Τρεις ευχές

Το δωμάτιο είναι γεμάτο παγωμένα αγάλματα. Περπατάς ανάμεσά τους και κοιτάς τα ψυχρά τους πρόσωπα. Τους αναγνωρίζεις. Είναι όλοι όσοι σε πλήγωσαν. Είναι όλοι όσοι σου είπαν ότι θα είναι εκεί και όμως ποτέ δεν ήταν. Είναι όλοι όσοι όταν τους χρειάστηκες απλά έφυγαν μακριά. Χαμογελάς και συνεχίζεις να προχωράς. Τώρα δε μπορούν να κάνουν […]

Το δωμάτιο είναι γεμάτο παγωμένα αγάλματα. Περπατάς ανάμεσά τους και κοιτάς τα ψυχρά τους πρόσωπα. Τους αναγνωρίζεις. Είναι όλοι όσοι σε πλήγωσαν. Είναι όλοι όσοι σου είπαν ότι θα είναι εκεί και όμως ποτέ δεν ήταν. Είναι όλοι όσοι όταν τους χρειάστηκες απλά έφυγαν μακριά. Χαμογελάς και συνεχίζεις να προχωράς. Τώρα δε μπορούν να κάνουν κακό σε κανέναν άλλον. Τους αγγίζεις και χαϊδεύεις τα μάγουλά τους, απαλά. Τραβάς απότομα το χέρι σου. Η πέτρα είναι παγωμένη και το κρύο είναι τόσο δυνατό που σε κάνει να πονάς. Κοντοστέκεσαι για λίγο. Κοιτάς πίσω σου. Είναι ακίνητα κι όμως νιώθεις τον κλοιό γύρω σου να στενεύει απειλητικά. Τα πέτρινα μάτια τους μοιάζουν να σε παρακολουθούν καθώς κινείσαι ανάμεσά τους. Τα βήματά σου αντηχούν. Ο ήχος τους πέφτει πάνω στους τοίχους και πολλαπλασιάζεται. Ή μήπως όχι; Μήπως μαζί σου κινούνται και τα αγάλματα; Ή μήπως το μυαλό σου, σου παίζει παιχνίδια; Πλησιάζεις τον καθρέφτη στην άκρη του δωματίου και κοιτάς την αντανάκλασή σου. Μα πού πήγαν τα αγάλματα; Θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά ότι είναι πίσω σου, κι όμως στον καθρέφτη φαίνεσαι μόνο εσύ. Φοβάσαι να γυρίσεις να κοιτάξεις. Φοβάσαι αυτό που θα αντικρίσεις. Κι έτσι μένεις εκεί, με το βλέμμα καρφωμένο στο είδωλό σου. Παίρνεις το λυχνάρι στα χέρια σου και το τρίβεις απαλά.

’Πρόσεχε μόνο τι θα ευχηθείς.’’, σου είχε πει το Τζίνι. Δε σου είπε ποτέ όμως, ότι θα χρησιμοποιήσεις τη δεύτερη ευχή για να ξεφύγεις από την πρώτη. Το μαγικό σου χαλί, είναι πεσμένο μπροστά στα πόδια σου κι έχει γίνει ένα πολύχρωμο κουβάρι. Σκύβεις να το μαζέψεις μα οι κλωστές διαλύονται στα χέρια σου. Γίνονται πολύχρωμη χρυσόσκονη. Την κρατάς στη χούφτα σου σαν ότι πολυτιμότερο έχεις. Πλησιάζεις το χέρι στα χείλη σου και φυσάς απαλά. Εκείνη σκορπίζεται στον αέρα και διαπερνά την επιφάνεια του καθρέφτη. Και τότε, απλώνεις το χέρι σου και σε τραβάς στην άλλη πλευρά. Γυρίζεις πίσω σου και βλέπεις χιλιάδες πέτρινα χέρια να προσπαθούν να σε φτάσουν.  Ακούς τις φωνές τους να ουρλιάζουν στο μυαλό σου. Νιώθεις την οργή τους να σου σφίγγει την ψυχή. Και τότε τη βλέπεις να βγαίνει μέσα από το κορμί σου και να τρέχει να σωθεί. Τη βλέπεις να φεύγει μακριά σου κι εσύ κάθεσαι απλά και την κοιτάς. Το μέρος γύρω σου μοιάζει με σκοτεινή σπηλιά. Αρχίζεις να τρέχεις για να τη φτάσεις. Εκείνη όμως γελά κοροϊδευτικά και φεύγει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο μακριά. Ξαφνικά, το έδαφος μπροστά σου τελειώνει. Ο γκρεμός χάσκει απειλητικά κάτω από τα πόδια σου. Και τότε, ακούς το παιχνιδιάρικο γέλιο της. Παγώνεις όταν βλέπεις που είναι. Μα πώς κατάφερε να φτάσει στην απέναντι πλευρά; Απλώνεις το χέρι να την πιάσεις, όμως το κενό ανάμεσά σας είναι μεγάλο.

“Έχεις τρεις ευχές…”, σου είχε πει το Τζίνι. Και ο Αλαντίν δίπλα του είχε γνεύσει καταφατικά. Δε σου είπαν ποτέ όμως ότι στο τέλος, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσεις και την τρίτη ευχή για να ξεφύγεις από τη δεύτερη. Δε σου είπαν ποτέ γιατί το βλέμμα της πριγκίπισσας που κρατούσαν από το χέρι ήταν άδειο και απλανές. Βγάζεις το λυχνάρι και το κοιτάς επιφυλακτικά. Η ψυχή σου απέναντί σου χορεύει σαν τρελή και σε φωνάζει δυνατά. Πλησιάζεις στο κενό και κοιτάζεις κάτω. Το σκοτάδι είναι πηχτό. Άραγε θα πέσεις στα μαλακά; Πάντα αναρωτιόσουν τι συμβαίνει όταν κάποιος πέφτει στο κενό. Πάντα αναρωτιόσουν αν κάποιος πεθαίνει από την πτώση, ή αν η καρδιά του σταματάει από το φόβο της λίγο πριν φτάσει στο έδαφος. Σηκώνεις το βλέμμα και κοιτάς στην απέναντι πλευρά. Η ψυχή σου έχει καθίσει στο έδαφος. Έχει τυλίξει τα χέρια γύρω από τα γόνατα, κουνάει το σώμα της μπρος πίσω και σε κοιτάει παραπονεμένη. Θυμίζει ένα κακομαθημένο παιδί που δεν του κάνουν το χατίρι. Δίπλα της στέκεται το Τζίνι και σε κοιτάει αποδοκιμαστικά. Κάνεις ακόμα ένα βήμα… Πάντα αναρωτιόσουν πώς είναι να νιώθεις τον παγωμένο αέρα κάτω από τα γυμνά σου πόδια, να σου ψιθυρίζει γλυκά πως όλο αυτό είναι απλά ένα όνειρο και σύντομα θα ξυπνήσεις. Πάντα αναρωτιόσουν, πώς είναι να καλύπτει η σκόνη το πρόσωπό σου τη στιγμή που ακουμπάει στο χώμα…

«Αυτοκτονία.», είπε ο επιθεωρητής της αστυνομίας κι έκλεισε το τετράδιο με τις σημειώσεις του. «Οι γείτονες μας είπαν ότι τώρα τελευταία αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Έλεγε πως είχε καταφέρει να μεταμορφώσει όλους όσους την πλήγωσαν σε αγάλματα. Α! και για να μην το ξεχάσω», είπε κι έβαλε κάτι στο χέρι της, «αυτό βρέθηκε στην τσέπη της όταν… όταν τη βρήκαμε.»

Εκείνη τον κοίταξε να απομακρύνεται κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στο αντικείμενο που κρατούσε. Ήταν ένα λυχνάρι καλυμμένο με πολύχρωμη χρυσόσκονη.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Tags: creatures , dark , drama , fairytale , fantasy , genie , mystery , wish , ανατριχίλα , ευχή , θάνατος , μυστήριο , παραμύθι , σκοτάδι , τζίνι , τρόμος , φαντασία , ψυχολογία

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 1 Μαρτίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.