Ηλεκτρισμένες σκέψεις, για το Ηλεκτρικό Πρόβατο.
(και πόσο δυστοπική έχει γίνει η κοινωνία μας;)
Πριν από κάποιο καιρό, ήταν η 38η επέτειος της πρεμιέρας του Blade Runner. Μ’ εντυπωσίασε η ιδιαίτερη προσοχή που δόθηκε φέτος, παγκοσμίως. Κάπου εκεί γεννάται το ερώτημα, πόσο δυστοπική έχει γίνει η εποχή μας και μια τέτοια θεματική έχει ξαφνικά τόσο μεγάλο αντίκτυπο; Παράλληλα, όποιος αναγνώστης του φανταστικού ενθουσιάστηκε κάποτε με τη ταινία, είναι λογικό πως έχει διαβάσει και το βιβλίο του Philip Dick, το οποίο υπήρξε η έμπνευση, δηλαδή Το Ηλεκτρικό Πρόβατο. Στην πραγματικότητα το βιβλίο είναι κάπως παρεξηγημένο, λόγω της τεράστιας διάστασης, που πήρε η προβολή της ταινίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να θεωρούνται ταυτόσημα στο ευρύ κοινό. Όμως η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.
Στις ιδιότυπες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, διαπιστώνουμε πως λεπτομέρειες κλασσικών έργων δυστοπίας μπορούν πια να επιβεβαιωθούν, ως σημεία καθημερινότητας. Με γοργά βήματα υιοθετούνται τέτοιες εικόνες, περιγράφοντας κοινωνίες και καταστάσεις. Έχουμε εικόνες που κάποτε παρουσιάστηκαν ως μελλοντολογικές. Ζώντας σε μια εποχή που παγκόσμια η Δημοκρατία αργοσβήνει, ενώ ταυτόχρονα ολιγαρχικά καθεστώτα δίνουν τη θέση τους σε ολοκληρωτικά, δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν αυτές οι εικόνες γύρω μας. Αναταραχές και βίαιες συγκρούσεις ανά την υφήλιο έχουν ως πιθανό αποτέλεσμα την εφαρμογή ενός παγκόσμιου, αμετάκλητου στρατιωτικού νόμου. Βιβλία όπως το Ηλεκτρικό Πρόβατο, κουβαλούν μέσα τους όλην αυτή την αγωνία του πολίτη, ως προς την ίδια του την επιβίωση του. Το έργο αυτό, κατατάσσεται στη κατηγορία της Επιστημονικής – Φιλοσοφικής Φαντασίας.
Ο ιδιοφυής Dick, με πάνω από 30 χρόνια ενεργητικό στο συγγραφικό έργο, είναι δύσκολο να περιγραφεί σαν άνθρωπος. Μέσ’ απ’ τα γραπτά του αμφισβητεί κάθε είδους εξουσία. Αυτό το κάνει με τέτοιο πάθος που στο τέλος αμφισβητεί την ίδια τη πραγματικότητα. Δημιουργεί φανταστικούς κόσμους για να τοποθετήσει σε αυτούς τα πρόσωπα που αγαπά. Αυτό, γιατί ο πραγματικός μας κόσμος δε συμφωνεί με τα δικά του πρότυπα. Μη θέλοντας λοιπόν να αναθεωρήσει τα πρότυπά του, δεν υποχωρεί μπροστά στην πραγματικότητα.
Θα δηλώσει “Φοβάμαι την εξουσία, αλλά συγχρόνως αισθάνομαι δυσαρέσκεια απέναντί της κι απέναντι στο φόβο μου – έτσι επαναστατώ”. Θα διωχθεί απ’ το Berkeley ως επαναστάτης. Σ’ έναν τόπο που οι φοιτητές του, έχουν μείνει στην ιστορία για την επαναστατική τους στάση. Μας λέει πάλι, “Δεν είμαι ήρεμος, είμαι απ’ το Berkeley κι από εκεί κληρονόμησα την πολιτική συνείδηση που απλώθηκε σ’ αυτή τη χώρα, τη δεκαετία του ΄60. Ξεφορτώθηκε το Nixon, τελείωσε τον πόλεμο του Βιετνάμ και πολλά άλλα πράγματα γα τα δικαιώματα του πολίτη. Όλοι στο Berkeley θυμώνουν με το παραμικρό”.
Αλλά η Επιστημονική Φαντασία, είναι μια επαναστατική μορφή τέχνης. Συνεπώς και το κατάλληλο πεδίο δράσης, ενός τέτοιου ανθρώπου. Κάποιου δηλαδή που ωθεί τα πράγματα στα άκρα, για να δοθούν απαντήσεις σε καθιερωμένα “γιατί”. Τα ερωτήματα των βιβλίων του Dick, καλύπτουν το φάσμα της φυσικής και της μεταφυσικής. Είναι το σύμπαν πραγματικά αληθινό; Είμαστε στ’ αλήθεια άνθρωποι; Μήπως είμαστε απλώς μηχανές αντανακλαστικών; Οι μεγάλες απώλειες αγαπημένων προσώπων θα εξωθήσουν τον θυμό του στ’ άκρα και θα διαμορφώσουν το έργο του.
Ο θυμός, λοιπόν, είναι η αιτία για τη δημιουργία τέτοιων έργων. Αναγνώσματα που δεν είναι απλώς μέσο διασκέδασης, αλλά εμπεριέχουν μια σχεδόν μυστικιστική προσέγγιση. Ο συγγραφέας εδώ, δε συμβιβάζεται μόνο με το τραγικό. Αυτοσαρκάζεται μ’ ένα παράξενο χιούμορ. Πιστεύει πως η ανθρώπινη κατάστασή μας δεν είναι ούτε τραγική, ούτε μνημειώδης, απλά αστεία. Στα πιο πολλά του μυθιστορήματα, τα πάντα είναι θέμα αντίληψης. Διαδραματίζονται σε απαθή πλαίσια κι έχουν τη δυνατότητα υπέρβασης, σε κάποιο τελείως διαφορετικό σύμπαν. Στο φρενήρη κι υστερικό κόσμο μας, πιστεύει πως η μόνη ψύχραιμη μορφή είναι ο Mr. Spock, ο οποίος εξισορροπεί τη τάση των ανθρώπων που γράφουν φαντασία, να φαντάζονται το αδύνατο. Δηλώνει πως θα ‘θελε να τον έχει ψυχαναλυτή, παραθέτοντας τον εξής διάλογο ως παράδειγμα:
Phil (υστερικός): Leonard, ο ουρανός πέφτει στα κεφάλια μας.
Nimoy (ήρεμος): Όχι Phil, απλώς κάηκε μιαν ασφάλεια.
Οι ασυνήθιστες ιδέες και το παραισθητικό ύφος κειμένων, έκαναν το Dick να θεωρείται ψυχεδελικός συγγραφέας. Ο προβληματισμός του για τις δυνάμεις πολιτικής καταπίεσης, είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρηθεί “παρανοϊκός”. Το μυθιστόρημά του Do androids Dream of Electric Sheep? Κυκλοφόρησε το 1968. Ένα απ’ τα κορυφαία του έργα. Ερημωμένο περιβάλλον διαβίωσης κι ένας καινούριος Μεσσίας. Η θρησκεία ως απειλή για το πολιτικό σύστημα, άρα ανταγωνιστική κι αντικρουόμενη. Σημαντικό σημείο του έργου, η αντίθεση του τεχνητού και του φυσικού ανθρώπου. Ο τρόπος να τα ξεχωρίσεις είναι η αγάπη (caritas) ή η εμπάθεια (empathy), όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Η ικανότητα δηλαδή, ταύτισης με κάποιον άλλο, έτσι ώστε να μοιραστείς τις ιδέες του και τα συναισθήματά του.
Ο Μερσερισμός, παρουσιάστηκε ως θρησκευτικό – φιλοσοφικό κίνημα. Βασίστηκε στον μύθο του Wilbur Mercer, ο οποίος έζησε πριν τον πόλεμο. Μέσω του ηλεκτρονικού κουτιού ενσυναίσθησης, οι οπαδοί του επιτύγχαναν επαφή. Ιδεολογικός συνδυασμός με τις έννοιες της ζωής, του θανάτου και της αναγέννησης. Αυτό στη καθημερινότητα των ανθρώπων γινόταν πράξη, μέσω της ενότητας που πρόσφερε η ενσυναίσθηση. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Mercer είχε την ικανότητα να φέρνει πίσω στη ζωή, νεκρά ζώα. Γι ΄αυτό τα ζώα είχαν ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτή τη κοινωνία. Τόσο πολύτιμα, που οι άνθρωποι και τ’ ανδροειδή θεωρούνταν μικρότερης αξίας. Έτσι πρόσδιδαν ισχυρή κοινωνική παρουσία στους κατόχους τους. Βέβαια οι πολίτες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα ν’ αποκτήσουν ένα αληθινό ζώο, κατέφευγαν στην κατοχή ενός μηχανικού αντίγραφου. Μιας άρτιας απομίμησης του αληθινού. Ο πρωταγωνιστής μας, χάνει από τέτανο το πρόβατό του και καταφεύγει στην κατοχή ενός αντίγραφου. Ο διακαής πόθος του είναι ν’ αποκτήσει πάλι ένα πραγματικό ζώο. Παίρνει μέρος σ’ αυτή την περιπέτεια, προκειμένου να μπορέσει να αποκτήσει ξανά ένα.
Ο όρος ανδροειδές χρησιμοποιείται πρώτη φορά απ’ τον Γάλλο συγγραφέα Philippe de Villiers de L’Isle-Adam, κατά τον 19ο αιώνα. Ο άνθρωπος μοιάζει να ‘χει κατασκευάσει τον εαυτό του, την προσωπική του ρέπλικα. Κάπου κει εγείρονται και τα ερωτήματα της μεταξύ τους διαφοράς, των συναισθημάτων και τελικά η αναρώτηση για το ποιος απ’ τους δύο είναι ο πραγματικός. Κάτι τέτοιο θα μας φέρει στο μυαλό και το Frankenstein, κάτι που ο Asimov θα ορίσει ως “Φραγκενσταϊνικό Σύμπλεγμα”, στο Εγώ το Ρομπότ (1950). Η επικινδυνότητα δηλαδή της γνώσης της κατασκευής ενός τεχνολογικού αντικειμένου, που είναι ικανή να ξεφύγει απ’ τον έλεγχο. Έτσι μπορούν να υπάρξουν τραγικά αποτελέσματα, τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον. Ένας αρχέγονος φόβος που διακατέχει τους ανθρώπους. Κάπως σαν το συναίσθημα των πρώτων ανθρώπων, που ανακάλυψαν τη φωτιά.
Σημασία έχει να προσδιορίσουμε τις περιβαλλοντολογικές συνθήκες του πλανήτη, καθώς διαδραματίζεται η ιστορία. Περιγράφεται ως σχεδόν ακατοίκητος, μετά το πέρας του Τελικού Πολέμου. Η ραδιενεργή ακτινοβολία κι η σκόνη, που προέκυψαν ύστερα από πυρηνική καταστροφή, σκεπάζει τα πάντα (με ρυθμούς αυξητικούς) κι έχει σκοτώσει τις περισσότερες μορφές ζωής. Είναι επίσης η αιτία για τη μετοίκηση του μεγαλυτέρου μέρους του πληθυσμού στον Άρη (το μόνο πλανήτη, που επιτρέπονται και τ’ ανδροειδή), για τη διατήρηση της ίδιας της ύπαρξης. Η γη στην πραγματικότητα έχει καταντήσει τόπος εξορίας. Ως κίνητρο της κυβέρνησης γι’ αυτό τον αποικισμό, είναι η προμήθεια ενός ανδροειδούς, σε κάθε οικογένεια. Διαβάζοντας αυτό το καιρό πάλι το βιβλίο, μου ‘ρχονται στο μυαλό, πρόσφατα προβλήματα που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι της γης. Οι επιστήμονες κρούουν το κώδωνα του κινδύνου, σχετικά με την απόλυτα επικίνδυνη ακτινοβολία των πύργων εκπομπής 5G σήματος. Αξίζει να σημειωθεί πως παρά την επιστημονική ενημέρωση και την κατάθεση σχετικών ερευνών, κατά τη διάρκεια του lock down, μόνο στη Μ. Βρετανία, στήθηκαν είκοσι ένας πύργοι μετάδοσης καθώς και δόθηκε άδεια ανάρτησης ενός εκατομμυρίου αντίστοιχα, στα εδάφη των ΗΠΑ. Για το άμεσο αποτέλεσμα αλλοίωσης της μορφής του ουράνιου θόλου του πλανήτη όπως τον γνωρίζαμε, έρχεται να μας ανησυχήσει η φωνή των αστρονόμων, που διαμαρτύρονται, για την αδυναμία παρατήρησης πλέον του νυχτερινού ουρανού, εξ αιτίας των δορυφόρων που ήδη βρίσκονται σε τροχιά. Η εικόνα δε, των απελπισμένων πολιτών που μεταναστεύουν σε ορδές, είναι εδώ και πολλά χρόνια, θλιβερή πραγματικότητα για το πλανήτη μας.
Στο Ηλεκτρικό Πρόβατο, όπως και σ’ άλλα δυστοπικά μυθιστορήματα (πχ. 1984, Φαρενάιτ 451) υπάρχει πάντα μέσα σε κάθε σπίτι, μια ηλεκτρονική συσκευή, η οποία ελέγχει απόλυτα και κατευθύνει τους πολίτες. Εδώ θα συναντήσουμε κι άλλη μια μηχανή που ο άνθρωπος μπορεί με αυτή να ρυθμίσει τη διάθεση και τα συναισθήματά του. Ο Dick αυτό το κάνει με ομαλό τρόπο, συμβαδίζοντας με τη πραγματικότητα της εποχής, συμπεριλαμβάνοντας φουτουριστική τεχνολογία στο έργο του. Στο βιβλίο, συναντούμε τη σύγκρουση των εξουσιών, μέσω της τεχνολογίας. Απ’ τη μια το όργανο ενσυναίσθησης, ως μέσο ένωσης με τον Mercer κι απ’ την άλλη η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ως μέσο κατευθυνόμενης πληροφόρησης, στα χέρια των ανδροειδών. Reality shows που εκπέμπουν είκοσι τρεις ώρες την ημέρα, με φιλοξενούμενους υποτιθέμενους καλλιτέχνες (επίσης ανδροειδή), που όμως δεν έχουν να παρουσιάσουν απολύτως τίποτα στο βιογραφικό τους, γεμίζουν τις ώρες ως καλεσμένοι. Αυτό συμβαίνει μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης, όπου τα μέσα θα χρησιμοποιηθούν, ως πηγές διοχέτευσης κατευθυνόμενων ειδήσεων, προκειμένου να γκρεμίσουν την εξουσία του αντιπάλου. Εδώ νομίζω πως αξίζει τον κόπο ν’ αναφέρουμε, τον διττό ρόλο του ραδιοφώνου εξ αρχής. Φυσικά κι η ανακάλυψή του ήταν σπουδαία. Εννοείται πως χαιρόμαστε για τον ρόλο που έπαιξε στην εξάπλωση τόσο της τέχνης, όσο και στην επικοινωνία των ανθρώπων. Όμως όπως προκύπτει και απ’ τη κλασσική αναφορά της χρήσης του μαχαιριού, με την εμφάνιση του ραδιοφώνου, οι πολίτες έμαθαν στη λογική, πως δεν είχε νόημα ν’ απαντήσεις σε κάτι που άκουσες σε μια εκπομπή. Πολύ απλά, δεν υπήρχε κανείς να σ’ ακούσει και να σου απαντήσει. Και κάπως έτσι, συνειδησιακά, ο μονόλογος αντικατέστησε τον διάλογο. Ιστορική στιγμή υπήρξε κι η εκπομπή του Welles, με την αφήγηση του Πολέμου των Κόσμων. Ήταν το πρώτο πείραμα, ως προς την επιρροή στις αντιδράσεις των πολιτών και στέφθηκε με τεράστια επιτυχία. Βρήκαμε τους Αμερικάνους ν’ αφήνουν πανικόβλητοι τις εστίες τους, προκειμένου να γλιτώσουν από την εξωγήινη εισβολή. Από τότε βέβαια έχουν διαδραματιστεί πολλά και πολύ πρόσφατα ζήσαμε άλλο ένα τέτοιο γεγονός ελέγχου και κατεύθυνσης.
Το βασικό ερώτημα που ταλανίζει στο έργο τον συγγραφέα είναι με ποια κριτήρια μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το μηχανικό απ’ το ζωτικό. Μια προβληματική που εν μέρη συγγενεύει με το αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια μηχανή. Οι αναμνήσεις που εμφυτεύονται στα ανδροειδή ως απόδειξη προγενέστερης ύπαρξης τους, μας κάνει να σκεφτόμαστε τη θεωρία, πως όλοι ζούμε σ’ ένα matrix. Ο βασικός άξονας προβληματισμού, που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου, είναι η ίδια η ενσυναίσθηση. Ο ήρωάς μας, από κάποια στιγμή και μετά, μπερδεύει τα ξεκάθαρα όρια που πρέπει να υπάρχουν στο μυαλό του πολίτη, ανάμεσα στους ανθρώπους και τα μηχανικά πλάσματα. Γεννά συναισθήματα απέναντι στα μηχανικά ζώα και τ’ ανδροειδή. Ταλανίζεται απέναντι στην ορθότητα της σεξουαλικής πράξης ανάμεσα στα δύο είδη. Ο Einstein, είχε δηλώσει αντίστοιχα, πως το να χρησιμοποιηθούν μηχανικές ερωμένες, είναι το απόλυτο έγκλημα κατά της αγάπης.
Ο πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται πως η εξουσία με όποια μορφή και να ‘χει, προσπαθεί να ελέγξει και να επιβάλει περιορισμούς στο πολίτη. Η σχέση που εντοπίζεται ανάμεσα στους ανθρώπους και τ’ ανδροειδή, δηλαδή μια σχέση ελέγχου, μεταφράζεται πολύ εύκολα στα στάνταρ της δικής μας κοινωνίας, ως προς τη σχέση των κατεχόντων δύναμη, απέναντι στους πιο ασθενείς. Απ’ τον έλεγχο, έως το δικαίωμα πολλές φορές, απόφασης ζωής και θανάτου επάνω τους. Ρευστές καταστάσεις. Ούτε τ’ ανδροειδή επινόησαν πρώτα το φόνο, ούτε οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχωρίζουν για την ενσυναίσθησή τους. Αναλογιζόμενοι πως η επανάσταση των ανδροειδών ξεκίνησε απ’ τη θέλησή τους για ελευθερία, καθώς χρησιμοποιούνταν ως σκλάβοι, θα ‘ρθει πάλι στο μυαλό μας, το τέρας του Frankenstein, που καταδικάστηκε απ’ τον ίδιο του το δημιουργό, σε μια ζωή απόλυτης μοναξιάς. Βέβαια η σχέση ανθρώπων – ανδροειδών που εκτυλίσσεται εδώ σε πρώτη φάση, μας φέρνει στο μυαλό, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπου αυτή είναι δυνατή. Απ’ την άλλη οι μηχανές που δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τον άνθρωπο αλλά τελικά εξεγείρονται, είναι μοτίβο, που συναντούμε στην Ε.Φ. Δυνατό παράδειγμα, ο Εξολοθρευτής.
Αλλά ας αναφερθούμε στη ταινία. Το 1982 γενικά ήταν μια χρονιά που προβλήθηκαν πολλές απ’ τις κλασσικές πια ταινίες Ε.Φ. (Mad Max 2, Tron, Star Trek II, Conan the Barbarian, E.T κα.). Όμως το Blade Runner, σε σκηνοθεσία του Ridley Scott, όπως και το The Thing, του Carpenter, ήταν τα δύο μεγάλα outsider στη μηχανή της παραγωγής ταινιών. Πίσω στον χρόνο ο Scorsese, είχε φλερτάρει με την ιδέα του να σκηνοθετήσει, αυτή τη ταινία. Όμως ο Dick, αρνήθηκε κάθε σενάριο, που του προτάθηκε ως κινηματογραφική απόδοση. Και στη περίπτωση της ταινίας που τελικά υλοποιήθηκε, ο Dick θεωρεί το σενάριο, μια μεγάλη προσβολή στη κορωνίδα των έργων του. Θα πεθάνει όμως απ’ τη καρδιά του, τρεις μήνες πριν τη πρεμιέρα. Παρά τις μελανές προβλέψεις, η ταινία, πέρα από κάθε προσδοκία, έκανε απίστευτες εισπράξεις και συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις 20 πρώτες, κατά τις προτιμήσεις του κοινού.
Η ταινία αποτέλεσε σταθμό στα κινηματογραφικά χρονικά. Οι υπέροχα δοσμένες δυστοπικές εικόνες της, καθόρισαν στο μυαλό μας, τη μορφή της πόλης του μέλλοντος. Τοπία που στη νουβέλα δεν υπάρχουν, καθώς τα πάντα είναι καλυμμένα με σκόνη. Η υπόθεση διαδραματίζεται το 2021 (για την ακρίβεια το 1992 στο βιβλίο και σε κάποιες μετέπειτα εκδόσεις το 1997). Βλέποντας πάλι την ταινία, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με συγκλόνισε η στιγμή που ένα ιπτάμενο μηχάνημα, μετά τη τελική μάχη, πετά πάνω απ’ τα κεφάλια των πολιτών και τους διατάζει ν’ απομακρυνθούν απ’ τη σκηνή. Μου θύμισε την ανατριχίλα που ‘νιωσα, όταν λίγους μήνες πριν, πρόσεξα να εκτυλίσσεται το ίδιο σκηνικό, ανάμεσα σ’ ένα drone κι ένα κοριτσάκι, στους άδειους δρόμους της Κίνας.
Ας ρίξουμε όμως μια γενικότερη, πιο εξεταστική ματιά, ανάμεσα το βιβλίο, τη δραματοποιημένη εκδοχή. Μια βασική διαφορά ανάμεσα στις δυο εκδοχές, είναι ο ίδιος ο ήρωας. Στη ταινία, βασίζεται καθαρά στο χολιγουντιανό κλισέ, αυτό που για χρόνια χρησιμοποιήθηκε για τη καθιέρωση, προτύπων και καθοδηγουμένων συμπεριφορών καθώς και τη δημιουργία αμέτρητων ανασφαλειών στους πολίτες. Ο όμορφος χωρισμένος πρωταγωνιστής, που δε μπορεί παρά να ‘ναι ήρωας κι η εντυπωσιακή πρωταγωνίστρια, που φυσικά ερωτεύονται! Καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να ζήσουν τον έρωτά τους, παρά τις αντιξοότητες. Δηλαδή καμία σχέση με ό,τι συμβαίνει στη ζωή. Στο βιβλίο αντίθετα, εξετάζονται οι διαπροσωπικές σχέσεις, μέσα απ’ το πρίσμα της ωμής πραγματικότητας. Έχουμε μια καθαρή μορφή αντιήρωα. Δεν είναι πια στην πρώτη του νιότη. Έχει ένα εντελώς συνηθισμένο, μάλλον αδιάφορο παρουσιαστικό και είναι παντρεμένος. Η δράση του αρχίζει αναγκαστικά, όταν η υπηρεσία του, θα ξεμείνει απ’ τον “καλό” αξιωματικό της, ο οποίος τραυματίζεται σοβαρά απ’ το επικηρυγμένο ανδροειδές. Θα εμφανιστεί στο προσκήνιο, αρχικά παρά τη θέλησή του, ως η μόνη εναλλακτική, λόγω πίεσης του χρόνου. Είναι μια τραγική φιγούρα. Πάντα παραγνωρισμένος απ’ το κοινό του, καταφέρνει τελικά να επιτύχει την αναγνώριση και μια σχετικά άνετη ζωή.
Εντελώς διαφορετικά παρουσιάζεται το επίπεδο πολιτισμού στις δύο εκδοχές. Στο βιβλίο κάθε δείγμα τέτοιου έχει εξαλειφθεί. Οι άνθρωποι δε νοιάζονται πια. Αντίθετα τ’ ανδροειδή, χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη λαχτάρα, να αποκτήσουν περισσότερα βιβλία, τα οποία είναι απαγορευμένα στους τόπους που βρίσκονται και ρίχνονται παράνομα, με πυραύλους, όσα έχουν διασωθεί απ’ τη γη. Ένα λαθρεμπόριο πολύ επικερδές. Πολλές φορές, αισθανόμαστε κατανόηση και συμπάθεια απέναντι στ’ ανδροειδή, λόγω της αδικίας που υφίστανται. Κυνηγούνται, τη στιγμή που δείχνουν πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία απ’ τους ανθρώπους. Χαρακτηριστικά ο ήρωας θ’ αναφέρει, πως τ’ ανδροειδή, έχουν μεγαλύτερη ζωτικότητα απ’ ότι η γυναίκα του και μεγαλύτερη επιθυμία για ζωή. Στη ταινία ο ήρωας παρουσιάζεται να ‘χει συγκεντρώσει προσωπικό αρχείο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, του εκλιπόντος πια πολιτισμού, με χαρακτηριστική τη παρουσία του Nighthawks, (ελαιογραφίας του E.Hopper).
Σχετική είναι κι η περίπτωση του “Κοκορόμυαλου”, όπως το πρόσωπο χαρακτηρίζεται στο βιβλίο λόγω της χαμηλής του νοημοσύνης. Το σπίτι του στη ταινία, είναι γεμάτο αξιόλογα αντικείμενα και μηχανικά παιχνίδια (μια Steampunk επιρροή), αν και ατάκτως ερριμμένα, που ‘χει συλλέξει απ’ το πεθαμένο πια, παρελθόν. Στο βιβλίο απλά υπάρχει μια εξαπλούμενη σαβούρα, που έχει τη τάση να καταπιεί τα πάντα. Ο Κοκορόμυαλος, ένα τραγικό πρόσωπο, που μένει για πάντα στη γη, λόγω του χαμηλού νοητικού επιπέδου του. Εξαιτίας της μοναξιάς του φιλοξενεί τ’ ανδροειδή, βασισμένος στην ανάγκη του για διαπροσωπική επαφή. Στο έργο παρουσιάζεται ως ένας ιδιοφυής σχεδιαστής ανδροειδών, που του απαγορεύεται να μετοικίσει, λόγω μιας ορμονικής διαταραχής.
Η ηρωίδα στη ταινία, έχει τη κλασσικά προσδοκώμενη παρουσία και δε εμφανίζει πουθενά τη ζηλόφθονη κι εκδικητική της φύση, που κορυφώνει την εξέλιξη της νουβέλας, προκαλώντας στον αναγνώστη ένα κόμπο στο στομάχι. Η δυνατή στιγμή δε, της πτώσης του ζώου απ’ το κτήριο, που αντικατοπτρίζει την εκδικητική της φύση, έρχεται σε τέλεια αντιδιαστολή με τη παρουσίασή της στη ταινία, ως όμορφης και κυνηγημένης γυναίκας.
Γενικά η ταινία διαφοροποιεί πολλές λεπτομέρειες απ’ το βιβλίο. Ένα ανδροειδές στο βιβλίο αναφέρεται ως Andy, ενώ στη ταινία ως ρέπλικα. Ο όρος “Blade Runner” δεν αναφέρεται πουθενά στη νουβέλα. Έχουμε μια απλοποιημένη παρουσίαση αυτής. Η ερωτική σκηνή, που ‘ναι γεμάτη συναίσθημα στη ταινία, έρχεται σε τέλια αντιδιαστολή με τη νουβέλα. Αδυνατεί να παρουσιάσει τη μεγάλη αγωνία του πρωταγωνιστή και την αντιστροφή των ρόλων των ερωτικών συντρόφων, στις δύο εκδοχές. Δυνατή σκηνή της ταινίας που ξεχωρίζει, είναι αυτή των δακρύων στη βροχή, όπου αντανακλάται όλη η θλίψη των ανδροειδών. Εκδηλώνεται η ανθρώπινη φύση τους, μπροστά στο θάνατο. Αντίθετα στη νουβέλα, συναντάμε τη μανία που τα διακατέχει, ως προς την επιβίωσή τους.
Η αγωνία απέναντι στο θείο, όπως αυτό παρουσιάζεται στη νουβέλα, την ύπαρξή του και τη σχέση που μπορεί να έχει με τον άνθρωπο, δε ξεκαθαρίζεται. Αν και στο τέλος φέρει, εκ των αποτελεσμάτων, μια μεγάλη πικρία στον πρωταγωνιστή. Ο ήρωάς μας θα συμβιβαστεί, με τα λίγα που δίνει η ζωή στο καθημερινό άνθρωπο. Το όνειρό του για ένα πραγματικό ζώο, θα εξαφανιστεί σε μια στιγμή. Απ’ τον ακραίο ενθουσιασμό της πραγμάτωσης του στόχου, θα βρεθεί πάλι στην εκκίνηση. Μόνο που αυτή τη φορά, γνωρίζει πως δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία να πραγματώσει το σκοπό του.
O Dick για να δημιουργήσει το Ηλεκτρικό Πρόβατο, εμπνεύστηκε απ’ τη νουβέλα του L.R. Hubbard, “Fear”(1940). Μια ιστορία τρόμου, την οποία ο S. King θα περιέγραψε ως κλασική ιστορία ανατριχιαστικής, σουρεαλιστικής απειλής και τρόμου. Μια άλλη επιρροή στον Dick ήταν ο συγγραφέας Th. Sturgeon, και το έργο του “More Than Human”, μια σουρεαλιστική ιστορία της ανθρωπότητας, που χωρίστηκε σε διαφορετικές βαθμίδες και η μία ελέγχει την άλλη, μέσω τηλεπαθητικών μέσων. Η έμπνευση του Dick για τη διαφορά, ανάμεσα στο μηχανικό και το βιολογικό άνθρωπο, προήλθε από συγκεκριμένους παράγοντες στη δική του εμπειρία ζωής. Τον ενοχλούσαν οι ανθρώπινες ωμότητες, όπως το γεγονός. ότι το Ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ανθρώπινη ενέργεια. Ένιωσε ότι οι υπαίτιοι πρέπει να ‘ναι απάνθρωπα τέρατα, που απλά φαινόταν σαν άνθρωποι. Σύμφωνα με τον Dick, η έμπνευση για αυτή την ιστορία, αρχικά προήλθε από την ανάγνωση των ημερολογίων των αξιωματικών της Γκεστάπο, ενώ ερευνούσε το “The Man In the High Castle”. Επιπλέον, το “We Can Build You”, ένα μυθιστόρημα που ο Dick είχε γράψει προγενέστερα (αλλά δε το δημοσίευσε μέχρι τη δεκαετία του 1970). Περιγράφει λεπτομερώς την εφεύρεση της οικογένειας Rosen γι’ ανθρωποειδή ρομπότ, αρχικά με τη μορφή αντιγράφων ιστορικών μορφών, για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Θα μπορούσε να ‘ναι ένα prequel του Ηλεκτρικού Προβάτου ή μια εναλλακτική έκδοση.
Ο Dick, ως χρήστης αμφεταμίνης, ανέπτυξε υψηλό επίπεδο παράνοιας. Η αντίληψή του για τους ανθρώπους που φαίνονται να είναι άνθρωποι ήταν κυριολεκτική.
Στη διάσημη ομιλία του 1972: “The Android and the Human”, ο συγγραφέας θα δηλώσει:
Το περιβάλλον μας – και εννοώ τον τεχνητό κόσμο των μηχανών, των τεχνητών κατασκευών, των υπολογιστών, των ηλεκτρονικών συστημάτων, των αλληλοσυνδεόμενων ομοιοστατικών συστατικών – όλα αυτά στην πραγματικότητα αρχίζουν όλο και περισσότερο να κατέχουν αυτό που οι σοβαροί ψυχολόγοι φοβούνται, ότι οι πρωτόγονοι βλέπουν στο περιβάλλον τους: κινούμενα σχέδια. Με μια πολύ πραγματική έννοια, το περιβάλλον μας γίνεται ζωντανό, ή τουλάχιστον σχεδόν ζωντανό και με τρόπους ειδικά και θεμελιωδώς ανάλογους με τους εαυτούς μας… Αντί να μάθουμε για τον εαυτό μας μελετώντας τις κατασκευές μας, ίσως πρέπει να κάνουμε την προσπάθεια να τις κατανοήσουμε.
Ο Klaus Benesch, θα εξετάσει το Ηλεκτρικό Πρόβατο, σε σχέση με τον Καθρέφτη του Lacan, που υποστηρίζει ότι ο σχηματισμός και η διαβεβαίωση του εαυτού μας εξαρτάται από την κατασκευή ενός άλλου τέτοιου, μέσω εικόνων, ξεκινώντας μ’ ένα είδωλο όπως φαίνεται στον καθρέφτη. Τα ανδροειδή, υποστηρίζει ο Benesch, εκτελούν μια λειτουργία διπλασιασμού παρόμοια με την κατοπτρική εικόνα του εαυτού, αλλά το κάνουν σε κοινωνική και όχι ατομική κλίμακα. Επομένως, το ανθρώπινο άγχος για τ’ ανδροειδή, εκφράζει αβεβαιότητα σχετικά με την ανθρώπινη ταυτότητα και την κοινωνία. Ο Benesch αναφερόμενος στην Kathleen Woodward δίνει έμφαση στο σώμα, για ν’ απεικονίσει το σχήμα του ανθρώπινου άγχους, απέναντι σ’ ένα άλλο ανδροειδές. Η Woodward ισχυρίζεται ότι η συζήτηση για τις διακρίσεις μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, συνήθως αποτυγχάνει ν’ αναγνωρίσει την παρουσία του σώματος. “Εάν οι μηχανές σχεδιάζονται πάντα ως τεχνολογικές προσθέσεις που ‘χουν σχεδιαστεί για να ενισχύσουν τις φυσικές ικανότητες του σώματος, είναι επίσης κατασκευασμένες, σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, για να ξεπεράσουν τον άνθρωπο εντελώς στον τομέα της φυσικότητας”.
Το Ηλεκτρικό Πρόβατο, θα επηρεάσει καθοριστικά τους συγγραφείς του Φανταστικού. Θα γίνει το ιδρυτικό έγγραφο πάνω στο οποίο θα βασιστεί ολόκληρη η Cyber Punk κουλτούρα. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η τάση αυτή, ενσωμάτωσε δύο νέα χαρακτηριστικά: τη διάδοση των, καινοτόμων τότε, μικροϋπολογιστών στην αμερικανική κοινωνία, καθώς και το αντικαθεστωτικό ξέσπασμα του Punk κινήματος. Επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει, πολλούς καλλιτέχνες. Απ’ τη Metal μουσική σκηνή, έως κάθε μορφή τέχνης, μπορούμε να βρούμε αναφορές του.
Στο τρίτο βιβλίο του “Hitchhiker’s Guide to the Galaxy”, του D. Adams, θα βρούμε το νανούρισμα:
Now I lay down to sleep,
Try to count electric sheep,
Sweet dream wishes you can keep,
How I hate the night.
O Stephen King, στο Dark Tower V, ονομάζει το ανδροειδές του Andy και τόσες άλλες αναφορές.
Η νουβέλα θα είναι υποψήφια για το Nebula Award (1968) και θα βραβευτεί με το Locus Poll Award, All – Time Best SF Novel Before (1998). Εκτός απ’ την κινηματογραφική του μεταφορά, υπήρξαν επίσης θεατρική και ραδιοφωνική. Δημιουργήθηκε κόμικ βασισμένο στην ιστορία, καθώς και γράφτηκαν απ’ τον J.K. Jeter, δύο συνέχειες της ιστορίας, αναγνωρισμένες απ’ τον Dick. Στη σελίδα της wikipedia, αναφέρεται κι ένας μεγάλος αριθμός, από ντοκιμαντέρ πάνω στο θέμα, που αξίζει το κόπο να ψάξει κανείς.
Το έργο αυτό του Philip Dick, υπερβαίνει τα όρια επίδρασης της λογοτεχνίας του φανταστικού και καταφέρνει ν’ αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό. Γενικά στο έργο του υπάρχει η άποψη, ότι όσο περισσότερο τεχνολογική γίνεται μια κοινωνία, τόσο περισσότερο εντείνεται η σύμμειξη οργανικού και μηχανικού. Αποτέλεσμα να δυσχεραίνει η διάκριση, κάθε μορφής δυισμού. Η μοναξιά και η εντροπία (σαβουροποίηση στο έργο) απαγορεύει κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού της κοινωνίας μας. Δοσμένη μέσα απ’ την επιθυμία για τη δημιουργία ρομπότ που υπακούν τον άνθρωπο, εκτυλίσσεται η προβληματική που χαρακτηρίζει το Cyber Punk, απ’ τη δεκαετία του ’70 ακόμα. Δηλαδή η γιγάντωση των πολυεθνικών, στη περίπτωση του φανταστικού ακόμα κι έξω απ’ το πλανήτη, με αποτέλεσμα τη δυστοπική πραγματικότητα της κοινωνίας. Μια ματιά σήμερα, στη ζημιά που ‘χουν κάνει οι πολυεθνικές, επιβεβαιώνει το έργο του συγγραφέα, πέραν πάσης αμφιβολίας. Έχουμε ένα φουτουριστικό μυθιστόρημα, με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Μέσα απ΄ την ιδιοφυή ειρωνεία του συγγραφέα ως προς τις τεχνολογικές στρεβλώσεις, είναι πλέον τόσες δεκαετίας μετά, επίκαιρο όσο ποτέ. Φυσικά συγκαταλέγεται στα κλασσικά αναγνώσματα, του φθίνοντος πολιτισμού μας.
Πηγές:
• Το Ηλεκτρικό Πρόβατο (Do Androids Dream of Electric Sheep?), Ph. Dick, εκδ. ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, 2000.
• Το Πανόραμα του Αιώνα, επ. 31, Σειρά Ντοκιμαντέρ, https://youtu.be/H-lamphPh5M 983.
• Παγκόσμια απάτη του Κορωνοϊού, τα εμβόλια ελέγχου και το θανατηφόρο 5G, David Icke, Londom Real – Transform Yourself, Ντοκιμαντέρ, 2020.
https://www.imdb.com/title/tt0083658/
https://en.wikipedia.org/wiki/Do_Androids_Dream_of_Electric_Sheep%3F
https://bladerunner.fandom.com/wiki/Do_Androids_Dream_of_Electric_Sheep%3F
https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/6046-dick-k-philip-kedros-to-ilektriko-probato
Tags: Blade Runner , Blade Runner βιβλία , Blade Runner βιβλίο , Blade Runner ταινία , books , cyberpunk , dystopia , Philip Dick , Philip Dick Blade Runner , Philip Dick Ηλεκτρικό Πρόβατο , sci-fi , Science Fiction , Steampunk , The Weird Side Daily , weird , αλλόκοτο , Ανδροειδή , βιβλία , Βιβλία Φαντασίας , βιβλίο , Δυστοπικό , Επιστημονική Φαντασία , Ηλεκτρικό Πρόβατο Blade Runner , Ηλεκτρικό Πρόβατο Βιβλίο , Ταινίες , τέχνη , Τέχνη και Φιλοσοφία , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.