«Εδώ είμαστε!» είπε ο γάτος.
«Πού εδώ;» ρώτησε η Ρόουζ. Δεν έβλεπε τίποτα πέρα από την ομίχλη. Ήταν λίγο πιο πυκνή από αυτή του χωριού.
«Να εκεί, πίσω από το μεγάλο δέντρο».
Κοιτώντας πίσω από το δέντρο, η ομίχλη ήταν πιο αραιή. Μπόρεσε να διακρίνει ένα μεγάλο, μακρύ, ορθογώνιο τραπέζι. Ήταν γεμάτο με σερβίτσια, τσαγέρες, ποτηράκια του τσαγιού, μικρά μπουκαλάκια με κάποιο ρόφημα και γλυκά! Πολλά γλυκά!
Σε κάθε πλευρά του τραπεζιού υπήρχαν καρέκλες, πολύ όμορφες καρέκλες, με βελούδινα καλύμματα. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε ένας καφέ λαγός σαν αυτόν που γνώρισε και δίπλα του επάνω στο τραπέζι ήταν ένα ποντίκι. Στην δεξιά πλευρά κάθονταν δυο δίδυμοι. Ήταν όμως λίγο παράξενοι, ήταν κοντοί και στρουμπουλοί με πολύ μικρά μάτια. Φόραγαν και οι δυο τα ίδια ακριβώς ρούχα, έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Τέλος στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ένας άντρας με ένα πολύ ψηλό καπέλο, διακοσμημένο με φτερά και κορδέλες. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την Ρόουζ που στεκόταν στην απέναντι πλευρά. Ο λαγός και ο γάτος είχαν ήδη κάτσει δεξιά και αριστερά στις καρέκλες. Υπήρχαν ακόμα πολλές άδειες θέσεις. Η Ρόουζ υπέθεσε ότι θα ερχόντουσαν και άλλοι. Έκατσε στην καρέκλα μπροστά της έχοντας δεξιά και αριστερά τους υπόλοιπους και στην ευθεία μπροστά της τον παράξενο άντρα με το ψηλό καπέλο.
Ο Τρελοκαπελάς την κοιτούσε προσηλωμένα για ένα ακριβώς λεπτό σα να είχε παγώσει ο χρόνος ή σα να κοιτούσε το κενό. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό. Το πρόσωπό του κατάλευκο, ενώ κάτω από τα μάτια του είχε έντονους μαύρους κύκλους. Τα μαλλιά του προεξείχαν από κάθε γωνία κάτω από το καπέλο, σα να ήταν ηλεκτρισμένα.
Πετάχτηκε απότομα και πήδηξε πάνω στο τραπέζι. Με γρήγορους βηματισμούς πατώντας πάνω στα γλυκά και σπρώχνοντας τα ποτήρια πήγε κοντά στην Ροόουζ. Χαμήλωσε το σώμα του και την κοίταξε μέσα στα μάτια πηγαίνοντας πολύ κοντά στο πρόσωπό της. Η Ρόουζ ένιωθε την αναπνοή του να χτυπάει το πρόσωπό της. Μύριζε… σοκολάτα.
«Αλίκη;» είπε έντονα με ερωτηματικό τόνο. «Αλίκη!» ξανάπε με σιγουριά. «Μου έλειψες!» της έπιασε τα μάγουλα βάζοντάς τα μέσα στις παλάμες του. Τα χέρια του ήταν κρύα σαν τον πάγο.
«Δεν… Δεν είμαι η Αλίκη», τραύλισε.
«Δεν είσαι;» πήρε τα χέρια του απότομα. Στο βλέμμα του σχηματίστηκε θλίψη.
«Νομίζω πως δεν είμαι δηλαδή», προσπάθησε να εξηγήσει.
«Άρα είσαι!» Το πρόσωπό του φωτίστηκε ξανά.
«Δε θυμάμαι αν είμαι. Ένα λουλούδι με ονόμασε».
«Χα! Ένα λουλούδι;» γέλασε. «Και πως σε ονόμασε;»
«Ρόουζ».
«Χμ… προτιμώ το Αλίκη».
«Δε θέλω να ξαναλλάξω όνομα. Προσπαθώ ήδη να θυμηθώ το δικό μου».
«Και που ξέρεις ότι δεν είσαι η Αλίκη;»
«Δεν το ξέρω, αλλά δεν θέλω να είμαι η Αλίκη».
«Γιατί;»
«Γιατί δε θέλω να είμαι κάποια άλλη».
«Μα είσαι η Αλίκη».
Η Ρόουζ δεν έβγαζε άκρη.
«Ας πούμε ότι μοιάζω στην Αλίκη αλλά δεν είμαι η Αλίκη, είμαι η Ρόουζ».
«Μα μοιάζεις με την Αλίκη… Για την ακρίβεια είστε ίδιες», είπε με παράξενο τόνο εμφανίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο.
Η Ρόουζ παραξενεύτηκε. Πώς γινόταν να είναι ίδια με κάποια που έχει πεθάνει. Δε συνέχισε όμως τη συζήτηση σε αντίθεση με τον Τρελοκαπελά.
«Θα σε ρωτήσω κάτι! Αν μου απαντήσεις τότε σημαίνει ότι είσαι η Αλίκη!»
«Εντάξει», συμφώνησε αν και δεν ήταν σίγουρη.
«Τι κοινό έχει ένα κοράκι με ένα γραφείο;»
Η Ρόουζ άρχισε να σκέφτεται.
«Δεν ξέρω…»
«Ούτε και εγώ», χαχάνισε ο Τρελοκαπελάς.
«Μα είπες ότι η Αλίκη ξέρει».
«Δεν είπα ότι ξέρει, είπα ότι η Αλίκη θα απαντούσε».
Η Ρόουζ δεν κατάλαβε για ακόμα μια φορά. Αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία.
«Λοιπόν αφού δεν είσαι η Αλίκη και δεν ξέρεις ποια είσαι και λες ότι είσαι η Ρόουζ, για πες μου τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να πιώ τσάι», απάντησε χωρίς σιγουριά.
«Μου αρέσει η απάντησή σου! Ώρα για τσάι!» αναφώνησε και πήγε στη θέση του.
Η Ρόουζ κοίταξε τα γλυκά και τα σερβίτσια που είχε μπροστά της, μόνο τότε παρατήρησε πως τα μπισκότα έγραφαν πάνω “φάε με” και τα μικρά μπουκαλάκια “πιες με”. Πήρε ένα μπισκότο και το έφαγε. Ο καφέ λαγός δίπλα της, της έβαλε τσάι με έναν πολύ άτσαλο τρόπο. Το μισό τσάι χύθηκε έξω, ενώ το ποντίκι μπήκε μέσα στην τσαγιέρα.
«Φάε και πιες όσο θες! Θα σε βοηθήσουν να γίνεις τρελή!» είπε ο Τρελοκαπελάς. Από τον τόνο του η Ρόουζ κατάλαβε ότι το είπε για καλό.
«Τρελή;»
«Ναι! Σαν εμάς!» είπε πίνοντας μια γουλιά από το τσάι του.
«Μα δε θέλω να είμαι τρελή… Νομίζω…»
«Και τι θες να είσαι;»
«Λογική… υποθέτω», πάλι δεν ακουγόταν σίγουρη.
Το φλιτζάνι του Τρελοκαπελά έπεσε από τα γέλια. Οι υπόλοιποι ξεκαρδίστηκαν και αυτοί.
«Τι είναι τόσο αστείο;» ρώτησε μη καταλαβαίνοντας.
«Δεν υπάρχει κανένας λογικός στον κόσμο. Γιατί εσύ θες να γίνεις;»
«Γιατί οι λογικοί άνθρωποι είναι καλοί και δεν σκοτώνουν», προσπάθησε να δώσει κάποιο επιχείρημα.
«Οι τρελοί είναι οι καλύτεροι άνθρωποι!» απάντησε έντονα ο Τρελοκαπελάς και της χαμογέλασε.
Η κουβέντα διακόπηκε όταν τα δίδυμα σηκώθηκαν από το τραπέζι.
«Φεύγουμε!» είπαν ταυτόχρονα.
«Στο καλό!» χαιρέτησαν όλοι με ένα νεύμα.
«Που πάνε;» ρώτησε η Ρόουζ.
«Στην βασίλισσα», απάντησε ο άσπρος λαγός.
«Γιατί;»
«Για να τους βασανίσει».
«Γιατί; Τι έκαναν;»
«Τίποτα, απλά στη βασίλισσα αρέσει να τους βασανίζει μια φορά τη βδομάδα για να περνάει η ώρα της», είπε ο Τρελοκαπελάς.
«Τις άλλες μέρες;» δεν ήξερε γιατί ρώτησε.
«Έχει άλλους στο πρόγραμμα».
Ο λευκός λαγός κοίταξε το ρολόι του.
«Θεέ μου! Άργησα!» είπε και πετάχτηκε πάνω. «Ρόουζ έλα μαζί μου!»
«Γιατί;»
«Πρέπει να σε δει η βασίλισσα!»
«Γιατί;»
«Γιατί αν της αποκρύψω το οτιδήποτε θα με αποκεφαλίσει!»
«Ναι αλλά αν έρθω μαζί σου θα αποκεφαλίσει εμένα!»
«Είσαι η Αλίκη;»
«Όχι!»
«Τότε δε θα έχει λόγο να σε αποκεφαλίσει».
Η Ρόουζ προσπάθησε να το σκεφτεί λογικά, αλλά πριν προλάβει να αποφασίσει ο λαγός ήδη είχε φύγει τρέχοντας.
«Στάσου!» είπε και έτρεξε ξοπίσω του.
Δεν το πολυσκέφτηκε.
Tags: alice , aliceinwonderland , cat , cheshirecat , fanfiction , fantasy , fiction , horror , lewiscarroll , madhatter , mystery , part2 , queen , rabbit , redqueen , short-story , story , whiterabbit , Αλίκη , βασίλισσα , γάτα , διήγημα , ιστορία , λαγός , μυστήριο , τρόμος , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.