Η Επίσκεψη του Προδότη

“Όταν πρωτοήρθες, ορφανός, ο αλχημιστής σε μεγάλωσε σαν να ήσουν παιδί του. Σαν να ήμασταν κι οι δύο παιδιά του! Μαζί μεγαλώσαμε… Ξέρω ότι δεν είσαι εσύ αυτός. Δεν είσαι προδότης του λαού μας.”

20 Δεκεμβρίου 2020

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο της προηγούμενης νύχτας. Ένας γνώριμος κρότος και μια οικεία αύρα δραπέτευαν κάτω από την πόρτα. Ώσπου να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν πια μέρος ενός ονείρου, σηκώθηκε για να ανοίξει.

Είχε μήνες να τον δει. Κι όμως, τώρα στεκόταν μπροστά του με μάτια κατακόκκινα από την αϋπνία. Είχε αλλάξει, σκέφτηκε. Όχι τόσο προς την εμφάνιση, μα το βλέμμα του δεν ήταν το ίδιο. Αν και μπορούσε να διακρίνει κάπου βαθιά στο χάος της ψυχής του τον αδελφικό του φίλο, ήξερε πως ξεθώριαζε όσο περνούσε ο καιρός. Ίσως με την άφιξή του να έβρισκε ξανά τον παλιό καλό εαυτό του.

«Γιατί έφυγες έτσι; Ανησύχησα για το τομάρι σου!» Τον πλησίασε χαμογελώντας για να τον αγκαλιάσει. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. Τραβήχτηκε μπερδεμένος.

«Σεθ;»  Ο Βίκτωρ προσπάθησε να τον κοιτάξει στα μάτια, μα χαμήλωνε το βλέμμα όταν δε μιλούσε. Ο τόνος του είχε αρχίσει να γίνεται αυστηρός. Έστρεψε το βλέμμα του στο ατημέλητο παρουσιαστικό του.

«Για όνομα των θεών…»

«Οι θεοί σου δε θα σε σώσουν τώρα… Όλα τα τάγματα αυτού του τόπου δε μπορούν να με κρατήσουν έξω. Ήρθα για να κάψω αυτό το μέρος ώσπου να ποδοπατήσω τη στάχτη του. Ήρθα να γκρεμίσω το παλάτι από τα θεμέλιά του και να δω τον βασιλιά σου να με εκλιπαρεί για έλεος. Ήρθα να πάρω εκδίκηση, και κανείς δε θα με σταματήσει.»

Ο Βίκτωρ έκανε ένα βήμα πίσω, όσο στο μυαλό του προβάλλονταν ήδη εικόνες της νίκης του Σεθ. «Δεν έφυγες απλά γιατί δεν άντεχες τον βασιλιά…» Τα μάτια τους συναντήθηκαν κι εκείνος πλησίαζε όλο και περισσότερο. «Ήθελες να τον προδώσεις…»

«Μη γίνεσαι δραματικός… Θα πάρω το τσεκούρι μου και θα φύγω», είπε και κοίταξε την ντουλάπα πλάι στον τοίχο.

Ο Βίκτωρ τον κοίταξε με μάτια κόκκινα από την οργή και υγρά από το μίσος. Στάθηκε μπροστά του κόβοντας την οπτική επαφή με το έπιπλο που έκρυβε το θανατηφόρο όπλο του.

«Γίνεσαι ενοχλητικός…»

«Λογικέψου… Βλέπεις τι πας να κάνεις; Αν σε πιάσουν χάθηκες. Θα σε κρεμάσουν!»

«Αν σταματήσεις να με καθυστερείς δε θα με πιάσουν».

«Δε θα πάρεις τίποτα από εδώ…»

Ο Σεθ, αγανακτισμένος ξεφύσησε κοιτώντας τον αποδοκιμαστικά. Έσφιξε τα δόντια και τη γροθιά του. Ένα μόνο χτύπημα ήταν αρκετό για να καταρρεύσει αιμόφυρτος στο πάτωμα, με έναν οξύ πόνο στη γέφυρα της μύτης.

Απτόητος πήρε το τσεκούρι κι άρχισε να περπατά προς την πόρτα ξέγνοιαστος. Ο Βίκτωρ μετά βίας άνοιγε τα μάτια του, στηριζόμενος στο ξύλο του κρεβατιού του.

«Όταν πρωτοήρθες, ορφανός, ο αλχημιστής σε μεγάλωσε σαν να ήσουν παιδί του. Σαν να ήμασταν κι οι δύο παιδιά του! Μαζί μεγαλώσαμε… Ξέρω ότι δεν είσαι εσύ αυτός. Δεν είσαι προδότης του λαού μας. Ούτε απαρνητής του δικαίου…» Ψέλλισε.

«Δε με ξέρεις… Κι ούτε θα με μάθεις ποτέ.»

«Κι εγώ;» Άρχισε να σηκώνεται στηριζόμενος στο ξύλο. «Αυτό είναι το ευχαριστώ για όσα έχω κάνει για εσένα;»

Ο Σεθ στεκόταν ήδη στο κατώφλι. Ο αναδυόμενος ήλιος κι η πρωινή πάχνη χάραζαν το περίγραμμά του πριν εισβάλλουν στο σκοτεινό διαμέρισμα.

«Σε εμπιστεύτηκα!» Φώναξε.

«Δε μπορείς να κατηγορήσεις εμένα γι’ αυτό…» Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

Φεύγοντας κλείδωσε την πόρτα. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει για την επίσκεψή του. Πήρε τον δρόμο προς το αυτοσχέδιο κρησφύγετο των εισβολέων. Λίγες μόνο ώρες απέμεναν μέχρι να ορμήσουν στην πύλη. Κοιτώντας τριγύρω, ο ήλιος και τα γέλια των παιδιών που έπαιζαν στους δρόμους του έδωσαν ελπίδα. Τίποτε από όλα αυτά δε θα υπήρχαν ως την επόμενη αυγή.

Έπρεπε να τον έχει σκοτώσει, σκέφτηκε. Τώρα κινδύνευε οι φωνές του να ακουστούν έξω από την κλειδωμένη πόρτα. Ίσως συνειδητοποίησε, ότι όντως ήταν δειλός. Δεν άντεχε στην ιδέα του καρδιακού του φίλου να πεθαίνει. Ακόμη κι όταν τον πρόδωσε, ακόμη κι αν το χτύπημα στη μύτη προκαλούσε αναπνευστικά προβλήματα στο μέλλον, ακόμη κι αν τόλμησε να τον βλαστημήσει όσο εκείνος πάλευε να αναδυθεί από τη λίμνη αίματος που είχε δημιουργήσει, δεν μπορούσε να το κάνει. Ήξερε καλά πως δεν του άξιζε ο θάνατος.

Tags: fantasy , Medieval Fantasy , The Weird Side Daily , weird , weird stories , αλλόκοτο , αλχημιστής , άντρες , βασιλιάς , διάλογος , διήγημα , διήγημα εποχής , διήγημα φαντασίας , Έλληνες συγγραφείς , επίσκεψη , εποχής , Ηρωική Φαντασία , Λογοτεχνία του φανταστικού , λογοτεχνία φαντασίας , Μαρίνα Κικίδου , Μεσαιωνική Φαντασία , παιδιά , προδοσία , προδότης , Σεθ , τσεκούρι , φαντασία , φανταστικό διήγημα , φίλοι

Μαρίνα Κικίδου

Δημοσιεύτηκε 20 Δεκεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.