Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, κατάφερε να μπει μέσα. «Ευτυχώς!» σκέφτηκε, κάπως ανακουφισμένος. Έτρεχε να προλάβει το τελευταίο δρομολόγιο, γιατί δεν του είχαν μείνει λεφτά για ταξί. Είχε χαλάσει μέχρι και το τελευταίο κέρμα του εκείνο το βράδυ. Δεν έβγαινε το ίδιο συχνά με παλιότερα, μα αυτό το βράδυ ήθελε να περάσει καλά. Και τα κατάφερε. Ξέπνοος ακόμα, έκατσε σε ένα κάθισμα και έβγαλε το κινητό του. Δεν είχε σήμα εκεί κάτω, μα είχε φροντίσει αυτές τις ώρες, να έχει κάποιο παιχνίδι χωρίς σύνδεση. Στο βαγόνι ήταν ακόμα ένα ζευγάρι. Όταν μπήκε μια κοπέλα είχε βγει από το βαγόνι. Είχε προλάβει να δει πως ήταν όμορφη και τα έβαλε με την τύχη του που εκείνη κατέβηκε, πριν προλάβει να την κοιτάξει καλύτερα. Αφοσιώθηκε και πάλι στο παιχνίδι του.
Πέρασε τουλάχιστον τρεις στάσεις πριν καταλάβει πως το τρένο δεν είχε σταματήσει πουθενά.
«Θα έπρεπε τουλάχιστον να σταματάει, ακόμα κι αν δεν έχει κόσμο.» σκέφτηκε και πανικοβλήθηκε. Κοίταξε στο βαγόνι. Μαζί του, ήταν το ζευγάρι. Τώρα τους κοίταξε λίγο πιο προσεχτικά απ’ ότι όταν μπήκε στο βαγόνι. Φορούσαν γυαλιά ηλίου και χαμογελούσαν. Δεν τον κοιτούσαν. Κοιτούσαν ευθεία μπροστά. Τα γυαλιά ηλίου στο τελευταίο βραδινό δρομολόγιο τον έκαναν να ανησυχήσει, μα μια φωνή μέσα στο κεφάλι του, του έλεγε πως απλά ήταν έξω από το πρωί και τώρα έσπαγαν πλάκα. Μόνο που δεν γελούσε κανείς.
Κοίταξε από το παράθυρο και κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά. Στην επόμενη στάση, το τρένο σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν. Σκοτάδι υπήρχε παντού στην πλατφόρμα και κάτι εκεί έξω τον έκανε να ανατριχιάσει. Σιωπή. Έμοιαζε να μην λειτουργεί τίποτα. Προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν κάποιος τερματικός σταθμός ή κάποιος σταθμός που είχε εγκαταλειφθεί. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να θεωρήσει στοιχείο και από όσο θυμόταν, δεν είχαν ξαναπεράσει από αυτό το σημείο. Ήθελε να σηκωθεί και να βγει έξω, μα το σκοτάδι τον απέτρεπε. Μόνο ένα φως από μια πινακίδα εξόδου κινδύνου αναβόσβηνε κάπου στο βάθος. Οι πόρτες έκλεισαν και μετά από τον χαρακτηριστικό ήχο άνοιξαν και πάλι. Δεν ήξερε τι να υποθέσει.
Κοίταξε το ζευγάρι. Ακόμα κοιτούσαν το κενό και χαμογελούσαν. Προσπαθούσε να δει αν είναι ζωντανοί και ευτυχώς είδε τα στήθη τους να κινούνται από τις ανάσες τους. Όμως αυτό από μόνο του δεν τον ηρέμησε.
«Συγνώμη, ξέρετε πού βρισκόμαστε;»
Η φωνή του έβγαινε ξερή. Ένιωθε ότι είχε να πιει νερό έναν αιώνα. Το ζευγάρι κοιτούσε ακόμα ευθεία. Έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει εκεί που κοιτάζουν κι εκείνοι. Δεν είδε τίποτα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα που του φάνηκαν αιώνας, γύρισαν και τον κοίταξαν. Χρειάστηκε δευτερόλεπτα για να μετανιώσει την ώρα που έτρεξε να προλάβει το τρένο. Το ζευγάρι έπαψε να χαμογελάει. Η γυναίκα σήκωσε το χέρι και με το δάχτυλο έδειχνε έξω από την πόρτα. Το βλέμμα του μοιραία ακολούθησε την πορεία και κοίταξε έξω από το τρένο στην σκοτεινή πλατφόρμα. Σύντομα μέσα από το σκοτάδι άνθρωποι με γυαλιά ηλίου εμφανίστηκαν.
Περπατούσαν προς το βαγόνι και την ανοιχτή πόρτα. Ο άντρας που ήταν στο βαγόνι σηκώθηκε και κινήθηκε προς το μέρος του. Στο χέρι του κρατούσε ένα ζευγάρι γυαλιά ήλιου, όμοια με τα δικά του. Όλοι τους χαμογελούσαν. Άρχισαν να μπαίνουν και οι υπόλοιποι στο βαγόνι… Δεν ήξερε αν έπρεπε να ουρλιάξει για βοήθεια. Έτσι κι αλλιώς δεν έβγαινε φωνή. Οι πόρτες έκλεισαν και το τρένο ξεκίνησε και πάλι.
Tags: fantasy , mystery , short-story , story , train , διήγημα , ιστορία , μυστήριο , τρένο , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.