Οι Δράσυλοι περικυκλώνουν το χωριό εδώ κι εκατοντάδες χρόνια και το έθιμο τάζει τους νοικοκυραίους να κόβουν κάθε χρόνο κι από έναν και να τον φορτώνουνε στα σπίτια τους. Ένα σπιτικό που τολμά να βγάλει Δεκέμβρη δίχως Δράσυλο στην εστία του, καταδικάζει όλο το χωριό σε αφανισμό. Γιατί, τότε οι Δράσυλοι θα παρατήσουν το χώμα που δένει τις ρίζες τους και θα βαδίσουν μοναχοί τους στο χωριό. Τα μυτερά κλαδιά τους θα περικυκλώσουνε τα σπίτια κι από τα παράθυρα θα μπουν να τρυπήσουν τα κορμιά των ανθρώπων κι ύστερα αφού τα σύρουν έξω, θα τα ανεμίσουν στο φως της σελήνης σαν λάβαρα σάρκινα κι η νύχτα θα γεμίσει ανθρώπινα κορμιά που τινάζονται από το ένα κλαδί στο άλλο και από τον έναν Δράσυλο στον άλλο, παλουκωμένοι όλοι στον αέρα, καμιά ψυχή να μην μείνει∙ το γνωρίζει κι ο παπάς αυτό, πως τούτα τα θαύματα που μολύνουν τα Πιέρια βουνά είναι αρχαιότερα από τα θαύματα των αγίων και πάνω στην τράπεζα της Αγίας Παρασκευής έχει ορκίσει μ`αίμα έναν-έναν τους κατοίκους του χωριού, να μην πούνε λέξη στ`άλλα τα χωριά για το φρικτό έθιμο, την συμφωνία αυτή που βαστά το θυμό των δέντρων μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων.
Εκείνο το πρωινό πριν τη Μεγάλη Νύχτα, όταν αντίκρισα τον παππού μου και τον πατέρα μου να στεριώνουν τον θεόρατο Δράσυλο σε μια γλάστρα στη μέση του καθιστικού, έτρεξα πίσω στην κάμαρα μου κι έβαλα τα κλάματα. Η μάνα μου τότε μπήκε κι αυτή και μ` έσφιξε στην αγκαλιά της. Μου είπε πως έπρεπε όλοι στην οικογένεια να βοηθήσουν με το στόλισμα, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να στολίσουν. Μου είπε επίσης, πως δεν έπρεπε να φοβάμαι και πως έπρεπε να νιώθω τυχερός που ήμουν ακόμη παιδί, γιατί η Μεγάλη Νύχτα πάνω από όλα είναι για τα παιδιά.
Τα λόγια κυλούσαν απ` το στόμα της όπως κυλά το μέλι απ` την κουτάλα. Όμως τα χείλη της τρέμανε στο τέλος της κάθε πρότασης και τα μάτια της ήταν κόκκινα απ` το κλάμα και την αϋπνία. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και κίνησε προς τη πόρτα κι εγώ την ακολούθησα, περισσότερο γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω να θλίβεται παρά γιατί ηρέμησα. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, την έβλεπα που αποτραβιόταν στην κάμαρα της μόνο και μόνο για να επιστρέψει πάλι φυσώντας τις μύτες της.
Όταν αντίκρισα στο καθιστικό τον Δράσυλο για δεύτερη φορά, έπνιξα με όση δύναμη μπορούσα του λυγμούς μου γιατί ήλπιζα κρυφά πως το καταραμένο δέντρο θα είχε εξαφανιστεί με κάποιον μαγικό τρόπο. Όμως τι ήξερα, ένα παιδί ήμουν που εκείνη τη στιγμή, δεν ένιωθε καθόλου τυχερό που ήτανε παιδί. Το δέντρο έμοιαζε να θέλει να ξεπετάξει τις ακανόνιστες φυλλωσιές του σε όλο το σπίτι. Το κλωνάρι στη κορυφή χτυπούσε το ταβάνι κι ύστερα λύγιζε και λύγιζε μαζί με τις φυλλωσιές μέχρι κάτω, στη μέση του δέντρου. Αν με ρωτούσε κανείς τώρα, θα του έλεγα πως αντίκριζα ένα έκτρωμα, ένα σκοτεινό ύμνο της διαστροφής, τη πλησιέστερη έκφραση του απόλυτου κακού στον υλικό κόσμο. Όμως τότε, στα μάτια μου, ο Δράσυλος έμοιαζε με γιγάντιο μοχθηρό γέροντα που κινιόταν μοναχά όταν κινιόσουν κι εσύ και που δεν ήξερες μέσα από ποιο σημείο του σώματος του θα ξεπροβάλλουν τα δόντια και το στόμα του.
Ο πατέρας κι ο παππούς τον πλαισίωναν όπως στα εικονίσματα οι άγιες πλαισιώνουν τον εσταυρωμένο. Με μάτια που θύμιζαν μύγες, κοιτούσαν μια το δέντρο και μια εμένα. Κάποτε ο πατέρας με πλησίασε και με τράβηξε από το γιακά να πλησιάσω το δέντρο. Ύστερα ο παππούς έδειξε με το χέρι του το καλάθι με τα ρόδια και τα μήλα που βρισκόταν στο πάτωμα. Έσκυψα στο καλάθι, διάλεξα ένα ρόδι και το πέρασα σ`ένα κλαδί στη βάση του δέντρου. Αμέσως ένα ρίγος γαργάλησε όλο μου το κορμί που πέρασε και στα κλαδιά του δέντρου, γιατί το είδα καθαρά ότι κουνήθηκαν. Φαίνεται πως το παρατήρησαν κι οι γονείς μου με τον παππού, γιατί κοιτάχτηκαν οι τρεις τους για μια στιγμή, κι ύστερα άρχισαν να παίρνουν τα φρούτα από το καλάθι και να τα κρεμάνε στο δέντρο.
Μόλις τελειώσαμε το στόλισμα, ο Δράσυλος μάς έδειξε την ευγνωμοσύνη του χαρίζοντάς μας τη γιορτινή και αποτρόπαια θέα του. Χωρίς να χάσουμε καιρό, πιάσαμε ο ένας το χέρι του άλλου, κυκλώσαμε το δέντρο, κι αρχίσαμε να τραγουδάμε το σκοπό εκείνο που μας έμαθε ο παπάς του χωριού. Την ώρα που τραγουδούσαμε, πρόσεξα τη μυρωδιά που ανέδυαν τα ρόδια και τα μήλα στο δέντρο. Καλά-καλά δεν είχαν περαστεί στα κλαδιά και μύριζαν κιόλας γλυκιά σαπίλα.
Όμως, κανένα ανθρώπινο στόμα δεν είναι καμωμένο να ανασαίνει για ώρα πολλή τις μυστικές λέξεις εκείνου του σκοπού. Κι όταν η μαϊμού ο βήχας άρχισε να τραντάζει τα στήθη μας και να νοθεύει τα ιερά τα λόγια με φλέματα, ο πατέρας έκανε νόημα να σταματήσουμε. Αφήσαμε τα χέρια κι οι τρεις τους βγήκανε από το σπίτι, αφήνοντας με μόνο με τον Δράσυλο όπως έταζε το έθιμο.
Πήγα κι έκατσα στο πάτωμα, στην άλλη άκρη του καθιστικού με την πλάτη μου στον τοίχο. Δεν ήθελα να βρίσκομαι κοντά στο δέντρο αλλά ούτε και να το χάσω από τα μάτια μου. Από το σημείο που βρισκόμουν, οι φυλλωσιές του έμοιαζαν με πράσινα τριχωτά έντομα που τεντώνονταν προς κάθε κατεύθυνση, λες και ψάχνανε να με βρουν. Όμως αυτό δεν ήταν παρά μια χαζομάρα, γιατί το ήξερα καλά, πως το το δέντρο γνώριζε που βρισκόμουν.
Κατά το απόγευμα, η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να χτυπάει πένθιμα. Ο θανατερός της χτύπος έμοιαζε να έρχεται μέσα από τους τοίχους του σπιτιού ή από κάτω, μέσα από τα έγκατα της γης, διαπερνούσε το κορμί μου κι όταν έπαυε, μπορούσα να ακούσω τη καρδιά μου να χτυπάει ολοένα και πιο γρήγορα. Με κάθε χτύπο της καμπάνας, νόμιζα πως το δέντρο με πλησίαζε αλλά αυτό το μαγαρισμένο στεκόταν, μόνο στεκόταν ακίνητο στη μέση του καθιστικού. Κι όταν άνοιξε η πόρτα,τινάχτηκα όρθιος και μια κραυγή ξεπήδησε μέσα από τα στήθη μου. Όμως δεν ήταν παρά η γιαγιά μου που με πλησίασε και με έβαλε να κάτσω πάλι στο πάτωμα. Ύστερα παίρνοντας ένα σκαμνί ήρθε κι έκατσε κι αυτή.
Η γιαγιά μου ήταν ψηλή κι αδύνατη και είχε μυτερό πιγούνι σαν τις μάγισσες στα παραμύθια. Οι παλιές ιστορίες ψιθύριζαν πως η μητέρα της τον παλιό καιρό, όπως συνέβαινε με πολλές γυναίκες στο χωριό, είχε χαθεί κι αυτή μέσα στο δάσος κι ένας Δράσυλος την είχε βρει και την είχε πάρει γυναίκα του. Και ήταν πολλά τα μάτια που την είδαν μετά από καιρό να επιστρέφει στο χωριό μ` ένα βρέφος στην αγκαλιά της.
Η γιαγιά έσκυψε στο αυτί μου και μου νανούρισε λόγια που κρύβανε τον τρόπο για να εκδικηθώ τον αδερφό μου που χάθηκε τον περσινό χειμώνα αλλά και την αδερφή μου τον αμέσως προηγούμενο. Ύστερα μ` ένα κομμάτι κάρβουνο, σχημάτισε στην παλάμη της τα μαγικά εκείνα σύμβολα που θα έδεναν τη σάρκα με τον κορμό, την θνητή μου ύπαρξη με την μακρόβια ύπαρξη των δέντρων και μου τα έτριψε στο πρόσωπο. Μου είπε να κάνω υπομονή και να μην προφέρω τις μαγικές λέξεις πριν την ώρα τους, κι ας μοχθούσε ο πόνος και ο τρόμος να μου θολώσουνε το νου. Μονάχα σαν δω το φεγγάρι να φωτίζει τον ουρανό, μονάχα τότε θα μπορούσα να προφέρω τα μυστικά λόγια.
Συνέχισε να με παρηγορεί και να με νανουρίζει μέχρι που η φωνή της κατάφερε να μου κλείσει τα βλέφαρα. Κι όταν τ` άνοιξα πάλι, η γιαγιά μου είχε εξαφανιστεί, μονάχα ο Δράσυλος συνέχιζε να στέκεται ακίνητος στην άλλη άκρη του καθιστικού. Τα λόγια όμως της γιαγιάς, φαίνεται πως ασκούσαν ακόμα κάποια επίδραση πάνω μου, γιατί τα βλέφαρα μου έκλεισαν για δεύτερη φορά.
Ξύπνησα σαν να με τσίμπησε φίδι κι αντί για το καθιστικό, μια πυκνή πρασινάδα απλωνότανε παντού. Όταν συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, σφίχτηκα και χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Το δέντρο είχε μετακινηθεί. Οι φυλλωσιές του άγγιζαν το πρόσωπό μου και η σαπίλα που ανέδυαν τα σταφιδιασμένα φρούτα, μου ανακάτευαν το στομάχι. Να πηδήξω και να φύγω, δεν μπορούσα. Ο Δράσυλος θα με έπιανε κι αφού θα με αποτελείωνε, θα μ` άφηνε να κρέμομαι σταφιδιασμένος στα κλαδιά του σαν τα φρούτα, να με βλέπει και να με χαίρεται η οικογένεια μου. Έκανα λοιπόν, αυτό που θα έκανε κάθε παιδί στη θέση μου: Έκλεισα τα μάτια μου. Τα έκλεισα σφιχτά, πολύ σφιχτά, δεν θα τα άνοιγα ποτέ, κι ας γινόταν ό,τι ήθελε. Όμως μέσα στο σκοτάδι, ένιωσα κάτι να με αγγίζει, κάτι με ενοχλούσε κάτω στα πόδια μου, με έξυνε, σχεδόν με γαργαλούσε, το ένιωσα γύρω από τη μέση μου κι ύστερα κάτω από τη μπλούζα που γλιστρούσε και μου χάιδευε τη πλάτη.
Άνοιξα τα μάτια κι είδα τα κλαδιά του Δράσυλου ευλύγιστα σαν πλοκάμια να σέρνονται πάνω στο κορμί μου και να τυλίγονται γύρω από το λαιμό και τα χέρια μου.Προσπάθησα να σηκωθώ τινάζοντας τα χέρια και το κεφάλι, όμως με κάθε τίναγμα τα κλαδιά τυλίγονταν όλο και πιο σφιχτά και στο τέλος, η μόνη μου αντίδραση δεν ήταν παρά τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλα μου και μπερδεύονταν με τις μύξες.
Νόμιζα πως ο Δράσυλος θα με έπνιγε, όπως πνίγει το φίδι το μωρό στη κούνια, μα τα κλαδιά του με έσφιξαν και με σήκωσαν στον αέρα καθώς το δέντρο άνοιγε στα δυο τις φυλλωσιές του. Μετά με γύρισαν και με τράβηξαν να κολλήσω με την πλάτη μου στο κορμό. Τότε οι φυλλωσιές έκλεισαν κι ένιωσα εκαντοντάδες βελόνες και μυτερά κλαδιά να σκίζουν το κορμί μου. Δύο από τα κλαδιά τράβηξαν τα χέρια μου και τα τέντωσαν έτσι που το κορμί μου σχημάτισε ένα φρικαλέο Τ. Δοκίμασα να κουνηθώ μπας και χάσει το δέντρο την ισορροπία του και πέσει, αλλά δυο διαπεραστικές σουβλιές στα χέρια μου μ` έκαναν να το σκεφτώ καλύτερα. Γύρισα όσο μπορούσα το κεφάλι μου κι αντίκρισα δυο κλαδάκια να ξεπροβάλλουν μαύρα και μυτερά μέσα από τις παλάμες μου και να κουνιούνται νευρικά σαν να λυπούνται που δεν είχαν άλλη σάρκα να σκίσουν. Ήταν οξύς ο πόνος, δυο πύρινες σφαίρες είχαν αντικαταστήσει τα χέρια μου, έτσι μου φαινόταν, κι ούρλιαξα, ούρλιαξα με όση δύναμη θα μπορούσε κάποιος άνθρωπος να ουρλιάξει, κι ένιωσα μίσος για τους ανθρώπους που επέτρεψαν στον διάβολο αυτόν να `ρθει και να μ` αρπάξει μέσα από το ίδιο μου το σπίτι.
Εκείνη τη στιγμή, το δέντρο άρχισε να τρέμει. Οι ρίζες του χοντρές σαν τ`άντερα κάποιου γίγαντα, ξεπήδησαν μέσα από τη γλάστρα και με μια δρασκελιά το δέντρο βρέθηκε στο πάτωμα και άρχισε να βαδίζει. Τα κλαδιά του λικνίζονταν στο κάθε βήμα του και τα σάπια φρούτα άχρηστα πια, έπεφταν και σκόρπιζαν στο πάτωμα. Καθώς τα χέρια μου τεντώνονταν και λύγιζαν ανάλογα με τη κίνηση του δέντρου, τα κλαδιά γλιστρούσαν μπρος- πίσω μέσα στις παλάμες μου και νέα κύματα πόνου πλημμύρισαν όλο μου το κορμί.
Φτάσαμε στην εξώπορτα. Τα κλαδιά του Δράσυλου την γράπωσαν απ`όλες τις πλευρές και μ` ένα τράβηγμα την έσπασαν. Βγήκαμε και τα αυτιά μου πλημμύρισαν από τις φωνές και τα ουρλιαχτά που μαγάριζαν την κρύα νύχτα. Στο πλατύσκαλο, πρόσεξα τις σκιές των γονιών και των παππούδων μου. Είχαν πέσει με τα γόνατα στο έδαφος και θύμιζαν μαϊμούδες, μικρές και αβοήθητες, που μέσα στο φόβο και τη θλίψη τους δεν μιλάνε, δεν ακούνε, δεν βλέπουνε αλλά και δεν νιώθουνε, γιατί αντί για καρδιά στο στήθος, βαστούσαν κάρβουνο.
Το δέντρο τους προσπέρασε και βγήκαμε στο δρόμο. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά δυνάμωσαν στα αυτιά μου και ο φριχτός αντίλαλός τους έμοιαζε να υψώνεται στον ουρανό καθώς συνόδευε τον πένθιμο ήχο της καμπάνας. Κόσμος είχε μαζευτεί στα πεζοδρόμια και οι πυρσοί στα χέρια τους φώτιζαν τους Δράσυλους που βάδιζαν στο δρόμο σαν πελώριοι κατακτητές που ήρθαν από την κόλαση. Έβλεπες παιδικά κεφάλια να ξεπροβάλλουν μέσα από τις φυλλωσιές τους, καρφωμένα χέρια, ακόμη και πόδια, γιατί πολλά παιδιά κρέμονταν ανάποδα με το κεφάλι να σέρνεται στο έδαφος αφήνοντας στο διάβα του αιμάτινα ίχνη. Λένε πως το γέλιο είναι μεταδοτικό. Λοιπόν, και το ουρλιαχτό είναι κι άρχισα κι εγώ να ουρλιάζω μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου.
Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι. Μπορούσα να μυρίσω τις φυλλωσιές που με βαστούσαν αλλά το κορμί μου δεν το ένιωθα. Απο κάπου μακριά, ερχόταν ο ήχος του νερού που κυλούσε και ολόγυρα άκουγα το θρόισμα των φύλλων. Βρισκόμουν μέσα στο δάσος. Κάποια στιγμή, οι κορυφές των δέντρων φωτίστηκαν και από πίσω τους ξεπρόβαλλε η σελήνη, πελώρια και λευκή σαν φρούτο που έχασε το χρώμα του. Θυμήθηκα τις κουβέντες της γιαγιάς μου και χωρίς να χάσω καιρό, ξεστόμισα τις προτάσεις που περιείχαν τις μαγικές λέξεις και τις επανέλαβα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ο πόνος στα χέρια μου καθώς ξεγλιστρούσαν τα κλαδιά μέσα από τις παλάμες κι ύστερα ακόμα όταν βρέθηκα στο έδαφος, τη φοβερή φωνή του Δράσυλου που πρόφερε τους όρους της συμφωνίας.
Στο χωριό δεν ξαναπάτησα. Κι αυτήν μου την μαρτυρία την γράφω σε κάποιο διαμέρισμα μέσα στην πόλη. Ήτανε μέρος της συμφωνίας μου με το Δράσυλο άλλωστε, να φύγω από το χωριό και να αφήσω την οικογένεια μου αλλά κι όλους τους κατοίκους του να παλουκωθούν από τις ρίζες και τα κλαδιά. Το χωριό μου πλέον δεν μνημονεύεται από κανένα στόμα και σε κανέναν χάρτη δεν θα δείτε το όνομα του.
Όμως έπρεπε, έπρεπε να τα καταγράψω τούτα τα θαύματα που συνέβησαν πάνω στο βουνό. Κι αυτό γιατί θέλω να δείξω το πώς υποχρεώθηκα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ιερέα, αλλά και την αιτία που οδήγησε όλα αυτά τα δέντρα να κατέβουν μέχρι τις παρυφές της πόλης μας. Γιαυτό λοιπόν μην κλαίτε τα παιδιά σας δύστυχοι, όσο θα τα προσφέρετε τόσο ζωντανοί θα μένετε.
Tags: fantasy , horror , legend , living trees , scary , short-story , Spooky , story , trees , weird , weird stories , weird story , αλλόκοτο , δέντρα , διήγημα , Διηγήματα , διηγήματα τρόμου , δοξασία , Δράσυλοι , Δράσυλος , επαρχία , εφιάλτες , Θρύλος , ιστορία , κατάρα , λογοτεχνία Τρόμου , τρομακτική ιστορία , τρόμος , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.