Πέρασε ο καιρός και άρχισαν οι εποχές να αλλάζουν. Το φως καλύφθηκε από σκοτάδι, η ζωή από θάνατο, και ο αέρας από δηλητήριο. Η κατάρα των θέων έλεγαν οι θνητοί, η κατάρα των θεών πέφτει πάνω τους, ο θυμός τους σαν λυσασμένη ύαινα. Τρέχουν οι θνητοί, πανικόβλητοι, δίχως ελπίδα. Φωνάζουν στους θεούς ότι τους τιμωρούν για τα δικά τους λάθη. «Εσείς είστε οι δίκαιοι και σοφοί; Εσείς; Που την όχθρα σας μεταξύ σας πολεμάτε και πάνω στα ανύμπορα σώματά μας φτύνετε το αίμα σας; Εσείς; Που στα βουνά κατοικείτε και από ψηλά μας βλέπετε και από χαμηλά μας κυβερνάτε… Την κατάρα της Freyjaνα έχετε θεοί.. Τότε να σας δω… Freyja!!! O λαός σου χάνεται και εσύ πουθενά! Πού είναι η Δύναμή σου;» Φώναζαν οι θνητοί μήπως και η οργή τους ξυπνούσε το μεγάλο Θηρίο, που όσο όμορφη όψη είχε, όσο ερωτική και ζεστή η φωνή της, άλλο τόσο καταστροφή έσπερνε με τη δύναμή της…
Θάνατος παντού, ο αέρας πλέον μόνο νεκρούς μεταφέρει. Κάπου εκεί, στο Ιερό βουνό, μια γυναίκα κοιμάται αιώνες τώρα. Η ψυχή της πονούσε, δεν άντεχε την αδικία πλέον. Έκλεισε τα μάτια της, και αποκοιμήθηκε για να μην ακούει τις κραυγές των γυναικών. Μια φωνή ηχούσε στα αυτιά της. Ήταν τόσο οργισμένος ο άντρας αυτός που κατάφερε και την ξύπνησε από τον αιώνιο ύπνο που έθεσε μόνη στον εαυτό της. «Freyja! Σώσε το λαό σου! Ανάθεμα τη δύναμή σου! Όλοι οι θεοί είστε το ίδιο!»
Η Freyja, άνοιξε τα μάτια της , το σώμα της είχε παγώσει, είχε χάσει την όψη της την τρομερή. Σηκώθηκε στα πόδια της, τιτάνια η ομορφιά της ακόμα και τώρα. Κοίταξε κάτω από το βουνό, ποτάμια κόκκινα, κόκκινος ο ουρανός από τα αίματα θνητών και θεών. Μια μάχη δίχως σταματημό αιώνες σκορπίζουν το σκοτάδι. «Μάναα!», φώναξε η Freyja. «Μάνα, δώσε μου τον στρατό μου, στείλε μου όλες τις θνητές στην μορυφή του βουνού. Στείλε μου τα δαιμόνια όλα, άνοιξε Πατέρα την πύλη του Κούφιου, ελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Ο πόλεμος τελειώνει Πατέρα. Δεν χρειάζεται να είσαι πλέον σε Στάση και να βασανίζεις το Θηρίο σου. Ο πόλεμος τελειώνει…»
Έτσι και έγινε… Φόρεσε την πανοπλία της πάνω από το αγγελικό της σώμα, άρπαξε το σπαθί της που μόνο αυτή μπορεί να αφεντεύσει, πήρε τις αμαζόνες της και όρμησε στη μάχη. Επάνω από τα σύννεφα αίμα και φως ανάκατο, πόνος και δικαιοσύνη, πλέον η μόνη αντίπαλος είναι η Freyja. Θεοί εκπεσόντες στη γη, χωρίς εξουσία πλέον, θεές… κοινές θνητές χωρίς δύναμη και χωρίς προστασία. Όλους τους κατέσφαξε η Τιτάνια Freyja. Ένα μόνο έπρεπε να καταφέρει. Να ανέλθει στη ζυγαριά που μετράει το δίκαιο και το άδικο. Υπερασπιζόμενη τους θνητούς, θα πάρει όλο το βάρος εκείνη. Μόνος της σκοπός… Να ελευθερώσει τον Πατέρα της από τα βασανιστήρια του Κάτω Κόσμου. Ο μεγαλύτερος πολεμιστής ανά τους αιώνες, αθάνατος, ένα θεριό που στην όψη του και μόνο τρέμει και ο πιο δυνατός Τιτάνας. Ο πρώτος όλων, ο Λεώντερ… Το θηρίο που αντίπαλό του ισάξιο δεν έχει…
Είναι μεγάλο το μονοπάτι προς τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, όμως τίποτα δεν σταματάει τη Δίκαιη και Τρομερή Freyja. Το βασίλειο της ανήλθε, η δικαιοσύνη κυρίευσε ουρανό, γη και Πύλες. Όμως εκείνη, έχει να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο Θηρίο, ισάξιο του κανένα. Θα καταφέρει να νικήσει τη φύση της; Ή θα την φυλακίσει το… Σκοτεινό μονοπάτι;
Tags: fantasy , Flash-fiction , Freyja , god , short-story , The Weird Side Daily , twsd , war , θέα , Θεοί , θεότητα , θηρίο , θνητές , θνητός , λαός , μονοπάτι , πόλεμος , σκοτάδι , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.