Το βασίλειο της Ελβίρ καιρό τώρα είχε πέσει σε θλίψη. Μετά τη γέννηση του πρίγκιπα και μοναδικού διαδόχου του θρόνου, η σύζυγός του εγκατέλειψε τον φημισμένο βασιλιά Ίνανουρ κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Κι εκείνος, πάνω στην απελπισία του σπατάλησε χρόνια της ζωής του ψάχνοντας ένα σημάδι ζωής της βασίλισσας Αλμίσα. Οι μήνες περνούσαν σαν να ήταν λεπτά όσο ο χρόνος κυλούσε κι ο Ίνανουρ είχε χάσει για τα καλά τον πολύτιμο ύπνο του. Δεν ήταν σε θέση πια να πάρει αποφάσεις για το βασίλειό του, ούτε μπορούσε να σκεφτεί καθαρά χωρίς την Αλμίσα στο πλευρό του.
Μία νύχτα όμως, εκείνη εμφανίστηκε μπροστά του λίγο πριν το ρολόι ηχήσει μεσάνυχτα.
«Οι Σύλφες…» είπε. «Τα πνεύματα του αέρα με έχουν. Μη με ψάξεις…» Ολοκλήρωσε κι εξαφανίστηκε μετά τον δωδέκατο κρότο.
Έστειλε την επόμενη ημέρα λοιπόν ένα θρασύδειλο ιππότη που νόμιζε πως είναι δήθεν άτρωτος, να τη βρει. Εννέα μέρες αργότερα όμως, γύρισε κλαίγοντας στον Ίνανουρ λέγοντας πως η βασίλισσα βρίσκεται κάπου πολύ μακριά από εδώ. Ο ίδιος υποστήριξε πως έφτασε έως την πύλη του πέτρινου πύργου όπου μένει κι είδε τη χαμένη βασίλισσα να χαμογελά από το παράθυρο. Ύστερα ένα αιμοβόρο θηρίο τον κυνήγησε έως τα τείχη της Ελβίρ.
Εδώ παίρνω θέση εγώ. Άλσεφ Ντάερ, κάτοικος της Ελβίρ. Κι από τον φτωχό μου τίτλο καταλαβαίνει κανείς πόσο απελπισμένος είναι ο βασιλιάς μας. Εκμεταλλεύτηκα τη φτώχεια μου, αν και ζω μόνος και υπάρχουν πολύ φτωχότεροι στο βασίλειό μας, κι επισκέφτηκα το παλάτι. Για να είμαι ειλικρινής, το σχέδιό μου δεν ήταν καλά οργανωμένο και με το ζόρι κατάφερα να περάσω την πύλη, μα όταν βρισκόμουν μπροστά στον θρόνο του βασιλιά Ίνανουρ ήξερα πως βάδιζα επιτέλους στον σωστό δρόμο.
Ήμουν σίγουρος πως από εδώ και πέρα, η ζωή μου θα ήταν μονόδρομος. Μία ευθεία που έπρεπε να περπατήσω αργά και σταθερά, εκμεταλλευόμενος όσο χρόνο μου είχε δοθεί ώσπου να συναντήσω τον δημιουργό μου. Όμως η ζωή μόνο μονόδρομος δεν είναι. Η δική μου, προσωπικά μιλώντας, ήταν ήδη μια διασταύρωση πριν την αρχή αυτής της περιπέτειας. Λοιπόν από τότε άρχισε να μεταλλάσσεται σε λαβύρινθο… Κι όσο το ταξίδι μου εξελισσόταν σε ένα μονόλογο πριν πέσει η αυλαία, οι δρόμοι και τα μονοπάτια μπλέκονταν μεταξύ τους. Έτσι χωρίς να είμαι μάντης, είχα στο μυαλό μου συνεχώς τη θλιβερή σιγουριά πως όποιο δρόμο κι αν πάρω, το αδιέξοδο θα με περιμένει υπομονετικά στο τέλος κάθε σκοτεινού μονοπατιού.
Καθώς όμως ακολουθούσα τις οδηγίες του ιππότη που προσπάθησε πριν από εμένα να βάλει τέλος στη θλίψη της Ελβίρ, που σαν αρρώστια είχε σαρώσει ολόκληρο το βασίλειο, το βρήκα… Ήμουν εδώ… Μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι υπό αντίξοες συνθήκες, τα κατάφερα. Βρισκόμουν έξω από τον πύργο της χαμένης βασίλισσας…
Περπατώντας ευθεία προς την μικρή ξύλινη πύλη, φαγωμένη από την υγρασία, άρχισα να αναρωτιέμαι που είναι το τέρας. Ο ιππότης είχε αναφέρει ένα θηρίο… Τον κυνήγησε μάλιστα έως τα τείχη. Μα κλασσικά έλεγε ασυναρτησίες. Δεν υπήρχε τέρας. Ποτέ δεν υπήρξε. Ένιωσα ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου και συνέχισα πιο άνετος πια τον δρόμο μου προς τον πέτρινο πύργο.
Κρατώντας το μικρό σπαθί, που μου έδωσε το παλάτι πριν με στείλουν στη φωλιά του λύκου, έσπρωξα με το πόδι μου την ξύλινη πύλη. Εκείνη άνοιξε διάπλατα κι ένα δύσοσμο σύννεφο σκόνης με τύφλωσε. Όχι αρκετά όμως για να υποχωρήσω. Το μόνο που μπορούσα να ξεχωρίσω μπροστά μου, ήταν μια σκάλα πνιγμένη στο σκοτάδι του πύργου. Χωρίς δισταγμό άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά δύο-δύο –κι ομολογουμένως, ήταν πολλά σκαλιά- ώσπου βρήκα μπροστά μου ακόμη μια πόρτα.
Ήταν ολόιδια με εκείνη της εισόδου, κι υπέθεσα πως το ίδιο δύσοσμο σύννεφο παραμόνευε ανάμεσα στα μουχλιασμένα ξύλα. Όμως το πιθανότερο ήταν πως αυτή η μικρή στρογγυλή πύλη ήταν το μόνο που με χώριζε από τη βασίλισσα του θρύλου, και τα υλικά αγαθά που είχε σκοπό να μου χαρίσει από ευγνωμοσύνη ο θλιμμένος βασιλιάς. Έτσι, με καλοσύνη γύρισα το σκουριασμένο πόμολο κι έσπρωξα με το βάρος του σώματός μου ώσπου να ανοίξει.
Είχα σχεδόν πειστεί πως ήμουν παγιδευμένος σε κάποιο συνειδητό όνειρο, και αν ήταν στο χέρι μου, δεν ήθελα να ξυπνήσω. Η Αλμίσα καθόταν στην άκρη του παραθύρου. Κοιτούσε έξω και χτένιζε τα ολόμαυρα μαλλιά της, που έκαναν τον έβενο να ζηλεύει, ξανά και ξανά. Όταν με είδε σάστισε. Σηκώθηκε όρθια και με κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Μεγαλειοτάτη, μη φοβάστε…» αποκρίθηκα χαμογελώντας, θέλοντας να της δείξω πως μπορεί να με εμπιστευτεί. «Ήρθα για να σας σώσω», είπα προσπαθώντας να φανώ θαρραλέος.
«Και το θηρίο;» Με πλησίασε με αμηχανία. «Το σκότωσες;» Είδα τον τρόμο στα βαθιά πράσινα μάτια της να λαμπιρίζει σαν λίμνη λουσμένη με το φως της ημέρας.
Ώστε υπήρχε… Παράξενο, σκέφτηκα. Στάθηκα τυχερός που δε χρειάστηκε να το αντιμετωπίσω. Ίσως υπερβολικά τυχερός… Όμως δεν ήθελα να την ανησυχήσω άλλο. Είχε ήδη περάσει τόσα… Αφού την πήραν οι Σύλφες, τα πνεύματα του αέρα, μόνο εκείνη ήξερε τι είχε δει και τι είχε ζήσει. Ακόμη κι αν έπρεπε να πω ψέματα, είχα την υποχρέωση να την παρηγορήσω.
«…Ασφαλώς», απάντησα λοιπόν χωρίς ίχνος ενοχής. Έκανα ό,τι έκανα για καλό σκοπό. Αυτό προσπαθούσα να κρατήσω στο μυαλό μου για να μην παραδοθώ από τώρα στις Ερινύες.
Εκείνη όμως ήρθε πιο κοντά. Τόσο που ένιωθα την ανάσα της στο πρόσωπό μου. Η διάθεσή της είχε αλλάξει. Η λάμψη είχε χαθεί από τα μάτια της και μου χαμογέλασε όπως χαμογελά ο λύκος πριν κατασπαράξει ένα αφελές ελάφι.
«Παράξενο…» είπε. «Είμαι ακόμη εδώ…»
Tags: castle , fantasy , king , kingdom , knight , monster , queen , short-story , The Weird Side Daily , βασίλειο , βασιλιάς , βασίλισσα , διήγημα , διήγημα φαντασίας , δρόμος , θηρίο , θλίψη , θρόνος , ιππότης , κάστρο , Μαρίνα Κικίδου , πνεύματα , πνεύματα του αέρα , πύλη , Πύργος , ρολόι , σκαλιά , σπαθί , ταξίδι , τέρας , φαντασία , φτωχός , χαμένη βασίλισσα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.