Τα απαγορευμένα φτερά

Οι Περιπατητές ήταν μεγάλο γένος, φυλή θα έλεγε κανείς. Η σκούφια τους κρατούσε από γαλάζιους πρίγκιπες και σοφές γυναίκες.
Ήταν όλοι όμορφοι και έξυπνοι, είχαν όμως μια παράξενη γενετική ιδιομορφία: Δεν είχαν φτερά. Ίσως ήταν το μοναδικό νεραϊδογένος, το οποίο παρουσίαζε μια τέτοια έλλειψη.

30 Οκτωβρίου 2025

Χώθηκε στο δάσος στα κρυφά. Οι σημύδες γυάλιζαν κάτω από το φεγγαρόφως, ενώ οι πυγολαμπίδες έκοβαν ακανόνιστους κύκλους ανάμεσα στους θάμνους. Έριξε μια καχύποπτη ματιά πάνω από τον ώμο της. Θα ήταν τραγικό να καταλάβει τελευταία στιγμή πως κάποιος την είχε ακολουθήσει.

Καμία σκιά δεν της φάνηκε ξένη προς το δάσος, κανένας ήχος αταίριαστος. Όταν βεβαιώθηκε πως ήταν μόνη, κάθισε σε έναν από τους υγρούς, βρυώδεις βράχους και ανάσανε.

Οι Περιπατητές ήταν μεγάλο γένος, φυλή θα έλεγε κανείς. Η σκούφια τους κρατούσε από γαλάζιους πρίγκιπες και σοφές γυναίκες.

Ήταν όλοι όμορφοι και έξυπνοι, είχαν όμως μια παράξενη γενετική ιδιομορφία: Δεν είχαν φτερά. Ίσως ήταν το μοναδικό νεραϊδογένος, το οποίο παρουσίαζε μια τέτοια έλλειψη. Για αυτό και είχαν, εδώ και γενιές, αποφασίσει να ξεκόψουν και να απομονωθούν στα Φωτεινότερα Μέρη, κοντά στους ανθρώπους. Και έτσι ζούσαν, ανάμεσά τους, κάτι λιγότερο από νεράιδες, κάτι περισσότερο από ανθρώπους.

Η Μάιρι έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε αχόρταγα τον ψυχρό, νοτισμένο αέρα του δάσους. Λάτρευε τα δέντρα και τις σκιές τους, αλλά σπάνια είχε την ευκαιρία να βρεθεί ανάμεσά τους. Οι περισσότεροι Περιπατητές προτιμούσαν τα ανοιχτά, ηλιόλουστα μέρη των πεδιάδων.

Ήταν η στιγμή της. Μία από τις ελάχιστες δικές της, για χάριν ακριβείας. Μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά που ξέκλεβε μέσα στη νύχτα, μπορούσε να ρίξει τις μάσκες της και να είναι αληθινά ο εαυτός της.

Έτσι και έκανε. Το δέρμα της πήρε να λαμπυρίζει ασημένιο. Τα πυρόξανθα μαλλιά της άναψαν στο χρώμα της φλόγας. Σε μια βαθιά εισπνοή, έριξε το κεφάλι της πίσω και το στήθος της άνοιξε προς τα μπρος, σαν ανθισμένο λουλούδι. Στο κέντρο της ράχης της σπίθισε ένα χρυσοπόρφυρο φως και από μέσα του ξεπρόβαλλε ένα ζευγάρι φτερά, λεπτεπίλεπτα και σχεδόν διάφανα, στα χρώματα της φωτιάς.

Άνοιξε τα μάτια της, απόλυτα ήρεμη, απόλυτα συγχρονισμένη με το περιβάλλον, σαν να ήταν μέρος του δάσους, όπως ο βρυώδης βράχος στον οποίον καθόταν. Τίναξε τα φτερά της και υψώθηκε ανάλαφρα, σαν πεταλούδα. Έκανε μια στροφή, πέταξε ανάμεσα στις πυγολαμπίδες, πήδηξε από κλαδί σε κλαδί, από σημύδα σε σημύδα. Και έκανε όλα αυτά που απαγόρευε ο νόμος των μελών της φυλής της, ανάγοντας την έλλειψή τους σε κανόνα: “Δεν πετάμε, περπατάμε”.

Ύστερα, όταν χόρτασε από πέταγμα και ένιωσε τα φτερά της να ξεμουδιάζουν, πάτησε απαλά τα πόδια στο έδαφος. Ήταν έτοιμη να αφήσει τα φτερά της να κρυφτούν και πάλι πίσω από το δέρμα της και να επιστρέψει, όταν πρόσεξε μια σκιά που έμοιαζε να μην ταιριάζει στη σύνθεση του δάσους.

Η σκιά μετακινήθηκε και το σμήνος των πυγολαμπίδων αποκάλυψε μια γνωστή φυσιογνωμία, με δέρμα ηλιοκαμμένο και μαλλιά ολοπόρφυρα, κάτω από το γείσο ενός καφετί καπέλου που συνήθιζαν να φοράνε μόνο εκείνοι που είχαν γεννηθεί από νεράιδες, αλλά δεν είχαν φτερά.

Τον ήξερε αυτόν τον άντρα. Η ανάσα της κόπηκε στα δύο. Δεν έπρεπε να την δει κανένας Περιπατητής. Ήταν ξεκάθαροι όταν επαναλάμβαναν κάθε πρωί σαν προσευχή: “Δεν πετάμε, περπατάμε”. Και εκείνη, από παιδί, ήταν η μόνη που διέθετε φτερά, αλλόκοτη, διαφορετική, ξένη μέσα στη φυλή της. Πάντα φοβόταν μήπως κάποιος την ανακάλυπτε, και ποιος ξέρει τι θα γινόταν τότε…

“Σβένι…” Ψέλλισε το όνομα του άντρα, μην ξέροντας πώς να απολογηθεί. Δεν έκανε ούτε τον κόπο να κρύψει τα φτερά της. Ήταν αργά πια.

Ο άντρας φαινόταν σαστισμένος. Είχε ξεχάσει να πάρει ανάσα. Ξεροκατάπιε, οι βολβοί των ματιών του έπαιξαν νευρικά, σαν να μην ήξερε πού να κοιτάξει. Τα χείλη του μια ευθεία γραμμή.

Αυτό την προβλημάτισε περισσότερο από όλα. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά ακανόνιστα. Στο μυαλό της γύριζαν όλες οι πιθανές τιμωρίες που θα μπορούσε να δεχτεί για την παραξενιά της. Θα μπορούσε τέτοια ώρα, το επόμενο βράδυ, να είναι απόκληρη, μόνη, μακριά από το σπίτι της. Τα μάτια της βούρκωσαν. Δεν της άρεσε να είναι μόνη.

“Θα με διώξετε;” ψέλλισε δειλά, ίσα που ακουγόταν.

Ο Σβένι μάγκωσε στη θέση του. Φάνηκε να σκέφτεται για μια στιγμή. Μετέθεσε το βάρος από το ένα του πόδι στο άλλο. Οι άκρες των χειλιών του υψώθηκαν στα ροδαλά του μάγουλα. Άπλωσε το χέρι του, με την παλάμη προς τα πάνω. Τα μάτια του φώτισαν, απλά, καθαρά, σαν ασυννέφιαστος ουρανός.

“Μάιρι…” την κάλεσε ψιθυριστά, ενώ τίναζε το κεφάλι προς την έξοδο του δάσους. “Πάμε”.

Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα. Αισθάνθηκε το στήθος της να ξαλαφρώνει. Του χαμογέλασε. Τον πλησίασε αργά. Όταν έφτασε δίπλα του, πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας τα φτερά της να κλείσουν. Το χέρι του έπιασε την ανάστροφη της παλάμης της. Της κούνησε το κεφάλι αρνητικά, κλείνοντας ελαφρώς τα μάτια.

Η Μάιρι πίεσε τα χείλη, καθώς τον κοιτούσε στα μάτια, ψάχνοντας επιβεβαίωση. Ο άντρας κούνησε και πάλι αρνητικά το κεφάλι.

Τον εμπιστεύτηκε. Τον έπιασε αγκαζέ και πρώτη φορά βγήκε από το δάσος με τα φτερά της λαμπερά και ορθάνοιχτα, μαζί του.

Tags: fairy , fairy tale , fairytale , fantasy , fireflies , firefly , forest , girl , wings , woman , γυναίκα , δάσος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Κορίτσι , νεράιδα , παραμύθι , πυγολαμπίδες , φαντασία , φτερά

Ιωάννα Τσιάκαλου

Δημοσιεύτηκε 30 Οκτωβρίου, 2025

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.