Δέρμα Άσπρο Σαν Το Χιόνι, Χείλη Κόκκινα Σαν Αίμα

”Η Βασίλισσα παρατήρησε την ομίχλη που σκέπαζε το βασίλειό της εδώ και τρεις μήνες. Παρατήρησε το χλωμό δέρμα της κοπέλας που σχεδόν δεν μπορούσες να το ξεχωρίσεις από το χιόνι. Παρατήρησε την θετή της κόρη καθώς τρυπούσε το δάχτυλό της πάνω σε ένα αγκάθι και στην συνέχεια έγλυφε την σταγόνα αίματος…”

 

Ένας παλιός και ραγισμένος καθρέφτης βρισκόταν κρεμασμένος στον τοίχο. Μα η Βασίλισσα δεν κοιτούσε προς το μέρος του. Από το φτωχά φωτισμένο παράθυρο, του σκοτεινότερου και υψηλότερου πύργου του κάστρου, η Βασίλισσα παρατηρούσε την θετή της κόρη. Η πανέμορφη νεαρή, μελαχρινή κοπέλα καθότανε στον χιονισμένο κήπο και κοιτούσε μαγεμένη τα τριαντάφυλλα που υψώνονταν τριγύρω της. Χαμογελούσε και μαζί της ολόκληρη η πλάση. Η Βασίλισσα την κοίταξε για μια τελευταία φορά με απέχθεια και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες του πύργου.

«Δεν μπορείτε να μου ζητάτε κάτι τέτοιο! Δεν θα το κάνω!»

«Θα κάνεις όπως σε διέταξα», είπε η Βασίλισσα που καθότανε πλέον πάνω στον επιβλητικό θρόνο της.

«Μεγαλειότατη, σκεφτείτε τι μου ζητάτε. Πρόκειται για το παιδί σας», ξεφώνισε απελπισμένα ο Βασιλικός Δολοφόνος.

«Αυτό το έκτρωμα δεν είναι παιδί μου», ξεστόμισε θυμωμένα και έτριξαν τα δόντια της.

«Έστω. Είναι η κόρη του Βασιλιά και πρέπει να το σεβαστείτε αυτό».

«Άθλιο υποκείμενο… Διάλεξε! Την δική σου ζωή ή την δική της;»

«Την δική μου. Δεν θα βάψω τα χέρια μου με το αίμα ενός αθώου κοριτσιού».

«Τόσο δυνατή είναι η μαγεία της; Τόσο γοητευτικοί οι σκοτεινοί της τρόποι; Που σας έχει κάνει όλους σκλάβους της και δεν το έχετε καταλάβει;» ψέλλισε.

«Υψηλοτάτη;» ρώτησε ο Δολοφόνος μπερδεμένος.

Η Βασίλισσα κάλυψε με το ένα της χέρι το πρόσωπό της και έδειξε με το άλλο της την πύλη. Φαινόταν τόσο εξουθενωμένη και μπερδεμένη.

«Φύγε. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου».

Ο Βασιλικός Δολοφόνος υποκλίθηκε και χωρίς να πει τίποτα περαιτέρω αποχώρησε από την αίθουσα.

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και οι ψίθυροι μέσα στο παλάτι πλήθαιναν. Ακούγονταν διάφορα για την Βασίλισσα. Πως η κάποτε πανέμορφη και σοφή Βασίλισσά τους, είχε αρχίσει να χάνει την ομορφιά και τα λογικά της. Πως η τρέλα είχε σιγά σιγά αρχίσει να την κυριεύει. Κάποιοι ψίθυροι μάλιστα την αποκαλούσαν ήδη, την Παρανοϊκή Βασίλισσα.

Μια υπηρέτρια ομολόγησε σε κάποια άλλη, πως ένα μεσημέρι που σέρβιρε την μεγαλειότατη, εκείνη άρχισε από το πουθενά να μιλάει εξοργισμένη και να λέει:

«Γιατί δεν τρως ποτέ μαζί μου; Γιατί δεν σε έχω δει ποτέ να τρως; Αχ και να σε είχα τώρα μπροστά μου… Θα σε ανάγκαζα να καταπιείς αυτό εδώ το μήλο που κρατώ στο χέρι μου και θα προσευχόμουν σε όλους τους θεούς να πνιγόσουν από αυτό, καταραμένο θηλυκό».

Οι διάφοροι υπηρέτες και υπηρέτριες είχαν δασκαλέψει την νεαρή κοπέλα να αποφεύγει την Βασίλισσα και να μην βρίσκεται ποτέ στο ίδιο δωμάτιο με εκείνη. Οπότε η Βασίλισσα θα την έβλεπε μόνο φευγαλέα, κάποιες φορές σαν οπτασία, να περιδιαβαίνει γοργά τους διαδρόμους.

«Εσύ παραμένεις νέα και όμορφη όπως πρώτα! Δεν μεγαλώνεις! Εγώ όμως μεγαλώνω και ασχημαίνω!» ούρλιαζε η Βασίλισσα και όλοι στο παλάτι ανησυχούσαν.

Η νεαρή κοπέλα κατέφευγε όλο και πιο συχνά πλέον στον χιονισμένο κήπο. Και η Βασίλισσα πάντα την παρατηρούσε από το σκοτεινό της πύργο, τόσο μπερδεμένη και τόσο εξουθενωμένη. Είχε ακούσει από παιδούλα ακόμη τους θρύλους και τις ιστορίες που έλεγαν οι χωρικοί μεταξύ τους και συνήθιζαν να την τρομάζουν τόσο πολύ. Αλλά καθώς μεγάλωνε σταμάτησε να τους δίνει σημασία και τους ξέχασε, όπως τα παραμύθια. Άρχισε σιγά σιγά να τους θυμάται όμως όταν όλα τα στοιχεία βρίσκονταν τόσο ξεκάθαρα μπροστά της.

Η Βασίλισσα παρατήρησε την ομίχλη που σκέπαζε το βασίλειό της εδώ και τρεις μήνες. Παρατήρησε το χλωμό δέρμα της κοπέλας που σχεδόν δεν μπορούσες να το ξεχωρίσεις από το χιόνι. Παρατήρησε την θετή της κόρη καθώς τρυπούσε το δάχτυλό της πάνω σε ένα αγκάθι και στην συνέχεια έγλυφε την σταγόνα αίματος από αυτό.

Η Βασίλισσα χωρίς να ξέρει το γιατί προχώρησε και βρέθηκε μπροστά από τον καθρέφτη. Άρχισε να ξεστομίζει λέξεις οι οποίες δεν προέρχονταν από εκείνη.

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…

Ποια είναι η πιο ωραία;»

Στην βρώμικη και ραγισμένη επιφάνεια του καθρέφτη άρχισε να σχηματίζεται ένα πρόσωπο. Δεν ήταν όμως αυτό της Βασίλισσας, αλλά αυτό της Χιονάτης.

«Εγώ είμαι και θα είμαι για πάντα», είπε χαμογελώντας και τινάχτηκε προς την θετή μητέρα της.

Της δάγκωσε το λαιμό και τα χείλη της βάφτηκαν με αίμα.

JOHN ZAMAS

Tags: apple , blood , dark fairy tale , fairy tale , mirror , queen , short-story , snow , snow white , αίμα , Βασιλικός Δολοφόνος , βασίλισσα , δολοφόνος , θρόνος , καθρέφτης , κάστρο , μήλο , πανέμορφη , παραμύθι , παράνοια , Παρανοϊκή , Παρανοϊκή Βασίλισσα , σκοτάδι , σκοτεινό διήγημα , σκοτεινό παραμύθι , χείλη , Χιονάτη , χιόνι

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 16 Απριλίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.