Ο φαροφύλακας

O Άλιστερ ξύπνησε τρομαγμένος και κάθιδρος. Ήταν το τέταρτο συνεχόμενο βράδυ που έβλεπε τόσο ζωντανούς εφιάλτες. Ευτυχώς η γυναίκα του δεν κατάλαβε τίποτα. Χάιδεψε το ξυρισμένο κρανίο του και κοίταξε το ρολόι στο χέρι του. Ήταν 4:44. Κακός οιωνός, σκέφτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήγε στην κουζίνα, ζέστανε γάλα και το ήπιε μονορούφι. Δύο […]

O Άλιστερ ξύπνησε τρομαγμένος και κάθιδρος. Ήταν το τέταρτο συνεχόμενο βράδυ που έβλεπε τόσο ζωντανούς εφιάλτες. Ευτυχώς η γυναίκα του δεν κατάλαβε τίποτα. Χάιδεψε το ξυρισμένο κρανίο του και κοίταξε το ρολόι στο χέρι του. Ήταν 4:44. Κακός οιωνός, σκέφτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήγε στην κουζίνα, ζέστανε γάλα και το ήπιε μονορούφι.

Δύο ώρες αργότερα, χτύπησε το κινητό του. Ήταν από την υπηρεσία φάρων των Εβρίδων της Σκωτίας. Ήθελαν να πάει για έλεγχο στον φάρο του Έρισκι για τυχόν επισκευές και δυσλειτουργίες. Έπρεπε την ημέρα της έκλειψης ηλίου, όλα να λειτουργούν ρολόι. Του έδιναν περιθώριο δύο μήνες. Του είπαν επίσης να αγοράσει προμήθειες, μιας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα δε θα επέτρεπαν την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, ούτε τη μεταφορά του στην ακτή. Βλαστήμησε θεούς και δαίμονες, του είχε διαφύγει εντελώς.

Ο φάρος στο Έρισκι είχε να λειτουργήσει είκοσι χρόνια, γιατί τόσα χρόνια είχε να γίνει έκλειψη και δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα τακτικού ελέγχου. Φίλησε την κοιμισμένη γυναίκα του στα πεταχτά και κατέβηκε στην πόλη με το ημιφορτηγάκι του για προμήθειες. Σταμάτησε σε ένα σούπερ μάρκετ, όπου αγόρασε μπουκάλια με εμφιαλωμένο νερό, διάφορες κονσέρβες, μια πεντάκιλη φιάλη υγραερίου, πατατάκια με αλάτι και ξύδι, μαρμελάδες, παστό κρέας, παστό σολομό, μαύρη ζάχαρη, ρολά με χαρτί υγείας και πολλές μπουκάλες φτηνό ουίσκι. Επίσης, προμηθεύτηκε αστυνομικά βιβλία, έναν στόχο με βελάκια, μερικά σταυρόλεξα, κούτες με τσιγάρα και μπαταρίες. Για δύο μήνες, αυτός ο απομακρυσμένος φάρος θα ήταν το σπίτι του.

Αφού τελείωσε, τηλεφώνησε στη γυναίκα του για να της μεταφέρει τα κακά νέα. Εκείνη του απάντησε ότι ήθελε να της φέρει τρία κιλά φρέσκο μπακαλιάρο και άλλα δύο κιλά γαρίδες για να φτιάξει τη φημισμένη της πίτα. Του Άλιστερ του έτρεξαν τα σάλια. Κατευθύνθηκε στο λιμάνι και εκεί βρήκε πολλούς φίλους του ναυτικούς. Παρά τα εγκάρδια καλωσορίσματα τους, ένιωθε πως κάτι πήγαινε στραβά. Κάτι στον αέρα και στη θάλασσα τον προειδοποιούσε για κίνδυνο. Αλλά τι είδους; Άναψε τσιγάρο ενώ αγνάντευε τις βάρκες και το βλέμμα του έπεσε στη θάλασσα. Του φάνηκε πως ο καπνός μπερδευόταν με τα κύματα που σκάγανε μπροστά στα πόδια του και έβλεπε πρόσωπα από πεθαμένους καπετάνιους. Δεύτερος κακός οιωνός, σκέφτηκε ταραγμένος, και άναψε δεύτερο τσιγάρο. Άκουσε κάποιον να τον φωνάζει και από την τρομάρα το τσιγάρο του έπεσε από τα χέρια. Γύρισε απότομα.

Τα καροτί μαλλιά της, ήταν πλεγμένα σε κοτσίδα και τα μάτια της είχαν ένα απόκοσμο καστανό με χρυσαφένιες ανταύγειες ή έτσι νόμιζε ο Άλιστερ. Το φόρεμά της ήταν μιας άλλης εποχής, άσπρο με μπορντό κορδέλες, και μακρύ ως το γόνατο. Του θύμιζε κάτι. Τα λευκά βλέφαρα του διαβόλου πριν τα κλείσει και κοιμηθεί, σκέφτηκε και ανατρίχιασε.

Η παράξενη γυναίκα στεκόταν σαν φάντασμα ανάμεσα στους ζωντανούς. Κανείς δεν της έδινε σημασία, σαν να μην υπήρχε. Βάδισε προς το μέρος της σαν υπνωτισμένος, ενώ όλες του οι αισθήσεις του έλεγαν να τρέξει μακριά.

Αυτή η διαβολογυναίκα θα με καταστρέψει, σκέφτηκε. Η έλξη που ένιωθε για αυτήν ήταν κάτι το παράλογο. Ένιωθε όπως όταν είχε ερωτευτεί για πρώτη φορά στα δεκαπέντε του.

Την πλησίασε και της προσέφερε τσιγάρο. Εκείνη το δέχτηκε με μια υποψία χαμόγελου. Τον κοιτούσε σαν να τον μισούσε αλλά και να τον ποθούσε ταυτόχρονα.

«Είμαι η Μύριαμ. Σήμερα είναι τα γενέθλια μου και θέλω να το γιορτάσω με κάποιον από το είδος σου», του είπε σαρκαστικά.

Ο Άλιστερ ένιωσε προσβεβλημένος. Τι εννοούσε “του είδους του”; Μιγά; Αν ήθελε η κυρία να δει πως ήταν να κάνει σεξ με κάποιον κατά το ήμισυ Κουβανό και κατά το ήμισυ Ιρλανδό, θα της έδινε να καταλάβει! Εκείνη τη στιγμή, δεν τον ενδιέφερε ούτε η υπόληψη, ούτε η οικογένεια του, ούτε καν το πως γνώριζε αυτή η άγνωστη το όνομα του. Κάτι μέσα του έβραζε, μια αρχέγονη, απροσδιόριστη ορμή τον είχε κυριεύσει.

«Πάμε!» της είπε με αγριότητα και την τράβηξε από το μπράτσο με δύναμη. Εκείνη αντί να αντισταθεί, έβαλε τα γέλια. Το γέλιο της τον τρόμαξε, αλλά δεν ήθελε να κάνει πίσω. Έτσι την πήγε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο που μόνο από φήμη γνώριζε ο ίδιος.

Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, ο αέρας ήταν θολός από τον καπνό των τσιγάρων και τα δάχτυλα του ξενοδόχου γεμάτα λιπαρή σάλτσα, την οποία έγλυφε με μεγάλη ευχαρίστηση. Κοίταξε τους νεοφερμένους και σαν υπνωτισμένος τους έδωσε το κλειδί για το δωμάτιο 5 καθώς και ένα μπουκάλι λευκό κρασί από την Πορτογαλία, το οποίο άνοιξε εκείνη την στιγμή.

«Το αγαπημένο μου κρασί», είπε η Μύριαμ και τα μάτια της έλαμψαν χρυσαφένια. Ο Άλιστερ ένιωσε μια ενόχληση στην καρδιά αλλά την τράβηξε από το μπράτσο και την έχωσε στο δωμάτιο. Την ήθελε μόνο για τον εαυτό του και δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο την κοίταζε ο ξενοδόχος. Την έπιασε από το κεφάλι και άρχισε να τη φιλάει σε όλο το πρόσωπο.

«Έτσι κάνεις και με τη γυναίκα σου;» τον ρώτησε εκείνη, και για πρώτη φορά ο Άλιστερ συνειδητοποίησε που βρισκόταν. Εκείνη του έβαλε το μπουκάλι στο στόμα, υποχρεώνοντας τον να πιεί. Ο Άλιστερ πέταξε το μπουκάλι κάτω νευριασμένος. Την άρπαξε από τους ώμους και την έριξε στο κρεβάτι. Μετά από αυτό, σκοτάδι. Κομμένες σκηνές με τη Μύριαμ να βαριανασαίνει από κάτω του και άλλες που βρισκόταν από πάνω του και τον έπνιγε. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί και δεν έφταιγε το κρασί. Η τελευταία του ανάμνηση ήταν η Μύριαμ να στέκεται στην πόρτα και να του λέει ότι θα τα ξαναπούν.

Ο Άλιστερ πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να βρισκόταν κάτω από νερό για πολλή ώρα. Βρήκε τον εαυτό του ξανά στο λιμάνι, καθισμένο πάνω σε ένα παλιό, ξύλινο βαρέλι με σκουριασμένα τσέρκια που κάποτε φιλοξενούσε βακαλάους. Επέστρεψε σπίτι του έχοντας ξεχάσει τα όσα συνέβησαν με τη Μύριαμ.

Μέρες αργότερα όταν έφτασε στο Έρισκι οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Ο φάρος είχε τα κακά του χάλια. Με μια πρώτη, πρόχειρη ματιά χρειαζόταν ένα καλό βάψιμο. Τα υδραυλικά ήταν σκουριασμένα. Η εσωτερική σκάλα είχε μόνο δύο γερά σκαλοπάτια, τα πλακάκια του μπάνιου ήταν σπασμένα και το κρεβάτι που θα κοιμόταν δεν υπήρχε. Το μόνο που λειτουργούσε άψογα ήταν το ψυγείο, και το φανάρι που έκαιγε ένα μίγμα αέρα και εξαερωμένου πετρελαίου. Ο Άλιστερ τηλεφώνησε στην υπηρεσία και τους περιέγραψε την κατάσταση. Αυτοί ενέκριναν ένα ποσό που κάλυπτε τις ανάγκες που τους είχε αναφέρει.

Εκείνη η μέρα πέρασε ευχάριστα. Έλυσε σταυρόλεξα, ήπιε ουίσκι και κάπνισε. Το βράδυ όμως ήταν μαρτυρικό. Είδε στον ύπνο του τη Μύριαμ να τον βασανίζει ερωτικά σε ένα απέραντο, πράσινο λιβάδι. Αυτός ήταν ξαπλωμένος και εκείνη πήγαινε από πάνω του και σήκωνε το φόρεμα της. Ξύπνησε ιδρωμένος και λαχανιασμένος. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 4:44. Βλαστήμησε και άναψε τσιγάρο. Δε μπορούσε να θυμηθεί από που γνώριζε αυτή τη γυναίκα με τα καροτί μαλλιά.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν με επισκευές όταν το επέτρεπε ο καιρός, και δοκιμές της καλής λειτουργίας του φαναριού. Οι νύχτες ήταν μια άλλη ιστορία. Δεν μπορούσε να κλείσει μάτι χωρίς να δει εφιάλτες.

Τέσσερις μέρες πριν την έκλειψη, διαπίστωσε ότι είχε χάσει πολύ βάρος. Έπρεπε να ανοίξει καινούργιες τρύπες στην ζώνη του για να μην πέφτει το τζιν του, το οποίο φαινόταν τρία νούμερα μεγαλύτερο. Το απέδωσε στο άγχος και την αϋπνία γιατί έτρωγε σαν λύκος. Οι προμήθειες του είχαν τελειώσει από τον πρώτο μήνα και είχε αναγκαστεί να ταξιδέψει μέχρι το Νότιο Γιουίστ, μέσα στην κακοκαιρία για να αγοράσει φαγητό.

Τρεις μέρες πριν την έκλειψη, η θάλασσα ήταν τόσο πολύ φουρτουνιασμένη που δε μπορούσε να διακρίνει τον ορίζοντα. Ήταν ο λόγος που ένιωσε να παγώνει, όταν από το πουθενά έκανε την εμφάνιση της μια πράσινη βάρκα με μια γυναίκα μέσα. Η βάρκα γλιστρούσε στο νερό, σαν να μην την επηρέαζε ο χαλασμός που γινόταν. Η κοκκινομάλλα που επέβαινε είχε μια υποψία χαμόγελου.

Όταν κατέβηκε από την βάρκα και το πόδι της ακούμπησε το έδαφος, ο Άλιστερ ένιωσε να βυθίζεται σε μια κατάσταση μεταξύ ξύπνιου και ονείρου. Δεν κατάλαβε πώς μπήκαν μέσα, πότε ανέβηκαν την σκάλα και πότε βρέθηκαν στο κρεβάτι.

Η Μύριαμ δάγκωσε το κάτω χείλος του και εκείνος ένιωσε πόνο και ευχαρίστηση ταυτόχρονα. Μετά τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα. Η Μύριαμ του ζήτησε να κλείσει τα μάτια του και ανέβηκε πάνω του. Καθώς εκείνος πλησίαζε στην κορύφωση, άνοιξε τα μάτια του και είδε την πραγματική της φύση. Ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας που άλλαζε μορφές. Τη μια στιγμή ήταν ξανθιά με γκρίζα, παγωμένα μάτια και την επόμενη είχε καστανά μαλλιά, φακίδες και ολοστρόγγυλο πρόσωπο, σαν το φεγγάρι. Είχε ακούσει ιστορίες για τέτοια πλάσματα αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι ήταν πραγματικά. Εμφανίζονταν πριν από μια έκλειψη ηλίου. Δημιουργούσαν δεσμούς με τα θύματα τους και τα ακολουθούσαν παντού. Τους έκλεβαν την ενέργεια και σιγά – σιγά τους σκότωναν. Οι ιατροδικαστές το απέδιδαν σε καρδιακή προσβολή.

Το πλάσμα που τον καβαλούσε τώρα αλυχτούσε σαν λύκος. Ο Άλιστερ έβλεπε θολά ένα μεγάλο, λυκίσιο μουσούδι. Έκλεισε τα μάτια του ξανά και ευχήθηκε μέσα από τα βάθη της καρδιάς του να σταθεί τυχερός και να ξεφύγει.

Ώρες αργότερα, ξύπνησε στο πάτωμα. Από τη μύτη του έτρεχε αίμα. Προσπάθησε να σηκωθεί από κάτω μα δεν τα κατάφερε. Τον ξαναπήρε ο ύπνος.

Η ημέρα της έκλειψης έφτασε. Ο Άλιστερ ένιωθε εξαντλημένος και τον πονούσε το στήθος του. Η Μύριαμ είχε ένα τεράστιο χαμόγελο και πλέον άφηνε τα μυτερά της αυτιά και τα λυκίσια δόντια της να φαίνονται. Δεν είχε λόγο να κρύβεται. Του είπε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και να μην τολμήσει να σηκωθεί. Μετά βγήκε στο μπαλκόνι. Ο Άλιστερ σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να την έσπρωχνε από το μπαλκόνι και να την γκρεμοτσάκιζε στα βράχια από κάτω. Αλλά δεν είχε την αντοχή να σηκωθεί από το κρεβάτι.

Λίγο αργότερα, Μύριαμ επέστρεψε, φανερά χαρούμενη. Κάθισε επάνω του και έσφιξε τους σκελετωμένους του καρπούς με τα χέρια της. Τον δάγκωσε ελαφρά στον λαιμό και εκείνος δεν άντεξε, την ρώτησε γιατί τον διάλεξε. Η Μύριαμ ξαφνιάστηκε.

«Επειδή ήσουν όμορφος. Δεν χρειάζεται άλλος λόγος».

Της έκανε άλλη μια ερώτηση. Εκείνη του απάντησε ότι καμία πίστη δε θα τον έσωζε αν ήταν το γραμμένο του.

Ο Άλιστερ απλά παραδόθηκε. Τουλάχιστον είχε εκπληρώσει την αποστολή του. Ο φάρος λειτουργούσε. Το φανάρι δημιουργούσε ένα αδιαπέραστο φράγμα φωτός και κανένας άλλος δε θα κινδύνευε την αποφράδα ημέρα που εκείνος έχανε την ζωή του.

Ο Άλιστερ πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να βρισκόταν κάτω από νερό για πολλή ώρα. Βρήκε τον εαυτό του ξανά στο λιμάνι, καθισμένο πάνω σε ένα παλιό, ξύλινο βαρέλι με σκουριασμένα τσέρκια που κάποτε φιλοξενούσε βακαλάους. Άκουσε μια γνώριμη φωνή.

Δε γύρισε να κοιτάξει.

ΤΕΛΟΣ

Κατερίνα Κρυστάλλη

Tags: creature , dark , dark fantasy , fantasy , horror , monster , mystery , μυστήριο , πλάσμα , τέρας , τρόμος , φαντασία

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.