Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γιώργο Αγγελίδη

Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα της τριλογίας φαντασίας «Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού».

05 Ιανουαρίου 2020

Ο Γιώργος Αγγελίδης είναι μία από τις νεότερες και πιο ελπιδοφόρες φωνές του φανταστικού στην Ελλάδα. Τον γνωρίσαμε μέσα από την ιδιαίτερα επιτυχημένη και αξιόλογη τριλογία «Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού» που κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή.  Επονομαζόμενος και ως ο συγγραφέας του «ελληνικού Χάρι Πότερ», κατάφερε να κερδίσει το αναγνωστικό κοινό μέσα από τις φαντασμαγορικές περιγραφές του και τις ανατρεπτικές πλοκές που εκτυλίσσονται στα βιβλία του. Παράλληλα, συγγράφει σενάρια τα οποία έχουν διακριθεί σε μεγάλους διεθνείς διαγωνισμούς. Είχαμε την χαρά να συνομιλήσουμε μαζί του για τη συγγραφή, το φανταστικό και, φυσικά, την «Αυτοκρατορία του Φεγγαριού»!

Καλησπέρα Γιώργο! Σε ευχαριστούμε πολύ που μας παραχωρείς αυτήν την συνέντευξη!

Καλησπέρα σας! Εγώ σας ευχαριστώ και καλώς σας βρήκα!

Για όσους δεν γνωρίζουν τον Γιώργο Αγγελίδη, πώς θα σύστηνες τον εαυτό σου;

Απλή ερώτηση, μα συνάμα δύσκολη. Καθότι δεν θέλω να επαναλάβω το βιογραφικό μου σημείωμα με μια απλή αλλαγή σε α’ πρόσωπο, θα περιοριστώ σε αυτά που συνήθως δεν γράφω εκεί και –χρονολογικά– στο παρόν. Αρχικά να πω ότι μου αρέσει να συστήνομαι ως συγγραφέας• τίποτα άλλο δεν μου ακούγεται εξίσου «σωστό» γιατί αφενός τίποτα άλλο δεν με γεμίζει το ίδιο και, αφετέρου, σε τίποτε άλλο δεν έχω αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο και ψυχή μέχρι στιγμής, όσο στη συγγραφή. Τι άλλο, όμως, υπάρχει πέρα από τη συγγραφή στη ζωή μου, μιας που θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω για τα «συγγραφικά»; Έχοντας τελειώσει, λοιπόν, την Αγγλική Φιλολογία στην Αθήνα, αυτή τη στιγμή προετοιμάζω τη διπλωματική μου εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές του ΕΚΠΑ. Αν και μέχρι πριν λίγα χρόνια περιόριζα τον εαυτό μου καλλιτεχνικά στη συγγραφή, για λόγους τόσο προσωπικούς –π.χ. η πίστη μου ότι στη διάσπαση ελλοχεύει ο κίνδυνος της μετριότητας– όσο και εξωτερικούς –π.χ. η συχνή αρνητική κριτική για την πολυπραγμοσύνη–, πλέον καταπιάνομαι δίχως δισταγμό με πληθώρα άλλων καλλιτεχνικών τομέων όπως το μοντάζ, τα γραφιστικά, η σκηνοθεσία και –σε μικρότερο βαθμό– η φωτογραφία. Σαφώς, η συγγραφή παραμένει στην κορυφή των προτεραιοτήτων και απολαύσεων μου –είτε μιλάμε για πεζό κείμενο είτε για σενάριο ή για θεατρικό έργο– και προσπαθώ να εξελίσσω διαρκώς την συγγραφική μου τεχνική και ικανότητα. Μάλιστα, αυτή την περίοδο, παρακολουθώ ένα πρόγραμμα Επιμέλειας και Διόρθωσης Κειμένου γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Αν και θεωρώ πως ανέκαθεν υπήρξα ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου σε αυτόν τον τομέα, πλέον αποκτώ σταδιακά και το θεωρητικό υπόβαθρο για να «κρίνω» τη συγγραφική μου παραγωγή, σε τεχνικό επίπεδο τουλάχιστον. Α, και κάτι ακόμη πιο πρόσφατο, μιας που γνωριζόμαστε έτσι όμορφα: Φέτος, θα έχω την χαρά και την τιμή να ασκήσω καθήκοντα βοηθού στην θεατρική ομάδα της Κιβωτού του Κόσμου την οποία διευθύνει η ηθοποιός Νατάσα Παπαδάκη και στην οποία υπάρχουν μικρά διαμάντια τόσο από άποψη ταλέντου όσο και προσωπικότητας. Να αναμένετε, λοιπόν, δημόσια πρόσκληση για τη Χριστουγεννιάτικη αλλά και την καλοκαιρινή γιορτή που ετοιμάζουν κάθε χρόνο τα παιδιά, για να έρθετε να τα απολαύσετε!

Είσαι ένας από τους νεότερους συγγραφείς του φανταστικού, με το πρώτο σου έργο να εκδίδεται στα είκοσί σου. Πότε και με ποιον τρόπο ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με την συγγραφή;

Ξεκίνησα να γράφω, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, σε ηλικία περίπου δέκα ετών. Πρώτο μου «έργο» ήταν ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο διήγημα που είχα γράψει για έναν διαγωνισμό γνωστού εκδοτικού οίκου το οποίο όχι μόνο δεν κέρδισε, ούτε καν διακρίθηκε στην τελική δεκάδα. Αν ήμουν λίγο πιο μεγάλος ίσως και να είχα απογοητευτεί, τότε όμως νομίζω δεν σκεφτόμουν τόσο πολύ τα πράγματα. Προηγουμένως μίλησα για «κυριολεκτική έννοια» του γράφω, γιατί στην ουσία ήδη πριν από τότε «πλάθαμε» ιστορίες με τον παππού μου –τον πατέρα της μητέρας μου– και τις ηχογραφούσαμε σε ένα παλιό κασετόφωνο. Το έχω ξαναπεί, και δεν θα κουραστώ να το λέω, πως ο παππούς μου έσπειρε μέσα μου πάσης φύσεως καλλιτεχνική ανησυχία –πέρα από τις ιστορίες μας, να πω ότι ζωγραφίζαμε κιόλας, κάναμε κολλάζ και τρισδιάστατες μακέτες κτιρίων για τους τότε ετήσιους διαγωνισμούς του δήμου Αθηνών– εξ’ ου και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Αγγελίδης. Στα 14 ξεκίνησα να γράφω την «Αυτοκρατορία», ορμώμενος από ένα όνειρο και χωρίς σε καμία περίπτωση να φαντάζομαι ότι θα γινόταν ένα, πόσο μάλλον τρία, βιβλία. Ο παππούς μου ήταν πάλι ο πρώτος ο οποίος διάβασε κάποιες σελίδες από το πρώτο βιβλίο και ενώ μου τις γέμισε σημειώσεις και διορθώσεις, μου είπε συνεχίσω να το προσπαθώ. Ομολογώ πως πέρυσι που χάσαμε τον παππού μου, για ένα χρονικό διάστημα πίστευα ότι δεν θα μπορούσα να γράψω ξανά. Κι όμως κατάλαβα σύντομα πως δεν θα το ήθελε αυτό. Έτσι συνέχισα και συνεχίζω να γράφω και για εμένα και –όπως πάντοτε– για εκείνον.

Η τριλογία σου με τίτλο ”Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού” είναι ένα έργο φαντασίας. Ποιες είναι οι δυσκολίες της κοσμογονίας η οποία κυριαρχεί στο είδος του fantasy;

Σίγουρα στα έργα high fantasy, η κοσμογονία αποτελεί βασική και εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία. Η «Αυτοκρατορία του Φεγγαριού» θα κατατασσόταν μάλλον στο low fantasy• λαμβάνει δηλαδή χώρα στον δικό μας κόσμο, με τη διαφορά ότι στο σύμπαν της το φεγγάρι τυχαίνει να είναι κούφιο και μέσα του να υπάρχει μια κρυφή Αυτοκρατορία. Όπως αποκαλύπτεται στο δεύτερο βιβλίο, οπότε και ξετυλίγεται περισσότερο το κουβάρι της ιστορίας της, και χωρίς να θέλω να κάνω κάποιο ιδιαίτερο spoiler, η Αυτοκρατορία υπήρξε κάποτε κομμάτι του δικού μας κόσμου. Ένα ιδιαίτερα γνωστό μυθικό κομμάτι του θα έλεγα. Οπότε το δύσκολο δεν ήταν να τη δημιουργήσω υλικά –τα βασικά στοιχεία ήδη υπήρχαν και δεν μπορούσα να παρεκκλίνω πολύ από αυτά–, αλλά να τη συνδέσω με αυτό. Στο στάδιο της προπαρασκευής του δεύτερου βιβλίου, πέρασα δεκάδες αν όχι εκατοντάδες ώρες, ενώνοντας post-it με πολύχρωμες κλωστές –δεν είχα «ψηφιοποιηθεί» ακόμη– προσπαθώντας να βρω τον έναν και μοναδικό τρόπο που όλα συνδέονται. Όπως μου είπε πρόσφατα μια αναγνώστρια, και μάλλον όντως ισχύει, από άποψη πλοκής η Αυτοκρατορία είναι ένα πάζλ –ένα λάθος κομμάτι και όλα καταστρέφονται. Από άποψη χαρακτήρων, θα την αποκαλούσα μεταφορικά μια παρτίδα πόκερ όπου το καλύτερο μπλοφάρισμα κερδίζει στο τέλος.

«Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού» είναι ένα από τα έργα που έχουν ξεχωρίσει στο είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού. Πώς βιώνεις την ανταπόκριση του κοινού στο έργο σου;

Όπως σας είπα, ξεκινώντας να γράφω την Αυτοκρατορία δεν είχα κάποιο πλάνο. Δεν ήξερα ότι θα λάμβανε την έκταση τριών βιβλίων και σίγουρα δεν πίστευα –τουλάχιστον όχι απολύτως σοβαρά– ότι θα εκδιδόταν. Ήταν απλά οι περιπέτειες που ζούσα με τη φαντασία μου και τις κατέγραφα. Όταν, λοιπόν, μου δόθηκε η ευκαιρία να μοιραστώ τις περιπέτειες αυτές με τον «κόσμο» ο ενθουσιασμός μου δεν μπορούσε να περιγραφεί με λέξεις. Και σαφώς στο πρώτο βιβλίο ο αναγνώστης δεν ήξερε τι να περιμένει. Στο χρονικό διάστημα, ωστόσο, που μεσολάβησε ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο, και κυρίως ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο βιβλίο, τα μηνύματα που έλαβα –γραπτά ή δια ζώσης–, μηνύματα αγωνίας για το μέλλον των ηρώων αλλά και του «κόσμου» του βιβλίου, ήταν αυτά που επιβεβαίωσαν –και εξακολουθούν να επιβεβαιώνουν– την απόφαση μου να συνεχίσω να γράφω, ανεξαρτήτως είδους κάθε φορά και παρά τις προφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των συγγραφέων στη χώρα μας. Αλήθεια χαίρομαι όταν κάποιος μου στέλνει μήνυμα για την «Αυτοκρατορία» είτε το περιεχόμενο του είναι επαινετικό είτε όχι –μάλλον χαίρομαι ακόμη περισσότερο με τα λεγόμενα «hate mails» για κάποιον χαρακτήρα που πέθανε ή για το γενικό τέλος της τριλογίας, γιατί παραπάνω από το αν οι αποφάσεις που πήραν ήταν σωστές ή λανθασμένες, μου δείχνει ότι οι αναγνώστες νοιάζονται για τους ήρωες, τον Άλφρεντ, τον Μάικ, τη Ντίτα και όλους τους άλλους.

 

Διαβάζοντας την ”Αυτοκρατορία του Φεγγαριού”, σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε να αποτελέσει την βάση για μια blockbuster ταινία Χολιγουντιανών προδιαγραφών. Ποιους ηθοποιούς (έλληνες ή ξένους) θα επέλεγες για να υποδυθούν τους πρωταγωνιστές των βιβλίων σου;

Απαντώντας σοβαρά, θα πω ότι γράφοντας έναν χαρακτήρα σκέφτομαι την ενέργεια του και ύστερα τον μαθαίνω με βάση τις επιλογές του και το που αυτές τον/την οδηγούν στην πορεία του βιβλίου. Αν εξαιρέσουμε κάποια βασικά φυσικά χαρακτηριστικά που είτε εξυπηρετούν κάποιο συγκεκριμένο ρόλο στην πλοκή (όπως π.χ. ο συνδυασμός λευκόξανθα μαλλιά – γαλάζια μάτια) είτε δίνονται ως μια ελάχιστη βάση για χάριν της φραστικής περιγραφής του χαρακτήρα, δεν σκέφτομαι τους ήρωες μου με εικόνες. Ή, ακόμη και να το κάνω, αυτές οι εικόνες δεν είναι αρκετές για να προσδιορίσω ένα δυνητικό cast. Τρανή απόδειξη του συγκεκριμένου αποτελεί η σειρές character posters που κάναμε για τα πρώτα δύο βιβλία με τον φωτογράφο και καλό μου φίλο Κωνσταντίνο Λέπουρη με πληθώρα συνεργατών και ακόμη περισσότερο η –ακόμη ανολοκλήρωτη– σειρά character-posters των πέντε Δημιουργών του σύμπαντος, στον κόσμο της Αυτοκρατορίας. Η όψη των δημιουργών, όπως την εμπνεύστηκε και την υλοποίησε η υπερ-ταλαντούχα sfx artist Έφη Τσιμπή είναι μακράν καλύτερη από αυτή που είχα εγώ στο μυαλό μου. Οπότε, όπως λένε, έκαστος στο είδος του. Αν πάλι απαντούσα πιο χιουμοριστικά, θα έλεγα ότι ακόμη και να σας παραθέσω λεπτομερώς το ιδανικό για εμένα cast, από Α’ Ανδρικό μέχρι τον τελευταίο ρόλο, μέχρι να γίνει ταινία οι μεγαλύτεροι θα έχουν βγει προ πολλού σε σύνταξη κι οι μικρότεροι μάλλον θα οδεύουν προς τα εκεί. Το μόνο όνομα που μπορώ να σας δώσω είναι αυτό της κουμπάρας μου, της ηθοποιού Νατάσας Παπαδάκη, με την οποία έχουμε συμβόλαιο αποκλειστικότητας να λαμβάνει τον Α’ γυναικείο ρόλο σε κάθε μου έργο, ανεξαρτήτως ηλικίας!

Πρόσφατα το έργο σου μεταφράστηκε στα Αγγλικά με τον τίτλο Estelarion και αναμένεται να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Περιέγραψέ μας πώς αισθάνεσαι για αυτό.

Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα κυκλοφόρησε το ebook της αγγλικής μετάφρασης του πρώτου βιβλίου, έχοντας λάβει τον τίτλο «Estelarion: The Hidden Empire» και είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος. Ταυτόχρονα, βέβαια, και λίγο αγχωμένος. Είναι ένα ακόμη μεγάλο εγχείρημα στο οποίο με στηρίζουν οι Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή. Συνήθως έχουμε στο μυαλό μας πως τα πράγματα είναι πιο δύσκολα στην Ελλάδα γιατί το αναγνωστικό κοινό του fantasy είναι περιορισμένο. Αντίστοιχα όμως, κι ακόμη περισσότερο, στο εξωτερικό η προσφορά στο είδος είναι τεράστια. Παρόλα αυτά, το ενδεχόμενο να βρει η «Αυτοκρατορία» και νέους αναγνώστες, όντας πια σε μια γλώσσα την οποία μιλούν –και διαβάζουν– σε όλο τον κόσμο, ήταν το κίνητρο που εξαρχής με ώθησε να τη μεταφράσω και στηρίζω την απόφαση μου αυτή. Είμαι πολύ αισιόδοξος και αναμένω με μεγάλη ανυπομονησία την έκδοση και της έντυπης μορφής του βιβλίου, η οποία είναι προγραμματισμένη για την ερχόμενη εβδομάδα! Εντός του μήνα, το βιβλίο θα παρευρεθεί στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης και θα γίνει διαθέσιμο σε μια σειρά από μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων στην Αγγλία και την Αμερική. Τα όνειρα είναι πολλά για την πορεία του Estelarion, κι όμως ένα έχει ήδη πραγματοποιηθεί –εννοώ, πέρα από την έκδοση του–. Αυτό δεν είναι άλλο από το εξώφυλλό του το οποίο φιλοτέχνησε η φίλη και εξαιρετική εικονογράφος Μαριλένα Μέξη, με την οποία ονειρευόμουν να συνεργαστώ απ’ την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του πρώτου βιβλίου στα ελληνικά το 2015, και την ευχαριστώ θερμά για την τιμή!

Το μικρού μήκους σενάριό σου, ”Cicada”, διακρίθηκε σε διεθνή φεστιβάλ. Μίλησε μας για αυτό.

Το “Cicada” είναι το πρώτο μου κινηματογραφικό σενάριο και, όντας μικρού μήκους, έχει μόλις 14 σελίδες έκταση. Έχοντας συνηθίσει να πλατειάζω στον πεζό λόγο, αρχικά δυσκολεύτηκα με το μικρό αυτό περιθώριο, όμως εν τέλει η ιστορία ήταν για να γραφτεί εντός αυτών των σελίδων. Το όριο ήταν απλά σωστό. Οτιδήποτε λιγότερο ή περισσότερο πιστεύω πια πως θα χάλαγε το Cicada κι έτσι, ενώ μου έγινε πρόταση να το «μεταφέρω» σε βιβλίο στα Ελληνικά, δυστυχώς δεν ήταν εφικτό να το κάνω. Το Cicada παρακολουθεί την Αουρέλια, μια κοπέλα η οποία εργάζεται ως ξεναγός στη Σύρο, ξεναγώντας τους πλούσιους ιδιοκτήτες σκαφών γύρω από το νησί. Κατά τη διάρκεια μίας τέτοιας ξενάγησης, μια σφήκα τρυπώνει στο αυτί της Αουρέλια κι από εκείνη τη στιγμή τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης αρχίζουν να θολώνουν. Καθώς αναμνήσεις από το μακρινό αλλά και κοντινό παρελθόν επιστρέφουν να τη στοιχειώσουν, η Αουρέλια καλείται να παλέψει με τους φτερωτούς της δαίμονες. Να παλέψει για τη λογική αλλά και για τη ζωή της. Πρόκειται για μια ταινία αλληγορικού τρόμου, όπως μου αρέσει να την αποκαλώ• για μια παραβολή. Το “Cicada” το έγραψα για έναν ελληνικό διαγωνισμό σεναρίου, στον οποίο ωστόσο δεν διακρίθηκε –είμαι ειλικρινής με το γεγονός αυτό, και στα πλαίσια «αποτυχίας» και στα πλαίσια «χώρας», διότι ξέρω πως συγγραφείς και γενικά νέοι σαν κι εμένα συχνά φτάνουν στα πρόθυρα να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και το όραμά τους εν γένει, ενώ πάντοτε αξίζει να το προσπαθούν μέχρι τέλους. Πιστεύοντας σε αυτό, άρχισα να λαμβάνω μέρος σε αυτό σε παγκόσμιους διαγωνισμούς σεναρίου αλλά και φεστιβάλ και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενος με την απόφαση μου αυτή. Μέχρι σήμερα το “Cicada” έχει διακριθεί ως νικητής αλλά και φιναλίστ σε πληθώρα διαγωνισμών και φεστιβάλ (Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου Μικρού Μήκους και Βραβείο Courage & Fortitude στο Fresh Voices Screenplay Competition 2018-2019, Επίσημη Επιλογή στο Orlando Film Festival 2019, Φιναλίστ στο 13HORROR.COM Film and Screenplay Contest 2018, Φιναλίστ στο Hollywood Just4Shorts Film and Screenplay Competition), πρόκειται να αναγνωσθεί αυτόν τον μήνα στα Αναλόγια Σεναρίων του Orlando Film Festival 2019, και έχει εκδοθεί στο Los Angeles, έντυπο αλλά και σε μορφή e-book. Ενώ το ταξίδι του “Cicada” συνεχίζεται δυναμικά, το περασμένο καλοκαίρι έγραψα το πρώτο μου μεγάλου μήκους σενάριο, πάλι στο είδους του αλληγορικού τρόμου, με τίτλο “Stigma”, με αφορμή το θάνατο του παππού μου, το οποίο ήδη έχει «ταξιδέψει» στο εξωτερικό σε πληθώρα φεστιβάλ και διαγωνισμών. Αναμένουμε, λοιπόν, τα αποτελέσματα!

Πώς κρίνεις την θέση του φανταστικού και του τρόμου στην νεοελληνική λογοτεχνία;

Η διαφορά με το 2015, οπότε και εισήλθα στον χώρο αυτό, είναι εμφανής και τεράστια! Πλέον υπάρχουν αρκετοί εκδοτικοί οίκοι που στηρίζουν –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό– συγγραφικά εγχώρια πονήματα του είδους, αλλά και φεστιβάλ και site (όπως π.χ. το Weird Side Daily αλλά και το Will o’ Wisps στο οποίο αρθρογραφούσα και πλέον είμαι επιμελητής) που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην προβολή τους αλλά και στη μύηση νέων αναγνωστών στη μαγεία του fantasy. Σαφώς, η αγάπη για το «εισαγόμενο» προϊόν πεθαίνει δύσκολα και είναι, καλώς ή κακώς, δικαιολογημένη. Ένα βιβλίο του είδους από το εξωτερικό, για να φτάσει μεταφρασμένο στη χώρα μας, έχει από πίσω του τεράστιες προωθητικές δυνάμεις και, πολύ συχνά, συνοδεύεται από κάποια κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά. Ταυτόχρονα, θεωρούταν παλαιότερα δεδομένο πως οτιδήποτε γραφτεί στην Ελλάδα, ειδικά στα είδη του φανταστικού και του τρόμου, πρόκειται για κακή απόπειρα μίμησης κάποιου αντιστοίχου βιβλίου από το εξωτερικό. Αν και πλέον μια ματιά στη βιβλιογραφία των Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού είναι ικανή να πείσει για το αντίθετο, σίγουρα μια άποψη χρειάζεται περισσότερα χρόνια για να διαφοροποιηθεί. Άλλωστε, το αγοραστικό δυναμικό, οι αναγνώστες, του είδους παραμένουν περιορισμένοι στη χώρα μας, συγκριτικά με άλλα ήδη, και εξ’ αυτού του λόγου οι δυνατότητες προβολής των εν λόγω έργων από τα media είναι περιορισμένες. Βέβαια, για να κλείσω σε μια θετική νότα, από τη στιγμή που η «χιονοστιβάδα» αρχίσει, τίποτα δεν την σταματά!

Σε ευχαριστούμε πολύ!

Main Image Reference

Tags: Cicada , Estelarion , Estelarion The Hidden Empire , fantasy , Interview , Literature , weird , Αγγελίδης , Αγγελίδης Συγγραφέας , άνθρωποι , Αυτοκρατορία του Φεγγαριού , βιβλία , Βιβλία Φαντασίας , βιβλίο , Γιώργος Αγγελίδης , Γιώργος Αγγελίδης Συγγραφέας , Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού , Λογοτεχνία , Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή , Συγγραφέας , Συνέντευξη , Τριλογία , φαντασία

Πέτρος Κουτρουμπίλας

Δημοσιεύτηκε 5 Ιανουαρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.