ότι πρόκειται για ένα έγκλημα πάθους. Ένας άντρας, σκότωσε την αγαπημένη του πάνω σε μια έκρηξη ζήλιας και μετά αυτοκτόνησε. Αν ρωτήσεις εμένα όμως… θα σου πω πως πρόκειται απλά για ένα παραμύθι, που στο τέλος… δεν έζησε κανένας καλά, και κανένας καλύτερα.», του είπε κι απομακρύνθηκε.
Tags: creatures , dark , death , fairytale , fantasy , horror , monster , mystery , Spooky , story , weird , αγάπη , αλλόκοτο , ανατριχίλα , αρχάχνη , διήγημα , θάνατος , ιστορία , κατάρα , Κοράκι , λήθη , μάγισσα , μυστήριο , νεκροί , νεκροταφείο , παραμύθι , πέταλο , σκοτάδι , τάφος , τέρας , τριαντάφυλλο , τρόμος , φαντασία , Φαντάσματα , φέρετρο , Φόβος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.