Συνέντευξη στον Ραφαήλ Νικόλαο Μπελενιώτη
Η Φραντζέσκα Μάνγγελ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Αγγλία εφαρμοσμένες τέχνες και επιστρέφοντας στη γενέτειρά της ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και κειμενογράφος. Από μικρή ηλικία είχε πάθος με τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Το 2017 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, «Η Νύχτα του Σάουιν», το οποίο έλαβε το βραβείο του μυθιστορήματος της χρονιάς, στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα των Βραβείων Βιβλίου Public. To «Καχαραμπού» είναι το δεύτερο βιβλίο και η συνέχεια της διλογίας της «Νύχτας των Σάουιν». Η διλογία είναι διαθέσιμη και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις BELL.
Στην συνέντευξη παρακάτω η βραβευμένη συγγραφέας δέχθηκε να μας μιλήσει, μεταξύ άλλων, για τα στοιχεία εκείνα που στάθηκαν καθοριστικά στην γέννηση της ιστορίας της, αλλά κυρίως για την θέση που κατέχει ο μύθος ως μοτίβο στο έργο της και γενικότερα στην σύγχρονη λογοτεχνία.
«Η Νύχτα του Σάουιν» είναι το πρώτο σας βιβλίο. Η αρχή της ιστορίας. Μια πρώτη ερώτηση είναι, γιατί στην Αγγλία και Σκωτία και μια δεύτερη τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε στον συγκεκριμένο μύθο, ώστε να αποτελέσει την μήτρα μιας ολόκληρης μυθοπλασίας και των δύο βιβλίων;
Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βόρεια Αγγλία και στη Σκωτία γιατί εκεί την εμπνεύστηκα. Ως νεαρή τότε φοιτήτρια βρέθηκα σε ένα μυστηριακό περιβάλλον το οποίο με μάγεψε. Οι τοπικές δοξασίες, η γοτθική αρχιτεκτονική, οι δρυϊδικές παραδόσεις, τα κάστρα και οι καθεδρικοί, σε συνδυασμό με τον μουντό καιρό και τη μεσαιωνική ατμόσφαιρα, σκάλιζαν από μόνες τους ιστορίες μέσα μου. Αρκούσε να βρεθείς μέσα σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο, μία σκοτεινή βιβλιοθήκη, ένα βικτωριανό οίκισμα, έναν παλιό κοιτώνα, να δεις τους φοιτητές να περπατούν στις πλακόστρωτες ανηφόρες της παλιάς πόλης με αναμμένες κολοκύθες στα χέρια παραμονή του Halloween για να αρχίσεις να φαντάζεσαι διάφορα. Η φαντασία μου ανέκαθεν, από παιδί ακόμα, οργίαζε. Όταν βρέθηκα όμως σε εκείνο το περιβάλλον, ήταν τόση η τροφή, τόσα τα ερεθίσματα, που κυριολεκτικά ξέφυγε! Άρχισα να ψάχνω και να γράφω ανελλιπώς, χωρίς να έχω ιδέα τι θα τα κάνω όλα αυτά τα χειρόγραφα. Μετά το τέλος των σπουδών μου, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τα έφερα μαζί μου. Ήταν ένα κουτί γεμάτο αποσπάσματα εμπνευσμένα από τη γιορτή του Halloween και την αρχαία κέλτικη παράδοση απ’ την οποία προήλθε˙ τη Νύχτα του Σάουιν.
Εμπνέεστε γενικότερα στη ζωής σας από τους Ευρωπαϊκούς λαϊκούς μύθους, από τις μυθολογίες και τις μυθοπλασίες παλαιότερων λαών και ανθρώπων; Ποια θέση κατέχει ο μύθος στη σύγχρονη ζωή μας;
Εμπνέομαι από το οτιδήποτε μπορεί να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές μου και να κατευθύνει τα δάχτυλά μου πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Μπορεί να είναι ένας μύθος, μια μελωδία, μία απώλεια, -ακόμη και μία σκηνή. Πριν χρόνια είχα βρεθεί στη σκάλα του Βραδέτου στα Ζαγοροχώρια. Η κατάβασή της ήταν μία από τις πιο έντονες εμπειρίες που έχω ζήσει χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί. Τα πέτρινα σκαλοπάτια που χάνονταν ως την κοίτη της χαράδρας, η ομίχλη στα γύρω βουνά, η σιωπή της φύσης, όλα είχαν κάτι το απόκοσμο και μυστηριακό που ακόμη κι αν δεν υπήρχε μύθος γραμμένος για αυτό το μέρος θα μπορούσες να τον εφεύρεις. Κάπως έτσι θεωρώ ότι δημιουργούνται κι οι μύθοι˙ από μέρη, γεγονότα κι εμπειρίες που ενέπνευσαν και συγκίνησαν ανθρώπους. Τώρα σχετικά με τη θέση τους στον σύγχρονο κόσμο, συμφωνώ απόλυτα με τα όσα υποστήριζε ο μυθολόγος Joseph Campbell˙ πως οι μύθοι, οι θρύλοι και τα παραμύθια είναι παρόντα σε κάθε παράδοση και προσαρμόζονται μυστηριωδώς στα σύγχρονα δεδομένα, διεγείροντας και αφυπνίζοντας τις καρδιές των ανθρώπων σε κάθε γωνιά του κόσμου, ανεξαρτήτως εποχής και συνθηκών.
Βιώσατε κάποια παρόμοια εμπειρία σαν αυτήν που βίωσε η πρωταγωνίστρια; Τι επίδραση είχε και έχει η ατμόσφαιρα του μύθου και το πλαίσιο του πάνω σας;
Το βιβλίο στο μεγαλύτερο κομμάτι του είναι μυθοπλασία. Η κεντρική ιστορία με την αυτοκαταστροφική ηρωίδα, τον ξένο, το οικόσημο, την τελετουργία, είναι όλα προϊόντα καθαρής φαντασίας. Τα περισσότερα μέρη όμως και αρκετά στιγμιότυπα της φοιτητικής ζωής, είναι αληθινά. Μαζί με την ατμόσφαιρα, η οποία είχε τόσο καταλυτική επίδραση πάνω μου, που αν δεν την αποτύπωνα δεν θα ησύχαζα. Ουσιαστικά ήταν μία ιστορία την οποία φαντάστηκα τόσο έντονα, σαν να την έζησα και για να νιώσω πλήρης έπρεπε να την γράψω.
Ζήσατε και σπουδάσατε αν δεν απατώμαι για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα στο Lincolnshire. Μέσα από την γραφή σας, αλλά και γενικότερα μέσα από τις περιγραφές στα βιβλία σας, καταλαβαίνουμε ότι το περιβάλλον και ο πολιτισμός της Βόρειας Αγγλίας λειτούργησε καταλυτικά στην γέννηση αλλά και στην εξέλιξη της ιστορίας σας. Δεν απουσιάζει όμως και το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο της χώρας μας. Τι σας οδήγησε να κάνετε χρήση και των δύο τόπων; Τι σας ώθησε σε ένα τέτοιο «πάντρεμα» στοιχείων και κατά πόσο ήταν εύκολο;
Το Lincolnshire ήταν τα φοιτητικά μου χρόνια. Η παλιά Αθήνα από την άλλη, ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας χάρη στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού μου στην Πλάκα. Οι μνήμες που έχω από εκεί είναι γεμάτες μουσική, βιβλία, ζωγραφιές και εικόνες μιας άλλης εποχής. Το να τα παντρέψω λοιπόν ήταν αναπόφευκτο και μου βγήκε φυσικά κι αβίαστα.
Θα σας γυρίσω και πάλι πίσω στο αγαπημένο μου θέμα, το μύθο. Σίγουρα οι Βόρειες χώρες έχουν μια πλούσια λαογραφική παράδοση, με ένα έντονο και δημοφιλές αποτύπωμα. Έχουν καταφέρει δηλαδή να εντυπωσιάσουν με το folklore τους, τόσο τις μικρές και τις μεγάλες οθόνες, σίγουρα όμως και τη σύγχρονη λογοτεχνία. Πιστεύετε ότι η ελληνική μυθολογία είναι λιγάκι παραμελημένη από τους Έλληνες λογοτέχνες; Γιατί δεν εμπνεόμαστε από τους μύθους και τους θρύλους της αρχαίας Ελλάδας; Μπορούμε να συναγωνιστούμε τους βόρειους γείτονες μας σε αυτό το «γήπεδο»;
Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε «Ο κόσμος όπου αισθάνομαι πιο άνετα είναι ο Ελληνικός Μύθος.» Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Από κει και πέρα το τι εμπνέει τον κάθε συγγραφέα είναι σχετικό. Η Ελλάδα έχει τεράστια ποικιλία από μύθους και μοναδική μορφολογία για να τους στήσεις. Έχει όμως και φως. Φως που καταπίνει το σκοτάδι που ενδεχομένως να χρειάζονται κάποιοι συγγραφείς για να χτίσουν μία σκοτεινή ιστορία. Για να συναγωνιστούμε λοιπόν τους βόρειους, γνώμη μου είναι πως θα πρέπει να αλλάξουμε τελείως τα δεδομένα που έχουν θέσει και να ξεκινήσουμε με νέα, πιο ελληνικά.
Σε αυτό το σημείο να σας εκμυστηρευτώ ότι λατρεύω τα “What If”. Δεν μπορώ προσωπικά να μιλήσω για μια αμιγώς «Ελληνική λογοτεχνία του Φανταστικού» αλλά, πως θα την φανταζόσασταν σαν λογοτεχνικό ρεύμα; Μήπως θεωρείτε ότι υπάρχει;
Φυσικά και υπάρχει. Και ξεχωρίζει και βραβεύεται. Πρόσφατα διάβασα Μιχάλη Μακρόπουλο και Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Ατόφια λογοτεχνία. Σε συνεπαίρνει, σε μαγεύει, σε κάνει δική της. Θεωρώ εντελώς ξεπερασμένη τη λογική του συνδέω τη λογοτεχνία αυστηρά με συγκεκριμένα είδη. Οι δυνατότητες των δημιουργών είναι πάνω από τέτοιους διαχωρισμούς. Και στην Ελλάδα θεωρώ ότι έχουμε εξαιρετικούς συγγραφείς που κερδίζουν ολοένα έδαφος στο Φανταστικό, τη Δυστοπία, την Επιστημονική Φαντασία.
Στην Αμερική, αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, συγγραφείς επαγγελματίες καταλαμβάνουν πανεπιστημιακές έδρες και διδάσκουν σε ακαδημαϊκό επίπεδο δημιουργική γραφή. Σε εμάς γιατί πιστεύετε δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο; Έχει η ελληνική ακαδημαϊκή κουλτούρα ανάγκη από μια τέτοια ανανέωση;
Γενικότερα η Ελλάδα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό με το εξωτερικό στον συγκεκριμένο κλάδο. Στη χώρα μας πρώτα απ’ όλα είναι ελάχιστοι οι συγγραφείς που μπορούν να βιοποριστούν αποκλειστικά από τη συγγραφή, -πόσο μάλλον να καταλαμβάνουν πανεπιστημιακές έδρες. Γιατί συμβαίνει αυτό δεν γνωρίζω να σας πω. Αυτό που πιστεύω όμως ακράδαντα είναι ότι η Ελλάδα έχει εξαιρετικούς λογοτέχνες των οποίων η παρουσία σε ακαδημαϊκό επίπεδο, θα ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμη.
Πολλά νέα παιδιά πειραματίζονται με το χαρτί και το μελάνι. Στους καιρούς που ζούμε όμως, η λογοτεχνική παραγωγή είναι μαζική. Η βιομηχανία τεράστια. Ο ανταγωνισμός μεγάλος, οι δυσκολίες πολλές και οι απογοητεύσεις των νέων ανάλογες. Τι θα συμβουλεύατε μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες σας τα νέα παιδιά που φιλοδοξούν να φτάσουν τον τίτλο του συγγραφέα και να δουν το όνομα τους σε εξώφυλλο βιβλίου;
Να διαβάζουν, να γράφουν, να δουλεύουν τα κείμενά τους μέχρι τελικής πτώσης, με τα απαραίτητα διαλείμματα στο ενδιάμεσο για να μπορούν να τα επανεξετάσουν με καθαρή ματιά. Να μην φοβούνται να αφαιρέσουν, ούτε να αλλάξουν. Να έχουν επιμονή, υπομονή και γερό στομάχι στην απόρριψη μιας κι από κει θα έρθει στο τέλος η αποδοχή.
Το «Καχαραμπού» είναι το δεύτερο βιβλίο, η συνέχεια της «Νύχτας Των Σάουιν». Πόσο αβίαστα σας βγήκε η ολοκλήρωση της ιστορίας και ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;
Τη συνέχεια της ιστορίας την ήξερα από την αρχή. Κι αυτό γιατί δεν είναι ουσιαστικά η συνέχεια αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της, η άλλη της όψη. Η απάντηση στην ερώτηση: «Τι συνέβη τελικά εκείνη τη Νύχτα;». Την ιστορία την είχα πλάσει στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή που έγραφα το πρώτο βιβλίο. Το δύσκολο για μένα όμως ήταν να βρω τον χρόνο να τη γράψω μιας και η συγγραφή του δεύτερου βιβλίου συνέπεσε χρονικά με τη γέννηση της κόρης μου. Ήταν μία περίοδος εξαιρετικά απαιτητική –όσες γυναίκες έχουν γίνει μητέρες γνωρίζουν τι σημαίνει να είσαι άυπνος με μηδαμινό ελεύθερο χρόνο και στον ελάχιστο διαθέσιμο που έχεις για να κοιμηθείς, να δουλεύεις. Ουσιαστικά έκανα δύο χρόνια για να κοιμηθώ κι όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο ήθελα να βάλω τα κλάματα από την χαρά και την εξάντληση που ένιωθα.
Ώρα για την αγαπημένη μου ερώτηση. Πού κατατάσσεται τον εαυτό σας και μετέπειτα το έργο σας; Στην κατηγορία Λογοτεχνίας Μυστηρίου, στην Λογοτεχνία του Φανταστικού… και γιατί;
Προς το παρόν δεν τον κατατάσσω. Θεωρώ ότι τα δύο βιβλία είναι πολύ μικρό δείγμα για να καταλήξω σε ένα συγκεκριμένο είδος. Μπορώ όμως να πω ότι το μυστήριο, η φαντασία, ακόμη και η δυστοπία είναι από τα στοιχεία που με γοητεύουν και με εμπνέουν πολύ.
Τέλος, ποια είναι η γνώμη σας για το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα; Εσείς ως αναγνώστρια τι έχετε να δηλώσετε για την λογοτεχνική παραγωγή στη χώρα μας;
Υπάρχουν πολλών ειδών αναγνώστες. Θα σας πω για τους τακτικούς μιας και σε αυτήν την κατηγορία συγκαταλέγω τον εαυτό μου και αυτούς με τους οποίους αλληλεπιδρώ. Υπάρχει αγάπη για το βιβλίο. Μπορεί να ακούγεται ρομαντικό όμως έτσι είναι. Εκείνοι που αγαπούν τα βιβλία, τα αγαπούν πραγματικά και διαβάζουν πρώτα απ’ όλα με την ψυχή τους. Για αυτό και θεωρώ τεράστια τιμή να απευθύνομαι σε αναγνώστες που διαβάζουν με τον ίδιο τρόπο που γράφω.
Σας ευχαριστούμε πολύ για την παραχώρηση της Συνέντευξης!
Εγώ σας ευχαριστώ. Εύχομαι να έχουμε μία καλή και δημιουργική χρονιά, με υγεία, έμπνευση και φαντασία.
*Βρείτε τα βιβλία εδώ.
*Η Νύχτα του Σάουιν – Book trailer
*Καχαραμπού – Book Trailer
Tags: Author , book , books , fantasy , Interview , mystery , The Weird Side Daily , twsd , writer , βιβλία , Βιβλία Φαντασίας , βιβλίο , διλογία , Λογοτεχνία , Μυθιστόρημα , μυστήριο , Συγγραφέας , Συνέντευξη , φαντασία , Φανταστική Λογοτεχνία , Φραντζέσκα Μάνγγελ
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.