Κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα νιώσεις ασφυξία. Η τεράστια πόλη όπου ζεις, με τα ψηλά κτίρια και τους δυστυχείς ανθρώπους που αναπνέουν τον βρώμικο αέρα της καθώς περπατάνε σε δρόμους εχθρικούς, γεμάτους από επιθετικούς και δυνατούς θορύβους, θα δείξει το πραγματικό της πρόσωπο. Και τότε θα καταλάβεις ότι βρίσκεσαι κλειδωμένος σε μια πελώρια φυλακή που κάθε μέρα που περνάει ρουφάει λίγη από τη ζωή σου για να συντηρεί τις τιτάνιες λειτουργίες της. Και τότε θα θελήσεις να αποδράσεις κάπου μακριά αλλά τις περισσότερες φορές, αν τελικά τα καταφέρεις, θα βρεθείς σε μια πόλη παρόμοια, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, που μπορεί να είναι πιο μοντέρνο και λειτουργικό, αλλά που και πάλι θα αρχίσει να σπαταλάει τη ζωή σου.
Γιατί θα ζεις ακόμα μέσα στο παγκόσμιο κουκούλι του σύγχρονου πολη-τισμού που κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο περίτεχνο και ασφυκτικό.
Ωστόσο, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ τις υποβαθμισμένες παρυφές της πόλης σου, υπάρχει ένα δάσος. Έχει γλυτώσει απ’ τις ετήσιες πυρκαγιές που ανάβουν οι προγραμματισμένοι συμπολίτες σου και κρύβει στην καρδιά του ένα ξέφωτο, μέσα στην αγκαλιά ενός πολυθρύλητου βουνού που θυμάται αρχαίες ιστορίες και κρύβει αιώνια μυστικά. Το ξέφωτο αυτό βρίσκεται σε σημείο ενδιάμεσο, ανάμεσα σ’ ένα γκρεμό και σ’ ένα ποτάμι, εκεί όπου τα βαθύσκιωτα έλατα δίνουν τη θέση τους σε βελουδένια πεύκα. Το διασχίζει ένα μονοπάτι που μια φορά και έναν καιρό ήταν κάποιος αρχαίος δρόμος που έβγαζε σε μια ιερή σπηλιά. Μέσα στην υγρή της σκοτεινιά λατρευόταν ο πανάρχαιος θεός της Φύσης, ο κερασφόρος Πάνας που προστάτευε τη ζωή και τους σοφούς ανθρώπους και σκορπούσε τον ασυγκράτητο παν-νικό σε κάθε λογής ιερόσυλους που νόμιζαν ότι μπορούσαν να περιφρονήσουν τους κύκλους της ζωής και του θανάτου. Αν ακολουθήσεις λοιπόν αυτό το μονοπάτι, που ξεκινάει από ένα μοναστήρι που κρέμεται στο χείλος μιας απόκρημνης χαράδρας, θα βρεθείς σ’ αυτό το μέρος και θα δεις ένα κύκλο από βράχους, λευκούς και γωνιώδεις.
Ίσως να κύλησαν εκεί απ’ τον γκρεμό που υψώνεται στην άκρη του ξέφωτου, κάποια νύχτα που έβρεχε και φυσούσε δυνατά, ύστερα από αμέτρητα μερόνυχτα φωτός και σκοταδιού, ζέστης και ψύχους, μικρών και μεγάλων σεισμικών δονήσεων που διάβρωσαν τις βάσεις τους και τους έκαναν να ξεκολλήσουν. Ίσως πάλι κάποιες άλλες, πιο διακριτικές δυνάμεις, ν’ άσκησαν την κρυφή επιρροή τους και να σμίλευσαν εκείνο το μέρος σύμφωνα με τη δική τους θέληση. Τώρα πάντως σχηματίζουν έναν κύκλο, στη μέση του πευκοστεφανωμένου ξέφωτου, στα ριζά ενός γκρεμού που στο πρόσωπό του φυτρώνουν πυκνοί θάμνοι και αναρριχητικά φυτά.
Οι πεζοπόροι που το διασχίζουν δεν καταλαβαίνουν και πολλά. Κουβαλάνε μαζί τους τις σκοτούρες και τα όνειρα της πόλης που σχηματίζουν γύρω τους μια φυσαλίδα η οποία κοιμίζει τα μυαλά τους και τα γεμίζει με ψεύτικες ανάγκες και ανόητες επιδιώξεις. Περπατάνε λοιπόν στο μονοπάτι ντυμένοι με πεζοπορικά παπούτσια και πολύχρωμα ρούχα που αγόρασαν από εξειδικευμένα καταστήματα. Κρατάνε στα χέρια τους χάι-τεκ μηχανάκια που τρέφονται απ’ τη βραχύβια ζωή του εναλλασσόμενου ηλεκτρισμού. Και μιλάνε συνέχεια, για τα πράγματα που θέλουν ν’ αγοράσουν, για όλα αυτά που τους φοβίζουν, αναμασάνε τις ανάγκες τους και ξορκίζουν φόβους που άλλοι έχουν φυτέψει μέσα στο μυαλό τους. Έτσι περνάνε μέσα απ’ το ξέφωτο αδιάφοροι, χωρίς να προσέχουνε πολλά αν και κάποιοι από δαύτους, σπρωγμένοι από μια παρόρμηση που δεν καταλαβαίνουν, θα μαζέψουν κάποια πετραδάκια και θα τ’ αποθέσουν στη ράχη κάποιου από τους βράχους, σαν πρόσφορα. Γι’ αυτούς είναι ένα μικρό παιχνίδι, μια ασήμαντη πράξη ματαιοδοξίας που δηλώνει ότι και αυτοί πέρασαν από εκεί και άφησαν το σημαδάκι τους στο μικρό εκείνο ξέφωτο.
Στο μεταξύ, οι εποχές περνούν. Ο χειμώνας ντύνει το ξέφωτο με το λευκό μανδύα του και το ξεπλένει με τις βαριές βροχές του. Η άνοιξη απλώνει επάνω του ένα πολύχρωμο χαλί από παπαρούνες χαμομήλια μαργαρίτες και ανεμώνες που γεμίζουν τον αέρα με ευωδιές και μεθυστικά αρώματα ενώ τα πρωινά μια ανάερη ομίχλη τυλίγει τα πεύκα του με αστροκέντητα σύννεφα που λάμπουν φορτωμένα απ’ τις σταγόνες της πρωινής δροσιάς. Το καλοκαίρι ο αέρας τρέμει καυτός πάνω απ’ τους βράχους και γεμίζει με το βαθύχρωμο βουητό πολυάσχολων εντόμων και το φθινόπωρο, καθώς ο ουρανός πλημμυρίζει από λευκά και γκρίζα σύννεφα, γοργόφτερες σκιές ταξιδεύουν πάνω απ’ το πρόσωπό του που έχει πλέον ξεραθεί και προσδοκά το δροσερό φιλί μιας σεπτεμβριάτικης βροχής.
Ας υποθέσουμε ωστόσο ότι δεν ανήκετε στο πλήθος των κοπαδιών της πόλης και επισκέπτεστε αυτό το ξέφωτο με τα μάτια και τ’ αυτιά σας ανοιχτά. Τότε, αν έχετε μάθει να κρατάτε και το μυαλό σας ανοιχτό, δεκτικό σ’ όλα τα μηνύματα των ζωντανών σας αισθήσεων, ίσως παρατηρήσετε ότι μόνο σ’ έναν από τους βράχους οι περαστικοί πεζοπόροι αποθέτουν τα μικρά τους πετραδάκια. Ίσως προσέξετε ακόμα ότι τα μυγάκια και οι μέλισσες που πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι τείνουν να σχηματίζουν εφήμερα συννεφάκια πάνω απ’ το συγκεκριμένο βράχο ο οποίος στέκει απόμερα και κάπως πιο ψηλά από τους άλλους, σαν να τους επιτηρεί. Τέλος, αν είστε αρκετά τρελός και τολμηρός ώστε να επισκεφτείτε αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια της νύχτας, και ιδιαίτερα όταν το φως του χρυσαφένιου φεγγαριού καλύπτει τον ουρανό με τον ασημένιο του μανδύα, θα παρατηρήσετε και κάτι ακόμα.
Ότι πολλά από τα ζώα που επισκέπτονται το ξέφωτο τις σιωπηλές εκείνες ώρες που ο άνθρωπος δεν περνάει από εκεί, πλησιάζουν εκείνο το βράχο, τον οσμίζονται και κάποιες φορές κάθονται γύρω ή επάνω του λες αποζητάνε τη δύναμη του. Θα δείτε αγριοκούνελα με φουντωτές ουρές να σχηματίζουν κύκλο γύρω του σαν να μετέχουν σε κάποια αρχαία τελετή, ελάφια και αλεπούδες να στέκονται κοντά του και κουκουβάγιες με φωτεινά μάτια να φωλιάζουν επάνω του σαν φτερωτοί βιγλάτορες. Ίσως τότε αποφασίσετε να τον εξετάσετε πιο προσεκτικά και τότε, αν τον πλησιάσετε περπατώντας από κάποια συγκεκριμένη οπτική γωνιά, θα δείτε ότι στο χλωμό φως του φεγγαριού, οι ρωγμές και τα βαθουλώματα που σημαδεύουν τα πλευρά του και φιλοξενούν μικρές αποικίες από βρύα και ξεραμένη μούχλα, μοιάζουν να μην έχουν σχηματιστεί τυχαία. Μοιάζουν να σχηματίζουν ένα τραχύ και αρχαίο πρόσωπο, όχι ακριβώς ανθρώπινο αλλά ούτε και τερατώδες, που σας κοιτάζει μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα που είναι μάλλον καλοκάγαθο και γεμάτο σιγουριά. Και τότε, αν είστε λίγο διαβασμένος και δίνετε κάποια σημασία στις ιστορίες και στα παραμύθια των παλιών, θα καταλάβετε ότι βρίσκεστε μπροστά στο στοιχειό του τόπου, στο πνεύμα του ξέφωτου, μέσα στο μάτι της δίνης που σχηματίζει ένας τόπος δύναμης.
Βλέπετε, τόποι δύναμης υπάρχουν παντού. Είναι σημεία επάνω στη Γη όπου συγκεντρώνονται κάποιες χθόνιες δυνάμεις που προκαλούν την εκδήλωση περίεργων συμβάντων τα οποία επηρεάζουν και μεταλλάσουν την ανθρώπινη συνείδηση.
Σε εποχές αλλιώτικες όταν ο άνθρωπος δεν είχε χτίσει τις πελώριες κυψέλες του με τις αναρίθμητες γωνίες και τα γκρίζα χρώματα που κάνουν την ψυχή του να ζαρώνει τρομαγμένη, οι αισθήσεις του ήταν οξύτερες και λειτουργούσαν πιο δυναμικά. Στα μάτια εκείνων των παλιών ανθρώπων, τέτοιοι τόποι ήταν ιεροί.
Έτσι λοιπόν, για να τους ξεχωρίζουν και ίσως και για να τους ελέγχουν-γιατί η ανθρώπινη φύση είναι από τη φύση της επεκτατική-στην αρχή έστησαν όρθιους οβελίσκους ή σκάλισαν παράξενα σημάδια που έβλεπαν στα όνειρά τους επάνω σε βράχους και πελώριους κορμούς δέντρων. Αργότερα, έχτισαν βωμούς και ιερά και μετά μαρμάρινους ναούς που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο κάθε φορά που καινούργιοι θεοί εξόριζαν τους παλιότερους στη λήθη. Και όταν ήρθε η εποχή που όλα αυτά ξεχάστηκαν γιατί μια νέα θρησκεία που λεγόταν επιστήμη ανέλυσε το σύμπαν σε δυνάμεις και αριθμούς πεζούς και υπολογίσιμους, οι τόποι αυτοί ξεχάστηκαν ή μεταμορφώθηκαν σε ακίνδυνα τουριστικά αξιοθέατα, σε σημεία φωτογράφησης και αφήγησης χαριτωμένων ιστοριών.
Αλλά η δύναμη τους παραμένει. Αναλλοίωτη στο χρόνο, κρυφή και διαχρονική, συνεχίζει ν’ αγγίζει τον αρχέγονο πυρήνα του ανθρώπου που κοιμάται βαθιά, αποκαμωμένος από τον ορυμαγδό που προκαλεί η συνεχόμενη τριβή του με την επιφανειακή και ταραγμένη πραγματικότητα ενός κόσμου επίπλαστων αναγκών και επινοημένων ειδήσεων.
Κάθε φορά λοιπόν που κάποιος πεζοπόρος περνάει από εκεί, όταν είναι μόνος και απογυμνωμένος απ’ την ασφάλεια που του προσφέρει ο λευκός αχός του κοπαδιού, εκείνο το ξέφωτο ξυπνάει και τον αγγίζει, κάνει την ψυχή του να σκιρτάει παράξενα και τον ωθεί να μαζέψει ένα πετραδάκι και να το προσφέρει σαν ανάθημα στο στοιχειό του τόπου που ζει μέσα σ’ εκείνο τον αρχαίο και παράξενο βράχο.
Tags: article , forest , The Weird Side Daily , twsd , weird άρθρο , ανθρώπινη φύση , άρθρο , άρθρο φανταστικού , Βράχος , Γη , γκρεμό , δάσος , ενέργεια , επιστήμη , Έρικ Σμυρναίος , Ζώα , θεός , θεός της Φύσης , ξέφωτο , Πάνας , πέτρες , ποτάμι , Σπηλιά , στοιχεία , τόπος , τόπος δύναμης
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.