Το πυκνό σύννεφο καπνού που απλώνονταν σαν πυρηνικό μανιτάρι πάνω απ’ το σημείο μηδέν της πρόσκρουσης είχε ήδη φτάσει στα όρια της στρατόσφαιρας και έβαφε κόκκινο τον ουρανό, αντανακλώντας τα μυριάδες φώτα της Αττικής Χερσονήσου.
Το αμφικόπτερο διαπέρασε σαν μετεωρίτης την αναβράζουσα εκείνη μάζα του καπνού και της στάχτης και χάνοντας σταθερά ύψος, αιωρήθηκε πάνω απ’ τον ολοστρόγγυλο κρατήρα που παραμόρφωνε σαν χαίνουσα πληγή τον πολεοδομικό ιστό της πόλης.
Μια τεράστια έκταση από οικοδομικά τετράγωνα που έμοιαζαν με βομβαρδισμένες πόλεις του περασμένου αιώνα απλώθηκε έξω απ΄ το διάφανο πιλοτήριο του αμφικόπτερου. Απογυμνωμένα κτίρια χωρίς οροφές, με κατεστραμμένα σωθικά και άδεια παράθυρα εναλλάσονταν με ερημωμένες λεωφόρους και πλατείες που ξεχείλιζαν από αδιάβροχες σκηνές και πτυσσόμενα καταλύματα παροχής πρώτων βοηθειών. Κάποια απ’ τα κτίρια καίγονταν ακόμα. Ανάμεσά τους διέκρινα φωτεινά σημαδάκια που πάλλονταν και κινούνταν ασταμάτητα. Ήταν τα ημι-αυτόματα οχήματα των σωστικών συνεργείων που είχαν ήδη πιάσει δουλειά. Οδηγημένα απ’ τα σήματα που έστελναν οι εμφυτευμένοι βιοπομποί που κάθε πολίτης της Ευρωπαικής Ομοσπονδίας φέρει υποχρεωτικά απ’ τη στιγμή της γέννησής του, εντόπιζαν αμέσως εκείνους που ήταν ακόμα ζωντανοί. Ρομπότ-εσκαφείς άνοιγαν τούνελ και περάσματα μέσα απ’ τα μαυρισμένα ερείπια ενώ άλλα, πιο εξειδικευμένα μοντέλα, γλυστρούσαν σαν φίδια ανάμεσα απ’ τα μπάζα και παρείχαν στους εγκλωβισμένους επιζώντες οξυγόνο, νερό και θρεπτικά διαλύματα που θα τους βοηθούσαν να κρατηθούν στη ζωή. Ομάδες περισσυλλογής βρίσκονταν ήδη καθοδόν με σκοπό να περισσυλλέξουν τ’ αναρίθμητα πτώματα που γέμιζαν τα τσακισμένα κτίρια και τους δρόμους της Μεγάπολης. Σκοπός τους ήταν να τα παραδώσουν στα κέντρα γονιδιακής αναγνώρισης όπου θα περνούσαν την καθιερωμένη διαδικασία ταυτοποίησης προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθος της απώλειας σε ανθρώπινες ζωές. Τα πτώματα θα παραδίδονταν στη συνέχεια στους Δημόσιους αποτεφρωτήρες, παρουσία συγγενών τους, αν υπήρχαν.
Η τροχιακή βολίδα είχε συντριβεί πάνω σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα εργατικών πολυκατοικιών που φιλοξενούσε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Υποτίθεται πως κάποιος ιός είχε τρελάνει τον υπολογιστή πλοήγησης του σκάφους. Το αποτέλεσμα; Αντί να προσγειωθεί ωραία και καλά στο κοσμοδρόμιο του Άμπου-Ντάμπι, η βολίδα είχε συντριβεί σαν φονικός αστεροειδής, με μια ταχύτητα χιλιών χιλιομέτρων την ώρα, στην πιο πυκνοκατοικημένη ζώνη του Ελλαδικού χώρου, στα απέραντα προάστια της Αττικής Χερσονήσου.
Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση, κάπου είκοσι χιλιάδες άνθρωποι είχαν πεθάνει ακαριαία καθώς οι ουρανοξύστες των εκατόν –πενήντα ορόφων έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο σαν τα πούλια ενός ντόμινο, τσακισμένοι απ’ το τερατώδες ωστικό κύμα της πρόσκρουσης. Άλλοι εκατό χιλιάδες είχαν τραυματιστεί σοβαρά.
Εγώ ενδιαφερόμουν ωστόσο για ένα και μόνο απ’ τα θύματα. Είχα έρθει να βρω τον επιβάτη της βολίδας.
Όταν άνοιξαν οι πλευρικές πόρτες του αμφικόπτερου και πάτησα σε στέρεο έδαφος, αντίκρισα ένα τοπίο που έμοιαζε με τεράστια χωματερή. Η ατμόσφαιρα ήταν θολή απ’ τους καπνούς. Φλόγες και σπινθήρες που έβγαιναν μέσα από κατεστραμμένα δίκτυα ηλεκτροδότησης φώτιζαν βουνά από συντρίμμια και μπάζα που θα χρειάζονταν μήνες ολόκληρους εντατικών προσπαθειών για ν’ απομακρυνθούν.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου έχω βρεθεί σε πολλά μέρη που έχουν χτυπηθεί από κάποια καταστροφή. Έχω αντικρίσει σιδηροδρομικά ατυχήματα, πλημμυρισμένα προάστια παράκτιων μεγαλουπόλεων και βομβαρδισμένες πυρηνικές εγκαταστάσεις που ζέχνουν ραδιενέργεια. Αλλά αυτό εδώ ήταν το κάτι άλλο. Ευτυχώς δηλαδή που η στολή εδάφους που φορούσα με προφύλασσε απ’ τη ζέστη και τη δυσοσμία που απλώνονταν στη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα.
Έκανα νόημα στον πιλότο του αμφικόπτερου να με περιμένει μέσα στο σκάφος και στη συνέχεια πλησίασα έναν αρχι-διασώστη ο οποίος με κοίταζε μ’ ένα απροκάλυπτα εχθρικό βλέμμα. Φυσικό ήταν: Εκείνη τη στιγμή εκπροσωπούσα στα μάτια του την εξουσία: Προφυλαγμένος μέσα στη ντιζαινάτη στολή μου, έχοντας βγει μέσα από ένα πανάκριβο αμφικόπτερο, βρισκόμουν εδώ μόνο και μόνο για να σώσω έναν λεφτά που είχε ρίξει το διαστημικό του παιχνιδάκι πάνω σ’ έναν ουρανοξύστη όπου ζούσαν τρεις χιλιάδες οικογένειες. Στο μεταξύ άνθρωποι πέθαιναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άνθρωποι που ήταν πολύ φτωχοί για να πληρώσουν για την αθανασία που εξασφάλιζε η εταιρία της οποίας ήμουν εκπρόσωπος.
Δεν πτοήθηκα καθόλου από εκείνο το βλέμμα. Είναι κάτι που έχω πλέον συνηθίσει.
Μπροστά μας υψώνονταν ένας σωρός από συντρίμια που σχημάτιζε ένα άμορφο ανάχωμα. Κάποτε ήταν η πλευρά ενός ουρανοξύστη.
«Έχετε ανοίξει τη δίοδο;» ρώτησα τον εχθρικό διασώστη. Εκείνος αρνήθηκε να με κοιτάξει κατάματα. Το βλέμμα του καρφώθηκε κάπου πάνω απ’ τον ώμο μου. Όσο απ’ το πρόσωπό του δεν καλύπτονταν από την προσωπίδα που φορούσε ήταν βρώμικο ενώ λεπτές γραμμές κούρασης απλώνονταν γύρω απ’ τα μάτια του.
«Είναι έτοιμη», μου απάντησε.
«Οδηγήστε με εκεί», του είπα κοφτά, κοιτάζοντάς τον μέσα απ’ το προστατευτικό γυαλί της κάσκας μου.
Εκείνος μου γύρισε την πλάτη και δίχως να μου απαντήσει, άρχισε να περπατάει προς το ανάχωμα. Με την άκρη του ματιού μου είδα μια ομάδα από διασώστες να μου ρίχνουν πλάγιες ματιές και να μουρμουρίζουν στα μουλωχτά. Το μίσος τους έμοιαζε να διαπερνάει τη στολή μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής έντασης. Σκασίλα μου. Ο τύπος που έψαχνα είχε υπογράψει συμβόλαιο Α΄τύπου με την Εταιρία. Είχε πληρώσει χοντρά λεφτά για να εξασφαλίσει την αθανασία του και το μπόνους που με περίμενε ήταν αρκετά γενναιόδωρο.
Στο κάτω-κάτω ζούμε σ’ έναν άδικο κόσμο. Αν παρατούσα αυτή τη δουλειά τι θα κατάφερνα; Θα’ βγαινα στην ανεργία και θα έπεφτα στα νύχια των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Θα μου έδιναν ένα πενιχρό επίδομα και θα με στοίβαζαν σε κάποιον εργατικό ουρανοξύστη, σ’ ένα δωμάτιο τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων όπου θα έτρωγα κονσέρβες και θ’ ανέπνεα ανακυκλωμένο αέρα. Θα έπρεπε να ξεχάσω τ’ αντιγηραντικά χάπια και τους ορρούς ορμονικής εξισορρόπησης που προς το παρόν έχω τη δυνατότητα ν’ αγοράζω. Η μοναδική μου διασκέδαση θα ήταν οι εικονικές σαπουνόπερες και θα ζούσα όλη μου τη ζωή καθισμένος σε μια πολυθρόνα από συνθετικό δέρμα. Και κάποτε, όταν θα γερνούσα και θα γινόμουν ένα χούφταλο που όλοι θ’ αντίκρυζαν με αηδία, θα με ξαπόστελναν με συνοπτικές διαδικασίες στο κοντινότερο κέντρο ευθανασίας.
Ειλικρινά, μπροστά σ’ αυτή την προοπτική, πως θα μπορούσε να μ΄ενδιαφέρει η αποδοκιμασία ορισμένων μπατίρηδων ηρώων;
Όταν φτάσαμε στο πέρασμα που είχαν ανοίξει για πάρτη μου τα σωστικά συνεργεία, αντίκρισα ένα κατηφορικό τούνελ που ήταν στενό και γεμάτο από ηλεκτρικά καλώδια και πρόχειρα τοποθετημένους δοκούς αντιστήριξης. Έβγαζε στον εσωτερικό πυρήνα του συγκροτήματος, εκεί όπου είχε καρφωθεί η βολίδα.
Το τούνελ ήταν άδειο καθώς ένας από τους σημαντικότερους όρους του Πρωτοκόλλου συνεργασίας ανάμεσα στην εταιρία και στις Υπηρεσίες Διάσωσης καθορίζει ότι ο συλλέκτης του πελάτη πρέπει να δουλεύει μόνος του, απερίσπαστος από οποιαδήποτε ενόχληση. Απαγορεύονταν επίσης κάθε είδους ηλεκτρονικής ή μη καταγραφής των κινήσεών μου απ’ τη στιγμή που θα ξεκινούσα τη δουλειά μου. Αυτή ήταν μια οδηγία που με βόλευε πάρα πολύ.
Το τούνελ μ’ έβγαλε στο εσωτερικό του κρατήρα, στο σημείο όπου είχε συντριβεί το σκάφος. Κείτονταν στο κέντρο μιας τεράστιας τρύπας σαν καψαλισμένη όρκα, αεροδυναμικό και μαυρισμένο απ’ την τριβή του με την ατμόσφαιρά. Τα πτερύγια ζυγοστάθμισης μπορεί να είχαν καταστραφεί εντελώς και οι κινητήρες του να έδειχναν εντελώς διαλυμένοι αλλά το κυρίως σκαρί του, το καλυμμένο με κρυσταλλικά πολυμερή και κεραμικά επιστρώματα που είχαν τη σκληρότητα του διαμαντιού και την αντοχή του ανθεκτικότερου χάλυβα, είχαν αντέξει στην πρόσκρουση.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που άρχισαν να ρέουν στο τερματικό της στολής μου, ο επιβάτης του, ο οποίος περιβάλλονταν από τα καλύτερα συστήματα παθητικής ασφάλειας και συντήρησης ζωής που έχουν κατασκευαστεί ποτέ, ήταν ακόμα ζωντανός.
Η βολίδα έμοιαζε με πανάκριβο παιχνίδι. Και ήταν. Ένας θρίαμβος της νανοτεχνολογίας και ενός αιώνα διαστημικής έρευνας. Το αξεσουάρ ενός αντιπροσώπου της ελίτ του πλανήτη το ετήσιο εισόδημά του οποίου ξεπερνούσε το Ακαθάριστο Εμπορικό ισοζύγιο ενός ολόκληρου ημισφαιρίου και ο οποίος περνούσε τη ζωή του μέσα σε παραδείσια τροχιακά ξενοδοχεία και διαστημικούς σταθμούς υπερπολυτελείας.
Εγώ πάλι ανήκω στους υπόλοιπους, στη μάζα, είμαι καταδικασμένος να επιβιώνω όπως-όπως σ’ έναν εξαντλημένο κόσμο που ασφυκτιά απ’ το φαινόμενο του θερμοκηπίου τη ρύπανση και τον υπερπληθυσμό.
Πλησίασα την καρβουνιασμένη άτρακτο καθώς ένας απόηχος απ’ το μίσος με το οποίο με είχαν κοιτάξει τα σωστικά συνεργεία γέμιζε το μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή συμμεριζόμουν τις απόψεις τους εκατό τοις εκατό. Υπήρχε όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς και σε μένα. Εγώ είχα μια μικρή ευκαιρία να εκδικηθώ, εκείνοι όχι. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο μου αρέσει αυτή η δουλειά. Η ευκαιρίες που μου προσφέρει για να παίρνω εκδίκηση.
Η αερόθυρα της βολίδας αναγνώρισε το κωδικοποιημένο σήμα του ηλεκτρονικού αντικλειδιού που είχα φέρει μαζί μου και ένα στενό πέρασμα άνοιξε μπροστά μου. Έπρεπε να μπουσουλήσω για να μπω εκεί μέσα.
Το πολυμορφικό ρομπότ-ανιχνευτής που αποσπάστηκε απ’ την πλάτη της στολή μου άλλαξε μορφή μόλις άγγιξε το έδαφος. Αναδιπλώθηκε στον εαυτό του και μετατράπηκε σε κάτι που έμοιαζε με συνθετική κατσαρίδα. Μπήκε πρώτο στο πέρασμα και εγώ το ακολούθησα σερνάμενος και ασθμαίνοντας καθώς η στολή που φορούσα δεν μου πρόσφερε και πολλά περιθώρια ευελιξίας.
Αργά ή γρήγορα η εταιρία θ’ αντικαθιστούσε και μάς, τους συλλέκτες με κάτι περισσότερο εξελιγμένο. Κάποιος έξυπνος μάνατζερ, κάποτε, θ’ ανακάλυπτε πως με τη χρήση του ρομπότ και μόνο, η περισσυλλογή των πελατών θα μπορούσε να γίνει πιο εύκολα και κυρίως πιο φτηνά. Και τότε θα βγαίναμε στην πρόνοια. Αυτή φαίνεται να είναι η μοίρα όλων μας τελικά. Ο κόσμος καλπάζει και αλλάζει, κινείται προς τα εμπρός, προς ένα λαμπρό μέλλον και δεν έχει την πολυτέλεια να σέρνει μαζί του άχρηστα υπολείμματα του παρελθόντος.
Το πέρασμα μ΄έβγαλε στην κάψουλα του επιβάτη. Μια φορά και έναν καιρό θα πρέπει να έμοιαζε μ’ ασημένιο αυγό, σχεδιασμένη κατά τρόπο τέτοιο ώστε το περιεχόμενό της να προστατεύεται από κάθε είδους σύγκρουση η άλλου είδους μηχανική καταπόνηση. Τώρα όμως είχε σπάσει και τσαλακωθεί σαν συνθλιμμένο κουτάκι αναψυκτικού. Φαίνεται πως δεν είχε αντέξει τελικά στην ορμή της πρόσκρουσης.
Μια πελώρια τρύπα, ένα άνοιγμα που έμοιαζε με ακανόνιστο σχίσιμο, μου έδωσε την ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στο σκοτεινό εσωτερικό της. Πάνω σ’ ένα κάθισμα-κουκούλι που είχε απανθρακωθεί, ανάμεσα σε παραμορφωμένα υπολείμματα που κάπνιζαν ακόμα, σάλευε αδύναμα μια ανθρώπινη μορφή. Την κάρφωσα με το φως του φακού μου και ένιωσα μια πικρή γεύση ν’ ανεβαίνει στο στόμα μου. Πήρα μια βαθιά αναπνοή γιατί δεν ήθελα να κάνω εμετό μέσα στη στολή και να καταστρέψω τον πανάκριβο εξοπλισμό της, το κόστος επισκευής του οποίου θα παρακρατούνταν μετά απ’ το μισθό μου.
Δεμένο ακόμα με τους ιμάντες που το συγκρατούσαν θέση του, κείτονταν ένα ανθρώπινο κορμί που αρνιόταν να πεθάνει. Το δέρμα του είχε καεί ολοσχερώς και κρέμονταν σε φριχτές γκρίζες λουρίδες. Ήταν καταματωμένο και ανέπνεε σπασμωδικά. Οι ιμάντες του καθίσματος είχαν χωθεί βαθιά στο στήθος και την κοιλιά του και είχαν τσακίσει οστά και τένοντες. Μια μάζα από εντόσθια που έμοιαζαν με καλοθρεμμένα σκουλήκια ξεπρόβαλε μέσα απ’ το στομάχι του.
Ένα ζευγάρι μάτια που ήταν καταγάλανα και λαμπερά, καρφώθηκαν πάνω μου. Έμοιαζαν με πολύτιμα πετράδια που στόλιζαν μια παραμορφωμένη μάσκα.
Έπρεπε να ήταν συνθετικά και μάλιστα τελευταίας τεχνολογίας. Θα πρέπει να κόστιζαν μια μικρή περιουσία.
Έβγαλα ένα νυστέρι απ’ την εργαλειοθήκη μου και χρησιμοποιώντας το σαν φτυάρι, έβγαλα το μάτι του τραυματία απ’ την κόγχη του. Εκείνος σπάραξε και κραύγασε αδύναμα. Το έβαλα, μαζί με τ’ οπτικό του νεύρο που αποσπάστηκε μαζί του, σε μια πλαστική σακουλίτσα και μετά σε κάποια εσωτερική τσέπη της στολής μου.
Δεν ένιωσα καμία τύψη γιαυτό που μόλις είχα κάνει, αφού σε λίγο ο πελάτης θα ήταν νεκρός. Η Εταιρία με είχε στείλει να συλλέξω το μνημονικό μικροτσίπ που είχε φυτέψει στο κεφάλι του απ’ τη στιγμή που είχε γεννηθεί. Το κατεστραμμένο σώμα του δεν ενδιέφερε κανένα. Μπορούσα να το κάνω ότι ήθελα. Πέθαινε βέβαια. Και εγώ τον βασάνιζα. Ναι, αλλά οι αναμνήσεις του απ’ τη στιγμή της πρόσκρουσης και μετά θα αφαιρούνταν έτσι κι αλλιώς, καθώς θα κρίνονταν υπερβολικά δυσάρεστες για την ψυχοσωματική του ευεξία. Όταν ξυπνούσε στο καινούργιο του σώμα, σ’ ένα κλωνοποιημένο νεανικό και τέλειο από κάθε άποψη αντίγραφο του πρωτότυπου, δεν θα θυμόνταν το παραμικρό. Εξάλλου, ένα τέτοιο μάτι πιάνει πολλά λεφτά στη μαύρη αγορά αυτές τις μέρες. Θα γίνονταν ανάρπαστο. Όσον αφορά την οπτικοακουστική εγγραφή της όλης επιχείρησης από τις μικροκάμερες και τα μικρόφωνα της στολής μου, ούτε και εκεί υπήρχε κανένα πρόβλημα. Γιατί κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά. Το μόνο που ενδιαφέρει την εταιρεία είναι το μνημονικό τσιπ. Το σώμα είναι άχρηστο και το τι θα γίνει μ’ αυτό δεν έχει καμία σημασία . Η εταιρεία, για να διασφαλίσει τα κέρδη της θα δώσει στην κρατική υπηρεσία πρόνοιας μια παραποιημένη εγγραφή της διάσωσης οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αυτό είναι που μ’ αρέσει με τη δουλειά μου. Μου προσφέρει και κάποια ελευθερία να κάνω αυτό .που πραγματικά θέλω. Έχω τη δυνατότητα, για μια στιγμή έστω, να μεταμορφωθώ σε τιμωρό και αμείλικτο εκδικητή.
Αυτός εδώ για παράδειγμα. Υποψιάζομαι πως το έκανε επίτηδες. Μπορεί να είναι και κανούργια μόδα. Τους τρεις τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί δύο ακόμα πολύνεκρα ατυχήματα στα οποία αναμείχθηκαν πελάτες της Εταιρίας και κανείς δεν βγάζει τσιμουδιά. Αυτός εδώ που τώρα σπαράζει κλαίει και με παρακαλάει να τον σκοτώσω, σε μια βδομάδα το πολύ θα πάει σ’ ένα γκλάμορους πάρτυ σε κάποιο διαστημικό σταθμό, τίγκα στα οργασμογενή ψυχότροπα και στις αμφεταμίνες και θα λέει στα φιλαράκια και στις γκόμενές του τι καταπληκτική εμπειρία ήταν να καρφώνεται σ’ έναν ουρανοξύστη και να σκοτώνει στη στιγμή είκοσι χιλιάδες ανθρώπους. Μπορεί να κάνουν και διαγωνισμούς μεταξύ τους εκεί πάνω, ποιος θα φάει τους πιο πολλούς. Και γιατί όχι; Αφού ξέρει ότι σε λίγες μέρες θα ξυπνήσει στην κρεβατάρα του φρέσκος και ζωηρούλης με φόντο το γαλαξία ή κάποια διαστημική ανατολή. Η εταιρεία βλέπεις τον έχει πείσει πως θα είναι ο ίδιος αφού θα έχει τις ίδιες αναμνήσεις, την ίδια προσωπικότητα και το ίδιο σώμα, απλά βελτιωμένο. Εξάλλου, μας το λένε και μας το ξαναλένε. Έχουμε γίνει πολλοί και πρέπει ν’ αραιώνουμε. Υπερπληθυσμός βλέπεις, δεκαπέντε δισεκατομμύρια νοματέοι που ζουν ο ένας πάνω στον άλλο σαν τερμίτες!
Κοίταξα τον πελάτη. Έμοιαζε με ξεκοιλιασμένο κοτόπουλο. Αποφάσισα να τελειώνω μαζί του. Έπρεπε να του ανοίξω το κρανίο και να βγάλω το τσιπάκι σε μέγεθος κόκκου ρυζιού που περιείχε όλες τις αναμνήσεις του, όλα αυτά τα θαυμαστά βιώματα και τις εμπειρίες που εγώ δεν επρόκειτο να ζήσω ποτέ.
Αποφάσισα να του βγάλω πρώτα και το άλλο μάτι.
Χθες, σε ένα ιντερνετικό παζάρι, μου είχε κάνει εντύπωση ένα υδρογονοκίνητο μινικόπτερο, άλφα-άλφα ποιότητας. Αλλά ήταν ακριβούτσικο, το άτιμο!
Το παραπάνω διήγημα του Έρικ Σμυρναίου έχει συμπεριληφθεί στη συλλογή “Η Εκδίκηση της Κασσάνδρας” που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άλλωστε και μπορείτε να τη βρείτε εδώ.
Tags: Literature , pandemic literature , sci-fi , Science Fiction , The Weird Side Daily , weird , αλλόκοτο , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Εκδόσεις Άλλωστε , Επιστημονική Φαντασία , Έρικ Σμυρναίος , Έρικ Σμυρναίος Η Εκδίκηση της Κασσάνδρας , Η Εκδίκηση της Κασσάνδρας , Λογοτεχνία , λογοτεχνία φαντασίας , Φανταστική Λογοτεχνία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.