Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι αληθινή. Αλλά προτού ξεκινήσω, θα μου επιτρέψετε να γράψω μια μικρή εισαγωγή που ίσως της χαρίσει ορισμένες ενδιαφέρουσες διαστάσεις.
Που λέτε, οι άνθρωποι έχουν καταφύγει στην ασφάλεια του κοπαδιού εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Τα πρώτα χωριά, εκ των οποίων κάποια εξελίχθηκαν σε αρχαίες πόλεις, δημιουργήθηκαν όταν οι πρόγονοί μας ανακάλυψαν ότι η συνάθροισή τους σε μεγάλους αριθμούς, και σε περίκλειστα περιβάλλοντα, τους πρόσφερε το δώρο της πολυπόθητης ασφάλειας ενάντια στους θηρευτές μιας αμείλικτης και εχθρικής φύσης.
Σταδιακά οι πόλεις, αυτά τα περιχαρακωμένα φυλάκια ενάντια στο σκοτάδι, αναπτύχθηκαν και απλώθηκαν πάνω στο πρόσωπο της Γης. Όσες δεν πέθαναν εξαιτίας των αλλαγών του φυσικού περιβάλλοντος και της μεταβλητότητας των ανθρώπινων αναγκών, εξελίχθηκαν σε μητροπόλεις, σε περίλαμπρες εκτάσεις που αψηφούν το αρχαίο σκοτάδι χρησιμοποιώντας τη λευκή μαγεία του ηλεκτρισμού.
Ωστόσο, οι ιδρυτές των πόλεων έκαναν ένα λάθος. Κατάφεραν μεν να εξορίσουν τους τρόμους της νύχτας και των λαίμαργων τεράτων της αλλά απέτυχαν να εξοντώσουν το σκοτάδι που κρύβεται μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. Έτσι, εκείνο γιγαντώθηκε. Απλώθηκε σε αμέτρητες παραφυάδες και επινόησε πάμπολλους τρόπους εκδήλωσης. Ανενόχλητο από τις απειλές του έξω κόσμου, έσπασε τα δεσμά της αλληλεγγύης και των πολιτιστικών φραγμών που καθιστούσαν το φόνο απαράδεκτο. Οι πόλεις μεταμορφώνονται πλέον σε νέες ζούγκλες, σε απέραντες σαβάνες όπου ανθρωπόμορφοι θηρευτές καραδοκούν μέσα σε αφώτιστες γωνιές αλλά και σε απατηλά περιβάλλοντα χλιδής που η πραγματική τους φύση κρύβεται πίσω από τα παραπετάσματα της εξουσίας. Η μάχη της ζωής ενάντια στο θάνατο μεταφέρθηκε σε μια καινούργια αρένα, σ’ ένα περιβάλλον τεχνητό. Σταδιακά, καθώς πανάρχαια ταμπού και απαγορεύσεις διαβρώνονται, η βίαιη εφαρμογή του νόμου καθίσταται το μοναδικό όπλο ενάντια στο χάος που πλησιάζει ολοένα και ένα δίχτυ αμοιβαίας δυσπιστίας απλώνεται ανάμεσα στους ανθρώπους, στο χώρο που άλλοτε κυριαρχούσε η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια ενάντια σε κοινούς εχθρούς.
Επιτρέψτε μου τώρα να σας ταξιδέψω μέχρι το μακρινό Γιοχάνεσμπουργκ, και να σας αφηγηθώ την περιπέτεια που έζησε μια γνωστή μου εκεί πέρα. Η συγκεκριμένη πόλη εξακολουθεί να σημαδεύεται από τις φυλετικές εντάσεις που καθόρισαν την ιστορία της. Οι σχέσεις ανάμεσα σε λευκούς και έγχρωμους εξακολουθούν να είναι τεταμένες. Το αίμα, η δυστυχία και η φρίκη των φυλετικών διακρίσεων, απλώνουν ακόμα ένα μίασμα στο συλλογικό της ψυχισμό.
Κάποιο βράδυ Παρασκευής, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μου επιβιβάστηκε σε ένα συρμό του μετρό από το κέντρο της πόλης για να επιστρέψει στο σπίτι της. Η ώρα ήταν σχετικά περασμένη και για αυτό δεν παραξενεύτηκε καθόλου που το συγκεκριμένο βαγόνι ήταν σχεδόν άδειο. Μέσα του υπήρχαν τέσσερις όλοι κι όλοι επιβάτες: Τρεις, στα τελευταία καθίσματα, και ένας τέταρτος ο οποίος στεκόταν όρθιος, μακριά τους, στηριγμένος από μια χειρολαβή.
Εκείνη ένιωσε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτό το συναίσθημα θα πρέπει να πυροδοτήθηκε από το γεγονός πως και οι τέσσερις συνεπιβάτες της ήταν έγχρωμοι, καθώς, οι λευκοί κάτοικοι αυτής της πόλης ταυτίζουν την εγκληματική συμπεριφορά με τους έγχρωμους συμπολίτες τους. Κάθισε όσο πιο μακριά μπορούσε από τους υπόλοιπους και κάνοντας πως παίζει με το κινητό της, τους έριξε μια κλεφτή ματιά.
Πρόσεξε τότε ότι στην παρέα των τριών, ο μεσαίος επιβάτης φαινόταν να κοιμάται πολύ βαθιά. Το κεφάλι του έγερνε από τη μια πλευρά πάνω στον ώμο του διπλανού του και όποτε οι κλυδωνισμοί του βαγονιού το έκαναν να πέφτει προς τα εμπρός, οι υπόλοιποι δυο το έβαζαν στοργικά στη θέση του.
Ο τέταρτος επιβάτης τώρα, αυτός που στεκόταν όρθιος, έκανε κάτι πολύ πιο ανησυχητικό: Άρχισε να την κοιτάζει και αυτός κλεφτά. Τα μάτια του είχαν μια πολύ παράξενη έκφραση, ήταν άγρια και ελαφρώς παρανοϊκή. Εκείνη υπέθεσε αμέσως πως ήταν μεθυσμένος, ανισόρροπος ή ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών. Το γεγονός δε ότι η ίδια ήταν λευκή, την έκανε να νιώσει πολύ ευάλωτη. Πόσο μάλλον όταν πρόσεξε πως ο παράξενος αυτός επιβάτης είχε αρχίσει να κινείται διακριτικά προς το μέρος της και να την αγριοκοιτάζει ακόμα πιο περίεργα.
Η νεαρή γυναίκα ένιωσε παγιδευμένη. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Σκέφτηκε πως αν πεταγόταν όρθια και έβαζε τις φωνές, κατά πάσα πιθανότητα ο παράξενος τύπος θα γινόταν ακόμα πιο επιθετικός ενώ οι υπόλοιποι τρεις θα αδιαφορούσαν-στην καλύτερη περίπτωση. Ήταν πολύ σημαντικό να υποκριθεί την εντελώς ψύχραιμη μέχρι τη στιγμή που ο συρμός του μετρό θα σταματούσε σε κάποιο σταθμό και εκεί θα μπορούσε να βγει τρέχοντας από το βαγόνι και να περιμένει το επόμενο τραίνο.
Στο μεταξύ, ο περίεργος επιβάτης την είχε πλησιάσει ακόμα πιο πολύ. Στεκόταν τώρα δίπλα της και την κοίταζε συνεχώς με εκείνα τα τεράστια μάτια του. Οι υπόλοιποι τρεις, ο κοιμισμένος και οι δυο φίλοι του, στο απέναντι άκρο του βαγονιού, έμοιαζαν εντελώς αδιάφοροι ως προς το γύρω περιβάλλον τους.
Εκείνη προσπάθησε να καταπνίξει τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της καθώς αποφάσισε να αντιμετωπίσει επιτέλους τον ενοχλητικό εκείνο τύπο.
Σήκωσε το βλέμμα της από το κινητό και το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του.
Και τότε, εκείνος έσκυψε προς το μέρος της και της ψιθύρισε στο αυτί;
«Κοπέλα μου, βγες αμέσως από το βαγόνι. Εκείνοι οι δυο είναι δολοφόνοι και ο τύπος ανάμεσά τους είναι νεκρός!»
Tags: Arena , chaos , The Weird Side Daily , αίμα , αλληλεγγύη , απειλές , απειλή , ασφάλεια , βαγόνι , Γιοχάνεσμπουργκ , διήγημα , διήγημα φανταστικού , Διηγήματα , δολοφονία , δολοφόνος , ένταση , επιβάτες , επιβάτης , Έρικ Σμυρναίος , ζωή , ηλεκτρισμός , θάνατος , ιστορία , καρδιά , κεφάλι , κινητό , κοπάδι , κόσμος , λευκή , Μάχη , μεθυσμένος , μυαλό , νεκρός , νόμος , νύχτα , όπλο , παράνοια , περιβάλλον , περιπέτεια , πόλη , πρόγονος , πτώμα , σκοτάδι , σκότος , συρμός , σώμα , τέρας , τέρατα , τρένο , τρόμος , φόνος , φύση , φωνές , ώρα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.