«Πού είμαι;» αναρωτήθηκε ανοίγοντας τα μάτια της. Το κεφάλι της πονούσε αφόρητα, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Κοίταξε γύρω της τρίβοντας τα μάτια της. Παντού υπήρχαν παράξενα φυτά και ψιλά δέντρα που δεν είχε ξαναδεί. Δεν της θύμιζε τίποτα το μέρος όπου βρισκόταν.
«Τι παράξενο μέρος», σχολίασε καθώς σηκωνόταν τινάζοντας το μπλε φόρεμά της.
Άρχισε να περπατάει στο χωματένιο μονοπάτι που απλωνόταν μπροστά της σαν φίδι κοιτώντας γύρω της με θαυμασμό και περιέργεια. Πολλά από τα λουλούδια που συναντούσε ήταν ίσα με το ύψος της. Μέσα από τα πολύχρωμα πέταλά τους μπορούσε να διακρίνει παράξενα σχηματισμένα πρόσωπα. Πλησίασε ένα μεγάλο, όμορφο, κίτρινο λουλούδι και το άγγιξε.
«Ε! Τι κάνεις εκεί;» της μίλησε το λουλούδι με τσιριχτή φωνή.
«Μιλάς;» ξαφνιάστηκε.
«Γιατί να μην μιλάω;» απόρησε το λουλούδι.
«Συγνώμη, αλλά δεν θυμάμαι ότι μιλάνε τα λουλούδια».
«Δε θυμάσαι;» την κοίταξε με τα ορθάνοιχτα, μεγάλα, κενά μάτια του. «Και ποια είσαι;» ρώτησε απότομα.
«Είμαι η……» το μυαλό της ήταν κενό. Ποια ήταν; Ποιο ήταν το όνομά της; «Δεν θυμάμαι…» απάντησε στο τέλος.
Το λουλούδι γέλασε.
«Αν δεν θυμάσαι τίποτα τότε τι κάνεις εδώ;» ρώτησε κοροϊδευτικά.
«Δεν ξέρω».
«Επειδή σε συμπάθησα θα σου βγάλω όνομα. Θα σε φωνάζω Ρόουζ».
«Ρόουζ;»
«Ναι. Δε σ’ αρέσει; Είναι το όνομα του είδους μου. Νομίζω σου πάει γάντι».
«Γιατί;»
«Έχεις ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια, είσαι στα χρώματα τα δικά μου, είμαι κίτρινο με πράσινα φύλλα».
«Λογικό μου ακούγεται», σχολίασε. «Εντάξει λοιπόν είμαι η Ρόουζ» συμφώνησε. Δεν ήταν σίγουρη αν της άρεσε το όνομα αλλά ήταν ικανοποιητικό μέχρι να θυμηθεί το δικό της.
«Ξέρεις τουλάχιστον που πηγαίνεις;»
«Όχι», παραδέχτηκε.
Το τεράστιο λουλούδι με το παράξενο πρόσωπο αναστέναξε.
«Γιατί δεν πας στον Τρελοκαπελά; Είμαι σίγουρη ότι θα σε βοηθήσει».
«Πού θα τον βρω;»
«Προχώρα ευθεία στο μονοπάτι που περνάει μέσα από το δάσος και θα τον βρεις».
Η Ρόουζ ευχαρίστησε και αποχαιρέτησε τη λουλουδένια ύπαρξη.
Προχωρώντας στο μονοπάτι βρέθηκε μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος. Τα φύλλα των δέντρων ήταν τόσο μεγάλα και πυκνά που με το ζόρι έμπαινε φως. Περπατούσε για πολλή ώρα, αλλά δεν έβλεπε κανέναν. Είχε αρχίσει να κουράζεται. Έκατσε κάτω από ένα δέντρο να πάρει μια ανάσα.
«Αλίκη;» Άκουσε μια γουργουριστή φωνή.
Κοίταξε γύρω της αλλά δεν είδε κανέναν.
«Δεν είμαι η Αλίκη…» έκοψε λίγο τα λόγια της σα να το σκεφτόταν και ύστερα συμπλήρωσε: «Νομίζω τουλάχιστον. Προς το παρόν με φωνάζουν Ρόουζ», απάντησε.
Εντελώς ξαφνικά από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της το αιωρούμενο κεφάλι μιας ριγωτής γάτας. Το υπόλοιπο σώμα της ήταν άφαντο. Κοιτούσε την Ρόουζ με τα τεράστια, κίτρινα μάτια της, ενώ ένα τεράστιο, αφύσικο, χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο χνουδωτό πρόσωπό της.
«Θα ορκιζόμουν ότι είσαι η Αλίκη… Της μοιάζεις!» είπε δίνοντας έμφαση. «Αλλά δεν θα μπορούσες γιατί είναι νεκρή». Το τεράστιο χαμόγελό της δεν έφευγε από τη θέση του, λες και ήταν μόνιμα κολλημένο εκεί.
«Γιατί έχεις μόνο κεφάλι; Το σώμα σου που είναι;» ρώτησε η Ρόουζ όλο περιέργεια, χωρίς να σχολιάσει κάτι άλλο.
«Εδώ είναι», είπε και εμφανίστηκαν από το πουθενά μερικές μοβ ρίγες που έμοιαζαν με το σώμα του, αλλά και πάλι το μισό έλειπε.
«Το υπόλοιπο;» ρώτησε ξανά η Ρόουζ.
«Ορίστε. Ευχαριστημένη;» ανταποκρίθηκε με ένα πιο έντονο χαμόγελο εμφανίζοντας και το υπόλοιπο σώμα.
«Περίεργη γάτα είσαι, δεν τις θυμάμαι έτσι τις γάτες», σχολίασε, αλλά εδώ που τα λέμε δεν θυμόταν και πολλά για τις γάτες. «Πώς σε λένε;»
«Τσεσάιρ, αλλά οι φίλοι με φωνάζουν Τσες», απάντησε ο γάτος και συνέχισε, «Πού πας;..» έκοψε για λίγο τα λόγια του «Ρόουζ;»
«Στον Τρελοκαπελά. Είναι μακριά;»
«Όχι πολύ. Για την ακρίβεια και εγώ εκεί πηγαίνω, αλλά πας ανάποδα».
«Τι; Μα το κίτρινο λουλούδι μου είπε να πάω ευθεία και τόση ώρα δεν έστριψα πουθενά».
«Φυσικά, αλλά έπρεπε να πας πίσω». Η Ρόουζ δεν κατάλαβε τι εννοούσε. «Ακολούθα με», της είπε.
Η Ρόουζ ακολούθησε τον παράξενο γάτο. Κατευθύνθηκαν προς τα πίσω, από εκεί δηλαδή που περπατούσε τόση ώρα.
«Μα πάμε πάλι πίσω», είπε η Ρόουζ μη καταλαβαίνοντας ακόμα.
«Μα φυσικά, που θες να πάμε;» ρώτησε ο γάτος που πλέον φαινόταν πάλι μόνο το κεφάλι του. Η Ρόουζ συνέχισε να τον ακολουθεί χωρίς να μιλήσει.
Σε λίγο βγήκαν από το δάσος. Μόλις βγήκαν η Ρόουζ δεν πίστευε στα μάτια της. Αντί να βρεθούν από εκεί που είχε ξεκινήσει βρέθηκαν σε ένα τελείως διαφορετικό μέρος.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε κλείνοντας τη μύτη της. Μύριζε έντονα καμένο. Αχνή ομίχλη και έντονος καπνός θόλωσαν το οπτικό της πεδίο.
«Είναι το ανατολικό χωριό Γούντλαντ ή μάλλον ήταν».
Η Ρόουζ παρατήρησε καλύτερα το μέρος, ήταν όντως ένα χωριό. Ένα καμένο χωριό. Παντού τριγύρω υπήρχαν καμένα ξύλα που κάποτε ήταν σπίτια. Το χώμα ήταν σχεδόν μαύρο από τη στάχτη. Ήταν απαίσιο.
Προχωρώντας μέσα στον καπνό και την ομίχλη σκόνταψε και έπεσε πάνω σε κάτι…
Κοίταξε στα πόδια της. Τα μάτια της ορθάνοιξαν. Ήθελε να φωνάξει αλλά η φωνή δεν της βγήκε. Στα πόδια της κειτόταν ένας άνθρωπος. Το κεφάλι του ήταν κομμένο. Από το ανοιχτό του στόμα κρεμόταν η γλώσσα του. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, με τις κόρες να κοιτούν προς τον ουρανό, ενώ τα ρούχα του είχαν λερωθεί με κόκκινες πιτσιλιές, κάνοντας πιο αποτρόπαια την εικόνα.
Γύρω του είχε σχηματιστεί μια μικρή λιμνούλα από πηχτό κόκκινο αίμα. Σε μερικά σημεία δεν είχε στεγνώσει ακόμα.
«Πρόσεχε έχει πολλά κουφάρια εδώ», είπε ο γάτος με έναν πολύ ήρεμο τόνο.
«Τι τους σκότωσε;» ρώτησε έντρομη η Ρόουζ καθώς σηκωνόταν.
«Δεν είναι Τι. Είναι Ποια!»
«Ποια;»
«Η βασίλισσα φυσικά!» την κοίταξε με απορία. «Δεν ξέρεις την βασίλισσα;»
«Δε θυμάμαι αν την ξέρω».
Ο γάτος χαμογέλασε περίεργα. Πιο περίεργα από πριν.
«Και να μην την ξέρεις θα την μάθεις».
«Δε νομίζω πως θέλω».
«Κανείς δεν θέλει αλλά όλοι την μαθαίνουν. Δεν της ξεφεύγει τίποτα!»
Η Ρόουζ ξεροκατάπιε.
Κόντευαν να βγουν από το χωριό όταν άκουσαν ουρλιαχτά.
Με τον καπνό δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, όμως έβλεπε μερικά μέτρα μακριά της μια φιγούρα να έρχεται προς το μέρος τους με γρήγορο ρυθμό.
Πριν προλάβει να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που τους πλησίαζε, αυτό είχε πέσει πάνω της και την είχε ρίξει κάτω.
Ήταν ένας άσπρος λαγός! Ένας μεγάλος άσπρος λαγός, που περπατούσε στα δυο πόδια! Φορούσε ένα καφέ παντελόνι και ένα μαύρο γιλέκο, ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα ρολόι τσέπης.
Ήταν γεμάτος αίματα αλλά δεν φαινόταν χτυπημένος.
«Θεέ μου! Είσαι καλά; Συγνώμη δεν έβλεπα με όλον αυτόν τον καπνό», είπε ο λαγός ταραγμένος.
«Ν… ναι», απάντησε τραυλά η Ρόουζ και σηκώθηκε βοηθώντας τον. Τότε παρατήρησε το φόρεμά της. Είχε γεμίσει σκούρες κηλίδες από αίμα που φαίνονταν έντονα πάνω στο μπλε ύφασμα.
«Γιατί είσαι γεμάτος αίματα; Έχεις χτυπήσει;» τον ρώτησε ευγενικά.
«Τι; Όχι, Όχι! Απλά μέτραγα τους νεκρούς χωρικούς για να τους αναφέρω στην βασίλισσα και κάποιοι από αυτούς ήταν ακόμα μισοζώντανοι και τους σκότωσα για να συνεχίσω το μέτρημα», είπε απλά, σα να είπε κάτι το απόλυτα φυσιολογικό.
«Τους σκότωσες;» ρώτησε κοκαλωμένη στη θέση της η Ρόουζ.
«Ναι. Έπρεπε, αλλιώς θα σκότωνε εμένα η βασίλισσα. Οπότε όπως καταλαβαίνεις δεν είχα άλλη επιλογή».
Η Ρόουζ συνέχιζε να μην καταλαβαίνει τίποτα για αυτό το μέρος. Είχε την αίσθηση ότι ό,τι φαινόταν παράλογο σε εκείνη στους άλλους φαινόταν φυσιολογικό. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι έφταιγε η αμνησία που σκεφτόταν έτσι.
Ο λαγός κοίταξε το ρολόι του.
«Είναι ώρα για τσάι! Προλαβαίνω να πιώ ένα ποτηράκι πριν πάω στην βασίλισσα», είπε βγάζοντας ένα λευκό μαντίλι από την τσέπη του προσπαθώντας να σκουπίσει τα αίματα από πάνω του.
«Ωραία και εμείς στον Τρελοκαπελά πηγαίνουμε!» απάντησε ο γάτος.
«Ω! Γεια σου Τσες! Δε σε πρόσεξα», είπε ο λαγός κοιτώντας το κεφάλι του γάτου που αιωρούνταν λίγο πιο δίπλα από την Ρόουζ.
«Δεν πειράζει, δεν παρεξηγώ», είπε ο γάτος με το τεράστιο χαμόγελό του.
Συνεχίζοντας όλοι μαζί το δρόμο τους βγαίνοντας από το χωριό, έφτασαν σε ένα άλλο ομιχλώδες δάσος.
Tags: alice , aliceinwonderland , cat , cheshirecat , fanfiction , fantasy , fiction , horror , lewiscarroll , madhatter , mystery , part1 , queen , rabbit , redqueen , short-story , story , whiterabbit , wonderland , Αλίκη , βασίλισσα , γάτα , διήγημα , ιστορία , λαγός , μυστήριο , τρόμος , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.