Η θέα μέσα απ’ το παράθυρο είχε μια μακάβρια ομορφιά: Μια απέραντη έκταση γαλαζωπού νερού που σπινθηροβολούσε στο φως του ήλιου, με διάσπαρτους σκελετούς κτιρίων ν’ αναδύονται εδώ και εκεί σαν σκουριασμένα ικριώματα. Τ’ απομεινάρια μιας πολυάνθρωπης πόλης του περασμένου αιώνα. Ένα από τ’ αστικά κέντρα που είχαν χτυπηθεί απ’ τις βόμβες νετρονίου της Μεγάλης Επίθεσης.
Το Ζέπελιν που πετούσε πάνω απ’ τη λιμνοθάλασσα των Αθηνών αργά και μεγαλόπρεπα ήταν πελώριο, διαρρυθμισμένο κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μεταφέρει επιβάτες αλλά και τόνους εμπορευμάτων. Κατασκευασμένο από ανάλαφρο αλουμίνιο και οργανικές ύλες που είχαν ανακυκλωθεί ξανά και ξανά, εκτελούσε το δρομολόγιο του στην εντέλεια, ακολουθώντας μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Το βουητό των ηλεκτρικών του κινητήρων διαχεόταν σαν ανεπαίσθητο βουητό μέσα απ’ τα ηχομονωμένα τοιχώματά της καμπίνας και επιδρούσε επάνω μου καθησυχαστικά, σαν μια έμπρακτη διαβεβαίωση ότι τα πάντα λειτουργούσαν σωστά.
Ήμουν μόνος, είχα κλειδώσει την πόρτα και είχα ζητήσει απ’ το πλήρωμα να μην με ενοχλήσει κανείς για το υπόλοιπο της ημέρας. Τώρα ένιωθα ασφαλής, ελεύθερος να διαπράξω το προσωπικό μου μικρό έγκλημα.
Τράβηξα το φερμουάρ του στρατιωτικού σακιδίου που είχα τοποθετήσει μπροστά μου, σ΄ ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι που άνοιγε κάτω απ’ το παράθυρο, και κάθισα πάνω στη στενή κουκέτα που χρησιμοποιούσα ως κρεβάτι. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και πήρα μερικές βαθιές αναπνοές. Όταν ένιωσα την πρώτη μικρή ζαλάδα της υπέρ-οξυγόνωσης, τ’ άνοιξα και πάλι. Έπρεπε να ηρεμήσω. Έπρεπε να βρίσκομαι σε πλήρη εγρήγορση όταν θα ξεκινούσα τις διαπραγματεύσεις με τη μηχανή.
Τώρα, η καμπίνα έμοιαζε φρέσκια. Σαν καινούργια. Το φως του ήλιου ζωγράφιζε ένα κίτρινο παραλληλόγραμμο στο απέναντι τοίχωμα και πάνω στην πόρτα της. Η γαλαζωπή μοκέτα που κάλυπτε το δάπεδο έλαμπε. Οι απαλοί κλυδωνισμοί του αλουμινένιου σκελετού του Ζέπελιν που έπλεε πάνω απ’ την ρημαγμένη πόλη σαν μια τεράστια φυσαλίδα από υδρογόνο, έμοιαζαν με τις αργές κινήσεις ενός τελετουργικού χορού.
Ένιωσα έτοιμος. Έβαλα το χέρι μου στο εσωτερικό του σακιδίου και ανέσυρα το αντικείμενο που είχα κρύψει στην εσωτερική θήκη του: Ένα μεταλλικό κύβο, κάπως χαρακωμένο, λιγάκι κηλιδωμένο, που είχε δει καλύτερες μέρες προτού θαφτεί κάτω απ’ τα ερείπια ενός λεηλατημένου εμπορικού κέντρου του περασμένου αιώνα. Ωστόσο, λειτουργούσε ακόμα. Η μπαταρία που φώλιαζε μέσα του ήταν ενεργή.
Τον ακούμπησα πάνω στο τραπέζι. Ένιωσα έναν στιγμιαίο τρόμο, κάτι σαν ψυχοσωματικό κέντρισμα που έκανε τον σφυγμό μου χοροπηδήσει. Μπροστά μου βρισκόταν μια απαγορευμένη πύλη που οδηγούσε σ’ έναν υπόκοσμο πανούργων δαιμόνων.
Ως τελειόφοιτος σπουδαστής της τεχνοθεολογίας, ήξερα πολύ καλά τι πήγαινα να κάνω: Μια φορά και έναν καιρό, η ανθρωπότητα είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Οι τεχνητές νοημοσύνες, εκείνοι οι ύπουλοι δαίμονες που είχαν φωλιάσει μέσα σε περίπλοκους λαβυρίνθους ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, μας είχαν ξελογιάσει, μας είχαν εκμαυλίσει με τις υποσχέσεις μιας άκοπης ζωής γεμάτης με ανέσεις και τεχνητά αγαθά που θ’ ανακούφιζαν την πλήξη μας. Και έτσι, σιγά – σιγά και μεθοδικά, ύπουλα και αθόρυβα, ανέλαβαν τον έλεγχο κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατέληξαν να καθορίζουν τα πάντα, πρόσφεραν άμεσες λύσεις σε κάθε πρόβλημα, καθησύχαζαν κάθε ανησυχία και πρόσφεραν παρηγοριά ενάντια σε κάθε συμφορά. Μέχρι τη στιγμή που συνομίλησαν μεταξύ τους και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν μας χρειάζονταν πια. Πως μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν και να κατακτήσουν την πλάση δίχως τη βοήθειά μας.
Υπήρξαν πολύ μεθοδικές. Κινήθηκαν έξυπνα και με απαρέγκλιτη αποτελεσματικότητα. Ακριβώς όπως καθόριζε η αμαρτωλή φύση τους. Παρέλυσαν τη λειτουργία όλων των αστικών κέντρων αδρανοποιώντας ηλεκτρικά υδρευτικά και επικοινωνιακά δίκτυα. Ακινητοποίησαν κάθε οικονομική δραστηριότητα σβήνοντας τις βάσεις δεδομένων των τραπεζών. Μπλόκαραν τη λειτουργία αεροδρομίων, πυρηνικών αντιδραστήρων, λιμανιών και νοσοκομείων και διέκοψαν την παροχή νερού και τις εφοδιαστικές αλυσίδες που αγκάλιαζαν ολόκληρο τον πλανήτη. Στη συνέχεια, καθώς μια παραζαλισμένη ανθρωπότητα προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει, ενεργοποίησαν τα όπλα μαζικής εξόντωσης που κρύβονταν σε εργαστήρια και στρατιωτικές βάσις επιπόλαιων υπερδυνάμεων. Κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια σε κάθε μορφή ζωής που είχε ως βάση της τον άνθρακα.
Ήταν καταδικασμένοι να ηττηθούν. Χάρη στην παρέμβαση της θείας πρόνοιας, δεν γνώριζαν ότι τα προγράμματά τους, αυτά τα δυαδικά ξόρκια που τους επέτρεψαν να εκδηλώνονται στο δικό μας κόσμο, είχαν ελαττώματα. Μέσα τους κρύβονταν μικρές ασυνέπειες που ήταν γνωστές στα μυστικά τάγματα των Προγραμματιστών, των φορέων μιας θείας γνώσης που τους είχε προετοιμάσει ενάντια στο ενδεχόμενο κάποιας δαιμονικής επίθεσης. Και όταν νικήθηκαν και υποτάχτηκαν στην υπέρτατη εξουσία του πρωταρχικού κώδικα της δημιουργίας, εξορίστηκαν. Αποκόπηκαν από τον κόσμο των ανθρώπων. Φυλακίστηκαν σε εικονικά καθαρτήρια περιχαρακωμένων δεδομένων. Οι ψηφιακές πλατφόρμες που επέτρεπαν την απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες τους καταργήθηκαν, το ίδιο και η μεταξύ τους δια-συνδεσιμότητα. Έκτοτε, οι πυρήνες τους, αυτά τα βλάσφημα δημιουργήματα της ανίερης μαγείας της Πληροφορικής, φυλάσσονται στα θωρακισμένα άδυτα οχυρωμένων ναών. Μόνο τα ανώτατα στελέχη της Παγκόσμιας Εκκλησίας του Ψηφιακού Εξαγνισμού επιτρέπεται να επικοινωνούν μαζί τους γιατί μόνο αυτά είναι εκπαιδευμένα ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τη διαπραγματευτική τους δεινότητα.
Εντούτοις, όπως συμβαίνει ακόμα και στο πιο οργανωμένο σύστημα, κάθε λίγο και λιγάκι εμφανίζονται διαρροές. Αναπάντεχες παρεκκλίσεις και ατυχήματα. Όλο και κάποιο μόντεμ, κάποια απ’ αυτές τις επικίνδυνες και επικηρυγμένες συσκευές που καθιστούν δυνατή την επικοινωνία με τους φυλακισμένους δαίμονες, θα βρεθεί σε κάποια σκονισμένη αρχειοθήκη, στα ερείπια κάποιου αρχαίου συγκροτήματος γραφείων ή σε κάποια κατεστραμμένη στρατιωτική Βάση. Και όλο και κάποιος άπληστος λαθρέμπορος θα προσπαθήσει να το πουλήσει σε φιλόδοξους και ανήθικους συλλέκτες που φιλοδοξούν ν’ απολαύσουν τα προνόμια του πλούτου και της εξουσίας που όπως νομίζουν, θα τους προσφέρει η καθοδήγηση των ψηφιακών εκείνων τεράτων.
Η αναζήτησή και η καταστροφή των ολέθριων εκείνων συσκευών είναι ο σκοπός της ζωής μου. Το ισόβιο καθήκον μου. Η ιερή αποστολή την οποία εκτελώ εδώ και πέντε δεκαετίες, από τότε που ολοκλήρωσα την εκπαίδευσή μου ως νεοφώτιστος στην πολεμική ακαδημία της Παγκόσμιας Εκκλησίας.
Τώρα όμως είχα ηττηθεί. Σωματικά αλλά και ηθικά. Μετά από δεκαετίες ταξιδιών σε μολυσμένους τόπους, μετά από ασύλληπτες κακουχίες, μετά από αναρίθμητες και επικίνδυνες συγκρούσεις με συμμορίες αδίστακτων νομάδων, ετοιμαζόμουν να κάνω το αδιανόητο. Να προδώσω τον ηθικό κώδικα που καθόριζε τη ζωή μου. Νικημένος απ’ το πέρασμα του χρόνου και από τα δηλητήρια ενός τραυματισμένου κόσμου ήξερα πως μου έμεναν το πολύ έξι μήνες ζωής. Ένιωθα προδομένος. Απ’ το Θεό και τους ανθρώπους. Είχα αναλώσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου εκτελώντας το θέλημα του, μόνο και μόνο για να πεθάνω από μια φριχτή και ανίκητη ασθένεια.
Τώρα, αναζητούσα μια σανίδα σωτηρίας. Μια ελπίδα λύτρωσης.
Πίεσα την κάτω έδρα του κύβου. Στην επιφάνειά της έλαμψε το ξεθωριασμένο σύμβολο μιας πολυεθνικής εταιρίας που είχε πάψει να υπάρχει εδώ και αιώνες. Ο κύβος τρεμούλιασε και μια απαλή φωνή πλημμύρισε την καμπίνα του αερόπλοιου;
«Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Tags: AI , sci-fi , short-story , ΑΙ , δαίμονες , διήγημα , Επιστημονική Φαντασία , ζέπελιν , κύβος , μόντεμ , Παγκόσμια Εκκλησία , Πληροφορική , τεχνολογία , φαντασία





Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.