Εξαγνισμός

Ο πατέρας του τον ξύπνησε απότομα. «Σήκω, πρέπει να φύγουμε αμέσως», του είπε με σιγανή, γεμάτη ένταση φωνή. «Τι συμβαίνει;», ρώτησε βραχνά καθώς το θόλωμα του ύπνου άρχιζε να υποχωρεί. «Θέλω να σου δείξω κάτι», αποκρίθηκε. Μπορούσε να διακρίνει μία παράξενη λάμψη στα μάτια του. Πέταξε το σεντόνι από πάνω του και άρχισε να ντύνεται. […]

Ο πατέρας του τον ξύπνησε απότομα.

«Σήκω, πρέπει να φύγουμε αμέσως», του είπε με σιγανή, γεμάτη ένταση φωνή.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε βραχνά καθώς το θόλωμα του ύπνου άρχιζε να υποχωρεί.

«Θέλω να σου δείξω κάτι», αποκρίθηκε. Μπορούσε να διακρίνει μία παράξενη λάμψη στα μάτια του.

Πέταξε το σεντόνι από πάνω του και άρχισε να ντύνεται. Ο πατέρας του είχε σταθεί μπροστά από το παράθυρο και ατένιζε βουβός την αρυτίδωτη αλπική λίμνη. Έτριβε ασυναίσθητα τα χέρια του.

«Το ξέρει η μαμά;», ρώτησε καθώς έδενε τα κορδόνια των αρβύλων του.

Ο πατέρας του γύρισε απότομα προς το μέρος του και με ζέση ένευσε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι!», αναφώνησε σιγανά. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει τώρα.

Ένα περίεργο συναίσθημα άρχισε να στριφογυρίζει στο στομάχι του. «Καλά, εντάξει», αποκρίθηκε μονάχα με τρεμάμενη φωνή.

«Δεν πρέπει να μάθει τίποτα!»

Ένευσε καταφατικά και στάθηκε όρθιος. Φόρεσε το αντιανεμικό του και κοίταξε τον πατέρα του. «Λοιπόν;»

«Έλα, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε»

Ο πατέρας του άνοιξε με φόρα την πόρτα του υπνοδωματίου και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες σχεδόν τρέχοντας. Εκείνος, προσπαθώντας ακόμα να ξυπνήσει τελείως πάλεψε να ακολουθήσει τον ρυθμό του.

Βγήκαν στον κήπο. Το απέραντο δάσος με τα θεόρατα έλατα τους περικύκλωνε. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε κάνοντας τα δέντρα να μουρμουρίζουν σιγανά. Ο πατέρας του άρχισε να κατευθύνεται αποφασιστικά προς το δάσος.

Περπατούσαν για πολλή ώρα. Όχι πολύ αργότερα νόμιζε πως θα καταρρεύσει από την κούραση. Ο πατέρας του ωστόσο δεν έμοιαζε εξαντλημένος. Τον άρπαζε από το χέρι και τον έσερνε στο τραχύ έδαφος ακόμη κι αν εκείνος τον παρακαλούσε επανελλειμένα να σταματήσουν και να γυρίσουν πίσω. Ακόμα και να ήθελε να ξεφύγει όμως από τον πατέρα του και να τρέξει πίσω στο σπίτι ήταν τόσο εξουθενωμένος που δεν θα μπορούσε να διανύσει ούτε εκατό μέτρα χωρίς να καταρρεύσει.

Τελικά, όταν ο ήλιος κόντευε πια να δύσει έφθασαν σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Τα έλατα έστεκαν βουβά. Ο αέρας έμοιαζε να είναι σχεδόν ακίνητος. Πίσω από τις χιονισμένες βουνοκορυφές ένα άλικο φεγγάρι άρχισε να ξεμυτίζει.

Σωριάστηκε στο έδαφος. Λίγα δευτερόλεπτα πριν χάσει τις αισθήσεις του ο πατέρας του έσκυψε και τον κοίταξε με φόβο τώρα.

«Λυπάμαι», του ψιθύρισε. «Έτσι έπρεπε να γίνει. Αυτό είναι που θέλουν εκείνα. Δεν μπορώ να εναντιωθώ στην θέλησή τους»

Δεν ήξερε πόση ώρα ήταν λιπόθυμος. Ένα περίεργο κύμα ζέστης ωστόσο τον επανέφερε στην πραγματικότητα συνοδευόμενο με μία έντονη λιπαρή μυρουδία. Χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να αντιληφθεί πως καιγόταν ζωντανός δεμένος σε ένα κούτσουρο. Κερασφόρα πλάσματα χόρευαν γύρω από τις λαίμαργες φλόγες.

 

Tags: Flash-fiction , horror , monster , Αγγελική Παπανικήτα , αλλόκοτο , δάση , δάσος , ερημιά , ζέστη , ζωή , νύχτα , πατέρας , πλάσμα , πλάσματα , τέρας , τρόμος , φωτιά , φωτιές

Αγγελική Παπανικήτα

Δημοσιεύτηκε 13 Μαΐου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.