Πρελούδιο

Μία γυναίκα αναγκάζεται να μετατραπεί σε κυνηγό βαμπίρ για να αντιμετωπίσει το παρελθόν της.

14 Οκτωβρίου 2019

Αυτή είναι η ιστορία της Κλημεντίνης που στα τριάντα δύο της χρόνια αποφάσισε να παραιτηθεί απ’ τη δουλειά της και να γίνει κυνηγός βαμπίρ. Η μητέρα της πέθανε όταν η Κλημεντίνη ήταν δέκα χρονών, και αν και τα δύο γεγονότα μοιάζουν ασύνδετα, ωστόσο δεν είναι. Ως παιδί δυσκολεύτηκε να πιστέψει τον θάνατο της μητέρας της. Συχνά, και ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης κακοποίησης που υπέστη, ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά στη προσπάθειά της ν’ αποκοπεί απ’ τη φυσική της υπόσταση. Απ’ τις πιο συνηθισμένες ιστορίες που της άρεσε να φτιάχνει στο μυαλό της ήταν αυτές όπου η μητέρα της δεν είχε πεθάνει στ’ αλήθεια. Για λόγους που δε θα μπορούσε να ξέρει η ίδια, η μητέρα της έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης, ν’ αποκρύψει την αληθινή της ταυτότητα και να υποδυθεί τη νεκρή ώστε να προστατέψει την κόρη της από σίγουρο θάνατο. Η μητέρα της ήταν υπερκατάσκοπος, μίλαγε δεκαεφτά διαφορετικές γλώσσες, ήξερε πολεμικές τέχνες, ήξερε σήματα ΜΟΡΣ, και κρυβόταν κάπου στην Αλάσκα ή τη Μέση Ανατολή. Και όπως συμβαίνει συνήθως, η πραγματικότητα ξεπέρασε τη φαντασία.

Είκοσι δύο χρόνια μετά και η ζωή της Κλημεντίνης, η άποψη της για τη ζωή και τα ζωντανά όντα έμελλε να αλλάξει. Ήταν αρχές Νοέμβρη με τα πρώτα χιόνια να είχαν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και με την Κλημεντίνη να επιστρέφει στο διαμέρισμά της τις πρώτες βραδινές ώρες. Τα τελευταία χρόνια και ζώντας σε μια πόλη πολύ πιο ασφαλής από αυτή στην οποία μεγάλωσε, η Κλημεντίνη είχε αρχίσει να ρίχνει σιγά σιγά της άμυνες της και να μειώνει τα παρανοϊκά αντανακλαστικά της κάθε φορά που η σκιά ενός ανθρώπου περνούσε από δίπλα της. Οι σκιές αυτές καθ’ αυτές δε μπορούσαν να την πειράξουν, αυτό το ήξερε. Η Κλημεντίνη μεγάλωσε με μια απέχθεια για το υπερφυσικό και το φανταστικό. Οι αληθινοί κίνδυνοι κρύβονταν αλλού και όχι σε τρομακτικές ιστορίες και παραμύθια. Αυτό που την απασχολούσε ήταν οι άνθρωποι, και όχι τα πνεύματα ή τα φαντάσματα. Αυτά αν υπήρχαν, που ήταν βέβαιη ότι δεν υπήρχαν, δεν την είχαν πειράξει ποτέ. Αργότερα θα διαβάσει κάπου αυτό που είπε ο Βολταίρος περί βεβαιότητας, ότι η βεβαιότητα είναι μια παράλογη κατάσταση, και θ’ αναγκαστεί να συμφωνήσει αφού πρώτα είχε βιώσει ότι ακολούθησε εκείνο το βράδυ. Διότι καλά τα αποφθέγματα, αλλά αν δε πάθεις δε θα μάθεις.

Στην επιστροφή της εκείνο το μοιραίο βράδυ από τη δουλειά, και μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν τη κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε -μετακόμισε λίγες μέρες αργότερα καθώς έπρεπε να διαγράψει το ίχνη της – διέσχιζε το σκοτεινό παράδρομο όπως έκανε πάντα. Είχε τ’ ακουστικά της στ’ αυτιά, την τσάντα της στον ώμο μισάνοιχτη, και γενικώς περπατούσε με μια αδιαφορία προς το περιβάλλον, τόσο οικείο και ασφαλές όπως το ένιωθε. Και κάπου εκεί που τελείωνε το τραγούδι και πριν ξεκινήσει το επόμενο, σ’ αυτή τη χαραμάδα του χωροχρόνου όπου όλα είναι πιθανά, ένιωσε κάποιον να περπατάει πίσω της. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Άλλωστε πολλοί άνθρωποι ζούσαν εδώ τριγύρω, δεν είχε την αποκλειστικότητα της χρήσης του παράδρομου.

Ένα περίεργο συναίσθημα άρχισε να φωλιάζει στο στομάχι της, ωσάν κουλουριασμένο φίδι που ξυπνά από χειμερία νάρκη. Οι παλμοί της καρδιά της αυξήθηκαν και ένας οξύς πόνος διαπέρασε τη κοιλιά της. Αναγνώρισε αμέσως τα σημάδια, στη βιολογία ονομάζεται “fight-or-flight” και είναι αυτό που παθαίνουν τα ζώα στη φύση όταν νιώθουν ότι απειλείται η ζωή τους: ή κάθεσαι να πολεμήσεις την απειλή ή απομακρύνεσαι όσο γίνεται πιο μακριά απ’ αυτή. Να ‘χε φτερά να πέταγε κάθε φορά που βρισκόταν σε κίνδυνο η σωματική της ακεραιότητα, να ‘χε νύχια να τα έμπηγε στην εχθρική σάρκα, να ‘χε τη δυνατότητα να πολέμαγε για τη ζωή της και την ψυχή της, καλά που θα ‘ταν. Αργότερα θα συνειδητοποιήσει πως το είχε μέσα της να τα κάνει όλα αυτά και τι κρίμα που άργησε τόσο πολύ να το καταλάβει.Χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε το χέρι μέσα στη τσάντα, έψαξε για τα κλειδιά, και πέρασε το μεγαλύτερο από δαύτα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο – οι παλιές συνήθειες κόβονται δύσκολα. Ταυτόχρονα έκλεισε τη μουσική στο κινητό της αλλά άφησε τα ακουστικά στ’ αυτιά της.

«Είσαι έξυπνη πιτσιρίκα» μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από πίσω της, τόσο κοντά που ήταν σα να το στόμα της άγνωστης να απείχε μόλις κάτι χιλιοστά από τ’αυτιά της Κλημεντίνης.

Η Κλημεντίνη εστίασε τη προσοχή της στο φώτα του κεντρικού δρόμου μπροστά της. Λίγα ακόμη μέτρα, σκέφτηκε, κράτα γερά για λίγα ακόμη μέτρα.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια και η άγνωστη γυναίκα στεκόταν τώρα μπροστά της.Τόσο γρήγορα έγιναν όλα που η Κλημεντίνη δε πρόλαβε να διακόψει το βηματισμό της και παραπάτησε προκειμένου να μη πέσει πάνω της.

Υπήρχε κάτι πρωτόγονα οικείο μ’ αυτή τη γυναίκα. Ένα έντονο συναίσθημα νοσταλγίας και φυσικού πόνου κυρίευσε τη Κλημεντίνη σα ρίγος. Οι μνήμες, βαθιά εντυπωμένες στις αύλακες του εγκεφάλου, ανέρχονταν ως άγρια θηρία από τα βάθη μιας λίμνης άπατης όπου οι λέξεις επέπλεαν άδειες και άψυχες σα νεκρά ψάρια. Η Κλημεντίνη θυμήθηκε την υπνωτιστική μυρωδιά που ανέδυε το δέρμα της μάνας της και πως συνήθιζε να τη παίρνει ο ύπνος έχοντας χώσει τη παιδική της μουσούδα κάτω απ’ την αμασχάλη της.

«Γλυκό μου παιδί, δε μ’ αναγνωρίζεις;» είπε η γυναίκα. Φορούσε μια μακριά κάπα, ψηλοτάκουνες δερμάτινες μπότες μέχρι το γόνατο και μια κουκούλα που κάλυπτε το μισό της πρόσωπο αφήνοντας να φαίνονται μόνο το στόμα και λίγο από τη μύτη.

Σηκώθηκε χιονισμένος αέρας και η ανάσα της Κλημεντίνης ένα άσπρο σύννεφο γεμάτο υδρατμούς και αγωνία. «Όχι» απάντησε κοφτά φέρνοντας το κασκόλ πιο κοντά στο λαιμό της. Η Κλημεντίνη αποφάσισε πως ό,τι και να συνέβαινε δεν την αφορούσε και καλό θα ήταν να έφευγε όσο πιο γρήγορα γινόταν απ’ τον παράδρομο. Η λογική πέθανε, σκέφτηκε και με γρήγορο βήμα προσπάθησε να απομακρυνθεί από αυτό τον παραλογισμό που βρέθηκε μπλεγμένη.

Άφησε τη γυναίκα πίσω της και επιτάχυνε. Είχε ήδη φτάσει στο πεζοδρόμιο που πλαισίωνε το κεντρικό δρόμο, με αμάξια και ποδήλατα να κινούνται νωχελικά κάτω απ’ το κίτρινο φωτισμό που ακτινοβολούσαν οι λάμπες του δρόμου.

«Τι στο διάολο» άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει. Όταν η Κλημεντίνη τρομάζει, βρίζει.

Η γυναίκα στεκόταν τώρα δίπλα της με τη κάπα της να ανεμίζει και με τη φωνή της ενοχλητικά οικεία, της είπε «πρέπει να σου μιλήσω».

«Έχεις σοβαρά θέματα να λύσεις, το ξέρεις έτσι;», της απάντησε η Κλημεντίνη και κινήθηκε γρήγορα να περάσει το δρόμο.

Η γυναίκα έπιασε τη Κλημεντίνη σφιχτά από το βραχίονα και την ανάγκασε να παραμείνει στη θέση της. «Σε παρακαλώ, μείνε» της είπε και η φωνή της είχε μια μελωδία ωσάν νανούρισμα.

Προς έκπληξη της η Κλημεντίνη υπάκουσε στη παράκληση, ή μήπως ήταν εντολή; Αυτό που δεν ήξερε τότε αλλά το γνωρίζει πολύ καλά τώρα, είναι ότι τα βαμπίρ έχουν αυτήν την ικανότητα, να επιβάλουν τη θέληση τους στη θέληση τουυποκειμένου τους.

«Ίσως να μιλήσουμε κάπου πιο ιδιωτικά;» ρώτησε και ακούστηκε λιγότερο ως ερώτηση και περισσότερο ως πρόσκληση.

Η Κλημεντίνη πάλεψε μ’ ότι πνευματική αντοχή της είχε απομείνει. Στάλες παγωμένου ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπο της. Κατάλαβε πως αυτή η γυναίκα τη μαγνήτιζε με κάποιο τρόπο και πως όποιος και να ήταν ο λόγος που ήθελε να της μιλήσει τόσο επιτακτικά, σίγουρα δεν ήταν καλοήθης.

Με τρεμάμενο χέρι, λες και σήκωνε αμόνι, η Κλημεντίνη κατάφερε να δείξει έναν φούρνο στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανοιχτό ακόμη παρά το περασμένο της ώρας, και ψέλλισε «εκεί».

Το βαμπίρ γύρισε να κοιτάξει και η κουκούλα της ανέμισε κάτω από την επίδραση του παγωμένου αέρα. Η Κλημεντίνη έριξε μια γρήγορη ματιά στη γυναίκα που στεκόταν δίπλα της. Τα ζυγωματικά της ήταν ψηλά και με έντονες γωνίες,πυραμίδες θαμμένες για χρόνια κάτω από τόνους κρυστάλλινης άμμου, πόνου και νοσταλγίας. Ποιος μπορούσε να πει τι είδους μυστικά έκρυβαν. Να μπορούσε να τ’αγγίξει, να τρέξει τα ακροδάχτυλα της στο αλαβάστρινο δέρμα, να νιώσει με τις αισθήσεις της αυτό που το μυαλό της αρνιόταν να δεχτεί.

Το βαμπίρ δε μίλησε, κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, μια κίνηση τόσο ανεπαίσθητη που η Κλημεντίνη δε κατάλαβε τι θ’ ακολουθούσε παρά μόνο όταν είδε τη μυστηριώδη γυναίκα με τη κάπα να περνάει το δρόμο. Ο βηματισμός της αέρινος και αποφασιστικός, σχεδόν μυστικιστικός, παρέσυρε τα βήματα της Κλημεντίνης στον ίδιο ρυθμό. Αυτό την έκανε να σκεφτεί τα γατάκια που αντιγράφουν άκομψα κάθε κίνηση της μάνας τους ώστε να μάθουν να πλένονται, να κυνηγούν, να επιτίθενται. Monkey see, monkey do.

Ο φούρνος εξυπηρετούσε και ως καφετέρια με μόνο τρία τραπεζάκια διαθέσιμα. Φάνηκε πως ήταν οι μοναδικοί πελάτες και όταν η Κλημεντίνη άνοιξε την πόρτα μια ριπή ζεστού αέρα τη χτύπησε στο πρόσωπο και ήταν σα κάποιος να της έδινε ένα δυνατό χαστούκι. Τι στα κομμάτια έκανε εδώ μέσα;

Το καμπανάκι πάνω από την πόρτα έκανε τον μοναδικό υπάλληλο του φούρνου να πεταχτεί από τη νυσταγμένη του θέση. Κοίταξε τις δύο γυναίκες και η Κλημεντίνη είδε την απορία έντονη ζωγραφισμένη στα μισάνοιχτα χείλη του. «Εμ, κλείνουμε σε λίγο» είπε απευθυνόμενος στην Κλημεντίνη η οποία πρόσεξε δύο πράγματα. Ένα, ότι ο νεαρός πίσω από το ταμείο απέφευγε δια ροπάλου να αντικρίσει τη γυναίκα δίπλα της και δύο, ότι ο φούρνος έκλεινε σε είκοσι λεπτά. Αυτό ήταν καλό, σήμαινε πως ότι και να γινόταν, θα τελείωνε γρήγορα και μετά… μετά δενήξερε τι θα ακολουθούσε αλλά προς το παρόν συγκεντρωνόταν σ’ αυτά τα είκοσι λεπτά που είχε μπροστά της. Αυτό ήταν κάτι που η Κλημεντίνη ήξερε να κάνει καλά ήδη από μικρό παιδί, να διαμερισματοποιεί ότι της συνέβαινε και να το τοποθετεί κάτω από το πρίσμα πεπερασμένου χρόνου. Όλα κάποτε τελειώνουν, έτσι κι αλλιώς.

Η γυναίκα έκατσε στο πιο μακρινό τραπέζι σε σχέση με τη θέση του υπαλλήλου κάτι που δεν είχε και πάρα πολύ νόημα σ’ έναν τόσο μικρό χώρο. Η Κλημεντίνη την κοίταζε μαγνητισμένη και ταυτόχρονα μ’ έναν πρωτόγονο φόβο.Εμπρός της ο νεαρός υπάλληλος περίμενε να πάρει τη παραγγελία, το μέτωπο του είχε ζαρώσει και τα φρύδια του δύο ανοιχτές παρενθέσεις. «Τσάι παρακαλώ, και για τις δυο μας». Ο υπάλληλος κοίταξε τη γυναίκα στο τραπέζι αμφιβάλλοντας αν το τσάι ήταν το ποτό της επιλογής της και ετοίμασε τις δύο κούπες. Καθώς σέρβιρε το τσάι ρώτησε «είναι κάποιου είδους cosplay;» Τώρα τι να του πεις, σκέφτηκε η Κλημεντίνη,πήρε το τσάι και κινήθηκε προς το τραπέζι.

Ακούμπησε τις κούπες στο τραπέζι, έκατσε, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε. Η γυναίκα μετά από λίγο μίλησε και είπε «Αυτό που θα σου πω, θ’ακουστεί εξωφρενικό, παράλογο ψέμα, λόγια ενός τρελού. Σε παρακαλώ να
κρατήσεις ανοιχτό το μυαλό σου και να με ακούσεις.»

Κατέβασε αργά τη κουκούλα και κοίταξε τη Κλημεντίνη στα μάτια. Όλα τα στοιχεία ήταν εκεί μπροστά της, τα χείλη, τα μάτια. Η Κλημεντίνη είχε το ίδιο σχήμα χειλιών και ματιών με τη μητέρα της. Ωστόσο ακόμη και τώρα, το μυαλό της αρνιόταν να δεχτεί αυτό που έβλεπε εμπρός της.

«Κλημεντίνη. Παιδί μου. Μονάκριβή μου κόρη» είπε και άπλωσε τα χέρια για να βρει το κενό.

Η Κλημεντίνη, ακίνητη ως άγαλμα από γυαλί, εύθραυστη και ακλόνητη, έμεινε να ψελλίζει τους στίχους ενός ποιήματος στο οποίο ανέτρεχε πάντα όταν η κριτική σκέψη την εγκατέλειπε.

Because I couldn’t stop for Death – He kindly stopped for me –

«Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν το τέλος» είπε η μητέρα της. «Θυμάσαι πόσους μήνες πέρασα στο νοσοκομείο. Με τον πατέρα σου προσπαθήσουμε να σε αφήσουμε όσο γίνεται έξω αυτό και πιθανόν να μη ξέρεις πόσο πολύ υπέφερα. Οι συνεχόμενες χημειοθεραπείες, ο πόνος στα κόκαλα και στα νεύρα, τόσο έντονος και εν τω βάθει, λες και ήταν πάντα εκεί περιμένοντας την ευκαιρία να ανθίσει κάτω από το φλεγόμενο δέρμα μου. Οι άυπνες και ατέλειωτες νύχτες, οι αλλοιωμένες γεύσεις,οι εμετοί, τα δάκρυα, κανένας έλεγχος πάνω στις σωματικές μου λειτουργίες. Αργά
άλλαζα μορφή και από άνθρωπος γινόμουν κάτι άλλο, γινόμουν σκιά του εαυτού μου στην αρχή και μετά σκιά της ανάμνησης αυτού που κάποτε ήμουν. Ήταν τότε που ζήτησα από τον πατέρα σου να μη σε ξαναφέρει στο νοσοκομείο. Ήθελα να με θυμάσαι υγιής και όμορφη.» Η φωνή της ήταν σταθερή, δεν είχε χρώμα, δεν είχε
ένταση, ήταν σα να απαγγέλλει.

Εδώ σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε τη Κλημεντίνη για μια κάποια αντίδραση.Ο καιρός σταδιακά αγρίευε αλλά η χιονοθύελλα έξω από το παράθυρο δε μπορούσε να συγκριθεί με το παγερό βλέμμα της Κλημεντίνης.

«Υπήρχε ένας άντρας, γιατρός τότε» συνέχισε με τον ίδιο μονότονο ρυθμό, σα να μίλαγε για τη ζωή μιας άλλης «μόνιμα νυχτερινές βάρδιες. Με βοήθησε με τον πόνο, φυσικό και ψυχολογικό. Με βοήθησε να νιώσω ξανά ότι υπάρχει ίσως ελπίδα, ότι θα τα καταφέρω να βγω νικήτρια, ότι έχω μια δεύτερη ευκαιρία. Ποιος άλλωστε,
τόσο κοντά στο θάνατο όσο εγώ, δε θα έκανε το ίδιο; Ήμουν πολύ νέα για να πεθάνω και το σώμα μου δεν άντεχε άλλο, τα κύτταρα μου πέθαιναν και μαζί μ’ αυτάκι εγώ. Ο άντρας εκείνος μου έδωσε μια διέξοδο. Με αντίτιμο φυσικά. Αλλά διέξοδο παρόλ’ αυτά. Αιώνια ζωή, αυτή ενός βαμπίρ.» Είπε η μητέρα της και άνοιξε διάπλατα
τα χέρια της ωσάν πουλί έτοιμο να πετάξει.

Στο σημείο αυτό η Κλημεντίνη άρχισε να σκέφτεται σοβαρά πως αυτό που βίωνε ήταν μιας σοβαρής μορφής παραίσθηση, αποτέλεσμα νευρικού κλονισμού.Πως ένας άνθρωπος έχοντας σώας τας φρένας, αντιδρά σε τέτοια νέα; Όχι μόνο η μητέρα της δε πέθανε αλλά υπήρχαν υπερφυσικά όντα γνωστά και ως βαμπίρ. Τι άλλο θα ακολουθούσε μετά; Λυκάνθρωποι; Ξωτικά; Γιέτι;

Τώρα η Κλημεντίνη άρχιζε να θυμώνει. Που ήταν όλα αυτά τα χρόνια που χρειαζόταν τη μητέρα της; Που ήταν να την προστατέψει;

«Καταλαβαίνω» απάντησε η μητέρα της λες και άκουσε τις σκέψεις της. Που τις άκουγε δηλαδή, αλλά αυτό η Κλημεντίνη δε το ήξερε ακόμα.

«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Δε ξέρω τι θες από μένα και μετά από είκοσι χρόνια με θυμήθηκες αλλά ότι και να’ χεις στο μυαλό σου να το ξεχάσεις» φώναξε η Κλημεντίνη και κοπάνησε τα χέρια της στο τραπέζι. Ο νεαρός υπάλληλος
ανασκουμπώθηκε αμήχανα πίσω από τη ταμειακή μηχανή.

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Η ζωή μου βρίσκεται σε κίνδυνο και μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις» είπε με σπασμένη φωνή. Της φάνηκε της Κλημεντίνης; Ή η μητέρα της ήταν τρομοκρατημένη από κάτι, ή ίσως κάποιον;

Λαμβάνοντας τη σιωπή της ως ενθάρρυνση, η μητέρα της συνέχισε «Δεν μπορώ να επανορθώσω για την καταστροφική απουσία μου, αλλά αν με βοηθήσεις τώρα, στο υπόσχομαι πως θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής σου προσπαθώντας να εξιλεωθώ στο πρόσωπό σου.»

Όπως αποκαλύφθηκε στη πορεία, η μητέρα της στη προσπάθειά της να ανέλθει στην ιεραρχία των βαμπίρ της πόλης – σοκαριστικό αλλά οργανώνονται κοινωνικά – προκάλεσε ανοιχτά κάποιον μεγάλο σε ηλικία και δεξιότητες βαμπίρ-μάγο. Άλλη μια αποκάλυψη, υπάρχει μαγεία και όχι τύπου sleight of hand. Η μητέρα της, ερασιτέχνης καθώς ήταν στη μαγεία, δεν είχε καμία ελπίδα απέναντι στον εν λόγω μάγο και ότι συμμάχους είχε κανείς δε προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει, διότι κανείς δεν ήθελε να γευτεί από πρώτο χέρι το μένος του πανίσχυρου βαμπίρ. Το μόνο που φάνηκε να της δίνει ένα προτέρημα στην επικείμενη μάχη ήταν ένα ξόρκι προστασίας βασικό συστατικό του οποίου ήταν αίμα δοσμένο εθελοντικά από συγγενή πρώτου βαθμού.

Μάλιστα. Κατά ‘πως φαίνεται, η αγωνία της μάνας ήταν περισσότερο αγωνία επιβίωσης και τίποτ’ άλλο.

Η Κλημεντίνη έχασε επαφή με το περιβάλλον της και ήταν ξανά παιδί.Απροστάτευτη, μόνη, φοβισμένη, στις σκοτεινές γωνίες του δωματίου της να ονειρεύεται την εκδίκηση.

Πως πεθαίνει ένα βαμπίρ; Του κόβεις το κεφάλι; Του παλουκώνεις τη καρδιά;Το μπουκώνεις σκόρδα; Το αφήνεις να καεί στον ήλιο; Τι από τη λαϊκή παράδοση και τα παραμύθια ίσχυε; Πολύ γρήγορα η Κλημεντίνη συνειδητοποίησε πως η ζωή της όπως την ήξερε είχε πια τελειώσει και ότι τώρα ήταν η δικιά της σειρά της για μια δεύτερη ευκαιρία. Ζήτησε από τη μητέρα της να τη συναντήσει στο διαμέρισμά της μια ώρα πριν το ξημέρωμα.

«Είναι αρκετά ριψοκίνδυνο για μένα» της είπε.

«Θα βρεις τον τρόπο» της απάντησε.

***

Ο πρώτος φόνος χάνει κάτι από κομψότητα και από χάρη. Είναι βιαστικός,αγχωτικός και αφήνει ένα χάλι από στοιχεία πίσω του. Μία ώρα πριν το ξημέρωμα και η Κλημεντίνη είχε προμηθευτεί ότι το ίντερνετ είχε να της προτείνει για την περίσταση. Βούτηξε τη λεπίδα απ’ το στρατιωτικό μαχαίρι της, δώρο πρώην συντρόφου, σ’ ευλογημένο νερό που παραδόξως έτυχε να έχει στη κατοχή της ύστερα από την πρόσφατη επίσκεψή της στη Ρώμη. Η ίδια άθεη αλλά με περιέργεια απέναντι στη θρησκεία, είχε ως χόμπι τη συλλογή θρησκευτικών ειδώλων και αντικειμένων. Η συλλογή της περιείχε μεταξύ άλλων ένα αγαλματίδιο του θεού Γκανέσα, ένα ροζάριο, ένα ασημένιο αστέρι του Δαβίδ και ένα μπουκαλάκι με αγιασμένο νερό από το Βατικανό.

Όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, η μητέρα της κοντοστάθηκε. «Πρέπει να με καλέσεις εσύ μέσα» της είπε. Μάλιστα. Αυτό σήμαινε πως οι λαϊκές δοξασίες είχαν μια δόση αλήθειας. Αν ήταν αλήθεια επειδή ο κόσμος το πίστευε ή αν ήταν αλήθεια ανεξάρτητα πίστης, είναι μια διαφορετική συζήτηση περισσότερο φιλοσοφικού περιεχομένου η οποία θα προβληματίσει έντονα την Κλημεντίνη στο μέλλον. Όπως είχε πει και ο Νίτσε, δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνο ερμηνείες. Από την άλλη ο Χέγκελ έλεγε, το λογικό είναι το πραγματικό. Οπότε προφανώς τα πράγματα δεν είναι όπως εμφανίζονται να είναι και άλλα τέτοια πολλά που θα βασανίζουν την Κλημεντίνη για χρόνια προσπαθώντας να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στη νέα πραγματικότητα, αυτή του κυνηγού βαμπίρ.

Η Κλημεντίνη δε μίλησε παρά μόνο έδειξε με το χέρι της το εσωτερικού του διαμερίσματός της. Η μητέρα της πέρασε τη πόρτα και η θερμοκρασία του σπιτιού έπεσε ραγδαία. «Όμορφα το έχεις διακοσμημένο» είπε κοιτάζοντας τριγύρω σα λαγωνικό. «Όχι» της απάντησε κοφτά η Κλημεντίνη η οποία έμεινε να κοιτάζει τη μητέρα της θυμούμενη πως ήταν όμορφη κάποτε «αυτό δε θα το κάνουμε. Ας τελειώνουμε με τις ‘οικογενειακές’ υποχρεώσεις και ας μη δούμε ξανά η μία την άλλη». Με τον τρόπο της έλεγε το αντίο που δε μπορούσε να πει όλα αυτά τα χρόνια.

Με γρήγορες και νευρικές κινήσεις έχωσε τη μεταλλική άκρη της λεπίδας εμποτισμένη με το ευλογημένο νερό, βαθιά μέσα στη καρωτίδα της μάνας της την ώρα που εκείνη έπινε το αίμα της κόρης της από το δεξί εσωτερικό καρπό. Τόσο κοντά η μια στην άλλη, αγκαλιασμένες σε μια στάση με παράξενες γωνίες και ανάγκες. Όταν γύρισε τη λεπίδα εκατόν ογδόντα μοίρες η μητέρα της έμπηξε τους κυνόδοντες πιο βαθιά μέσα στη σάρκα της. Η Κλημεντίνη άφησε μια κραυγή που περιείχε όλες τις κρυμμένες και καλά θαμμένες κραυγές που τη βασάνιζαν από μικρό παιδί. Κραυγές που καμία ψυχοθεραπεία δε κατάφερε ν’ απελευθερώσει. Έσπρωξε τη μάνα της προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα την ώρα που ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του στον καθαρό, χειμωνιάτικο ουρανό. Η Κλημεντίνη έμεινε με κομμένη την ανάσα να περιμένει να δει τη μητέρα της να γίνεται στάχτη. Ήξερε πως αν αποτύγχανε τώρα, μετά θα ακολουθούσε ο δικός της φριχτός θάνατος.

Έκτοτε η Κλημεντίνη έχει γίνει καλύτερη στο να σκοτώνει βαμπίρ. Δεν είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να είναι αλλά βελτιώνεται σταδιακά και μεθοδικά.Κυκλοφορεί στην πόλη με μια κάπα και κουκούλα που κρύβει τα μάτια της και αφήνει να φαίνεται μόνο στο στόμα της και λίγο από τη μύτη της. Στο εσωτερικό του δεξιού καρπού φέρει τατουάζ τον ουροβόρο όφι με κεντρικό χαρακτηριστικό δύο συμμετρικές μαύρες κηλίδες.

Main Image Reference

Tags: Abstract , fantasy , horror , short-story , Spooky , Vampire , weird , αλλόκοτο , Βαμπίρ , Βρικόλακες , διήγημα , ιστορία , τρόμος , φαντασία

Έλενα Κοτσιλίτη

Δημοσιεύτηκε 14 Οκτωβρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.