Στάχτες

“Οι τελευταίες στιγμές που είχαν ζήσει μαζί δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό του: οι χωρικοί να τους κυνηγούν με αναμμένες δάδες﮲ οι φωνές και οι κατάρες τους﮲ τα ουρλιαχτά της όταν ένας από αυτούς τη στρίμωξε σε ένα σκοτεινό δρομάκι﮲ το ικετευτικό της βλέμμα, λίγο πριν της καρφώσει το μαχαίρι στο στήθος…”

Κοίταξε τη φλόγα που σιγόκαιγε. Σε λίγο το κερί θα έλιωνε και τα πάντα θα βυθίζονταν στο σκοτάδι. Το τεράστιο, κυκλικό τραπέζι, εκείνο που παλιά ήταν γεμάτο καλεσμένους και είχε φιλοξενήσει τα πιο πλουσιοπάροχα γεύματα, τώρα ήταν άδειο. Αναστέναξε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και προχώρησε προς το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, ούτε ένα αστέρι δεν υπήρχε για να φωτίζει την πλάση. Καλύτερα έτσι. Ήθελε να θυμάται την τελευταία του νύχτα σαν την πιο σκοτεινή από όλες. Πήρε το κερί και βγήκε στο διάδρομο. Τα βήματά του ηχούσαν στους πέτρινους τοίχους. Τους άγγιξε με τα δάχτυλά του κι ένιωσε την υγρασία να του τρυπάει το δέρμα. Μπήκε στο δωμάτιό της. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος της. Την κοίταξε. Αν δεν ήξερε… θα μπορούσε να πει πως απλά κοιμόταν. Ήξερε όμως… Μια τούφα από τα μαύρα μαλλιά της είχε πέσει στο μέτωπό της. Την παραμέρισε και της χάιδεψε απαλά το μάγουλο. Έσκυψε και φίλησε τα παγωμένα της χείλη. Σηκώθηκε, την πήρε αγκαλιά και βγήκε και πάλι στο διάδρομο.

Οι τελευταίες στιγμές που είχαν ζήσει μαζί δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό του: οι χωρικοί να τους κυνηγούν με αναμμένες δάδες﮲ οι φωνές και οι κατάρες τους﮲ τα ουρλιαχτά της όταν ένας από αυτούς τη στρίμωξε σε ένα σκοτεινό δρομάκι﮲ το ικετευτικό της βλέμμα, λίγο πριν της καρφώσει το μαχαίρι στο στήθος… Βρέθηκε αστραπιαία δίπλα στο δολοφόνο της, τον πέταξε με δύναμη πάνω στον τοίχο, έπιασε το σώμα της πριν σωριαστεί στο έδαφος κι έφυγε μακριά. Ένα δευτερόλεπτο… ένα δευτερόλεπτο αν έφτανε νωρίτερα θα προλάβαινε.

Της είχε υποσχεθεί πως δεν θα τους χώριζε κανείς, ούτε καν ο θάνατος και είχε σκοπό να κρατήσει την υπόσχεσή του. Άνοιξε τη βαριά, σιδερένια πόρτα και βγήκε στον κήπο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ρούφηξε τη μυρωδιά του σκοταδιού, λίγο πριν δώσει τη θέση του στο φως της ημέρας.

Την άφησε πάνω στο πέτρινο σιντριβάνι και κάθισε δίπλα της. Από στιγμή σε στιγμή θα ξημέρωνε. Κράτησε σφιχτά το παγωμένο της χέρι και κοίταξε προς την ανατολή. Ο χώρος γύρω του άρχισε να φωτίζεται. Πόσο καιρό είχε να δει τον ήλιο; Πρέπει να είχαν περάσει αιώνες. Την κοίταξε για τελευταία φορά, και χαμογέλασε.

«Για πάντα μαζί…», ψιθύρισε.

Μόλις τους άγγιξαν οι ακτίνες, τα κορμιά τους άρχισαν να διαλύονται. Το τελευταίο που χάθηκε, ήταν τα χέρια τους, με τα δάχτυλά τους πλεγμένα μεταξύ τους.

Όταν αργότερα έφτασαν οι χωρικοί στο κάστρο του βρικόλακα που στοίχειωνε το χωριό τους μαζί με τη νύφη του, δεν βρήκαν κανέναν. Το μόνο που είχε απομείνει, ήταν μερικές στάχτες, δίπλα στο πέτρινο σιντριβάνι.

 

 

 

Tags: The Weird Side Daily , ακτίνες , ανατολή , αστέρι , βράδυ , Βρικόλακας , δάδα , δέρμα , διήγημα , δολοφονία , δολοφόνος , Ερωδίτη Παπαποστόλου , Ήλιος , θάνατος , κερί , κήπος , κρεβάτι , μαλλιά , νύφη , νύχτα , ουρλιαχτά , ουρλιαχτό , παράθυρο , πλάση , πτώμα , σιντριβάνι , σκοτάδι , σκότος , στάχτη , στήθος , σώμα , τοίχος , τραπέζι , υπόσχεση , φίλοι , φλόγα , φόνος , φωνές , φωνή , χέρια , χωρικοί

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 12 Ιουνίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.