Κάποιες φορές συμβαίνει να ανακαλείς από το παρελθόν μία οδυνηρή εμπειρία, που σου έχει αφήσει ένα ακαθόριστο ομιχλώδες αίσθημα. Αυτή η ζοφερή ανάμνηση, σε αναγκάζει να ανασύρεις όλα τα ερεθίσματα που τάραξαν τα αισθητήριά σου και να τα βάλεις σε μία σειρά, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσεις αν αυτό που έζησες ανήκει στη σφαίρα του πραγματικού ή του φανταστικού. Συχνά βέβαια, αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται, ταυτίζονται ή αλληλοαναιρούνται με αποτελέσματα ακόμα και οι πιο γενναίες απόπειρες να αποτυγχάνουν. Ωστόσο, αν αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα καταλήγει να γίνεται ένας ασφυκτικός κλοιός που σε πνίγει, τέτοιου είδους ονειροπολήσεις αποτελούν ένα καλό καταφύγιο.
Αφορμή για τις έμμονες σκέψεις που με βασανίζουν τον τελευταίο καιρό, στάθηκε ένα περιστατικό που βίωσα πολλά χρόνια πριν και μου άλλαξε τη ζωή διαπαντός. Είχα την τύχη, ή μάλλον την ατυχία να με φιλοξενήσει ένα φιλικό ζευγάρι στο εξοχικό του, που βρισκόταν σε ένα μικροσκοπικό νησί καταμεσής του πελάγους. Για το μέρος είχα ακούσει πάρα πολλά από τους φίλους μου, αλλά απολύτως τίποτα από οποιονδήποτε άλλον. Σίγουρα δεν ήταν και ο πιο κοσμικός προορισμός, αλλά η από καιρό κακή ψυχολογία μου θα ταίριαζε απόλυτα με τη σιωπηλή απομόνωση του νησιού.
Στην αρχή δεν είχα διάθεση για ένα τόσο μακρινό ταξίδι, αλλά ο πρόσφατος χωρισμός μου και τα παρακάλια των φίλων μου στάθηκαν αρκετά για να με πείσουν να τους επισκεφτώ. Έτσι έβαλα σε μία τσάντα πρόχειρα μερικά ρούχα και πήρα το πρώτο καράβι της άγονης γραμμής, που οδηγούσε προς αυτό το απομακρυσμένο από τον πολιτισμό νησί. Παρά τις πρώτες μου αμφιβολίες, την άθλια κατάσταση του μισοσαπισμένου καραβιού που ήταν έτοιμο να αποσυρθεί και τη μοναξιά που με βασάνιζε, το ταξίδι μου γέννησε ένα αίσθημα γαλήνης και χαλάρωσης- απαραίτητα στοιχεία για τέτοιες εξορμήσεις.
Οι ώρες πέρασαν δίχως να το καταλάβω και αφού το σαπιοκάραβο σάρωσε το ηλιόλουστο πέλαγος έφτασα στο τελευταίο νησί της γραμμής. Με το που αποβιβάστηκα στο λιμάνι, είδα να μου γνέφει το φιλικό ζευγάρι και αφότου εισέπραξα έναν εγκάρδιο χαιρετισμό και δύο πολύ ζεστά χαμόγελα, επιβιβάστηκα στο φουσκωτό σκαφίδιό τους έτσι ώστε να ξεκινήσουμε για το νησί που είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί στον χάρτη. Ήταν ακόμα αρχή του καλοκαιριού και ο καιρός ήταν ιδανικός, οπότε φτάσαμε γρήγορα στον προορισμό μας χωρίς καμία ταλαιπωρία.
Το τοπίο που αντίκρισα με το που έφτασα στο νησί με κέρδισε γρήγορα, δίχως να έχει τίποτα το ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Τα άγρια βράχια, η ανύπαρκτη βλάστηση, οι σιωπηλές κοιλάδες και τα ολιγάριθμα πάλλευκα σπιτάκια αποτελούσαν ένα αρμονικό σύνολο που θύμιζε αψεγάδιαστο καμβά ταλαντούχου τοπιογράφου. Αυτό που μου έκανε όμως πιο πολλή εντύπωση, ήταν μία παλιά ταβέρνα στην ανατολική όχθη του, που είχε κάτι το ξενικό. Έτσι, όταν με κάλεσαν οι φίλοι μου να δειπνήσουμε σε αυτό το μυστήριο ταβερνείο ενθουσιάστηκα. Αφού τελειώσαμε το δείπνο και κορέσαμε την πείνα μας με την απαραίτητη ποσότητα ολόφρεσκων ψαριών και κρασιού, άρχισα να βομβαρδίζω τους φίλους μου με ερωτήσεις σχετικά με το νησί. Φτάσαμε κάποια στιγμή και στο επίμαχο ζήτημα, που δεν ήταν άλλο από το αν υπάρχουν φίδια στην περιοχή. Από παιδί κουβαλάω μία φοβία που δεν κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω, έπειτα από το δάγκωμα ενός φιδιού στην αυλή του εξοχικού μου. Όποτε βλέπω φίδι νιώθω τόσο μεγάλη απειλή, που δεν είναι απίθανο ακόμα και να χάσω τις αισθήσεις μου όταν συναντήσω ένα.
Όταν άκουσε τη κουβέντα μας ένα γεροντάκι, που ήταν μάλλον ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και ο μοναδικός πελάτης του, είδα να κάνει διάφορους μορφασμούς δείχνοντας την αποστροφή του για τα όσα λέγαμε. Η φωνή του γέροντα ήταν πολύ βραχνή σαν να του είχε καθίσει κάτι στον λαιμό και το βλέμμα του τόσο διαπεραστικό λες και μπορούσε να ατενίσει όσα μυστικά κρύβονται εντός της ανθρώπινης ψυχής. Τα λόγια που ξεστόμισε με στοιχειώνουν μέχρι σήμερα: «Στο νησί δεν υπάρχουν φίδια, γιατί εδώ οι άνθρωποι είναι φίδια». Κατευθείαν γελάσαμε δίχως να πάρουμε τις κουβέντες του στα σοβαρά, γιατί από τη μικρή συναναστροφή των φίλων μου με τους ντόπιους δεν είχε διαπιστωθεί κάτι τέτοιο. Αυτό που του έδωσα ως απάντηση με ελαφρώς σκωπτική διάθεση και για να σπάσει ο πάγος ήταν: «Αν όσα λες ισχύουν τότε και εσύ είσαι ένα από αυτά». Αμέσως το βλέμμα του σκοτείνιασε και άρχισε να ωρύεται σε μία κατάσταση εκτός ελέγχου, πως δε μπορεί να συγκριθεί με τους ντόπιους καθώς είναι ο μόνος κάτοικος του νησιού που δεν κατάγεται από εκεί.
Χωρίς να ειπωθούν άλλα λόγια πληρώσαμε και φύγαμε βιαστικά από το μαγαζί, γιατί οι φίλοι μου ήθελαν να φτάσουμε το συντομότερο δυνατό στο σπίτι τους για να δούμε από το λιλιπούτειο μπαλκονάκι τους τη μαγευτική δύση του ηλίου. Στη διαδρομή με είδαν σκεπτικό και όταν με ρώτησαν τι έχω, τους εξήγησα πως κάτι δε μου άρεσε στα λεγόμενα του γέρου. Αυτοί γελώντας μου εξήγησαν πως δεν πρέπει να δίνω μεγάλη σημασία, γιατί είναι γνωστό πως τα έχει χαμένα εδώ και χρόνια. Φτάνοντας στο εξοχικό τους, βόλεψα πρόχειρα τα πράγματα μου και έτρεξα αμέσως να δω το ηλιοβασίλεμα. Αυτή η εικόνα του ήλιου να σβήνει σαν αναψοκοκκινισμένο κάρβουνο στο ατάραχο πέλαγος είναι πραγματικά αλησμόνητη. Επιπλέον είναι το τελευταίο ευχάριστο πράγμα που αντίκρισα και με ηρεμεί όταν έρχονται στη μνήμη μου όλα τα φρικαλέα γεγονότα που ακολούθησαν.
Αφού χαζολογήσαμε λιγάκι στο μπαλκόνι και τελειώσαμε το φίνο τοπικό κρασί τους, γρήγορα νύσταξα και άφησα την ευχάριστη παρέα των φίλων μου για τη ζεστασιά του παλιού ξύλινου κρεβατιού που μου είχαν παραχωρήσει. Παρά τη νύστα μου λόγω της κούρασης του ταξιδιού, δεν κατάφερα να κοιμηθώ αμέσως και όταν το έκανα είδα μυστήρια όνειρα. Σαν αποτέλεσμα, το πρωί έσερνα με δυσκολία το σώμα μου για να πάμε στην ερημική παραλία που βρισκόταν από την πίσω μεριά του λοφίσκου όπου έστεκε το σπίτι.
Το χάραμα αφού τελειώσαμε το πρωινό μας βάλαμε μπρος για τη παραλία. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν είδα ούτε έναν άνθρωπο, ενώ μετά δυσκολίας θα υποψιαζόταν κανείς ότι υπάρχει ζωή σε αυτόν τον παράξενο τόπο. Ήταν λες και το νησί σκεπαζόταν από ένα αλλόκοσμο πέπλο μυστηρίου. Με το που φτάσαμε στην παραλία βούτηξα κατευθείαν και άρχισα να κολυμπάω κάπως προβληματισμένος στα δροσερά νερά της. Όταν βγήκα, οι φίλοι μου με ενημέρωσαν πως το βράδυ θα πηγαίναμε σε μία γιορτή που γίνεται μία φορά κάθε εκατό χρόνια, επισημαίνοντας πως είμαι ιδιαίτερα τυχερός που θα παρευρεθώ εκεί. Εγώ δίχως δεύτερη σκέψη συμφώνησα, διότι μου φάνηκε μία καλή ευκαιρία να γνωρίσω τους κατοίκους με τα έθιμα τους και επιπλέον να συντονιστώ με τους ρυθμούς του νησιού.
Ο χρόνος πέρασε γρήγορα και η ώρα έναρξης του παραδοσιακού γλεντιού είχε ήδη φτάσει. Αφού ντυθήκαμε ανάλαφρα, ξεκινήσαμε πεζοί για την κεντρική πλατεία του νησιού, που θα λάμβανε χώρα το πανηγύρι. Καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας, έφτασε στα ρουθούνια μου μία δυσάρεστη μυρωδιά λες και υπήρχε κάποιο ψοφίμι πολύ κοντά. Παράλληλα ακουγόταν από μακριά ένα μυστήριο έγχορδο όργανο που συνοδευόταν από διάφορα τύμπανα και κρουστά. Η μελωδία ήταν σίγουρα δυσαρμονική και πιο πολύ έμοιαζε με την άτσαλη απόπειρα ενός μικρού παιδιού που προσπαθούσε να βγάλει ήχο από ένα άψυχο σκεύος. Ξαφνικά από το πουθενά, πετάχτηκε ο τρελόγερος που συναντήσαμε την προηγούμενη μέρα στην ταβέρνα και μου είπε τρεμάμενος, με το ξηραμένο από την αφυδάτωση στόμα του, πως πρέπει να φύγω το συντομότερο δυνατόν από αυτό το καταραμένο μέρος γιατί όσα έπεται να ακολουθήσουν δε θα τα αντέξω. Οι φίλοι μου δεν φάνηκαν να πτοούνται, έτσι και εγώ προσπάθησα να μη χαλάσω την παρέα και φόρεσα το γνωστό χαμόγελό μου.
Με το που φτάσαμε στην πλατεία, μου έφυγε κάθε αμφιβολία για το αν θα περάσουμε όμορφα ή όχι, γιατί είδα τους λιτά ντυμένους και ελαφρώς αγριωπούς ντόπιους να έχουν αποτινάξει τον τετριμμένο επαρχιωτισμό τους έχοντας διάθεση για ξεφάντωμα. Το μόνο παράταιρο στοιχείο αυτού του καλά στημένου γλεντιού, ήταν η αλλόκοτη μουσική υπόκρουση, που την απέδωσα δίχως δεύτερη σκέψη στην τοπική ιδιορρυθμία του νησιού. Όσο περνούσε η ώρα, το αλκοόλ έρρεε και το γλέντι άναβε. Λίγα βήματα παραπέρα στεκόταν κάπως κακόκεφη μία συνομήλικη κοπέλα, με πανέμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και καλλίγραμμο σώμα. Έτσι είπα να την προσεγγίσω, μήπως καταφέρω και ξεχαστώ από τον πρόσφατο χωρισμό μου.
Η κοπέλα ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Είχε κατάμαυρα μάτια, μαύρα σγουρά μαλλιά, σαρκώδη χείλη και σκούρο ηλιοκαμένο δέρμα που καλυπτόταν από ένα απαλό κατακόκκινο φόρεμα, αναδεικνύοντας τις καλοδουλεμένες καμπύλες του σώματός της. Δίχως να χάσω χρόνο την πλησίασα, αλλά κατέληξα να μονολογώ διότι δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα της. Το μόνο που έκανε, ήταν να κοιτάζει επίμονα με το ανέκφραστο πρόσωπό της ένα μεγάλο πιθάρι που είχε στηθεί στο κέντρο της πλατείας, για τις ανάγκες του παραδοσιακού εθίμου που θα αποτελούσε το αποκορύφωμά της βραδιάς όπως υπερηφανεύονταν οι φίλοι μου.
Ενώ λοιπόν είχα εκνευριστεί από την παγερή στάση της πανέμορφης ντόπιας και δεν έβλεπα την ώρα να φύγουμε από την ντροπή μου, ξαφνικά σταμάτησε να ηχεί η μουσική. Πριν αρχίσω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει, τα λιγοστά άτομα που είχαν μαζευτεί για το γλέντι έπαψαν να κινούνται ακαριαία. Ήταν λες και τους είχε κουρδίσει κάποιος, αλλά τώρα πια τελείωσε η μηχανική κίνηση που ήταν προκαθορισμένοι να κάνουν. Ακόμα και ο πιο ακραίος φαντασιόπληκτος δε θα μπορούσε να εικάσει το τι θα επακολουθούσε. Η μουσική ξανάρχισε δειλά δειλά, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πιο αποτρόπαιη και πιο αργόσυρτη. Υπό την επήρεια αυτών των υπνωτιστικών ηχοχρωμάτων, οι κάτοικοι του νησιού ξεκίνησαν να κινούνται αργά και σταθερά προς το παραδοσιακό πιθάρι, ενώ όταν έφτασαν κοντά του σχημάτισαν έναν παράξενο κύκλο γύρω από αυτό. Με το που έκλεισε ο κύκλος ακούστηκαν κάτι ακαθόριστοι υπόκωφοι θόρυβοι και οι άνθρωποι, αν μου επιτρέπεται να τους χαρακτηρίσω έτσι, άρχισαν να κάνουν έντονους σπασμούς. Στη συνέχεια, άνοιξαν διάπλατα τα στόματά τους και η έντονη δυσοσμία που είχα οσμιστεί νωρίτερα επανήλθε στον μέγιστο βαθμό. Σε μία κατάσταση έκστασης άρχισαν να ξερνάνε κατάμαυρα γλοιώδη φίδια, τα οποία πάλευαν αναμεταξύ τους για το πιο θα καταφέρει να μπει πρώτο στο αδειανό πιθάρι που βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας.
Είχα μείνει στήλη άλατος από τον τρόμο και ένιωσα πως το τέλος μου ήταν πλέον πολύ κοντά. Οι παιδικές μου φοβίες ξαναζωντάνεψαν με τον πιο φρικαλέο τρόπο και με κυρίευσαν. Οι φίλοι μου είχαν χαθεί από το οπτικό μου πεδίο και εγώ έστεκα ολομόναχος μπροστά σε αυτή την τερατώδη συνάθροιση. Μη μπορώντας να κουνηθώ, είδα να έρχεται προς το μέρος μου με αργό ρυθμικό βηματισμό, ένα ζευγάρι ντυμένο με πορφυρούς μανδύες και μακρόστενες κουκούλες κρατώντας στα χέρια του ένα σώμα ξεψυχισμένου ανθρώπου. Όταν πλησίασαν αρκετά κοντά κατάφερα να διακρίνω τα πρόσωπα των φίλων μου πίσω από τις κουκούλες. Τότε ένιωσα όλο το σώμα μου να κλονίζεται από συνεχόμενους σπασμούς σα να είχα πάθει επιληψία. Οι δυο τους στήθηκαν σε ένα υπερυψωμένο πλατύσκαλο πάνω από τον σατανικό κύκλο και άρχισαν να ψέλνουν διάφορα λόγια σε κάποια ξεχασμένη διάλεκτο που θύμιζε χαλδαϊκά ή αραμαϊκά. Όλα αυτά γίνονταν μπροστά μου, λες και η παρουσία μου τους ήταν παντελώς αδιάφορη ή λες και δεν υπήρχα στον χώρο.
Αφού τελείωσαν την ψαλμωδία, τοποθέτησαν το νεκρό σώμα μέσα στον ανίερο κύκλο. Τότε, άρχισαν τα φίδια να βγαίνουν έξω από το πιθάρι και τα σώματα των νησιωτών να καταρρέουν σαν άδεια κουφάρια. Τα απαίσια ερπετά που είχαν ρουφήξει κάθε ίχνος ζωής από τους ντόπιους, κάλυψαν το νεκρό σώμα και ξεκίνησαν να το δαγκώνουν με μανία. Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω το τι είχε γίνει, είδα το πτώμα να κουνιέται μέχρι που εν μέρει ξαναζωντάνεψε. Μόνο που τώρα πια δύσκολα θα μπορούσε να πει κανείς πως θύμιζε άνθρωπο. Το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές και βλέννες, η επιδερμίδα του κατάχλωμη, σχεδόν διάφανη και άτριχη, ενώ τα μάτια του ήταν κατακίτρινα θυμίζοντας θανατηφόρο αφρικανικό φίδι.
Είχα γίνει μάρτυρας μίας ανόσιας νεκρανάστασης, παρά τη θέλησή μου. Δε ξέρω που βρήκα το κουράγιο, όμως άρχισα να τρέχω λυσσαλέα προς άγνωστη κατεύθυνση. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως άκουγα ποδοβολητά από πίσω μου, αλλά δε βρήκα ποτέ μου το θάρρος να γυρίσω. Έφτασα στην πιο κοντινή παραλία και άρχισα να κολυμπάω με όλη μου τη δύναμη προς το πέλαγος. Καλύτερα πνιγμένος παρά στα χέρια αυτών των κολασμένων. Μετά από ώρα κατάφερα να βρω ένα μακρύ κομμάτι σανίδα, αλλά σύντομα έχασα από την κούραση τις αισθήσεις μου.
Ο πρωινός ήλιος με βρήκε στη ψαρόβαρκα του μοναδικού κατοίκου του νησιού που κακολόγησα, αλλά τελικά αποδείχτηκε ο φύλακας άγγελός μου. Για να με συνεφέρει μου έδωσε λίγο πόσιμο νερό και με ηρέμησε διότι είχα υποστεί τρομερό σοκ. Έπειτα, μου εξήγησε πως μία φορά κάθε εκατό χρόνια, οι κάτοικοι του νησιού οργανώνουν αυτό το πανάρχαιο τελετουργικό και παίρνουν τις πραγματικές ερπετοειδής μορφές τους, έτσι ώστε να επαναφέρουν στη ζωή τον αρχέγονο γεννήτορα τους και πρώτο κάτοικο του καταραμένου νησιού. Αυτοί που ονόμαζα φίλους μου, ήταν οι τελευταίοι ιερείς μίας οικογένειας που κουβαλούσε την κατάρα να τελεί αυτό το μυστήριο που προέρχεται από τα βάθη της Ανατολής. Εγώ ήμουν ο επίλεκτος, οπότε με προσέγγισαν πριν από πολλά χρόνια για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μου. Απώτερος σκοπός τους ήταν να με φέρουν τη συγκεκριμένη μέρα στο νησί για να με θυσιάσουν. Με αυτόν τον τρόπο το ερπετοειδές κτήνος θα κατάφερνε να παραμείνει στη ζωή για να μεγαλώσει τη φατρία του, σπέρνοντας τη δυστυχία στο πέρασμά του, όπως αναφέρεται στα απόκρυφα κείμενά τους. Μην μπορώντας να αντέξω τις τόσο παράλογες εξηγήσεις και ενώ ξεκίνησε να μου αφηγείται το πως ο ίδιος κατέληξε εκεί, ξαναέχασα τις αισθήσεις μου.
Την επόμενη φορά που άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν σε ένα μισοάδειο νοσοκομείο πίσω στην πόλη μου διασωληνωμένος και σε παραληρηματική κατάσταση. Οι φίλοι μου δεν εμφανίστηκαν ποτέ και κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα σχετικά με αυτούς, ούτε για το νησί που έλαβαν χώρα τα όσα ανέφερα. Δεν ξέρω αν αυτά που αφηγήθηκα έγιναν ή τα φαντάστηκα. Δεν ξέρω πώς γύρισα πίσω και πού να στηρίξω τα λεγόμενά μου για να γίνω πιστευτός. Το μόνο που ξέρω και μπορώ να πω με σιγουριά, είναι πως φίδια υπάρχουν παντού τριγύρω μας. Στον ύπνο μας, στον ξύπνιο μας και μέσα μας.
Tags: books , horror , island , mystery , ritual , snake , snakes , story , weird , αλλόκοτο , Ανάσταση , διακοπές , διήγημα , θάνατος , μοναξιά , μυστήριο , νεκρανάσταση , νησί , ταξίδι , τελετή , τρόμος , φαντασία , φίδι , φίδια , χωρισμός , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.