Ο Λύκος και η Σοκολάτα

“Το κορίτσι με την κόκκινη κάπα έσιαξε την κουβέρτα που κάλυπτε το καλάθι της και άρχισε να περπατάει στο δάσος. Οι ήχοι του την ακολουθούσαν και τα κοράκια την συνόδευαν. Η ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα και το τοπίο έμοιαζε απόκοσμο.”

Το κορίτσι με την κόκκινη κάπα έσιαξε την κουβέρτα που κάλυπτε το καλάθι της και άρχισε να περπατάει στο δάσος. Οι ήχοι του την ακολουθούσαν και τα κοράκια την συνόδευαν. Η ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα και το τοπίο έμοιαζε απόκοσμο. Ακίνητες σταγόνες κρέμονταν από τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων και φυλάκιζαν μέσα τους ανάποδες αντανακλάσεις του κόσμου μας.

Ξαφνικά, άκουσε βήματα πίσω της. Έμεινε ακίνητη. Ένας λευκός λαγός, που έσερνε ένα ξεχαρβαλωμένο ρολόι τσέπης την προσπέρασε. Έτρεξε μέχρι το επόμενο δέντρο και πήδηξε μέσα στην κουφάλα του. Αμέσως μετά, ένα ξανθό κορίτσι με γαλάζιο φόρεμα πέρασε γρήγορα από δίπλα της και βούτηξε μέσα στην ίδια τρύπα χωρίς δισταγμό.

Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε να προχωράει. Το δάσος ήταν χαώδες. Τα ξερά φύλλα έκαναν θόρυβο κάτω από τα πόδια της. Οι ιστοί αράχνης που είχαν τυλίξει τα διάφορα κλαδιά μπλέκονταν συνεχώς πάνω στα μαλλιά της. Φόρεσε την κόκκινη κουκούλα της, και κοίταξε γύρω της. Ο ήχος ενός αόρατου ρολογιού χτυπούσε μέσα στο κεφάλι της. Ο χρόνος την πίεζε. Έπρεπε να προλάβει.

«Έι!» άκουσε μια φωνή.

Σταμάτησε απότομα. Ένας γεροδεμένος άντρας που κρατούσε ένα κοφτερό τσεκούρι ερχόταν προς το μέρος της. Τον κοίταξε στα μάτια με θάρρος.

«Δεσποινίς», της είπε, «Ψάχνω μια κοπέλα με μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο, μάγουλα κόκκινα σαν το αίμα και δέρμα λευκό σαν το χιόνι. Μήπως την είδες;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο ξυλοκόπος ξεφύσησε και άρχισε να απομακρύνεται. Εκείνη συνέχισε να προχωράει. Έφτασε μπροστά σε μια τεράστια φασολιά. Σήκωσε το κεφάλι της και την είδε να υψώνεται, να διαπερνάει τα δέντρα, να σκίζει τα σύννεφα και να προσπαθεί να αγγίξει τον ουρανό. Ξαφνικά, ο χοντρός κορμός της ταλαντεύτηκε επικίνδυνα. Τάχυνε το βήμα της και απομακρύνθηκε.

Περπατούσε πολλή ώρα και το στόμα της είχε στεγνώσει. Διψούσε. Διψούσε πολύ. Ήξερε ότι κάπου εκεί υπήρχε μια λίμνη. Γνώριζε το δάσος σαν την παλάμη του χεριού της κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να τη βρει. Γονάτισε στην όχθη και κοίταξε το πρόσωπό της που καθρεφτιζόταν στο κρυστάλλινο νερό. Έσκυψε και ήπιε λαίμαργα. Σκούπισε τα χείλη με την ανάστροφη του χεριού της και χάζεψε τα νούφαρα που επέπλεαν. Ένα μικροσκοπικό, τοσοδούλικο κορίτσι, καθόταν πάνω σε ένα από αυτά και βουτούσε συνεχώς το χέρι της στη λίμνη φτιάχνοντας κυματισμούς. Εκείνη τη στιγμή, ένας βάτραχος πήδηξε σε ένα διπλανό νούφαρο, έβγαλε τη μακριά γλώσσα του, την άρπαξε και την κατάπιε.

«Περίμενε!»

Μια κοπέλα φώναζε από μακριά.

«Περίμενε, πρέπει να σε φιλήσω για να γίνεις και πάλι πρίγκιπας!»

Ο βάτραχος άρχισε να πηδάει από νούφαρο σε νούφαρο για να ξεφύγει. Τη στιγμή που η αναμαλλιασμένη κοπέλα έφτανε στην όχθη και τραβούσε το φόρεμα της για να μην βραχεί, εκείνη σηκώθηκε, φόρεσε και πάλι την κουκούλα της κι άρχισε να απομακρύνεται.

«Στο είπα!» άκουσε μετά από λίγη ώρα.

Τρεις μικρές νεράιδες πέταξαν από δίπλα της.

«Στο είπα!» γκρίνιαξε ξανά η μία. «Έπρεπε να μαζέψεις όλες τις βελόνες. Ο,τιδήποτε είχε να κάνει με βελόνες. Κι εσύ πήγες και άφησες το αδράχτι. Αλλά βέβαια. Ασχολιόσουν με τον ψηλομύτη, νάρκισσο πρίγκιπα, και δοκίμαζες την καλοσύνη του. Τώρα τι κατάλαβες που τον μεταμόρφωσες σε τέρας και μάγεψες το τριαντάφυλλο, ενώ η δική μας πριγκίπισσα θα κοιμάται για χίλια χρόνια; Κουνήσου! Πρέπει να βρούμε τον δικό της πρίγκιπα και γρήγορα μάλιστα!»

Πέταξαν μακριά της. Δεν πρόλαβε να προχωρήσει άλλο, όταν άκουσε ένα άλογο να καλπάζει προς το μέρος της. Ένα μεγαλόπρεπο, λευκό άτι με έναν πολύ, όμορφο αναβάτη σταμάτησε μπροστά της.

«Δεσποινίς!» έκανε και ξεπέζεψε.

Της φίλησε το χέρι.

«Μήπως θα μπορούσατε να δοκιμάσετε αυτό το γοβάκι; Ψάχνω…»

Το ουρλιαχτό ενός λύκου, τον διέκοψε. Την επόμενη στιγμή, ένα τεράστιο ζώο είχε πέσει πάνω του και τον καταβρόχθιζε. Όταν τελείωσε, στάθηκε λίγα μέτρα μακριά της και γρύλισε.

«Πόσες φορές, σου έχω πει ότι δεν πρέπει να το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε νευριασμένη.

Εκείνος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Έβγαλε έναν πνιχτό ήχο και άρχισε να ψηλώνει. Το σώμα του άρχισε να αλλάζει και να μεταμορφώνεται. Ένας γεροδεμένος, μουσάτος άντρας στεκόταν πλέον μπροστά της και την κοιτούσε στα μάτια.

«Με συγχωρείς», της είπε. «Οι παλιές συνήθειες βλέπεις», ανασήκωσε τους ώμους.

«Καλά θα κάνεις να τις κόψεις. Δεν έχουμε πολύ χρόνο», του είπε απότομα.

Έσιαξε το κόκκινο φόρεμά της, έστρωσε την κουκούλα και την κουβέρτα που σκέπαζε το καλάθι και κατευθύνθηκε προς ένα ξύλινο σπίτι που είχε αρχίσει να φαίνεται από μακριά. Ο άντρας την ακολούθησε. Όταν έφτασαν, έσπρωξε την πόρτα κι εκείνη άνοιξε με ένα δυνατό τρίξιμο. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν ο ήχος που έκαναν οι φλόγες καθώς έκαιγαν μέσα στο τζάκι. Η μυρωδιά καμένου έφτασε στα ρουθούνια τους. Γύρισε και τον κοίταξε ενοχλημένη. Εκείνος ανασήκωσε και πάλι τους ώμους. Η κοπέλα του έδωσε απότομα το καλάθι κι έτρεξε προς το τζάκι. Άρπαξε τη σούβλα με το καμένο κατσίκι και την πέταξε στο πάτωμα. Κάρβουνα γέμισαν παντού. Έβαλε τα χέρια στη μέση.

«Έπρεπε να το έχεις βγάλει!»

«Ηρέμησε!» της είπε εκείνος. «Αυτό ήταν το μεγαλύτερο από τα επτά κατσικάκια. Έχουμε άλλα έξι, πιο τρυφερά!» της έκλεισε το μάτι.

Εκείνη κούνησε απηυδισμένη το κεφάλι.

«Έλα!» τον διέταξε. «Έχουμε δουλειά».

Του άρπαξε το καλάθι, και περνώντας από τον διάδρομο, κατέβηκαν στο υπόγειο. Βρέθηκαν σε έναν χώρο γεμάτο υγρασία. Η μυρωδιά μούχλας και σαπίλας ήταν διάχυτη. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ρωγμές. Μια ξύλινη μαριονέττα με μεγάλη, μακριά μύτη ήταν κουλουριασμένη μπροστά τους σε εμβρυακή στάση. Ανατρίχιασε όταν θυμήθηκε τι είχε κάνει αυτό το ξύλινο αγόρι στον ξυλουργό που τον δημιούργησε. Τώρα ήταν απλά μια άψυχη κούκλα. Τότε όμως…

Προχώρησαν ακόμα πιο μέσα. Στον απέναντι τοίχο, υπήρχαν ράφια με πολύχρωμα γυάλινα μπουκαλάκια, ματσάκια με βότανα, βιβλία με περίεργα, αποκρυφιστικά σύμβολα και κάθε λογής μαντζούνια και ξόρκια. Μια στρουμπουλή γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, στεκόταν μπροστά του με γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος τους και ανακάτευε κάτι σε ένα μεγάλο καζάνι.

«Γιαγιά!» έκανε η κοπέλα.

Εκείνη γύρισε. Τα ακατάστατα, γκρίζα μαλλιά της έπεφταν μπροστά στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της. Το ρυτιδιασμένο δέρμα κρεμόταν από το πηγούνι και τα μάγουλά της ενώ τα μικρά, μαύρα μάτια της, έμοιαζαν με αρουραίου.

«Επιτέλους!» έκανε και σήκωσε την κουτάλα της ψηλά. «Τα έφερες;» ρώτησε με προσμονή.

Η κοπέλα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ξεσκέπασε το καλάθι και το έτεινε προς το μέρος της. Η γριά το άρπαξε απότομα. Έβγαλε από μέσα ένα μανιτάρι και το περιεργάστηκε. Ναι, αυτά είναι. Αναποδογύρισε το καλάθι στο καζάνι και το άδειασε. Το πέταξε στο πάτωμα. Εκείνο κύλησε μακριά τους. Άρχισε να ανακατεύει με μανία. Το υγρό, πήρε ένα σκούρο, καφέ χρώμα. Οι άλλοι δυο την παρατηρούσαν. Έβγαλε μια μεγάλη κουταλιά και τη μύρισε.

«Χμ…» έκανε.

Γέμισε ένα ποτήρι.

«Νομίζω πως είναι έτοιμο…» είπε αργόσυρτα. «Δοκίμασε».

Το έτεινε προς τον άντρα. Εκείνος τραβήχτηκε ενστικτωδώς προς τα πίσω.

«Ω έλα τώρα», έκανε ανυπόμονα η γριά. «Σου λέω είναι έτοιμο. Δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα με τόσο μικρή ποσότητα».

Εκείνος υποχώρησε. Πήρε το ποτήρι και ήπιε μερικές γουλιές. Αμέσως άρχισε να σφαδάζει από τους πόνους. Διπλώθηκε στα δυο και γονάτισε στο πάτωμα. Η γριά τον πλησίασε και του άρπαξε το ποτήρι από το χέρι.

«Αρκετά μου έχουν σπάσει», έκανε απαξιωτικά.

«Γιαγιά!» είπε ενοχλημένη η κοπέλα και χτύπησε το πόδι στο πάτωμα, τη στιγμή που ο άντρας είχε σωριαστεί κάτω, είχε μεταμορφωθεί και πάλι σε λύκο και σπαρταρούσε με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω από το στόμα του. «Είναι ο τέταρτος λύκος που μου σκοτώνεις!»

«Δεν πειράζει καλή μου», την καθησύχασε. «Ήταν ο πιο άχρηστος από όλους έτσι κι αλλιώς. Θα βρεις γρήγορα άλλον. Λοιπόν…», στράφηκε προς το καζάνι. «Ήμουν σίγουρη ότι κάτι έλειπε».

Πήρε ένα μπουκαλάκι και το άδειασε. Ανακάτεψε και πάλι γρήγορα. Πράσινοι καπνοί αναδύθηκαν από την επιφάνεια. Γέμισε μια κουτάλα και ακούμπησε τη γλώσσα της στο πράσινο πλέον υγρό.

«Ναι», είπε. «Τώρα είναι έτοιμο».

Γέμισε ένα ποτήρι και το έδωσε στην κοπέλα.

«Ελπίζω να είναι το σωστό», αναστέναξε εκείνη. «Ακόμα δεν έχω ξεχάσει τη φορά που η ξαδέρφη μου είχε ρίξει τα μακριά μαλλιά της από το παράθυρο για να πιαστώ και να σκαρφαλώσω στο κάστρο εκείνης της ξινής της πριγκίπισσας και να της κλέψω το μαγικό λυχνάρι. Τότε που αντί να με μεταμορφώσεις σε μαϊμού για να μπορέσω να το αρπάξω εύκολα, με μεταμόρφωσες σε μπιζέλι. Κι έμεινα κάτω από το στρώμα της τόσες μέρες!»

«Τα καταφέραμε στο τέλος όμως έτσι δεν είναι;» αντέτεινε η γριά. «Βέβαια όταν εκείνη το έμαθε φυλάκισε για πάντα την ξαδέρφη σου σε εκείνο το κάστρο, αλλά πάντα υπάρχουν απώλειες».

«Ναι, αλλά ακόμα δεν με έχεις αφήσει να πετάξω με το χαλί», διαμαρτυρήθηκε.

«Όλα στην ώρα τους», την έκοψε. «Λοιπόν πιες το και μην ανησυχείς. Είναι το σωστό», τη διαβεβαίωσε.

Η κοπέλα άρπαξε το ποτήρι και το ήπιε μονορούφι. Και τότε, το δέρμα της άρχισε να λιώνει. Άρχισε να μετατρέπεται σε ένα καφέ υγρό και να καλύπτει όλο το σπίτι: τους τοίχους τις οροφές, τα πατώματα. Η κόκκινη κάπα της έπεσε στο πάτωμα. Η μυρωδιά της σοκολάτας έπνιξε τους χώρους. Παντού άρχισαν να ξεφυτρώνουν, καραμέλες, γλειφιτζούρια και κάθε λογής ζαχαρωτά. Η γριά χαμογέλασε.

«Κάνε γρήγορα», ακούστηκε η φωνή της κοπέλας μέσα από τους τοίχους.

«Να είσαι σίγουρη», τη διαβεβαίωσε εκείνη.

Πάτησε με δύναμη πάνω στον λύκο, και το κουφάρι του μετατράπηκε σε ένα καφέ, γούνινο χαλί. Στη συνέχεια χτύπησε τα δυο δάχτυλα μεταξύ τους και μεταμορφώθηκε σε ένα κατάμαυρο κοράκι. Πέταξε μέχρι τον επάνω όροφο, βγήκε στο δάσος και απομακρύνθηκε.

Εκείνη τη στιγμή, δυο αδέρφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, έφευγαν από το σπίτι τους που βρισκόταν στις αρχές του δάσους κι έριχναν πίσω τους ψίχουλα για να μην χάσουν τον δρόμο τους. Ένα κοράκι τα παρακολουθούσε. Μόλις απομακρύνθηκαν, κατέβηκε στο έδαφος κι έφαγε όλο το ψωμί που είχαν πετάξει. Επέστρεψε στη σοκολατένια πλέον καλύβα, πήρε και πάλι την ανθρώπινη μορφή της, άφησε την πόρτα μισάνοιχτη και κρύφτηκε στις σκιές. Σε λίγο θα είχε επισκέψεις.

Tags: chocolate , Crow , death , fairies , fairytale , fairytales , fantasy , forest , hansel and gretel , magic , prince , princess , red hood , red riding hood , short-story , The Weird Side Daily , wolf , βάτραχος , γιαγιά , δάσος , Ερωδίτη Παπαποστόλου , θάνατος , καλύβα , κατσικάκια , κόκκινη κάπα , κοκκινοσκουφίτσα , Κοράκι , κυνηγός , λαγός , λύκος , μαγεία , μαγικό φίλτρο , μάγισσα , νεράιδες , παραμύθι , παραμύθια , Πινόκιο , πρίγκιπας , πριγκίπισσα , σοκολάτα , τοσοδούλα , φαντασία , φασολιά , φίλτρο , χάνσελ και γκρέτελ

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 11 Νοεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.