Το πιο παγωμένο μέρος στον κόσμο

“Είχε μεγάλη και αλλόκοτη φαντασία κι ο ίδιος και είχε σκεφτεί διάφορα τρελά, απίθανα και παράδοξα, που θα μπορούσαν να του συμβούν στη ζωή του, όταν ονειροπολούσε ή χάζευε άσκοπα, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα χρειαζόταν να πάρει τηλέφωνο, μέσα από ένα υπόγειο, κάπου τόσο μακριά, όπου δεν ζουν καν άνθρωποι…”

09 Απριλίου 2020

Ο Βήτα είχε βρει, επιτέλους, το τηλέφωνο, που του είχαν πει στις οδηγίες, στο παλιό σκονισμένο κατάλογο, που είχε επίσης βρει μέσα στο υπόγειο του σπιτιού του θείου του. Ήταν ένας μακρινός του θείος, ίσως και να μη είχαν αληθινή συγγένεια, αλλά είχαν μια έντονη σχέση, κοινωνική και φιλική. Όχι ο ίδιος, για την ακρίβεια, αλλά οι εδώ και χρόνια πεθαμένοι γονείς του, που είχαν μια κοντινή σχέση μαζί του, καθώς ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού στο οποίο έμεναν για χρόνια. Ο θείος του δήλωνε παλιός αξιωματικός και μηχανικός του αποικιακού βασιλικού στρατού- κάτι που έδειχνε και το πόσο μεγάλος σε ηλικία ήταν ή, πιο σωστά, το πόσο παλιά είχε γεννηθεί- και είχε αποκτήσει μια σημαντική περιουσία, από την οποία είχε στην κατοχή το και διάφορα ακίνητα, χάρις στα υπηρεσιακά ταξίδια του στις ξένες χώρες- έτσι τουλάχιστον υποστήριζε ο ίδιος.

Τον θυμόταν που ερχόταν πολύ συχνά στο σπίτι τους, σαν σπιτονοικοκύρης, όταν ήταν μικρός, κι ο πατέρας του έλειπε σε άλλη χώρα ή σε άλλη πόλη για δουλειές. Ήταν ήδη υπέργηρος, τουλάχιστον μπροστά στα μάτια ενός μικρού παιδιού, αλλά συμπεριφέρονταν και κινούνταν σαν να ήταν κατά πολύ νεότερος, ενώ είχε και μια περίεργη αβρότητα με την μητέρα του, που τον ενοχλούσε και τον έκανε να νιώθει άβολα, τότε που ήταν μικρός, κι έφερνε και μια ψιλοφανερή αμηχανία στην μητέρα του- τουλάχιστον όταν ήταν μπροστά και ο ίδιος. Η ηλικία του μακρινού θείου στην πραγματικότητα ήταν άγνωστη, ποτέ δεν μίλαγε κι ο ίδιος για αυτήν, αλλά κι όταν άνοιγε μια τέτοια σχετική κουβέντα, απέφευγε πάντα να πει κάτι ή- αν έπρεπε αναγκαστικά να πει κάτι- άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν πολύ μικρότερος από ότι φαίνονταν στους γύρω του.

Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε και οι γονείς του πέθαναν, πρώτα η μητέρα του κι ύστερα από λίγο ο πατέρας του, από ένα περίεργο ατύχημα πτώσης από την ταράτσα του σπιτιού, που οι λοιποί συγγενείς και γνωστοί του, το εξήγησαν ως απροσεξία, λόγω μεγάλης θλίψης. Από κοινούς γνωστούς άκουγε ότι αυτός ο συγκεκριμένος θείος του ζούσε ακόμα, κάτι που του προκαλούσε έκπληξη, μια κι πρέπει να ήταν δεκαετίες μεγαλύτερος από τους γονείς του. Μετά από αρκετό καιρό, έμαθε ότι πέθανε κι αυτός όταν έλαβε μια επιστολή από έναν συμβολαιογράφο, η οποία τον καθιστούσε κληρονόμο και ιδιοκτήτη του σπιτιού, που έμενε παλιότερα μαζί με τους γονείς του κι άνηκε στον- αλλόκοτο και κατά χαρακτηρισμό των γονιών του- θείο του. Για να γίνονταν όμως ο οριστικός και νόμιμος κάτοχος αυτού του σπιτιού, θα έπρεπε να εκπληρώσει πρώτα κάποιες διαδικασίες, που θα τις μάθαινε, αν έκανε αποδεκτή την κληρονομία και πέρναγε από το γραφείο του συμβολαιογράφου για τις λεπτομέρειες.

Είχε καθίσει στο σαλονάκι του μικρού του διαμερίσματος και σκεφτόταν. Αυτό το σπίτι που έμενε με τους γονείς του παλιά, ήταν ένα μεγάλο διώροφο αρχοντικό, πολύ καλά διατηρημένο, υπόδειγμα κατασκευής κι αρχιτεκτονικής μιας παλιάς πολύ περασμένης εποχής, και για αυτό ακριβώς η αξία του, από όλες τις απόψεις, ήταν πολύ μεγάλη. Η περιοχή που είχε κτιστεί είχε χάσει αρκετά την παλιά της αίγλη, δεν ήταν και η πιο ιδανική γειτονιά και το πιο ιδανικό μέρος για να ζήσει ένας άνθρωπος με τα δικά του γούστα κι ενδιαφέροντα, αλλά αυτό το κτίριο, είχε ακόμα μεγάλη αξία, αν παραδείγματος χάριν το πουλούσε -και δεν θα ήταν δύσκολο να βρει αγοραστή. Θα μάζευε φράγκα, που δεν θα τα μάζευε από την ψιλομίζερη δουλειά του, ποτέ σε όλη του την ζωή, όπως έδειχναν να εξελίσσονται τα πράγματα για αυτόν στον επαγγελματικό του βίο.

Την επόμενη μέρα ήταν ήδη στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Αυτός απέφυγε τις τυπικότητες και τις πολλές διαχύσεις, και βιαστικά και με ένα περίεργο ύφος απόστασης- σαν να ήταν ενοχλημένος- τον καθοδήγησε τι έπρεπε να κάνει. Ήταν μαζί του εξαιρετικά λεπτομερής, κοφτός και πολύ σαφής. Επαναλάμβανε τις οδηγίες του προσεκτικά- που τους τις έδωσε και γραμμένες αναλυτικά- κι έμοιαζε να ήθελε να ξεμπερδέψει μαζί του γρήγορα και με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι ποτέ αναγκαίο να τον ξαναδεί ή να ξαναμιλήσει μαζί του. Του έκανε εντύπωση αυτή η συμπεριφορά κι αναρωτήθηκε αν όλα ήταν κάποια παρεξήγηση ή κάποια πλάκα.

Στην διαθήκη ο θείος του ανέφερε ότι αποφάσισε να του αφήσει το σπίτι, για λόγους “εγγύτητας και μεγάλης συμπάθειας για έναν πολύ καλό και κοντινό φίλο σαν αυτόν”, παρόλο που δεν θυμόταν να είχε ποτέ φιλικές σχέσεις μαζί του- εξάλλου η διαφορά ηλικίας δεν επέτρεπε τέτοιου είδους σχέση. Ενώ το μόνο συναίσθημα που ένιωθε ο ίδιος πάντα, όταν ήταν κοντά στο θείο του, ήταν αυτό ενός περίεργου ανεξήγητου δέους και μιας δύσκολης αμηχανίας. Είχε φύγει, κρατώντας τις έντυπες οδηγίες στα χέρια, όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω, να ξαναμπεί στο γραφείο του συμβολαιογράφου και να ξαναρωτήσει αν όλα αυτά ήταν όντως αλήθεια και τι νόημα είχαν στο τέλος τέλος, αλλά δεν μπόρεσε να το ξαναβρεί. Πρέπει να είχε μπερδευτεί σε αυτούς τους δρόμους, μια και το γραφείο ήταν σε μια άγνωστη γειτονιά για αυτόν. Είδε όμως τις σφραγίδες και τις υπογραφές στα χαρτιά, που είχαν μια μεγαλειώδη επισημότητα και σκέφτηκε μέσα του: “Δεν βαριέσαι, είτε φάρσα, είτε λάθος, είτε αλήθεια, θα το φτάσω μέχρι το τέλος, μια και το ξεκίνησα τώρα”.

Είχε φτάσει στο σπίτι του θείου. Είχε ανοίξει με τα κλειδιά που του είχε δώσει ο συμβολαιογράφος. Μέσα ήταν σκοτάδι, τα φώτα δεν άνοιγαν· προφανώς, όλα αυτά τα χρόνια ήταν εγκαταλελειμμένο και το να πληρωθούν οι λογαριασμοί δεν ήταν προτεραιότητα. Είχε προνοήσει κι είχε φέρει ένα μικρό φακό. Προχώρησε αργά μέσα από το μεγάλο χώρο υποδοχής, που είχε ακόμα έπιπλα- δεν είχε χρόνο και διάθεση και δεν στάθηκε να δει αν ήταν τα έπιπλα με τα οποία πέρασε την παιδική του ηλικία. Συνέχισε να προχωράει στο μεγάλο διάδρομο, περνώντας την αψιδωτή εσωτερική πύλη, με τα παράξενα ανάγλυφα και αφού πέρασε μπροστά από το παιδικό του δωμάτιο και το δωμάτιο των γονιών του, όπου όλα είχαν κλειστές τις πόρτες τους, έφτασε, στον μεγάλο εσωτερικό κήπο, που ήταν στο πίσω μέρος του κτιρίου. Τα δέντρα και οι θάμνοι, μαζί με την σκόνη των μεγάλων επιβλητικών κτιρίων που υπήρχαν παντού γύρω γύρω και τη μολυσμένη καταχνιά της πόλης, που έμοιαζε να αφήνει το μόλις ορατό, αλλά αθεράπευτα μολυσμένο, στρώμα της παντού, έφτιαχναν μια δυσφορική και αχώνευτη εικόνα μπροστά του. Έφτασε μπροστά στην μικρή εξωτερική πόρτα του υπόγειου, που είχε πρόσβαση μόνο από τον κήπο, όπως απαιτούσαν οι οδηγίες που πήρε.

Για μια στιγμή, του φάνηκε πως ένα πλάσμα σύρθηκε με ταχύτητα ανάμεσα στους θάμνους, κάνοντας ένα ανατριχιαστικό θόρυβο, που τον αιφνιδίασε. Γύρισε απότομα πίσω του και του φάνηκε σαν να κινήθηκαν, μονομιάς, όλοι οι θάμνοι γύρω του από μόνοι τους. Κοίταξε πιο έντονα και προσεκτικά-γυρίζοντας το κεφάλι χωρίς όμως να γυρίσει τον κορμό-, κάτω από το ισχνό απογευματινό φως, που υποχωρούσε όλο και πιο πολύ και δεν είδε τίποτα. “Μάλλον κάποια συμμορία γάτων ή αρουραίων, θα είναι”, σκέφτηκε. Είχε ένα μικρό ξεχωριστό κλειδάκι, που του είχε δώσει ο συμβολαιογράφος, που ήταν για αυτή τη πόρτα. Του είχε δώσει σαφή οδηγία,να ανοίξει αυτό το μικρό πορτάκι, με αυτό το μικρό κλειδάκι, κι αφού μπει, να ψάξει να βρει στο υπόγειο ένα χειρόγραφο κατάλογο τηλεφωνικό, να βρει ένα σημειωμένο με κόκκινο κύκλο τηλέφωνο και να πάρει αυτό το τηλέφωνο. Από εκεί θα του έλεγαν τι να κάνει. Η διαδικασία, ήταν απλή και γρήγορη και δεν θα έπαιρνε περισσότερο από λίγα λεπτά από τη στιγμή που θα έπαιρνε τηλέφωνο, του είχε πει ο συμβολαιογράφος, με επισημότητα και κάθε σοβαρότητα.

Μπήκε στο υπόγειο, που πρέπει να είχε μέσα του κόσμου την σαβούρα και την σκαρταδούρα. Φώτισε με το φακό του γύρω για λίγο, αλλά αυτό δεν ήταν η αγωνία και η προτεραιότητα του τώρα, ήξερε- από τις οδηγίες- ότι δίπλα στην πόρτα και δεξιά του, θα βρίσκονταν ένα ξύλινο παλιό ερμάριο και μέσα σε αυτό ο χειρόγραφος τηλεφωνικός κατάλογος. Πράγματι, το σαπισμένο παμπάλαιο έπιπλο ήταν εκεί και μέσα του είχε τον τηλεφωνικό κατάλογο. Δεν ήταν ακριβώς τηλεφωνικός κατάλογος, πιο πολύ έμοιαζε με ένα χοντρόδετο σκουριασμένο βαρύ βιβλίο, με σκονισμένες, παχιές και σκληρές σελίδες, όπου, καθώς τις περιεργάστηκε για λίγο, ήταν γραμμένες με εξαιρετική καλλιγραφία, κυριολεκτικά, σαν έργο τέχνης. Άνοιξε το βιβλίο, στη σελίδα που είχε αφεθεί ο σελιδοδείκτης, και εκεί, ανάμεσα σε διάφορα τηλέφωνα κι ονόματα , ήταν ένα όνομα και τηλέφωνο, σημειωμένα, με κόκκινους κύκλους. Το όνομα, μέσα στο κόκκινο κύκλο, ήταν το όνομα του θείου του.

Είδε το τηλέφωνο, κάτω από το φως του φακού· του έκανε εντύπωση ο περίεργος αυτός αριθμός και σκέφτηκε ότι σίγουρα αυτό το τηλέφωνο ήταν κάποιας άλλης χώρας: 00672 10 6159. Τσέκαρε βιαστικά στο ίντερνετ στο κινητό του τηλέφωνο, ποιας χώρας θα μπορούσε να ήταν αυτό το τηλέφωνο· αν υπήρχε κιόλας καν σαν τηλέφωνο. Με έκπληξη διαπίστωσε, ότι αφορούσε μια άλλη ήπειρο, την πιο απίθανη από όλες, καθώς το τηλέφωνο αυτό πρέπει να βρίσκονταν σε έναν σταθμό της Ανταρκτικής. Μάλιστα βρήκε και κάνα δύο links που ανέφεραν, για αυτόν τον σταθμό, στα κλασσικά sites για τους περίεργους αυτού του κόσμου. Ήταν ένας σταθμός επιστημονικής και κλιματικής έρευνας, που είχε εγκαταλειφθεί, εντελώς ξαφνικά, εδώ και πολλά χρόνια, ενώ ο απόηχος της φιλολογίας γύρω από αυτόν, ανέφερε ότι εκεί ήταν το πιο παγωμένο μέρος στον κόσμο και οι ερευνητές του είχαν δώσει το παρατσούκλι: “η παγωμένη πύλη της κόλασης”, ενώ η παραφιλολογία ανέφερε, ότι πολλοί από αυτούς τους ερευνητές που βρέθηκαν εκεί, τελικά χάθηκαν μυστηριωδώς ή τρελάθηκαν.

Χάζευε, τώρα, τα παράξενα αρθράκια των παράξενων τύπων, και δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα. Για μια στιγμή του ήρθε η σκέψη να φύγει, όλο αυτό πρέπει να ήταν μια φάρσα, που του σκάρωσε ο θείος του, ο οποίος πρέπει να ήταν μεγάλος πλακατζής, ακόμα και μετά θάνατον- παρόλο που όλα αυτά τα χρόνια που τον έβλεπε σαν ήταν μικρός δεν είχε παρατηρήσει κάτι τέτοιο σε αυτόν. Έξω όμως είχε ήδη πέσει πυκνό σκοτάδι, ενώ τον αποθάρρυνε να βγει στον πίσω κήπο, κι ένας παράξενος δυνατός επαναλαμβανόμενος θόρυβος, που ήταν σαν ένας κορμός που σέρνεται πάνω στο χορτάρι. “Τι κάνουν αυτοί οι γάτοι εκεί έξω, αναρωτιέμαι”, σκέφτηκε. Έμεινε για λίγο ακίνητος, κοιτώντας την σελίδα του βιβλίου με το τηλέφωνο στην Ανταρκτική, φωτίζοντας την με το φακό του, που φώτιζε ταυτόχρονα και το πρόσωπο του και τον γύρω χώρο, δίνοντας μια τρομακτική όψη σε αυτόν και στις σκιές που χόρευαν από πάνω του.

“Όπως και να έχει, δεν έχω καν τα λεφτά στο λογαριασμό μου, για να πάρω τόσο μακριά” , σκέφτηκε και χαμογέλασε χαζά κι απελπισμένα. Είχε μεγάλη και αλλόκοτη φαντασία κι ο ίδιος και είχε σκεφτεί διάφορα τρελά, απίθανα και παράδοξα, που θα μπορούσαν να του συμβούν στη ζωή του, όταν ονειροπολούσε ή χάζευε άσκοπα, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα χρειάζονταν να πάρει τηλέφωνο, μέσα από ένα υπόγειο, κάπου τόσο μακριά, όπου δεν ζουν καν άνθρωποι. Έβγαλε ένα πνιχτό σαρκαστικό γελάκι, ξανακοίταξε τον αριθμό και τελικά τον σχημάτισε στο κινητό του τηλέφωνο. Ακούστηκε κάτι σαν ήχος κλήσης για λίγο, που έμοιαζε πιο πολύ με συναγερμό, και στην συνέχεια μια μαγνητοφωνημένη ψηφιακή φωνή, τον ενημέρωσε ότι η κλήση πραγματοποιείται με χρέωση τρίτου.

Αμέσως μετά, ακούστηκε μια βιαστική, ψυχρή και ενοχλημένη φωνή- που έμοιαζε πάρα πολύ με την φωνή του συμβολαιογράφου- σε ένα ηχογραφημένο μήνυμα, αυτόματου τηλεφωνητή, το οποίο εξηγούσε, κοφτά κι απότομα, χωρίς την ελάχιστη συναισθηματική χροιά στο τόνο της, τα εξής: Ο θείος του, δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος, είχε γεννηθεί άνθρωπος, αλλά μετά από κάποιες ακαθόριστες-που δεν εξηγούσε το μήνυμα- διαδικασίες, δεν ήταν πια κάτι τέτοιο. Ήταν ήδη 373 ετών και δεν είχε στα αλήθεια πεθάνει. Έπρεπε όμως, εφόσον ζούσε ανάμεσα σε ανθρώπους, να σκηνοθετεί ανά 80 με 100 χρόνια, το θάνατο του. Ο αληθινός και μόνιμος τόπος διαμονής του, ήταν εκεί που πήρε τηλέφωνο, στο πιο παγωμένο μέρος στο κόσμο, που οι επιστήμονες ερευνητές το είχαν ονομάσει: “η παγωμένη πύλη της κόλασης”. Δεν μπορούσε να μείνει κάποιος για πολύ καιρό εκεί, κυρίως γιατί ήταν η μόνιμη κατοικία, όντων, σαν τον θείο του. Παρόλα αυτά, τα όντα σαν το θείο του, είχαν την δυνατότητα, και την ανάγκη μαζί, να ζουν- κατά διαστήματα- ανάμεσα σε ανθρώπους, ανθρώπους σαν τους γονείς του κι αυτόν και να αναμιγνύονται μαζί τους. Ο θείος του ήθελε να τον κάνει κληρονόμο του, για την ακρίβεια να του δώσει μεγάλο μέρος της τεράστιας περιουσίας του. Μια και η κληρονομιά προϋποθέτει θάνατο, που δεν είχε συμβεί εδώ, και ήθελε να του εξηγήσει γιατί ήταν τέτοια η επιθυμία του, τι δικαιώματα, συνέπειες και υποχρεώσεις θα απέρρεαν από αυτό και τι είδους σχέση επιζητούσε τώρα μαζί του. Το μήνυμα τελείωνε, δίνοντας ένα τηλέφωνο, στη χώρα του, στην πόλη του αυτή τη φορά, με οδηγίες να πάρει άμεσα για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με τον θείο του. Αν τον έπαιρνε τηλέφωνο θα σήμαινε αποδοχή αυτής της κληρονομίας, που φαίνονταν να αφορούσε πολλά περισσότερα πράγματα από κάποια σπίτια.

Ο Βήτα, άκουσε την φωνή να επαναλαμβάνει , αρκετές φορές, αυστηρά, αργά και προσεκτικά τον αριθμό που έπρεπε τώρα να πάρει, μαζί με την επίμονη υπενθύμιση, ότι η κλήση και μόνο αυτού του αριθμού, σήμαινε, εξ’ ορισμού, αποδοχή όλων των συνεπειών μιας τέτοιας τρομερής κληρονομίας. Σημείωσε και επιβεβαίωσε τον αριθμό αυτό στο κινητό του τηλέφωνο και κάθισε στα σκαλοπάτια πίσω από το πορτάκι, ενώ πίσω του το σύρσιμο, από κάτι που πρέπει να ήταν ένα ογκώδες και μακρόστενο αντικείμενο, γίνονταν όλο και πιο έντονο και ηχηρό· σχεδόν το άκουγε ακριβώς έξω από το μισόκλειστο πορτάκι, να το ακουμπάει ελαφρά και να απομακρύνεται και ξανά το ίδιο συνεχόμενα, αλλά το σκοτάδι δεν τον άφηνε να δει τίποτα έξω από την πόρτα, όσο κι αν προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από την χαραμάδα.

Σήκωσε το τηλέφωνο στο αυτί του και πήρε αυτόν τον τελευταίο αριθμό που του δόθηκε. Έκπληκτος άκουσε ένα τηλέφωνο να χτυπάει μέσα στο υπόγειο, το οποίο πρόλαβε να χτυπήσει μόνο τρεις φορές, εκεί απέναντι του, στον τυφλό θεοσκότεινο τοίχο που υπήρχε μπροστά του στο βάθος. Είχε μείνει παγωμένος κι ακούνητος με το στόμα ανοιχτό. Πρόσεξε ότι ο δυνατός και βαρύς ήχος του συρσίματος, εκείνου του άγνωστου μεγάλου αντικειμένου, έξω από την πόρτα του υπογείου, σταμάτησε απότομα κι απλώθηκε μια κοφτή βαριά σιωπή. Την αμέσως επόμενη στιγμή, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, άκουσε στο ακουστικό του τηλεφώνου και ταυτόχρονα λίγα μέτρα πιο μπροστά του μια βραχνή, γεμάτη ένταση κι ανεξήγητη συγκίνηση φωνή: “Έλα αγόρι μου, έλα γιε μου, είσαι δικό μου παιδί. Σε ήθελα κοντά μου, εδώ, να είμαστε μαζί. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε και να κάνουμε. Έχω τόσα πολλά να σου δείξω κι εσύ έχεις χάσει τόσα χρόνια…μακρυά μου…κι ας έτρεχες μέσα στην γλυκιά σου άγνοια, δίπλα μου κάποτε…” Το τηλέφωνο του έπεσε από τα χέρια, το σκοτάδι απέναντι του, από το οποίο πήγαζε η φωνή που άκουγε, έμοιαζε αδιαπέραστο και πυκνό… Σήκωσε αργά και διστακτικά το φως του φακού του ακριβώς σε εκείνο το σημείο…και είδε… το αδιανόητο.

 

Main Image Reference

Tags: αγοραστής , αλήθεια , αλλόκοτο , αμηχανία , άνθρωποι , Ανταρτικτική , αντικείμενο , αξία , άρθρα , άρθρο , αριθμός , Βήτα , βιβλία , βιβλίο , βράδυ , γειτονία , γέλια , γονείς , γραφείο , δέος , διαθήκη , διήγημα , έκπληξη , εξαφάνιση , επιστήμη , εποχή , έργο , έρευνα , ηλικία , θάμνοι , θείος , θλίψη , Ίντερνετ , κατάλογος , κατοχή , κήπος , κλειδιά , κλήση , κόλαση , κόσμος , Κτήριο , λάθος , μήνυμα , μητέρα , μυστήριο , νύχτα , ξύλο , οδηγίες , ον , όντα , περιουσία , πλάσμα , πόλη , πόρτα , πτώση , πύλη , πύλη της κόλασης , σελίδες , σκοτάδι , σκότος , σπίτι , σταθμός , συγγένεια , συμβολαιογράφος , συμπεριφορά , συναίσθημα , σχέση , ταξίδια , τέχνη , τηλέφωνο , τηλφωνητής , υπόγειο , φακός , φαντασία , φάρσα , φιλολογία , φως , χειρόγραφο , χρόνια , χώρα

Βαγγέλης Βενιζέλος

Δημοσιεύτηκε 9 Απριλίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.