Έλα να με βρεις στην ανατολή. Θα σε περιμένω.
Αυτή η φράση. Η μία σκέψη που στροβιλιζόταν στο μυαλό μου εδώ και ώρες. Ή ίσως και μέρες. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξέρει όταν κοιμάται για σχεδόν ενενήντα μέρες; Και πώς να τις ξεχωρίσει μεταξύ τους, μέρες και ώρες, σε έναν κόσμο που έχει κολλήσει κάποια στιγμή λίγο μετά τα μεσάνυχτα; Εντάξει, ίσως να ήταν δύο οι σκέψεις μου.
«Τι σκέφτεσαι, Ματ;». Γύρισα και την κοίταξα. Τα γκριζογάλανα μάτια της ήταν φωτεινά και το βλέμμα της φιλικό, σε αντίθεση με τον σκούρο ουρανό από πάνω μας. Χαμογελούσε τρυφερά προσπαθώντας να δείχνει ψύχραιμη, αλλά ήταν ανήσυχη και κουρασμένη, και καταλάβαινα το γιατί. Δεν πέρασε και λίγα αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο, με την δουλειά και εμένα…
«Τίποτα συγκεκριμένο, Βικτόρια, απλά… Δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε αυτό. Είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, έμεινα σε κώμα για τρεις μήνες και ξαφνικά ξυπνάω σε μια Γη που έχει σταματήσει να γυρίζει, κάθε ζώνη ώρας έχει κολλήσει σε μία συγκεκριμένη φάση της ημέρας…», ξεκίνησα να της εξηγώ.
«Και κάποιοι επιτήδειοι άρπαξαν την ευκαιρία να εμφανιστούν ως Προφήτες και να παραμυθιάζουν τον κόσμο για τον Θεό Ήλιο ή την Θεά Σελήνη που τους τιμωρούν για την Ύβρη τους και θα τους δώσουν το Αληθινό τους Φως όταν μπουν ξανά στον σωστό δρόμο!», απάντησε με θεατρινίστικο στόμφο και χειρονομώντας έντονα με το ελεύθερο της χέρι.
«Σοβαρά, πείθει αυτό τον κόσμο; Δεν μου φαίνεται λογικό», της είπα.
«Αν πιστεύεις ότι η Γη είναι επίπεδη, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται τόσο παράλογο. Και, όπως και να το κάνεις, δεν βοηθάει όλο αυτό το σκοτάδι…», παρατήρησε. Είχε δίκιο. Μπορεί να μην το είχα βιώσει ακόμα τόσο έντονα, αλλά φανταζόμουν πόσο μπορεί να στιγματίσει κάποιον αυτή η κατάσταση.
«Και τι γίνεται με την άλλη πλευρά; Από την αυγή ως το σούρουπο», ήταν η επόμενη απορία μου.
«Περίπου τα ίδια. Το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί πάντα να διαχειριστεί όλη αυτή την κατάσταση, είτε έχει φως είτε όχι», είπε, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά στο δρόμο. «Ίσως είναι ελάχιστα καλύτερα, αν και κάτι άκουσα για μια αίρεση που προσπαθεί να κάνει επίκληση στην Νύχτα ή κάτι τέτοιο; Θα σε γελάσω», συμπλήρωσε.
«Ξέρεις, αναρωτιέμαι πως νιώθουν αυτοί που χειροκροτούσαν στα σημεία με τα ομορφότερα ηλιοβασιλέματα. Λες και δεν θα το ξανάβλεπαν ποτέ! Ίσως ήξεραν κάτι που δεν ξέραμε…». Κοιταχτήκαμε και αμέσως μας έπιασε νευρικό γέλιο. Και πώς να μην μας πιάσει άλλωστε;
«Η αλήθεια είναι πάντως ότι είναι αρκετά μαγευτικά τα ηλιοβασιλέματα», παρατήρησε.
«Ναι, είναι όμορφα. Αν και προσωπικά προτιμώ την ανατολή», είπα.
«Πως και έτσι;». Αλήθεια, πως έτσι;
«Δεν ξέρω, απλώς νιώθω ότι ενώ δεν την βλέπει τόσο συχνά ο κόσμος, φέρνει κάτι το νέο και ελπιδοφόρο».
«Γι’ αυτό θες τόσο πολύ να πας εκεί, Ματ;», είπε, και μου έριξε ένα διεισδυτικό βλέμμα, από εκείνα που έριχνε όταν ήξερε –ή νόμιζε ότι ήξερε- ότι κάτι της έκρυβα.
Έλα να με βρεις στην ανατολή.
«Μα για τι άλλο;», βιάστηκα να δικαιολογηθώ. Αλήθεια, για τι άλλο; Τι ξεχνάω;
Με κάρφωσε για λίγο ακόμα με το βλέμμα της, αλλά δεν συνέχισε. Φάνηκε να το σκέφτεται πάντως. Δεν θεώρησα ότι πείστηκε –και ούτε και γω έπεισα τον εαυτό μου.
Γύρισε τα μάτια της στο δρόμο και εγώ άρχισα να κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο του συνοδηγού. Η θέα της διαδρομής ήταν αρκετά γοητευτική, με τις μαύρες φιγούρες των δέντρων και των λόφων, τις σκούρες σκιές των πόλεων στο βάθος και τα πολύχρωμα φωτάκια που περιστρέφονταν στην άκρη του ματιού μου και μου θόλωναν την όραση… Όχι, αυτό είναι το χτύπημα. Δικό μου λάθος.
Ήταν ήσυχα σε αυτή την περιοχή. Το μόνο που έσπαγε την ηρεμία ήταν ο απαλός ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου. Το ρολόι του αυτοκινήτου έδειχνε ότι η ώρα ήταν περίπου τρεις το μεσημέρι, αν και κάτι τέτοιο δεν είχε ιδιαίτερο νόημα στη φάση αυτή. Δεν απείχαμε πολύ πλέον απ’ το αεροδρόμιο. Λιγότερο από μισή ώρα για το αεροδρόμιο, και περίπου δυόμιση για την Ανατολή και εκείνη τη Φωνή που με αναζητά, από τότε που…
«…εξηγήσεις;», είπε η Βικτόρια.
«Συγγνώμη, τι;». Είχα χαθεί στις σκέψεις μου για λίγο, και δεν είχα καταλάβει ότι μου μιλούσε.
«Λέω, δεν καταλαβαίνω πως ένας καλός οδηγός σαν και σένα θα είχε ατύχημα στο δρόμο». Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά ένιωθα ότι από πίσω κρυβόταν κάτι παραπάνω από απλό ενδιαφέρον.
«Μπορείς να μου το εξηγήσεις;». Μα γιατί τα μάτια της πέταγαν σπίθες;
«Δεν έχω κάτι να εξηγήσω. Θέλω να πω, δεν ξέρω. Απλά έχασα τον έλεγχο. Ίσως λάδια στο δρόμο;». Αυτό δεν ήταν; Γιατί νιώθω ότι δικαιολογούμαι; Φάνηκε να το σκέφτεται.
«Μάλιστα. Και δεν είχε να κάνει με το που ήσουν πριν και με ποιον ή που πήγαινες, έτσι;», απάντησε τελικά. Γιατί νιώθω ότι μου επιτίθεσαι; Τα μάτια της είχαν πάρει την απόχρωση του ουρανού πριν την καταιγίδα. Γύρισε το βλέμμα της στο δρόμο. «Α, σχεδόν φτάσαμε. Πάμε στο πάρκινγκ και θα σε συνοδεύσω μέχρι το τσεκ ιν. Έχεις τα φάρμακά σου μαζί;».
–
Η ώρα ήταν σχεδόν τέσσερις, και ήδη βρισκόμουν στην θέση μου στο μικρό αεροπλάνο, κάπου στα μέσα της ατράκτου και σε θέση δίπλα στο παράθυρο. Λόγω της όλης περίεργης κατάστασης του κόσμου, η εταιρία που επέλεξα για την πτήση διέθετε μικρά σκάφη για μετακινήσεις επιβατών και φορτίων. Ειδικά η μεταφορά φορτίων είχε γίνει ζωτικής σημασίας, αφού σε πολλά μέρη η γεωργία και η κτηνοτροφία τελούσαν υπό κατάρρευση και η έλλειψη τροφής οδηγούσε σε χάος –έτσι μου είχε πει η Βικτόρια. Με είχε βοηθήσει να πάω στον έλεγχο, και αφού πρότεινε να έρθει μαζί και έπειτα από μερικές ατάκες ανήσυχης μικρής αδελφής, με αγκάλιασε και μου είπε να μην κάνω κάτι χαζό –ο τρόπος της να πει «να προσέχεις». Εγώ με την σειρά μου της ευχήθηκα καλή επιστροφή.
«Αγαπητοί επιβάτες, σας μιλά ο κυβερνήτης. Παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας και ετοιμαστείτε για την απογείωση. Θα σας παρακαλούσα επίσης να απενεργοποιήσετε τα κινητά σας». Η φωνή του πιλότου ακούστηκε απ’ το σύστημα ανακοινώσεων, ενώ οι γλυκύτατες αεροσυνοδοί ξεκίνησαν να μας ενημερώνουν για τις οδηγίες ασφαλείας σε περίπτωση ατυχήματος. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα, που καθόταν μερικές σειρές πίσω μου, σηκώθηκε κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης και, περπατώντας νευρικά, κατευθύνθηκε προς το τις μπροστινές θέσεις. Μισό, τατουάζ ήλιου είναι αυτό; «Εγώ θα είμαι Αυτός που θα φέρει το Φως», τον άκουσα να μουρμουρά. Τι;
«Να έχετε μια ευχάριστη πτήση», είπε τελικά ο πιλότος, και όλοι οι επιβάτες δέσαμε τις ζώνες μας. Οι κινητήρες άρχισαν να δουλεύουν, και το αεροπλάνο ήταν έτοιμο να απογειωθεί. Εγώ απλά ξεκίνησα να χαζεύω έξω απ’ το παράθυρο. Είναι απλά μια δίωρη πτήση. Όλα θα είναι εντάξει.
Ξαφνικά, παράσιτα απ’ το σύστημα ανακοινώσεων, ένας ήχος από δυνατό χτύπημα –κάτι έσπασε με έναν υγρό ήχο. «Κυρίες και κύριοι, δεν σας μιλά ο κυβερνήτης. Δυστυχώς ο κυβερνήτης δεν μπορεί να μιλήσει, έχει αλλού το μυαλό του –κυρίως πάνω στην κονσόλα ελέγχου». Ένα χαιρέκακο γέλιο και αρκετά επιφωνήματα έκπληξης γέμισαν την άτρακτο. «Αλλά μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά! Θα συμμετέχετε σε κάτι το υπέροχο, το μεγαλειώδες! Καλό θα ήταν να ξεκουραστείτε όμως πρώτα». Όλοι αρχίσαμε να κοιταζόμαστε. Κάποιοι αποφάσισαν να σηκωθούν, αλλά τους σταμάτησαν μερικά άτομα που κάθονταν ανάμεσα στους επιβάτες και μία απ’ τις αεροσυνοδούς. Φορούσαν αντιασφυξιογόνες μάσκες και κρατούσαν στα χέρια τους όπλα. Δοκίμασα να λύσω την ζώνη μου και να σηκωθώ, αλλά ένιωθα τα άκρα μου βαριά. Τι στο…;
Όταν κατάλαβα τον ήχο απ’ το αέριο που χυνόταν στον χώρο ήταν πλέον αργά. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν χάσω τις αισθήσεις μου ήταν ένα ζευγάρι μελιά –σχεδόν χρυσά- μάτια, στο χρώμα του ουρανού την αυγή. Θα σε περιμένω…
–
Που είμαι; Πόση ώρα κοιμάμαι; Ζω ακόμα; Τι έγινε;
Ξύπνησα απ’ τον λήθαργο που με είχε ρίξει το περίεργο αέριο με έναν φριχτό πονοκέφαλο, σχεδόν μόνιμο σύντροφο και δυνάστη μου εδώ και αρκετές ώρες. Όλα ήταν μπερδεμένα. Ένιωθα το σώμα μου πιασμένο αλλά δεν μου φάνηκε λογικό να είχα χάσει τις αισθήσεις μου καθιστός με την πλάτη σε κάποια θέση. Άνοιξα τα μάτια μου, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα –παντού πυκνό μαύρο σκοτάδι. Κάτι εμπόδιζε την όρασή μου και περιόριζε τον αέρα που μπορούσα να αναπνεύσω. Ένιωθα την ανάσα μου ζεστή, να πέφτει πάνω σε κάτι μαλακό που την απορροφούσε. Μια κουκούλα; Μα πώς…;
Προσπάθησα να φέρω τα χέρια μου στο κεφάλι για να την βγάλω, αλλά δεν μπορούσα να τα μετακινήσω. Ήταν πίσω από την πλάτη μου και… Δεμένα με χειροπέδες!
Αμέσως συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Η Αίρεση του Ήλιου είχε καταλάβει το αεροπλάνο και μας είχε απαγάγει. Αλλά πώς; Και γιατί; Τι είχε πει εκείνος ο περίεργος τύπος; “Θα συμμετέχετε σε κάτι το υπέροχο”; Τι εννοούσε;
Τις σκέψεις μου διέκοψαν φωνές και μουρμουρητά. «Που είμαστε;», «Τι έγινε;», «Αφήστε με να φύγω, δεν έκανα τίποτα», «Βοήθεια, κάποιος!». Κάποιοι απ’ τους υπόλοιπους επιβάτες ήταν εκεί. Πιθανότατα ήταν εξίσου μπερδεμένοι με εμένα, και όχι άδικα.
Ακούστηκε το τρίξιμο μιας πόρτας, και ακολούθησαν τα βήματα τριών ατόμων που μπήκαν στον χώρο. Οι φωνές έπαψαν απότομα –κανείς δεν ήθελε να ρισκάρει την οργή των απαγωγέων.
Ο ένας από αυτούς –ένας άντρας με βαριά φωνή- μίλησε στους άλλους δύο που μπήκαν μέσα. «Πάρτε αυτούς τους δύο εδώ μπροστά και ετοιμάστε τους για τις αντίστοιχες τελετές», είπε αυστηρά. Μάλλον είχε αρπάξει δύο κακόμοιρους επιβάτες, αφού ακούγονταν κραυγές τρόμου και παρακάλια για έλεος από ένα ζευγάρι που θυμήθηκα ότι καθόταν λίγο πιο μπροστά από εμένα. Εκείνος όμως δεν φάνηκε να πείθεται.
«Μα δεν είναι νωρίς να τους προετοιμάσουμε; Δεν ξέρουμε ακόμα ποια τελετή είναι η σωστή…», έσπευσε να ρωτήσει ένας άλλος άντρας, υψώνοντας την φωνή του για να ακουστεί πάνω απ’ τους ανθρώπους που έκλαιγαν για την ζωή τους.
«Ησυχία! Ο Πατέρας Ώρος έδωσε σαφής οδηγίες, και με αυτές θα κινηθούμε, Αδελφέ Φαέθων. Πάρε τους και πηγαίντε», τον διέκοψε ο πρώτος άντρας.
«Αδελφοί, θα ήθελα να μιλήσω στο ποίμνιο πριν συνεχίσουμε με την διαδικασία», ακούστηκε μια ευχάριστη γυναικεία φωνή, την οποία αναγνώρισα. Ήταν η κοκκινομάλλα αεροσυνοδός που βοήθησε τα μέλη της αίρεσης στην απαγωγή! Μα πώς την έπεισαν για κάτι τέτοιο;
«Εντάξει Αδελφή Αματεράσου», απάντησε ο άντρας με τη βαριά φωνή. «Ελπίζω να καταφέρεις, έστω και τώρα, να σώσεις κάποιους απ’ αυτούς τους αμαρτωλούς».
«Ευχαριστώ Αδελφέ. Αδελφέ», απάντησε, γυρίζοντας μάλλον προς τον άλλον άντρα. «Είθε το Φως του να σας δείχνει τον Δρόμο».
Οι δύο άντρες άρχισαν να βηματίζουν προς την πόρτα, προσπαθώντας να κρατήσουν υπό έλεγχο το πανικόβλητο ζευγάρι. Η πόρτα έκλεισε με έναν δυνατό θόρυβο και έπνιξε τα τρομαγμένα ουρλιαχτά τους. Άκουσα τότε την Αματεράσου να κατευθύνεται προς το μέρος μου.
Σταμάτησε το βήμα της στα αριστερά μου και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κάτι την απασχολούσε.
«Αδελφή Αματεράσου; Σοβαρά, Λούσυ;», ακούστηκε η φωνή της άλλης, της καστανής αεροσυνοδού, γεμάτη σαρκασμό και χολή. Ένας ήχος φτυσίματος ήχησε.
«Άλεξ, μπορείς να μην αντιδράς έτσι σε παρακαλώ; Δεν μου είναι πιο ευχάριστο όλο αυτό απ’ ό,τι είναι για σένα», είπε η Λούσυ με ήπιο τόνο στην αιχμάλωτη γυναίκα.
«Όχι, δεν μπορώ! Γιατί να μπλέξεις με αυτούς του ανθρώπους;», ρώτησε εξοργισμένη η Άλεξ.
«Γιατί η εναλλακτική θα ήταν πολύ χειρότερη», της απάντησε με μια θλίψη στην φωνή. «Το σκοτάδι διαφθείρει, μικρή μου, ακόμα και τους πιο ηθικούς, και εγώ απλά θέλω το φως. Πάντως όλα αυτά μπορούν να τελειώσουν εντελώς αναίμακτα αν έρθεις μαζί μου». Η Άλεξ φάνηκε να το επεξεργάζεται –ή προσπαθούσε να ηρεμίσει την αναπνοή της.
«Και τι θα γίνει αν δεν το κάνω, Λούσυ;». Προσπαθούσε να ακούγεται ήρεμη, αλλά ο τόνος της το έκανε προφανές ότι δεν ήταν.
Η Λούσυ, αφού ξερόβηξε, είπε: «Τότε θα πρέπει να αφιερώσεις την ζωή σου στον Θεό Ήλιο με άλλο τρόπο. Αλλά θα φροντίσω να έχεις επιλογές».
«Παράτα με!», της είπε εκνευρισμένη, αλλά σταμάτησε απότομα. «Περίμενε, γιατί μου ξαναβάζεις την κουκούλα; Για άκου εδώ…!». Η Άλεξ προσπάθησε να επιβληθεί, άλλα ο ήχος ενός χαστουκιού την έκανε να σωπάσει. Ενός χαστουκιού και κάτι ελαφριού να ακουμπάει στο πάτωμα.
«Οκέι, θα γίνει με τον δύσκολο τρόπο», είπε ψυχρά η γυναίκα. «Είθε το Φως του να σου δείχνει τον δρόμο». Γύρισε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, η οποία έκλεισε με έναν βαρύ ήχο.
Η Άλεξ ήταν εξοργισμένη. «Μα πως τόλμησε να με χαστουκίσει; Νόμιζα ότι ήμασταν φίλες! Γιατί να το κάνει αυτό σε τόσους αθώους;». Εγώ πάλι είχα κολλήσει στον ελαφρύ ήχο. «Και γιατί να το κάνει με κάτι σκληρό; Άφησε σημάδι μάλλον…», μουρμούρισε θλιμμένα.
«Ίσως και να είστε ακόμα φίλες, Άλεξ», της ψιθύρισα. Είχα μια ιδέα –και αν είχα δίκιο μάλλον αυτή η κατάσταση θα γινόταν άμεσα αρκετά καλύτερη.
«Ποιος είναι εκεί;». Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κάποιος ήταν ακριβώς δίπλα της.
«Α, ναι, συγγνώμη. Γεια, είμαι ο Ματ! Επιβάτης στην πτήση και συγκρατούμενός σου, όπως καταλαβαίνεις», την ενημέρωσα. «Είμαι στα δεξιά σου», συμπλήρωσα.
«Εντάξει λοιπόν. Θα σου έλεγα ότι χάρηκα για την γνωριμία, αλλά βλέπεις ότι δεν είναι υπό τις καλύτερες συνθήκες», μου απάντησε με έναν ελαφρύ σαρκασμό. Δεν είχε άδικο. «Λοιπόν Ματ, τι εννοείς ότι ίσως είμαστε ακόμα φίλες με την Αματεράσου», είπε, τονίζοντας με ιδιαίτερη απέχθεια το όνομα της Ιαπωνικής Θεότητας.
Άρχισα να της εξηγώ τη σκέψη μου. «Να, δεν θυμάμαι να φορούσε δαχτυλίδια, αλλά είπες ότι σε χαστούκισε με κάτι σκληρό. Άκουσα ένα ελαφρύ αντικείμενο να πέφτει κάπου κοντά μας. Νομίζω ότι είναι τα κλειδιά για τις χειροπέδες. Και λάθος να κάνω, δεν έχουμε κάτι να χάσουμε. Απλά πρέπει να βγάλουμε τις κουκούλες για ευκολία στο ψάξιμο».
Για λίγο δεν απάντησε. «Δεκτό. Σήκω και βοήθα με να βγάλω την κουκούλα, αν μπορείς», είπε τελικά.
Δεν μου ήταν πολύ εύκολο, αλλά τελικά κατάφερα να σηκωθώ –δεν ήταν πιο δύσκολο απ’ την στιγμή που σηκώθηκα απ’ το κώμα πριν μερικές ώρες. Δεν υπήρχε τίποτα παραπάνω που να εμπόδισε την κίνησή μου –πράγμα μάλλον ευχάριστο. Κατευθύνθηκα προς τα δεξιά μου με μικρά βήματα, μέχρι που πάτησα κάτι μαλακό και άκουσα ένα σκούξιμο.
«Με πάτησες», είπε με μια μικρή ενόχληση η Άλεξ. Τουλάχιστον ήξερα ότι ήμουν δίπλα της.
«Συγγνώμη», μουρμούρισα, και ξεκίνησα να ψαχουλεύω για την κουκούλα. Όταν τελικά ένιωσα το υφή του υφάσματος στο χέρι μου, την έπιασα και την τράβηξα. Ένιωσα ένα ρεύμα δίπλα μου.
«Σειρά σου», είπε η αεροσυνοδός, η οποία είχε σηκωθεί και στεκόταν πλάι μου.
Τελικά κατάφερε να την βγάλει, και είδαμε για πρώτη φορά το κελί μας. Ήταν ένας απίστευτα σκοτεινός χώρος, γύρω στα πέντε επί πέντε μέτρα. Γύρω μας βρίσκονταν, καθισμένοι σε σκαλισμένα καθίσματα και στο πάτωμα, περίπου δεκαπέντε αλυσοδεμένοι άνθρωποι –οι περισσότεροι πιθανότατα επιβάτες. Κοιταχτήκαμε με την καστανή κοπέλα, προσπαθώντας να προσαρμοστούμε στο σκοτάδι.
«Και τώρα για τα κλειδιά», είπε. Ξεκινήσαμε να κοιτάμε για το μικρό μεταλλικό αντικείμενο ήσυχα. Ύστερα από μια μικρή έρευνα, τα ανακαλύψαμε –βρίσκονταν πεσμένα στα δεξιά του καθίσματός μου. Τα χρησιμοποιήσαμε για να ελευθερωθούμε.
Όσο έτριβα τους καρπούς μου για να ξεμουδιάσουν, έριξα μια ματιά τριγύρω. «Ώρα να ελευθερώσουμε και τους υπόλοιπους και να φύγουμε από δω», είπε η Άλεξ. Κατάλαβε, παρά το σκοτάδι, ότι της έγνεψα καταφατικά, και ξεκινήσαμε να τους βγάζουμε τις χειροπέδες και τις κουκούλες, ενώ τους ηρεμούσαμε και τους λέγαμε να κάνουν ησυχία.
Αφού τελειώσαμε, καθίσαμε να συζητήσουμε το σχέδιο δράσης μας. «Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο για να καλέσουμε βοήθεια και να μάθουμε που είμαστε», παρατήρησα.
«Επίσης πρέπει να προστατέψουμε τους υπόλοιπους μέχρι να ειδοποιηθούν οι Αρχές», πρόσθεσε η Άλεξ.
«Θα πρέπει να χωριστούμε. Εγώ και εσύ θα ψάξουμε το κτήριο για τηλέφωνα, ασυρμάτους και το αεροπλάνο, ενώ οι άλλοι θα μείνουν εδώ για ασφάλεια», πρότεινα. «Τουλάχιστον μέχρι να μπορούμε να τους βγάλουμε από εδώ χωρίς κίνδυνο». Ξαφνικά μου ήρθε μια ζαλάδα και παραπάτησα. Εκείνη το πρόσεξε.
«Καλή ιδέα. Όλα καλά;», ρώτησε.
«Ναι, όλα καλά. Απλά έχω πονοκέφαλο. Ήμουν σε κώμα τρεις μήνες, δεν είναι τίποτα», της είπα αφηρημένα.
«Και το πρώτο πράγμα που έκανες ήταν να πετάξεις για την ανατολή στην χειρότερη δυνατή πτήση; Καλώς ήρθες στον Σκοτεινό μας Κόσμο, υποθέτω», απάντησε σαρκαστικά. «Αλήθεια, προς τι αυτή η κάψα; Μπορούσε να περιμένει».
«Δεν ξέρω. Απλά κάτι με τραβάει εκεί. Σαν να ακούω μια φωνή να με καλεί», της εξήγησα.
Με κοίταξε παραξενευμένη. «Είσαι περίεργος».
Της χαμογέλασα, και γύρισα στους υπόλοιπους. «Γεια, με λένε Ματ. Όπως και σεις, βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση χωρίς να το θέλω. Όμως έχουμε μια καλή ευκαιρία για να φύγουμε σώοι απ’ εδώ. Εγώ και η αεροσυνοδός Άλεξ», είπα, γνέφοντας προς το μέρος της, «θα εξερευνήσουμε τον χώρο για συσκευές επικοινωνίας, για να ζητήσουμε βοήθεια. Το μόνο που θέλω από εσάς είναι να μείνετε εδώ για ασφάλεια. Θα γυρίσουμε για να σας οδηγήσουμε στην έξοδο όταν θα είναι όλα καλά». Λόγω γλώσσας κάποιοι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, αλλά βρισκόταν ένα τουλάχιστον άτομο για να τους τα εξηγήσει. «Μείνετε μαζί και προστατέψτε ο ένας τον άλλον», συμπλήρωσα τελικά. Ήταν ακόμα αρκετά τρομαγμένοι, αλλά το σχέδιο τους ηρέμισε κάπως. Κάποιοι ήρθαν προς τα εμάς για να μας ευχηθούν καλή τύχη και να μας σφίξουν τα χέρια. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, αλλά μας βοήθησε να χαλαρώσουμε λίγο. Κινηθήκαμε προς την πόρτα με μόνα εφόδια μερικά απ’ τα δεσμά μας και τα κλειδιά, και πριν την ανοίξουμε, γύρισα προς την Άλεξ.
«Έτοιμη;».
«Ναι».
Θα σε περιμένω…
«Φύγαμε».
–
Ευτυχώς για εμάς η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη, και έτσι περάσαμε γρήγορα στον σκοτεινό διάδρομο. Θύμιζε παλιό αρχοντικό ή πύργο, με τους πέτρινους μαύρους τοίχους να υψώνονται απειλητικά γύρω μας.
Περπατήσαμε ήσυχα προς την αριστερή πλευρά του διαδρόμου και έχοντας τον τοίχο για οδηγό. Ανά μία απόσταση περίπου δέκα με είκοσι βημάτων πετυχαίναμε την εσοχή κάποιας ξύλινης πόρτας. Σχεδόν τίποτα δεν ακουγόταν από αυτές, ενώ όλες ήταν κλειδωμένες.
Μετά από λίγο βρήκαμε ένα άνοιγμα στον τοίχο που δεν είχε κάποια πόρτα. Κάνοντας ένα βήμα προς τα εκεί, συνειδητοποίησα ότι ήταν μια σκάλα και ένα άνοιγμα δίπλα της. Γύρισα για να το αναφέρω, αλλά ένιωσα ένα τράβηγμα στο χέρι.
«Κάποιος έρχεται. Κρύψου», ψιθύρισε η Άλεξ, και την ένιωσα να με τραβάει προς το άνοιγμα.
Ακούστηκαν βήματα από τις σκάλες, και ένα φως άρχισε να φέγγει αχνά. Δύο μαυροντυμένες φιγούρες με κουκούλες κατέβαιναν συζητώντας.
«Οπότε θα πάμε να πάρουμε τα τελευταία υλικά για τις τελετές και είμαστε έτοιμοι, Άθωρ;», ρώτησε ο ένας απ’ τους δύο, ένας μάλλον νεαρός άντρας.
«Ναι. Και μένει να δούμε αν θα χρειαστούν μόνο δύο απ’ αυτές ή και οι τρεις», απάντησε κουρασμένα μια γυναικεία φωνή.
«Κοίτα σε τι μπελάδες μπαίνουμε για να βγει ο Ήλιος!», αναφώνησε ο άντρας. Η γυναίκα αναστέναξε.
«Σταμάτα την γκρίνια Σολ! Σχεδόν φτάσαμε. Πρώτη πόρτα στα δεξιά μας».
Τα δύο μέλη της αίρεσης πέρασαν από δίπλα χωρίς να μας καταλάβουν, και συνέχισαν τον δρόμο τους. Γύρισα προς την Άλεξ και κοιταχτήκαμε. Μόλις είχαμε βρει έναν τρόπο για να κινούμαστε με ασφάλεια στον χώρο.
Μόλις ακούσαμε την κοντινότερη πόρτα να ανοίγει, τρέξαμε ήσυχα προς τα εκεί. Ένα φως χυνόταν από το μικρό της άνοιγμα, ενώ μια λογομαχία έσπαγε την σιωπή του διαδρόμου. Ετοιμάσαμε τις κουκούλες και τις χειροπέδες και μπήκαμε μέσα, χωρίς να μας προσέξουν.
Δίπλα στην πόρτα υπήρχαν μερικά χοντρά κομμάτια ξύλο. Τα σηκώσαμε ελαφριά και προχωρώντας στις μύτες των ποδιών μας, τους πλησιάσαμε. Όταν μας κατάλαβαν, ήταν πλέον αργά.
«Ποιοι είστε εσείς…;», ήταν το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να πει ο νεαρός, πριν σωριαστεί κάτω.
–
«Δεν μου αρέσει η βία ξέρεις», δήλωσα ενοχλημένος στην Άλεξ. Μου έριξε μια εκνευρισμένη ματιά, όσο έβαζε τον μαύρο μανδύα της γυναίκας πάνω από τα ρούχα της.
«Ναι, αυτό μόνο είναι το πρόβλημα!», μου χίμηξε, αλλά φάνηκε να το μετανιώνει. «Συγγνώμη. Απλά αυτό το σκοτάδι με τσαντίζει ώρες ώρες».
«Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω», της απάντησα ήρεμα. «Οπότε σβήνουμε το φως, κλειδώνουμε και φεύγουμε;», την ρώτησα.
«Ναι. Αυτοί οι δύο δεν μπορούν να κάνουν πολλά αλλά δεν θέλουμε να τους δώσουμε και περιθώρια να μας κάψουν», σχολίασε.
Ήταν ακόμα ζωντανοί, αλλά ακινητοποιημένοι όπως κ’ εμείς πιο πριν. Η Άλεξ το θεώρησε Θεία Δίκη.
Ευτυχώς για μας, είχαν πάνω τους ο καθένας από ένα κινητό. «Σολ και Άθωρ λοιπόν. Και οι μυθολογικές αναφορές συνεχίζονται», παρατήρησε η Άλεξ. «Τουλάχιστον θα είναι βολικό αν είναι να παίξουμε θέατρο». Υπάρχει κάτι οικείο σε αυτό…
«Μήπως πρέπει να πάμε το ένα κινητό στους άλλους; Για να τους ενημερώνουμε και για ασφάλεια», της πρότεινα. Συμφώνησε, και βγήκαμε από την αποθήκη, πιο έτοιμοι πλέον για την αποστολή μας.
–
Χάρη στο απαλό φως και την νέα μας περιβολή, φτάσαμε γρήγορα και με ασφάλεια στους άλλους, και συνεχίσαμε την εξερεύνησή μας στο σκοτεινό κτήριο. Δεν ήξερα γιατί, αλλά ένιωθα εκείνο το ζευγάρι χρυσά μάτια να με κυνηγά εδώ και αρκετή ώρα. Πού τα ξέρω αυτά τα μάτια;
Για κάποιο λόγο ήταν σχεδόν άδειο, και αυτό έκανε την ατμόσφαιρα πιο βαριά και άβολη. Και σίγουρα δεν βοήθησε εκείνο το αμφιθέατρο με το μαύρο μαρμάρινο τραπέζι με τις αλυσίδες και ο μυστήριος στύλος στη μέση ενός σωρού από ξύλα. Μόνο η απαλή ηχώ από τα βήματά μας έδινε ζωή στο κτήριο. Αρκετούς αποπνικτικούς διαδρόμους και δύο ορόφους μετά, η περιήγησή μας μας οδήγησε σε μια μεγάλη μεταλλική πόρτα με διάφορα περίεργα σύμβολα χαραγμένα, και την φράση «Πατέρας Ώρος» γραμμένη σε ένα πλαίσιο. Την σπρώξαμε και μπήκαμε.
Ο χώρος ήταν αρκετά μεγάλος και έμοιαζε με κρύπτη σοφού, με τα βαριά ξύλινα έπιπλα και τις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες. Υπήρχε στην μέση του ένα μεγάλο γραφείο με μια ψηλή καρέκλα, και από πίσω ένα πλατύ παράθυρο με μισόκλειστες κουρτίνες. Η μόνη πηγή φωτός ήταν μια λάμπα πάνω στο γραφείο.
«Σας περίμενα», ακούστηκε μια γνωστή φωνή. Η καρέκλα γύρισε και η Λούσυ καθόταν σε αυτή. «Κλείδωσε την πόρτα, Άθωρ. Έχουμε πολλά να πούμε. Και βγάλε την κουκούλα», συμπλήρωσε.
«Τι γίνεται εδώ;», ρώτησε εξοργισμένη η Άλεξ, όσο εγώ έκλεινα την πόρτα. «Τι παιχνίδι παίζεις, Λούσυ;».
«Μα δεν είναι προφανές; Κρίμα, και σε είχα για έξυπνη», απάντησε εκείνη.
«Μας βοηθά να ξεφύγουμε», εξήγησα βγάζοντας την κουκούλα, «αλλά δεν θέλει να καταλάβουν οι υπόλοιποι ότι τους προδίδει».
«Τελικά ήταν καλό να είστε δίπλα στο κελί», σχολίασε η Λούσυ.
«Ναι, αλλά γιατί όλο αυτό;», είπε ξανά η Άλεξ.
«Γιατί το να θυσιάζονται αθώοι για ένα ψέμα επιτήδειων δεν βοηθάει κανέναν», αντιγύρισε δυναμικά η αεροσυνοδός.
«Μιλώντας για αθώους, τι έγινε με εκείνο το ζευγάρι;», ρώτησα εγώ. Η Λούσυ γύρισε και με κοίταξε.
«Μην ανησυχείς, φρόντισα να πείσω τον Ώρο να καθυστερήσει τις τελετές μέχρι το επόμενο πρωί», μου απάντησε. «Δεν θα είχε νόημα η ανατολή μερικές ώρες πριν το ηλιοβασίλεμα».
«Αλήθεια, που βρισκόμαστε;», ήταν η επόμενη απορία της Άλεξ.
Η άλλη αεροσυνοδός γύρισε και την κοίταξε. «Περίπου δύο ώρες πριν το σημείο που θα πηγαίναμε. Καλέστε τώρα τις αρχές και για κάποιο λεωφορείο για να μεταφέρει τον κόσμο με ασφάλεια.
Οι συσκευές και οι πληροφορίες με την ακριβή θέση μας είναι πάνω στο γραφείο», μας ενημέρωσε. Η Άλεξ έπιασε αμέσως δουλειά και ξεκίνησε να ενημερώνει τις αρχές για την κατάσταση.
«Και με σένα τι θα γίνει, Λούσυ;», την ρώτησα.
«Θα το δούμε αυτό. Ως τότε, θα είμαι η αιχμάλωτή σας», είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.
«Όλα καλά, η βοήθεια είναι στο δρόμο», ακούστηκε η φωνή της Άλεξ από πίσω. «Και τώρα για σένα, δεσποινίς. Πες την αλήθεια. Άφησε σημάδι το χαστούκι;».
–
Είχαν περάσει δύο ώρες σχεδόν, και η αιχμαλωσία των μελών της πτήσης μου είχε λήξει χωρίς παράπλευρες απώλειες. Οι πρώτες βοήθειες είχαν δοθεί στους τραυματίες, ενώ η αστυνομία είχε προχωρήσει σε συλλήψεις και έρευνες για την οργάνωση. Η Άλεξ, ως η γενναία αεροσυνοδός που έσωσε τους επιβάτες, βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής, όσο εγώ προσπαθούσα να αντιμετωπίσω εκείνον τον φριχτό πονοκέφαλο. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο λεωφορείο και είχαμε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Εγώ καθόμουν δίπλα στην Άλεξ την οποία, σε αντίθεσή με μένα, είχε πάρει ο ύπνος.
Μερικά χιλιόμετρα μετά ήταν ορατή η ίδια η ανατολή του ήλιου, ή ό,τι τέλος πάντων μετρούσε για ανατολή στη Γη πλέον.
Μια αιώνια ανατολή. Ανατολή… Αυγή!
«Άλεξ, μόλις θυμήθηκα γιατί ήθελα να πάω στην ανατολή!», αναφώνησα ενθουσιασμένος.
«Μπράβο. Τώρα άσε με να κοιμηθώ όμως…», μουρμούρισε εκείνη και άλλαξε πλευρό.
–
Η ώρα ήταν πλέον γύρω στις έντεκα το βράδυ. Έφτασα στο σπίτι και την είδα να χαζεύει τον παγωμένο ήλιο. Τα καστανόξανθα μαλλιά της χύνονταν στην πλάτη της, ενώ το λευκό της φόρεμα χόρευε στο απαλό αεράκι.
«Ορόρα;», ήταν το πρώτο πράγμα που είπα όταν την είδα. Γύρισε και με κοίταξε.
«Ματ;». Της χαμογέλασα. Αμέσως έτρεξε προς εμένα και έπεσε στην αγκαλιά μου.
«Τι κάνεις εδώ; Είσαι καλά; Να’ ξέρες πόσο ανησύχησα!». Τα μελιά της μάτια είχαν πάρει ένα χρυσό χρώμα και ήταν υγρά –σαν άλλη ανατολή.
«Είμαι καλά. Ήρθα να σε βρω στην ανατολή, όπως σου είχα υποσχεθεί». Χαμογέλασα και την κράτησα ακόμα πιο σφιχτά. Ήμουν επιτέλους σπίτι.
Tags: dark fantasy , darkness , fantasy , Fantasy Literature , Literature , sci-fi , Science Fiction , short-story , The Weird Side Daily , weird , weird stories , αεροπλάνο , αίρεση , Αίρεση του Ήλιου , αλλόκοτο , απαγωγή , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Έλληνες συγγραφείς , Επιστημονική Φαντασία , Λογοτεχνία του φανταστικού , λογοτεχνία φαντασίας , σκοτάδι , φαντασία , Φανταστική Λογοτεχνία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.