Μετρούσε τα βήματά του καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από ένα σύννεφο, πιο βαρύ κι από την τρέλα του. Πάντα το έκανε αυτό, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, κάπου πίσω στο χρόνο. Πάντα ήταν λίγο τρελός, για αυτό και το ψευδώνυμό του ήταν «Σεληνιασμένος».
Όσο για το αληθινό του όνομα, ούτε που το θυμόταν.
«Ένα, δύο, τρία, σε κοιτώ…», μουρμούρισε ο Σεληνιασμένος, όχι ακριβώς σίγουρος για τι πράγμα μιλούσε.
Άνθρωποι τον προσπερνούσαν σαν τον άνεμο σε ‘κείνη την φθινοπωρινή μέρα, αβέβαιοι για το κατά πόσο είχε τα λογικά του. Τον κοιτούσαν κάνοντας το σημείο του σταυρού με τα χέρια, προσευχόμενοι σε μια ανώτερη δύναμη να τον σώσει από το ίδιο του το μυαλό. Παιδιά τον περιγελούσαν, καθώς ψέλλιζε λέξεις χωρίς νόημα, σέρνοντας τα πόδια του στο έδαφος, λες και βαριές αλυσίδες τον τραβούσαν κάτω.
«Τέσσερα, πέντε, έξι, το μείγμα ανακινώ…», συλλάβισε, κάπως βλοσυρός, με πρόσωπο τόσο ανέκφραστο που, αν κατάφερνες να παραβλέψεις τα σακουλιασμένα, κουρελιασμένα ρούχα του, τα ανάκατα μαλλιά του και το χωλό του περπάτημα, θα πίστευες εύκολα πως ήταν ένας μοντέρνος φιλόσοφος που μιλούσε για κάτι πολύ περίπλοκο και εξεζητημένο.
Σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν στη θέα του. Ένα από αυτά γρύλισε και φρούμαξε, αποκαλύπτοντας τα δόντια του, παρατηρώντας τον προσεκτικά, όπως κάποιο όργανο του νόμου τον ύποπτο. Ο Σεληνιασμένος απάντησε με γαβγίσματα ακόμα πιο δυνατά, δείχνοντάς τους ποιος ήταν ο Άλφα εκείνης της αλλόκοτης αγέλης –αν θα μπορούσε κάποιος να την αποκαλέσει έτσι.
Η μεγάλη, τετράγωνη πλατεία της πόλης ήταν γεμάτη κόσμο και φασαρία. Αδυνατούσε να αφήσει ακάλυπτα τα αυτιά του. Αφού ακούμπησε τις παλάμες του πάνω τους, συνέχισε το μικρό του τραγούδι.
«Εφτά, οχτώ, εννιά, τη μάγισσά μου να δω!», ούρλιαξε πάνω από ένα μικρό αγόρι γουρλώνοντας τα μάτια, τρεμουλιάζοντας το σαγόνι, ενώ το κοιτούσε με βλέμμα νεκρό. Το αγόρι ούρλιαξε δυνατά, φωνάζοντας για βοήθεια, κατατρομαγμένο από τον τρόπο που το λειψό στόμα του Σεληνιασμένου φώναζε από πάνω του.
Κανείς δεν πρόφτασε να απλώσει βλέμμα πάνω του. Εξαφανίστηκε γρήγορα σαν το χτύπο ενός ωρολογιακού δείκτη.
Το μεγάλο ρολόι της μικρότερης πλατείας δεν μετρούσε πια το χρόνο. Ήταν παγωμένο για δεκαετίες, με τους δυο δείκτες να δείχνουν δώδεκα. Ο Σεληνιασμένος δε θα μπορούσε να νοιαστεί λιγότερο για αυτό, πλησίασε όμως με θαυμασμό. Στάθηκε κάτω από τη σκιά του και το κοίταξε –τώρα με ένα αλαζονικό χαμόγελο.
«Νομίζεις πως τα ξέρεις όλα, έτσι;», φώναξε στο ρολόι, λες και ήταν ανθρώπινο ον με αυτιά και τα συναφή. «Δεν ξέρεις τίποτα, μικρέ χρονοκάπηλε!». Έφτυσε τις λέξεις από το στόμα του αηδιασμένος, λες και είχε γευτεί κάτι πιο πικρό από ό,τι η γλώσσα του μπορούσε να αντέξει.
Άνοιξε τα κοκαλιάρικα χέρια του και κοίταξε τον ουρανό καθώς γινόταν γκρίζος και νωπός, ρίχνοντας βρόχινες σταγόνες στα λιγδιασμένα, μαύρα μαλλιά του.
«Σύντομα όλα θα τελειώσουν, μικρέ ξερόλα!», ούρλιαξε παθιασμένα, γεμάτος υπεροψία, όπως κάποιος που κρατά γνώση εξαιρετικής σημασίας στα γυμνά του χέρια.
Η βροχή έπεσε σαν καταρράκτης πάνω από την πόλη. Οι άνθρωποι έτρεχαν να βρουν καταφύγιο, τα σκυλιά κουλουριάζονταν σε άδεια χάρτινα κουτιά. Όλοι προσπαθούσαν να κρυφτούν από αυτή την ξαφνική μπόρα· εκτός από την αφεντιά του. Αντιθέτως, ο Σεληνιασμένος ξεκίνησε πάλι τον χορό του.
«Ένα, δύο, τρία, σε κοιτώ! Τέσσερα, πέντε, έξι, το μείγμα ανακινώ! Εφτά οχτώ εννιά, τη μάγισσά μου να δω!», τραγούδησε κλωτσώντας τις μπότες του μέσα από τις λιμνούλες, φτύνοντας τις σταγόνες, χορεύοντας άτσαλα σαν μαϊμού που είχε μόλις κλέψει μια μπανάνα από κάποιον επισκέπτη στο ζωολογικό.
Μια ηλικιωμένη πέρασε κρατώντας μια ροζ ομπρέλα, προσπαθώντας να αποφύγει τις λίμνες και τα αυτοκίνητα που περνούσαν ρίχνοντας λασπωμένα νερά στους πεζούς με τις ρόδες τους. Κοίταξε για λίγο συνοφρυωμένη τα βρώμικα ρούχα του και τα λιγδωμένα μαλλιά του.
«Μη φοβάσαι, νεαρή!», την κορόιδεψε. «Δε θα σε φάω! Μόλις έφαγα μεσημεριανό!». Κι ύστερα άνοιξε διάπλατα το στόμα του και γέλασε υστερικά, γρονθοκοπώντας τον αέρα, σπρώχνοντας κάτι που δεν ήταν εκεί, λυγίζοντας τα δάχτυλα σαν να τραβούσε κάτι πολύ, πολύ βαρύ.
Οι λιμνούλες υψώθηκαν από το έδαφος της πόλης, σκορπίζοντας βρώμικες, χοντρές, λάσπινες σταγόνες.
Η ηλικιωμένη άρχισε να τσιρίζει, καθώς μια από αυτές άρπαξε τη φούστα της, σχηματίζοντας ρυπαρά δάχτυλα. Ακόμα μια λιμνούλα ήρθε στη ζωή, παίρνοντας το σχήμα ενός μικρού ανθρώπου, όχι μεγαλύτερου από ένα παιδί της προσχολικής ηλικίας. Άρχισε να μπουσουλάει· ύστερα στάθηκε στα πόδια του και περπάτησε. Τέλος, άρχισε να μεγαλώνει με κάθε βήμα, λες και περνούσαν χρόνια με κάθε πάτημα και μεταμόρφωναν αυτό το –περίπου σαν άνθρωπο- πράγμα.
«Όχι, όχι, όχι!», φώναξε ξαφνικά ο Σεληνιασμένος, ανεμίζοντας τα χέρια στον αέρα, κουνώντας το κεφάλι δεξιά αριστερά. «Δεν αρκεί αυτό!» Και με αυτά τα λόγια, ύψωσε τη φωνή και ούρλιαξε στον ουρανό. «Σβήσε, απλά σβήσε! Τα μάτια μου καίνε».
Και ξαφνικά τα σύννεφα μαύρισαν κατράμι, καλύπτοντας κάθε ίχνος ήλιου, σφιχταγκαλιάζοντάς τον, βάζοντάς τον για ύπνο νωρίτερα από το συνηθισμένο.
«Πολύ καλύτερα», ψιθύρισε, ικανοποιημένος με την περίεργη σκηνή που είχε δημιουργήσει.
Αυτός ο απρόσμενος ερχομός της νύχτας ήταν κάπως γαλήνιος, σκέφτηκε. Όπως συνήθιζε να είναι. Κλώτσησε ένα μπουκάλι από το πεζοδρόμιο και το παρατήρησε να πετάει όλο και πιο ψηλά, μέχρι που δε φαινόταν πια.
«Πέτα, πέτα μικρέ μου φίλε», τραγούδησε με έναν ψίθυρο. «Πέτα και μην κοιτάξεις ποτέ πίσω».
Έπειτα γύρισε στο μεγάλο ρολόι πίσω του. Στεκόταν εκεί, γυάλινο και αγέρωχο, κοιτώντας τον που τρελαινόταν πάλι.
«Είδες; Δραπέτευσε! Είναι ελεύθερος! Τι έχεις να πεις τώρα;», ούρλιαξε. Έπειτα γέλασε, το κλώτσησε χαμηλά στη βάση και το γρονθοκόπησε μανιασμένα, λες και ήταν η ρίζα όλων των προβλημάτων του.
Ακούμπησε την πλάτη του πάνω του και παρατήρησε τον τρόμο στα βλέμματα των κατοίκων. Διασκέδαζε με τον τρόπο που ένας σαδιστής ηδονίζεται με τις φωνές των θυμάτων του.
«Τι έχεις να πεις τώρα;», επανέλαβε, περιγελώντας τους φοβισμένους ανθρώπους που προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με το χαμό που είχε δημιουργήσει.
Κροτάλισε τα δάχτυλά του και ένα ψυχρό αεράκι απλώθηκε στην πόλη. Ο άνεμος φυσούσε ολοένα πιο δυνατά, ξεπερνώντας τον εαυτό του… Παγώνοντας μύτες και μετατρέποντας τις ψιχάλες σε χιονονιφάδες και τις ανθρωπόμορφες λιμνούλες σε χιονάνθρωπους. Και προτού ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα, η πόλη είχε βυθιστεί στην καρδιά του χειμώνα.
Ο κόσμος έχανε τα λογικά του. Κάποιοι ούρλιαζαν, άλλοι τραβούσαν τα μαλλιά τους, άλλοι απαθανάτιζαν με τα κινητά τους την παράνοια που επικρατούσε, έτσι ώστε να τη μοιραστούν με τον υπόλοιπο πλανήτη.
«Θα τους πάρω όλους μαζί μου! Δεν είναι αστείο;», στρίγκλισε. Άγρια παραφροσύνη κατέλαβε τα μάτια του.
Στράφηκε στο ρολόι μια φορά ακόμα. Ήταν ακόμα σιωπηλό, νεκρό. Δεν απάντησε ποτέ, και αυτό ήταν που τον έκανε έξω φρενών.
«Γιατί δε μου απαντάς, βρωμερέ πλίνθε;», ξέσπασε, χτυπώντας με τις γροθιές του ασταμάτητα πάνω του, φτύνοντας και σπάζοντας τα κόκαλα των δαχτύλων του ξανά και ξανά. «Άνοιξε! Άνοιξε και αυτή η τρέλα θα σταματήσει».
Αλλά όσες γροθιές και κλωτσιές κι αν χρησιμοποίησε, όσες κατάρες κι αν έφτυσε, το ρολόι παρέμενε σιωπηλό και κλειστό.
Τέλος, έχασε την ελπίδα του. Κάθισε στο πεζοδρόμιο, κάτω από τον εχθρό του και παρακολούθησε την παράνοια που είχε υλοποιήσει. Όλη η αρμονία είχε εξαφανιστεί, η πραγματικότητα βρισκόταν υπό το ξόρκι του. Είχε κάνει τους ουρανούς να ανοίξουν, είχε δώσει ζωή σε άψυχα λασπόνερα, είχε βάλει τον ήλιο για ύπνο, είχε φέρει χειμώνα στην μέση του φθινοπώρου. Μα, ακόμα δεν μπορούσε να ελέγξει τον χρόνο.
«Παραιτούμαι. Κέρδισες», παραδέχτηκε ηττημένος στην Νέμεσή του, κουνώντας το κεφάλι σε απόγνωση. Δε μπορούσε να θυμηθεί το ίδιο του το όνομα, αδυνατούσε να μετρήσει τα αμέτρητα χρόνια που είχε ξοδέψει μέσα σε εκείνο το κουκούλι σαν μια αλλόκοτη χρυσαλλίδα, περιμένοντας να κερδίσει πίσω τα φτερά του και να πετάξει, αλλά για ένα πράγμα ήταν σίγουρος: ήταν για πάντα εγκλωβισμένος σε έναν χαοτικό λαβύρινθο κι η διαφυγή δεν υπήρχε σαν επιλογή. Με αυτή την επίπονη διαπίστωση, βυθίστηκε στην απελπισία. Άφησε το κεφάλι του να πέσει βαρύ, άψυχο. Οι ώμοι του κύρτωσαν περισσότερο από μια τεράστια, σπαραξικάρδια απογοήτευση.
Με έναν βαθύ αναστεναγμό και ένα χτύπημα των δαχτύλων, όλη η παράνοια εξαφανίστηκε. Η φασαρία των αυτοκινήτων και των περαστικών έκαναν πάλι τα αυτιά του να βουίζουν. Ακούμπησε τα δάχτυλα στο μέτωπο καθώς τον έπιασε ημικρανία. Παιδιά γελούσαν, πουλιά τιτίβιζαν και η ηλικιωμένη με τη ροζ ομπρέλα τον προσπέρασε και πάλι.
Ξαφνικά, ένας παράξενος θόρυβος τον έκανε να ζαρώσει τα φρύδια. Σκέφτηκε πως ακουγόταν οικείος, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Πώς θα μπορούσε; Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που τον άκουσε. Ήταν αιχμηρός και επαναλαμβανόμενος, ρυθμικός με έναν εκνευριστικό τρόπο. Πραγματικά ενοχλούσε τα αυτιά του, αλλά έκανε την καρδιά του να χάσει ένα χτύπο.
«Ωχ, κοίτα!», είπε η ηλικιωμένη, καθώς έδειχνε με την ομπρέλα της κάτι πίσω του. «Δουλεύει πάλι! Το έφτιαξαν, επιτέλους. Αυτοί οι τεμπέληδες… Κάλλιο αργά, παρά ποτέ. Σωστά, αγαπητή;»
Μια κυρία δίπλα της συμφώνησε γνέφοντας.
Γύρισε το κεφάλι δύσπιστος. Και επιτέλους, είδε το μοναδικό πράγμα που περίμενε για τόσα και τόσα χρόνια. Ο αιώνιος εχθρός του, η Νέμεσή του, τον κοιτούσε ζωηρά, λες και είχε μόλις ξυπνήσει από ένα βαθύ λήθαργο.
Οι λεπτοί δείχτες του ρολογιού κινούνταν, μετρώντας τον χρόνο, βήμα το βήμα, σαν μικρά αδερφάκια που κρατούν τα χέρια σε έναν κυκλικό, ρυθμικό χορό. Ο Σεληνιασμένος χαμογέλασε λίγο, ξεχνώντας την αλαζονεία του, φοβούμενος ότι τα μεγάλα λόγια ή κάποια μεγάλη κίνηση θα έκαναν το θαύμα να εξαφανιστεί. Στάθηκε μπροστά του, με μάτια ορθάνοιχτα, ζυγίζοντάς το με θαυμασμό και φόβο συνάμα.
«Ένα, δύο, τρία σε κοιτώ», είπε άρρυθμα. Άπλωσε τα δάχτυλα στον κορμό του ρολογιού, ελαφρώς φοβισμένος. Οι ρώγες των δαχτύλων του διαπέρασαν το μέταλλο. Έπειτα συνέχισε, λίγο περισσότερο ενθουσιασμένος, λίγο λιγότερο φοβισμένος.
«Τέσσερα, πέντε, έξι, το μείγμα ανακινώ!», συνέχισε και γλίστρησε ολόκληρος στο εσωτερικό του. Το ‘τικ τοκ’ των δειχτών ακουγόταν δυνατότερα εκεί μέσα.
«Εφτά, οχτώ, εννιά, τη μάγισσά μου να δω!», ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια σφιχτά, πολύ ενθουσιασμένος για να χρησιμοποιήσει την όρασή του.
«Δέκα, έντεκα, δώδεκα, σπίτι μου να ξαναμπώ!», είπε με έναν ψίθυρο τόσο μικρό, που ούτε ο χρόνος δεν μπορούσε να ακούσει.
Άνοιξε τα μάτια με καρδιά που βροντοχτυπούσε, ευχόμενος να δει αυτό για το οποίο ανυπομονούσε εκατοντάδες χρόνια χαμένα σε έναν άλλο τόπο και χρόνο, κάπου περίεργα, κάπου ξένα. Ξαφνικά θυμήθηκε το αληθινό του όνομα, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ένοιαζε εκείνη την ώρα. Η κυρά του ήταν εκεί ξανά, αναμιγνύοντας τα βότανά της στο τσουκάλι, στην μικρή, ζεστή, φιλική τους κουζίνα. Γέλασε ζωηρά· έπειτα είπε με πάθος στα μάτια:
«Άργησες. Ο χρόνος δεν παίζει. Η σούπα μας κρυώνει και πεινάω».
Έτρεξε προς το μέρος της, την αγκάλιασε σφιχτά, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα φλογερά μαλλιά της, φίλησε τα κερασένια χείλη της πεινασμένα και ψιθύρισε απαλά στο αυτί της:
«Όχι άλλα παιχνίδια με τον χρόνο, το ορκίζομαι. Με σπάει στο ξύλο κάθε φορά. Θα παίζω δίκαια από εδώ και πέρα, το υπόσχομαι».
Κάθισε στο τραπέζι δίπλα στην αγαπημένη του γυναίκα, πίνοντας την χλιαρή του σούπα, ενώ σκεφτόταν πως δε θα ήταν ποτέ ξανά τόσο ανόητος, ώστε να πιστέψει πως μπορεί να ελέγξει όλες τις δυνάμεις. Εξάλλου, όλοι οι μάγοι ξέρουν: Κανείς δεν μπορεί να ξεγελάσει το χρόνο.
Tags: clock , crazy , fanasy , love , magic , Man , short-story , The Weird Side Daily , time , twsd , wizard , αγάπη , βροχή , δείκτες , διήγημα , ιστορία , Ιωάννα Τσιάκαλου , λίμνες , λιμνούλα , μαγεία , μάγος , Νέμεση , πόλη , ρολόι , Σεληνιασμένος , τρέλα , τρελός , φαντασία , χιόνι , χρόνια , χρόνος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.