Ο ιστός της αράχνης λαμπύριζε μέσα στο σκοτάδι. Αν πλησίαζε πιο κοντά, έμοιαζε λες και ήταν φτιαγμένος από ασημένιες κλωστές. Φαινόταν τόσο εύθραυστος. Ήξερε ότι ακόμα και το παραμικρό του άγγιγμα μπορούσε να τον διαλύσει. Η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν ακαταμάχητη. Ο τρόπος που μπλέκονταν οι κλωστές μεταξύ τους, κι έφτιαχναν σχήματα με ασημένιο περίγραμμα που περικύκλωναν το σκοτάδι τις έκανε να μοιάζουν τόσο αδύναμες, και ταυτόχρονα τόσο δυνατές.
Τα φώτα της πόλης έλαμπαν πίσω από το κλειστό τζάμι. Η αντανάκλασή του πάνω του έμοιαζε αλλόκοτη, λες και το πρόσωπό του δεν είχε σχήμα﮲λες και περίμενε να ξημερώσει για να πάρει την κανονική του μορφή﮲ή μήπως συνέβαινε το αντίθετο; Μήπως την ημέρα φορούσε απλά τη μάσκα του ανθρώπου, και τη νύχτα, άφηνε το πραγματικό του πρόσωπο να φανεί;
Άγγιξε ανεπαίσθητα τον ιστό και οι λεπτές κλωστές τρεμούλιασαν. Ήταν απειράριθμες… Πόσο εύκολο ήταν να τις κόψει; Πόσο εύκολο ήταν να αλλάξει τη μοίρα τους με μια μόνο κίνηση; Οι ζωές όλων, βρίσκονταν στα χέρια του. Κάθε μια κλωστή, αντιστοιχούσε σε μια μοίρα. Μία μοίρα, που ήξερε ότι πλέον μπορούσε να ορίσει. Κόλλησε το πρόσωπό του στο παράθυρο. Ήξερε ότι αν κάποιος κοιτούσε προς το μέρος του θα έβλεπε δυο φωτεινά, κίτρινα μάτια να διαπερνούν το σκοτάδι. Δεν τον ενδιέφερε πλέον. Αρκετή υπομονή είχε κάνει. Είχε παλέψει αρκετά τον τελευταίο καιρό μέσα του για πρώτη φορά. Συνήθως του ήταν εύκολο. Δεν το σκεφτόταν καν. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Σχεδόν, είχε καταφέρει να τον αλλάξει. Σχεδόν. Η ανθρώπινη μάσκα που φορούσε την ημέρα, δεν μπόρεσε τελικά να υπερισχύσει από το προσωπείο της νύχτας που έπαιρνε τη θέση της κάθε βράδυ.
Προχώρησε προς το μικρό τραπεζάκι και κράτησε το ποτήρι στο χέρι του. Το σήκωσε ψηλά και περιεργάστηκε το κόκκινο υγρό που είχε μέσα του. Ήταν ακόμα διαυγές. Πλησίασε και πάλι τον ιστό. Η αντανάκλαση των ασημένιων κλωστών του διέλυσε τις αμφιβολίες. Ακούμπησε το δάχτυλό σου στην πρώτη κλωστή. Εκείνη τραντάχτηκε αλλά δεν κόπηκε. Έκανε το ίδιο στην επόμενη…και μετά στην επόμενη….
Εκείνη στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και χάζευε το ακριβό μενταγιόν που φορούσε στο λαιμό. Το στριφογύρισε στα δάχτυλά της και χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξανά τόσο ακριβά κοσμήματα. Ποτέ της δεν είχε αποκτήσει τόσο πολλά χρήματα όπως τώρα. Ήξερε ότι κάποια στιγμή μπορεί όλο αυτό να τελείωνε. Της το είχε πει. Αλλά πίστευε ότι μπορούσε να το ανατρέψει. Πίστευε ότι μπορούσε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων και να κρατήσει όλα όσα απέκτησε χωρίς να πληρώσει κανένα αντίτιμο. Χαμογέλασε και πάλι πονηρά. Ναι, βρισκόταν σε καλό δρόμο. Το έβλεπε στα μάτια του. Δεν ήταν όπως τις πρώτες φορές. Τώρα το βλέμμα του που την κοιτούσε είχε αλλάξει.
Ξαφνικά, ένιωσε τη γη να κουνιέται. Σεισμός! Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να τρέξει έξω από το σπίτι, το πρόγραμμα στην τηλεόραση αντικαταστάθηκε από έκτακτο δελτίο.
«Πρωτοφανής έντασης ξαφνικός σεισμός!», έδειχναν όλα τα κανάλια.
Αυτό που είδε στην οθόνη την έκανε να παγώσει. Είχαν ανοίξει πολλά μικρά παραθυράκια κι έδειχναν εικόνες από όλο τον κόσμο. Παντού γινόταν σεισμός.
Εκείνος συνέχιζε να τραντάζει την κλωστή με ένα παρανοϊκό χαμόγελο. Στη συνέχεια, αφού έριξε μια τελευταία ματιά στο κόκκινο υγρό, έγειρε το ποτήρι κι εκείνο έπεσε πάνω στην κλωστή.Οι κόκκινες σταγόνες πάνω της, έμοιαζαν με μακάβριο έργο τέχνης.Η γνωστή μυρωδιά του αίματος γέμισε την ατμόσφαιρα.
Σήκωσε το δάχτυλό του και κοίταξε τα γαμψά του νύχια. Με μια αστραπιαία κίνηση, έκοψε το ασημένιο νήμα, κι εκείνο κρεμάστηκε άψυχο στον αέρα.
«Ξαφνικές πλημμύρες σε όλο τον κόσμο μαζί με πρωτοφανούς έντασης σεισμικές δονήσεις… Το νερό είναι κατακόκκινο σαν αίμα…», έλεγαν όλα τα δελτία ειδήσεων, και αμέσως μετά όλες οι οθόνες γέμισαν με χιόνια.
Η γη τραντάχτηκε και πάλι, αυτή τη φορά ακόμα πιο δυνατά. Ένιωσε να χάνει την ισορροπία της και σωριάστηκε στο πάτωμα. Δοκίμασε να σηκωθεί αλλά το πάτωμα κουνιόταν συνέχεια και δεν μπορούσε να ανακτήσει την ισορροπία της. Κατάφερε να πλησιάσει προς το παράθυρο με δυσκολία﮲ και μετά… λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ανακάθισε και προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε συμβεί. Μόλις συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που είχε αντικρύσει έφερε το χέρι της στο στόμα. Είχε δει τον σεισμό να γκρεμίζει τα πάντα και στη συνέχεια να πνίγονται στο αίμα. Και τώρα πού βρισκόταν; Άρχισε να ανασαίνει γρήγορα. Πάθαινε πάλι μια από αυτές τις κρίσεις πανικού. Προσπάθησε να ηρεμήσει και σηκώθηκε όρθια ψηλαφώντας στο σκοτάδι. Μισοκλείνοντας τα μάτια, νόμισε πως είδε κάτι ασημένιο να λαμπυρίζει αχνά. Προχώρησε προς την πηγή του φωτός, ενώ ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που σε λίγο θα έβγαινε από το στήθος της. Διαπίστωσε πως αυτό που έβλεπε, ήταν ένας ασημένιος ιστός αράχνης, που κρεμόταν στον αέρα, μπροστά από ένα παράθυρο. Έξω υπήρχαν τρία αναμμένα φανάρια. Πλησίασε το πρόσωπό της στο τζάμι για να δει καλύτερα και οπισθοχώρησε τρομαγμένη. Οι λάμπες, αιωρούνταν στον αέρα, και γύρω τους υπήρχε μόνο σκοτάδι….και απόλυτο κενό! Ξαφνικά έχασε την ισορροπία της κι ένιωσε να πέφτει προς τα πίσω. Εκείνη τη στιγμή όμως κάποιος την έπιασε πριν ακουμπήσει στο έδαφος και την έστησε και πάλι στα πόδια της. Έμεινε ακίνητη για λίγη ώρα. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να το αποφύγει. Έπρεπε να γυρίσει και να τον κοιτάξει. Κράτησε την ανάσα της και στράφηκε προς το μέρος του. Τα κίτρινα μάτια του την κοιτούσαν με μίσος. Σήκωσε το χέρι της για τον αγγίξει στο πρόσωπο, αλλά εκείνος το έπιασε στον αέρα και το έσφιξε με τόση δύναμη που την έκανε να ουρλιάξει από τον πόνο. Το τατουάζ με τον ασημένιο ιστό αράχνης που είχε στο μπράτσο του έλαμψε μπροστά στα μάτια της. Του είχε πουλήσει την ψυχή της, αλλά δεν πλήρωσε ποτέ το αντίτιμό της. Νόμιζε ότι θα μπορούσε να του ξεφύγει. Νόμιζε ότι θα τον κάνει να την αγαπήσει. Σχεδόν το είχε καταφέρει. Σχεδόν.Κι εκείνος τώρα έπαιζε με το μυαλό της για να την τιμωρήσει που προσπάθησε να τον αλλάξει﮲να την τιμωρήσει που τον έκανε σχεδόν να την αγαπήσει για να της χαρίσει το χρέος της. Τώρα ήταν η ώρα να πληρώσει.
Προχώρησε προς το παράθυρο και στάθηκε ακίνητη. Εκείνος την πλησίασε και της χάιδεψε το μάγουλο. Το χέρι του ήταν κρύο. Ένιωσε όλο το αίμα της να παγώνει τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε καν να κλείσει τα μάτια της. Η ασημένια κλωστή που κρεμόταν, σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να τυλίγεται γύρω της, φτιάχνοντας ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα. Το κουκούλι έκλεισε και ο ιστός, συνέχιζε να λαμπυρίζει δίπλα στο παράθυρο.
Η Λίλυ μπήκε στο καινούριο της διαμέρισμα και περιηγήθηκε στους χώρους. Η προηγούμενη κοπέλα, μια πλούσια συγγραφέας, που το νοίκιαζε είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Έτσι της είχαν πει. Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε τη γειτονιά τη στιγμή που νύχτωνε και την τύλιγε το σκοτάδι. Ξαφνικά, ένιωσε το έδαφος να τραντάζεται ελαφρά. Ένα μεγάλο φορτηγό πέρασε μπροστά από την οικοδομή και τότε ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Άλλωστε ο ιδιοκτήτης την είχε προειδοποιήσει ότι το κτίριο ήταν παλιό και πολλές φορές τρανταζόταν. Ήταν όμως ασφαλές σε περίπτωση σεισμού. Της είχε δείξει και πιστοποιητικό. Χαμογέλασε ελαφρά και μπήκε στο ντουζ. Έτσι κι αλλιώς, θα τον έβλεπε σε λίγη ώρα. Της είχε προτείνει να βγουν για φαγητό κι εκείνη δέχτηκε. Συνήθως δεν έλεγε ‘’ναι’’ τόσο εύκολα, αλλά κάτι πάνω του την έκανε να μη μπορεί να αρνηθεί. Βυθίστηκε στη μπανιέρα με το ζεστό νερό και υπενθύμισε στον εαυτό της να τον ρωτήσει πώς είχε σκεφτεί να κάνει τατουάζ στο μπράτσο του έναν ασημένιο ιστό αράχνης.
Tags: creatures , death , monster , mystery , short-story , spider , story , web , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , αράχνη , διήγημα , θάνατος , θρίλερ , ιστορία , ιστός , ιστός αράχνης , μυστήριο , παραμύθι , σκοτάδι , τέρας , τρόμος , φαντασία , Φόβος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.