Το όνειρό μου ήταν να γίνω μάγος μέσα στα απέραντα δάση του βασιλείου της Λησμονιάς, τη χώρα των τρανών και ξακουστών μάγων. Εκεί μπορούσα να είμαι άρχοντας του κόσμου, να μην με νοιάζει τίποτα και κανένας! Μα είμαι μόνο ένας φτωχός, ονειροπόλος, θνητός. Δεν με ένοιαζε όμως. Ένα πρωί συνειδητοποίησα πως τίποτα δεν με κρατάει δέσμιο και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω μακριά κυνηγώντας το όνειρό μου.
Το επόμενο πρωινό ήταν και η έναρξη του καλοκαιριού. Έκανε αφόρητη ζέστη και ο ήλιος έλαμπε σαν ατόφιο χρυσάφι. Μέρες και νύχτες περπάταγα μέσα από δάση και βουνά. Συνάντησα χωρικούς που με καλοδέχτηκαν στο φτωχικό τους και μου έδωσαν ένα πιάτο φαί και άλλους πάλι που αδιαφόρησαν. Κανείς όμως δεν ήξερε να μου πει πως μπορούσα να γίνω μάγος.
«Οι μάγοι γεννιούνται, δεν γίνονται», μου απαντούσαν κοιτώντας με έκπληκτοι. Εγώ όμως δεν το έβαζα κάτω, συνέχιζα το ταξίδι μου χωρίς να πτοούμαι.
Μια μέρα φεύγοντας από ένα χωρίο, προχωρούσα σε ένα δρομάκι που οδηγούσε σε ένα τρομακτικό, σκοτεινό δάσος. Εκεί στην άκρη του δρόμου στεκόταν ένας γέρος κρατώντας την ξύλινη μαγκούρα του. Τα γένια του έπεφταν κυματιστά μέχρι την φθαρμένη ζώνη του. Τα μάτια του ήταν γκρι σαν τα σύννεφα μιας βροχερής μέρας και το βλέμμα του απέραντο σαν τον ωκεανό. Καθόταν σ’ ένα βράχο και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Μόλις όμως πλησίασα με κοίταξε έντονα.
Το βλέμμα του ήταν μυστήριο σαν τις σκέψεις του.
«Γεια σου νεαρέ μου», χαιρέτησε φιλικά με την τρεμάμενη φωνή του.
«Γεια σου γεράκο. Γιατί κάθεσαι εδώ μόνος σου έξω από το δάσος;» θέλησα να μάθω.
Μια έκφραση λύπης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
«Έχασα την εγγονή μου μέσα στο δάσος και περιμένω εδώ μήπως και γυρίσει».
«Γιατί δεν μπήκες στο δάσος να την ψάξεις;» απόρησα.
«Είμαι πολύ γέρος και ανήμπορος, το δάσος είναι επικίνδυνο και ένας γεροντάκος σαν εμένα δεν μπορεί να επιβιώσει εκεί μέσα». Τον λυπήθηκα.
«Θα πάω εγώ να την ψάξω για σένα», προσφέρθηκα.
Ο γέρος γούρλωσε τα ρυτιδιασμένα μάτια του και συγκινημένος είπε:
«Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Μα φυσικά», χαμογέλασα.
«Να ‘σαι καλά αγόρι μου. Να ξέρεις η καλοσύνη σου θα ανταμειφθεί. Και σε αντάλλαγμα που θα πας να φέρεις την εγγονή μου θα σου πω ένα μυστικό!» Τέντωσα τ’ αυτιά μου. «Για να γίνεις μάγος πρέπει να βρεις μια κεχριμπαρένια καρδιά και να την κάνεις δική σου». Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του όμως δεν είπα τίποτα.
Μπήκα μέσα στο δάσος ατρόμητος γιατί ακόμα δεν ήξερα πόσο επικίνδυνο ήταν. Περπατώντας ανέμελα χαζεύοντας τα θεόρατα δέντρα και ψάχνοντας πίσω από κορμούς και φυτά, την προσοχή μου απέσπασε ένα έντονο θρόισμα φύλλων. Ξάφνου συνειδητοποίησα ότι οι θάμνοι που βρισκόντουσαν δίπλα μου κουνήθηκαν. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν κάποιο άκακο ζώο του δάσους, όμως οι καθησυχαστικές μου σκέψεις διακόπηκαν απότομα. Ένα άγριο και τρομακτικό τέρας ξεπετάχτηκε από μέσα τους! Βλέποντας το παράξενο πλάσμα κοκάλωσα όλος από τον τρόμο. Εκείνο πλησίασε απειλητικά, κοιτώντας με με τα κόκκινα, σαν το αίμα μάτια του! Το σώμα του ήταν λιονταρίσιο, ενώ η ουρά του σαν του σκορπιού και το κεφάλι του μαύρο σαν αράχνης. Ένιωθα πως είχε έρθει το τέλος μου! Το τέρας ετοιμάστηκε να μου επιτεθεί για να με κατασπαράξει, μα τότε μια πύρινη μπάλα πετάχτηκε μέσα από τα δέντρα και έκαψε το τερατώδες σώμα του. Εκείνο άρχισε να σπαράζει από τον πόνο και χάθηκε τρέχοντας μέσα στο πυκνό δάσος. Κοίταξα γύρω μου να δω από πού προήλθε η φωτιά. Τότε την είδα! Ένα πανέμορφο πλάσμα, με ασημένια μαλλιά, μπλε μάτια και πρόσωπο σαν αγγέλου. Φορούσε ένα λευκό, αέρινο, φόρεμα και το δέρμα της ήταν κατάλευκο σαν το χιόνι.
«Μια οπτασία», είπα με θαυμασμό. Εκείνη χασκογέλασε.
«Με κολακεύεις», απάντησε.
«Εσύ με έσωσες;» παρατήρησα τις παλάμες της που έσβηνε σιγά-σιγά μια φλόγα όπως όταν τελειώνει το φιτίλι από το κερί.
«Ναι».
«Ποιά είσαι;»
«Είμαι η Εσμέρια. Χάθηκα στο δάσος. Ένας κακός μάγος με φυλάκισε εδώ και δεν μπορώ να βγω, εκτός αν κάποιος με ελευθερώσει». Η λάμψη από το πρόσωπό της χάθηκε μέσα στη λύπη.
Δεν χρειαζόταν να το πει δεύτερη φορά, ήδη είχα αποφασίσει να την πάρω μαζί μου!
Τότε ξαφνικά άστραψε το μυαλό μου σα να ξύπνησα από έναν λήθαργο.
«Μήπως κατά τύχη είσαι η εγγονή εκείνου του γεράκου έξω από το δάσος;»
«Χαχαχα… Αυτού του πονηρού μάγου;» γέλασε με ειρωνεία «Φυσικά και όχι, αυτός με φυλάκισε εδώ».
Παραξενεύτηκα. Ένας ανήμπορος γεράκος να ήταν ένας τόσο ισχυρός μάγος; Και γιατί να μου πει ψέματα;
Πήρα την Εσμέρια και προχωρήσαμε ψάχνοντας την έξοδο. Δεν αργήσαμε πολύ. Φτάνοντας μερικά βήματα λίγο πριν την ελευθερία μας, κοντοστάθηκε διστακτική.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.
Δεν απάντησε, όμως έβλεπα στα μάτια της την αμφιβολία. Φοβόταν να βγει έξω. Την έπιασα από το χέρι και την τράβηξα απαλά μαζί μου μέχρι την έξοδο.
Μόλις βγήκαμε από το δάσος έδειχνε τόσο ευτυχισμένη που ευχόμουν να κρατούσε η ευτυχία της για πάντα.
«Σου είμαι ευγνώμων, ξένε».
«Με λένε Σοφό».
«Χαχα, αστείο όνομα», είπε χαριτολογώντας.
«Εγώ δεν γέλασα με το δικό σου», απάντησα με τον ίδιο τόνο.
«Σε ευχαριστώ που με έσωσες Σοφέ! Ξέρεις, πολλοί μάγοι με κυνηγάνε».
«Γιατί;» θέλησα να μάθω.
«Σε εσένα θα το πω, γιατί δεν είσαι μάγος και σε εμπιστεύομαι μιας και με βοήθησες», μου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει! «Είμαι πριγκίπισσα της χώρας της Λησμονιάς, του βασιλείου των μάγων! Και πολλοί μάγοι κυνηγάνε αυτό…» είπε ακουμπώντας με την παλάμη της το σημείο όπου βρισκόταν η καρδιά της. «Η καρδιά μου είναι από κεχριμπάρι και δίνει δύναμη και ζωντάνια σε όποιον την κατακτήσει. Αλλά κανένας μέχρι τώρα δεν κατάφερε να την πάρει».
Χλώμιασα…
Tags: fairytale , fantasy , magic , princess , short-story , story , witch , wizard , διήγημα , ιστορία , μαγεία , μάγισσα , μάγος , παραμύθι , πριγκίπισσα , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.