Τοκ-τοκ. Ο χτύπος στο τζάμι του υπνοδωματίου τού έμοιαζε σαν να βρισκόταν κάποιος έξω και με τον τρόπο αυτό δήλωνε την παρουσία του, σαν να τον προσκαλούσε να βγει, ή σαν να τον προειδοποιούσε να μείνει μέσα και να κλειδώσει, να κλειδώσει καλά.
Τοκ-τοκ. Ο Τζος είχε μεγαλώσει πλέον και δε φοβόταν όπως τότε που ήταν παιδί. Ήξερε τώρα, πως ήταν τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου του κήπου έξω από το δωμάτιό του. Η βροχή και ο αέρας δυνάμωναν, σημάδι πως ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά.
Το φωτάκι που, ακόμα, του άφηνε η μητέρα του τρεμόπαιξε για λίγο, πριν βυθίσει το δωμάτιο στο, σχεδόν, απόλυτο σκοτάδι. Μονάχα το λιγοστό φεγγαρόφωτο που έμπαινε από τις χαραμάδες των χοντρών κουρτινών του είχε απομείνει. Όχι, όχι, δε θα τον φόβιζε μία απλή διακοπή ρεύματος. Ήταν αρκετά μεγάλος γι’ αυτά. Τύλιξε καλύτερα τα σκεπάσματά του γύρω από το σώμα του και έριξε μία τελευταία ματιά στο παράθυρο. Ο χτύπος είχε πάψει.
Γύρισε πλευρό για να κοιμηθεί. Γύρισε πλευρό και δεν μπορούσε να διακρίνει τη σκιά που στεκόταν δίπλα από το κρεβάτι.
Tags: Flash-fiction , flashfiction , The Weird Side Daily , αέρας , βροχή , δέντρα , δέντρο , διακοπή , δωμάτιο , κήπος , κλαδιά , κουρτίνα , μαύρο , μητέρα , νύχτα , Παιδί , Παναγιώτης Ματσίγκας , ρεύμα , σημάδι , Σκιά , σκοτάδι , σκότος , σώμα , τζάμι , φεγγάρι , φως , χειμώνας , χτύπος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.