Kwaidan η ταινία – Μέρος Β’

“Καθώς ο Hoichi αφηγείται, εμφανίζονται συνοδευτικά, υπέροχες εικονογραφήσεις. Φαντασμαγορικά χρώματα, ζωντανεύουν την αφήγησή του μπροστά στα μάτια μας, με απίστευτη λεπτομέρεια.”

12 Φεβρουαρίου 2021

 

Οι παραπάνω ιστορίες, δρουν ως εισαγωγή για το πέρασμα στη τρίτη αφήγηση, τη “Hoichi, ο άνθρωπος χωρίς αυτιά”. Εκεί θα συναντήσουμε τη διάσημη ιστορία ενός τυφλού μοναχού μουσικού, που καλείται ακούσια να παίξει μουσική για τους νεκρούς. Η κατάρρευση του χρόνου, θα πάρει υπερβολικές διαστάσεις. Ένα εναρκτήριο πλάνο, μας δείχνει τα νερά όπου έγινε η αποφασιστική μάχη του Dan-no-ura, μεταξύ των φυλών Heike και Genji. Στα τέλη του 12ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο επικό Monogatori Heike (Η ιστορία των Heike). Είναι η μακρύτερη σε διάρκεια ιστορία, που κρατά πάνω από μια ώρα. Θα μπορούσε να σταθεί ως ανεξάρτητη ταινία.

Τα κόκκινα χρώματα στη σκηνή εκτύλιξης της μάχης, στέκουν αυτόνομα, σαν έργο του κινήματος Fluxus. Η επική μάχη στο “Hoichi, ο άνθρωπος χωρίς αυτιά”, θα μπορούσε να ήταν μόνον μια συλλογική σύγκρουση, σπαθιών και κραυγών. Όμως η θρηνητική αφήγηση (που πιθανόν έχει εμπνεύσει το soundtrack του Blade Runner), καθιστά τον ήχο πολύ πιο συναρπαστικό.

Αυτή η ιστορία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως blockbuster. Ο ήρωάς της, ο Hoichi, είν’ ένας τυφλός παίκτης λαούτου κι αφηγητής ιστορικών τραγουδιών, για τη φυλή Heike, η οποία εξαφανίστηκε σ’ εμφύλιο πόλεμο, το 1100. Η ιστορία ξεκινά μ’ ένα όραμα, που παρουσιάζεται μέσ’ από μια παράσταση θεατρικής τεχνικής Kabuki. Μιλά για την ήττα των Heike στη θάλασσα, ακολουθούμενη απ’ τη μαζική αυτοκτονία των γυναικών της φυλής, μαζί με το μωρό αυτοκράτορά τους. Οι μελωδίες που συνοδεύουν την εξιστόρηση των τεκταινόμενων, μοιάζουν με ψαλμωδίες ή περισσότερο με μοιρολόγια. Η θάλασσα που θα φιλοξενήσει το θάνατό τους, γίνεται κόκκινη. Μια περίεργη ταραχή χρώματος και δράσης, διαποτισμένη με το θλιβερό μυστήριο της ιστορίας. Η Ιαπωνική λαογραφία υποστηρίζει, πως η θάλασσα εκεί, είναι στοιχειωμένη εφτά αιώνες τώρα και πως χιλιάδες παράξενα καβούρια Heike που έχουν ανθρώπινο πρόσωπο στο καύκαλό τους, βρίσκονται σ’ εκείνα τα νερά.

Λίγο μετά την μετακόμισή του Hoichi, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο ερειπωμένο κάστρο των Heike, το φάντασμα ενός στρατηγού τους, έρχεται να του ζητήσει, ν’ απαγγείλει στον άρχοντά του. Όντας τυφλός, ο Hoichi δεν γνωρίζει ότι το κοινό του είναι φαντάσματα. Εν τω μεταξύ καταλαβαίνουμε, πως τα στοιχειωμένα πλοία των φαντασμάτων, εξακολουθούν να προκαλούν ναυάγια, στη θάλασσα που ηττήθηκαν.
Καθώς ο Hoichi αφηγείται, εμφανίζονται συνοδευτικά, υπέροχες εικονογραφήσεις. Φαντασμαγορικά χρώματα, ζωντανεύουν την αφήγησή του μπροστά στα μάτια μας, με απίστευτη λεπτομέρεια. Τα στοιχεία της φωτιάς και του νερού (κόκκινο και μπλε) που παίζουν σημαντικό ρόλο σ’ ολόκληρη την ταινία, έρχονται γι’ άλλη μια φορά, να κορυφώσουν σκηνογραφικά, την ένταση του θεατή. Τρικυμισμένο νερό κι εστίες φωτιάς περιβάλουν τον αφηγητή και τους παρευρισκόμενούς του. Ο αέρας ταρακουνά τα ξεσκισμένα λάβαρα και ξάφνου μπροστά στα μάτια μας, ο τόπος μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, με τους πεσόντες αντίπαλους να βρίσκονται κει. Καθώς το πλάνο ανοίγει, μας αποκαλύπτεται το στήσιμο των ηρώων, μέσα από μια καθαρά θεατρική τοποθέτηση. Ο άνεμος, οι φωτιές και τα κύματα, εξασθενούν. Έχουμε φτάσει στην αναφορά της ανάπαυσης των ψυχών, κοντά στο Βούδα. Στην υποθαλάσσια πόλη που καρτερεί να τους φιλοξενήσει. Τότε οι μορφές αρχίσουν ν’ αχνοσβήνουν. Αν τυχόν κάποιος δεν είχε καταλάβει, πως πρόκειται για τα φαντάσματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας, είναι η στιγμή της συνειδητοποίησης. Μετά την ολοκλήρωση της αφήγησης των γεγονότων, απ’ τον ταλαντούχο μουσικό, οι ψυχές βρίσκουν κάποια απ’ την ηρεμία που ‘ψαχναν τόσα χρόνια.

Είναι η μαγική στιγμή, που ο καλλιτέχνης φτάνει στη κορύφωση της ιστορίας και τα πνεύματα των νεκρών, έχουν εξαφανιστεί από γύρω του. Μένει μονάχα το νέφος που τον περιβάλει και τα φλεγόμενα βέλη που γυρνούν ακόμα στον αέρα, στον έρημο ναό. Οι σύντροφοί του τον φωνάζουν, προσπαθώντας να τον επαναφέρουν στη δική τους διάσταση και να επικοινωνήσουν μαζί του.

Μόλις το μαθαίνει ο ηγούμενος του μοναστηριού, μαζί μ’ έναν άλλο μοναχό επιδίδονται σε μια θρησκευτική ιεροτελεστία προστασίας, προκειμένου να σώσουν τον Hoichi από τη διάσπασή του απ’ τα φαντάσματα. Καλύπτουν το σώμα του, ζωγραφίζοντάς το με ιερά κείμενα, ώστε να τον κάνουν αόρατο στα πνεύματα.

Ο Βούδας που κοιτάζει από ψηλά, για ακόμα μια φορά σαν αντικείμενο τέχνης, δίνει την ευλογία του, περιβαλλόμενος από κεριά και θυμίαμα. Η γοητεία των ιδεογραμμάτων, μαγνητίζει το βλέμμα μας και μας κάνει να θέλουμε να εξερευνήσουμε τα γραμμένα, σε κάθε τους λεπτομέρεια. Μυστηριακή κι απόκρυφη μουσική, συνοδεύει την ιεροτελεστία. Ξεχνούν όμως, να καλύψουν τ’ αυτιά του. Έτσι ο απεσταλμένος στρατηγός, μπορεί ακόμα να τα δει, όταν έρχεται να τον πάρει. Άρα σαν αποτέλεσμα, παίρνει μόνον αυτά. Ο Hoichi, μέσω σιωπής και διαλογισμού, επιβιώνει της τρομερής δοκιμασίας. Γίνεται διάσημος και πλούσιος, εξαιτίας της ιστορίας του. Το “Hoichi” είναι η περισσότερο οπτικά δραματοποιημένη ιστορία. Απ’ τα ήρεμα, απειλητικά, λαμπερά θαλασσινά τοπία, μέχρι το γεμάτο κομψότητα κάστρο των Heike, όπου τα φαντάσματα μεταμορφώνονται άνετα από τους δεσποτικούς οικοδεσπότες, στις αιματηρές τους μεταθανάτιες καταστάσεις και στη συνέχεια μετουσιώνονται σε ομίχλη. Το επεισόδιο είναι δυσκίνητο στη ροή του και διασπάται η συνοχή του, σε κάποια σημεία. Ο Kobayashi, στην αρχή μας παρουσιάζει, την ιστορία της μάχης. Κατόπιν ασχολείται ξανά στη μέση. Η οθόνη αιμορραγεί με το χρώμα και η τελική ατμόσφαιρα, μας παρουσιάζει ένα ιαπωνικό – γοτθικό αποτέλεσμα.

Εάν τα δύο πρώτα επεισόδια μας προβληματίζουν, σχετικά με το τρόπο με τον οποίο το παρελθόν διαβρώνει σήμερα, τις αλληλεπιδράσεις ανδρών και γυναικών, το “Hoichi” παίρνει την ίδια ιδέα μ’ έναν ευρύτερο, πιο πολιτικό και καλλιτεχνικό τρόπο. Τα θύματα του θριάμβου κάποιων άλλων, αφού διεκδίκησαν το αίτημά τους γι’ αθανασία-μνημοσύνη, απαιτώντας τη τιμή που αξίζουν, συναντούν άφοβα το θάνατο, αρνούμενοι να ξεχαστούν. Απαιτούν να μείνουν ζωντανοί, καθώς κατοικούν στο βασίλειο των φαντασμάτων. Ο ίδιος ο Hoichi, είναι μια ισχυρή μεταφορά, για τους κινδύνους του ολοκληρωμένου καλλιτέχνη. Το δώρο του, προκαλεί τους κινδύνους που ενυπάρχουν στην ανάλυση του παρελθόντος, εκφυλίζοντας την καταπιεσμένη μνήμη. Η αίσθηση του Hoichi για το παρελθόν, είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ την επίγνωσή του για το παρόν, εξ ου και η τύφλωσή του. Για να γίνει πραγματικά σπουδαίος καλλιτέχνης, πρέπει να θυσιάσει περισσότερα, απ’ όσα θα ‘θελε.

Στη πολύ δυνατή αυτή ιστορία, θα μας τραβήξουν ξανά τη προσοχή κοινά στοιχεία, του ιαπωνικού πολιτισμού με τον δικό μας. Στις επικές σκηνές ναυμαχιών, (το νερό είναι ένα στοιχείο, που παίζει βασικό ρόλο σ’ ολόκληρη την ταινία) τα σκηνικά που αποδίδουν τον ουρανό, θα μας φέρουν στο μυαλό ένα κράμα ελληνικής λαϊκής και βυζαντινής ζωγραφικής. Οι μυστηριακές μελωδίες που συνοδεύουν την εξιστόρηση, θυμίζουν ψαλμωδίες ή μοιρολόγια. Ο ναός που φιλοξενεί τα φαντάσματα (αφού έχει χτιστεί ώστε να κατευναστούν οι ψυχές τους) με τους κίονες που τον πλαισιώνουν, μας παρουσιάζεται πολύ οικείος. Η τελετή θωράκισης των επιμέρους μελών του σώματος του απ’ τους μοναχούς, μυσταγωγίες όπως το μύρο, καθώς κι οι βουδιστικές εικόνες, σαν γενικό πλάνο, αντανακλούν την ίδια αίσθηση με τις αντίστοιχες πρωτοχριστιανικές. Άλλωστε μιλάμε για δύο θρησκείες του φωτός, που φιλοσοφικά έχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους. Σ’ αυτή την ιστορία, αντικείμενα καθημερινά, καδράρονται με τέτοιο τρόπο μέσ’ απ’ το φακό, που δημιουργούν από μόνα τους, την αίσθηση έργου τέχνης.

Το τελευταίο μέρος της ταινίας, ξεκινά με τα παιχνίδια των παιδιών. Κορίτσια με κιμονό που παίζουν ρακέτες. Εδώ, στο “Ένα φλιτζάνι τσάι”, απεικονίζεται ένας συγγραφέας το 1900, ο οποίος έχει καταπιαστεί με τις ημιτελείς ιστορίες μυθοπλασίας που ‘χουν μείνει ανεξήγητες στα παλιά βιβλία. Θα μας μιλήσει, για μιαν υπόθεση που εκτυλίχθηκε 220 χρόνια νωρίτερα – Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Στο σκηνικό, τη προσοχή τραβά ένας καλοφτιαγμένος καλαμένιος φράχτης, που δεσπόζει σε πρώτο πλάνο. Τόσο μυτερός, που θα δυσκόλευε κάποιον ανεπιθύμητο, να περάσει στο περιφραγμένο χώρο.

Κατά την εξέλιξη, παρουσιάζονται τα παραδοσιακά σκευή πόσης. Πήλινα κύπελα και ξύλινες κουτάλες για το σερβίρισμα, απ’ τους αντίστοιχους ξύλινους κουβάδες φύλαξης. Θα συνθέσει την ομότιτλη ιστορία, σχετικά μ’ ένα σαμουράι που ονομάζεται Kannai. Αυτός θα ‘ρθει αντιμέτωπος με τη μορφή ενός δαίμονα, που παρουσιάζει το πρόσωπό του, μέσα στο φλιτζάνι, κοροϊδεύοντάς τον. Σύντομα, η φασματική φιγούρα του Shikibu Heinai, επανεμφανίζεται στον Kannai, ισχυριζόμενος ότι έχει ανοιχτές υποθέσεις μαζί του. Ο Kannai δεν τον αναγνωρίζει και προσπαθεί να χτυπήσει τη σκιά, αλλά το φάντασμα εξαφανίζεται. Τρεις απεσταλμένοι του Shikibu παρουσιάζονται στο Kannai για να τον προειδοποιήσουν, σχετικά μ’ αυτή την εκκρεμότητα που υπάρχει με το σύντροφό τους. Ο Kannai τους χτυπά. Φαίνεται να τους σκοτώνει, αλλά επανεμφανίζονται. Η κατάσταση του Kannai προκαλεί μια συναντούμενη και στα έργα του Kafka αίσθηση, των μυστηρίων των κοινωνικών ιεραρχιών και των ρόλων. Το εκδικητικό πνεύμα, είναι στην ουσία η ηθική της τιμής και της φεουδαρχικής ευθύνης, που επικολλάται στον Kannai, μόνο για τη κόλαση του. Η ηθική απαιτεί θύματα και καμία ικανότητα πολεμιστή δε μπορεί να το ξεπεράσει. Όπως το ‘θεσε ο Kobayashi το 1968 σχετικά: “Οι άντρες, στον πραγματικό τους πολιτισμό, αφήνουν τις ανθρώπινες πτυχές τους να εξασθενίζουν. Έχασαν την ικανότητα ν’ αναρωτιούνται και την ικανότητά τους ν’ αναγνωρίζουν την ψυχή.”

Η ιστορία κορυφώνεται, καθώς ο εκδότης κι η αδερφή του συγγραφέα έρχονται να τον επισκεφτούν. Η μορφή του θα εμφανιστεί μέσα σ’ έναν κάδο, όπως έκανε ο Shikibu απ’ το φλιτζάνι του τσαγιού. Παρουσιάζεται μια μαύρη χιουμοριστική χροιά, που ξεφεύγει απ’ το γεγονός, ότι η ιστορία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Δεν προωθεί πραγματικά την ιστορία στη τελική έκβαση, αλλά φέρνει το μοτίβο της αφήγησης ιστοριών σ’ ένα τέλος, καθώς η ιστορία καταναλώνει τον ίδιο τον αφηγητή. Σταματά επίσης την πολιτιστική μνήμη της ταινίας, στην άκρη του σύγχρονου κόσμου. Κόσμο στον οποίο ο λαϊκός μύθος εξασθενεί, αλλά εξακολουθεί ν’ ασκεί δεσμευτικό ξόρκι. Αν κι η ταινία είναι σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμένη στον πολιτιστικό της συντονισμό, ταιριάζει επίσης στην εποχή της. Οι εικόνες ζωγραφικής, παρουσιάζουν μια ενδιαφέρουσα συμφωνία, με τα παρόμοια εφέ που χρησιμοποιούνται στις pop-art προσαρμογές του Poe, απ’ τον Roger Corman, όπως γίνεται και με τις αντανακλάσεις στα “Μαύρα Μαλλιά”, που μοιάζουν με την εξήγηση του Corman για παρόμοιες νοσηρές ιστορίες όπως το “Morella” (στο Tales of Terror, 1962) και τη προσέγγισή τους, στο ψευδοάξονα τρόμου.

Σχετικά με το χρώμα, το υψηλό επίπεδο ελέγχου του Kwaidan, έχει ως φόντο, μια πλούσια και λαμπερή αίσθηση θεάματος. Συμπεριλαμβανομένης της μετάβασης της δεύτερης ιστορίας, απ’ την μπλε χειμερινή χώρα των θαυμάτων, σε μια σειρά από κόκκινα και πορτοκαλί ζωγραφισμένα υπόβαθρα, που παραπέμπουν σε Dali και Yves Tanguy. Αργότερα, υπάρχει η πολυεπίπεδη απεικόνιση της αθάνατης μάχης, της τρίτης ιστορίας. Μια παρεμβολή στυλιζαρισμένης ζωντανής δράσης, σκηνοθετημένη με ηθοποιούς που κινούνται σα ρολόι, τοποθετημένοι σε βάρκες που σχίζουν ομίχλη και νερό. Ένα διακοσμημένο ζωγραφισμένο πάνελ, της ίδιας σκηνής. Είναι μια σπάνια περίπτωση, σύγκρουσης και συμβολής σουρεαλιστικής και παραδοσιακής αισθητικής, εκτελούμενη σε μεγάλη κλίμακα.

Υπήρξε η πιο ακριβή ιαπωνική ταινία μέχρι σήμερα. Γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου, σε ζωγραφισμένα στο χέρι σκηνικά, κατασκευασμένα σ’ ένα υπόστεγο αεροπλάνων. Ήταν ο μόνος χώρος αρκετά μεγάλος, για να τα φιλοξενήσει. Απ’ τους πρώτους στροβιλισμούς μελανιού, πρωτογενούς χρώματος που ξεπλένονται στην οθόνη, καλούμαστε ν’ απολαύσουμε τις αισθητικές προσλαμβάνουσες, κάθε απόχρωσης, κάθε κίνησης, κάθε ξεδιπλωμένου μοτίβου. Σ’ επαναλαμβανόμενες προβολές, ο θεατής αντιλαμβάνεται περαιτέρω στρώματα κατοπτρισμού, επανάληψης και αντίθεσης, εποχιακών μετατοπίσεων και χρωματικών αντιθέσεων. Επίμονων εικόνων, είτε πρόκειται για μια πύλη εισαγωγής ή ένα εγκαταλελειμμένο ζευγάρι σανδάλια, επαναλαμβανόμενα σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Η σχολαστικότητα της παραγωγής, είναι εμφανής σε κάθε πλαίσιο. Δεν υπάρχει φύλλο, κομμάτι υφάσματος ή ίχνος σκόνης σ’ ένα φθαρμένο δάπεδο, που δεν είναι εμφανώς, αποτέλεσμα εντατικής μελέτης κι εργασίας. Όλη η ταινία μοιάζει να είναι χειροποίητη. Μια ποιότητα που συνήθως δε σχετίζεται με κάποια επική παραγωγή, τόσο σε μήκος (αποκαταστάθηκε για τη πλέον πρόσφατη κυκλοφορία, στον πλήρη χρόνο λειτουργίας, των 183 λεπτών) όσο και στις χωρικές διαστάσεις της οθόνης TohoScope.

Αυτή η ευρέως αναγνωρισμένη τεχνοτροπία, έχει βαθιές ρίζες στην ιαπωνική τέχνη και κυρίως στις θεατρικές της παραδόσεις. Ήταν ο θεατρικός συγγραφέας του Bunraku του 18ου αιώνα, Monzaemon Chikamatsu, που συζήτησε την αισθητική του κουκλοθεάτρου. Χαρακτήρισε την τέχνη, ως “κάτι που βρίσκεται στο λεπτό περιθώριο μεταξύ του πραγματικού και του μη πραγματικού”. Το Kwaidan ακολουθεί στενά, τ’ αξιοσημείωτα κινηματογραφικά πειράματα όπως ο “Θρόνος Αίματος” του Akira Kurosawa (1957), με την υιοθέτηση του στυλ ερμηνείας του Noh στην ταινία δράσης, του “Η Μπαλάντα του Narayama” του Keisuke Kinoshita (1958), με τα ζωγραφισμένα τοπία του, και του Kon Ichikawa “Εκδίκηση ενός ηθοποιού” (1963), με τα εκπληκτικά σκούρα χρωματικά εφέ. Ο Kobayashi είχε εκπαιδευτεί ως ζωγράφος, πριν ξεκινήσει την καριέρα του ως σκηνοθέτης. Κατά την εξέλιξή του, συναντούμε το προγενέστερο έργο του, πιο νατουραλιστικό, όπως ο “Μαύρος Ποταμός” (1957). Διαμέσου των μνημειακών συνθέσεων του, το Harakiri, έργο του της πρώτης περιόδου, φαίνεται να κινείται αρκετά σκόπιμα προς τον σχεδόν ερμητικά ελεγχόμενο οπτικό και ακουστικό κόσμο του Kwaidan.

Η μουσική συμβολή του Takemitsu στη ταινία, είναι καθοριστική. Ο ίδιος θα δηλώσει πως “ο συγχρονισμός, είναι το κρισιμότερο στοιχείο, στη μουσική ταινιών: πού να τοποθετήσετε τη μουσική, πού να την τερματίσετε, πόσο χρόνο θα πρέπει να διαρκεί”. Απ’ την αρχή του πρώτου επεισοδίου του Kwaidan – καθώς η κάμερα κινείται, υψώνεται πάνω απ’ τη γκρεμισμένη πύλη μιας ερειπωμένης κατοικίας. Γλιστρά μέσα απ’ τους ακατοίκητους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού, συνοδευόμενη από σειρά ηχητικών κινήσεων προς τα μπρος. Μοιάζει να καταπίνει ήρεμα, μεγάλους κόλπους κενού χώρους. Η αντίληψή μας διαμορφώνεται ήδη, απ’ τις ρωγμές και τα σιγανά θροΐσματα του ανέμου.

Ο Takemitsu, επίσης θα δηλώσει σχετικά με τη δημιουργία του soundtrack: “Ήθελα να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα τρόμου. Αλλά αν η μουσική λέει συνεχώς, «Προσέξτε! Φοβάται!», τότε χάνεται όλη η ένταση. Είναι σα να κρυφτείς πίσω από κάποιον για να τον τρομάξεις. Πρώτον, πρέπει να ‘στε σιωπηλοί. Ακόμα κι ένας ήχος μπορεί να ‘ναι κινηματογραφική μουσική. Χρησιμοποιήσαμε πραγματικό ξύλο, για εφέ. Ζητούσα έναν ήχο κρα-α-ακ”.

Ο ιαπωνικός κινηματογράφος τρόμου, έχει κατακλυστεί τις τελευταίες δεκαετίες, από μια αίσθηση κλισέ κι επανάληψης, Χολιγουντιανών παραγωγών. Το Kwaidan ήταν προφανώς, μια προσπάθεια να σηματοδοτήσει δυνατά, την κατηγορία Art Horror. Μ’ εντυπωσιακή τεχνική, αποδίδει παραδοσιακά ασιατικά καλλιτεχνικά στυλ. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, μια περισσότερο ιαπωνική ταινία, αλλά ο Kobayashi, (The Human Condition, 1959-61 και Seppuku, 1962), παραδέχτηκε ότι η επιθυμία του ήταν να μεταδώσει μια αίσθηση της ιαπωνικής παράδοσης, στον υπόλοιπο κόσμο. Το ιαπωνικό κοινό απέρριψε το Kwaidan, πιθανότατα επειδή ήταν πολύ αργό, επιβλητικό κι όχι αρκετά συγκλονιστικό. Η εξαιρετική οπτική αφήγηση του Kobayashi, καθιστά περιττές αποφυγές στη γραμμή εξέλιξης, που μας λένε συνεχώς το ίδιο πράγμα δύο φορές και τα επεισόδια της ταινίας χρειάζονται το χρόνο τους, για να φτάσουν στο σημείο κορύφωσης. Όμως, η τεχνική του, διαποτίζει τις ιστορίες του, με μια ρυθμική, αργή εξέλιξη της αίσθησης του φόβου. Σε κάθε ενότητα, η κυρίαρχη ησυχία και η ατμόσφαιρα που εγκυμονεί εξελίξεις, κρατά την απειλή της ζοφερής εμφάνισης πριν και μετά τη στιγμή της αποκάλυψης, χωρίς ποτέ να διασκορπίζεται πλήρως.

Διαβάστε το Α΄ Μέρος Εδώ.

Πηγές:
Kwaidan, 1964 – Η ταινία. https://www.imdb.com/title/tt0058279/
https://electricghost.co.uk/kwaidan-review/
Kaidan (1964)
https://www.popmatters.com/masaki-kobayashi-kwaidan-2495463008.html?rebelltitem=3#rebelltitem3
https://en.wikipedia.org/wiki/Kwaidan_(film)
https://www.criterion.com/current/posts/3756-kwaidan-no-way-out

Tags: Akira Kurosawa , article , bunraku , Cinema , fantasy , Film , genji , Heike , Hoichi , horror , In a Cup of Tea , j-horror , japan , kabuki , Kobayashi , kwaidan , Masaki Kobayashi , Monogatori Heike , Monzaemon Chikamatsu , movie , samurai , soundtrack , stories , Supernatural , Takemitsu , The Weird Side Daily , άρθρο , άρθρο φανταστικού , Ένα φλιτζάνι τσάι , Θρύλος , ιαπωνία , ιαπωνικός κινηματογράφος , Ιστορίες Φαντασμάτων , Κινηματογράφος , Μουσική , μουσικός , νεκροί , παράδοση , σαμουράι , ταινία , τρόμος , τυφλός , φαντασία , Χαρά Κωστοπούλου

Χαρά Κωστοπούλου

Δημοσιεύτηκε 12 Φεβρουαρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.