Πέρασε απ’ έξω, κάνοντας την συνηθισμένη πορεία του για το σπίτι του, όπως κάθε φορά κι είδε ότι τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Το ένα παράθυρο για την ακρίβεια• συνήθως τα σαπισμένα ξύλινα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά. Όπως κι αν είχε, αυτό το σπίτι ήταν παλιό, ένα ερείπιο, γεροδεμένης και αρκετά εντυπωσιακής κλασσικής αρχιτεκτονικής, με τρόπο κατασκευής που άντεχε στο χρόνο, αλλά οι -προφανώς- πάρα πολλές δεκαετίες εγκατάλειψης και η ολοφάνερη απουσία-συνεχούς τουλάχιστον και μόνιμης-ανθρώπινης παρουσίας, είχαν μετατρέψει το μεγάλο αυτό διώροφο οικοδόμημα, με τη μεγάλη αυλή, τη γεμάτη μισοξεραμένα δέντρα και κοντούς θάμνους, ένα πολεοδομικό κουρέλι. Εντυπωσιακό ακόμα, που είναι φανερή η κάποτε ένδοξη ιστορία του, αλλά κουρέλι πια, πεταμένο στην γωνία δύο δρόμων, όπου στον έναν υπήρχε η εκκλησία της γειτονίας του και στον άλλον το σπίτι του.
Καμιά φορά, έβλεπε διάφορα, αρκετά περίεργα πράγματα, να συμβαίνουν σε αυτό το σπίτι. Κάποια απογεύματα, έβλεπε ανοιχτά φώτα μέσα και σκιές να γλιστρούν και να κινούνται μέσα στο οικοδόμημα, ή πιο αργά, όταν έπεφτε κι άλλο το σκοτάδι, να μπαινοβγαίνουν μέσα κι έξω από αυτό. Μια φορά που γυρνούσε αργά σπίτι του, είχε δει, μια ομάδα ανθρώπων να είναι έξω από αυτό το σπίτι, σαν να είχαν μόλις βγει. Φορούσαν καπέλα και πολλά ρούχα, που δεν τα δικαιολογούσε ο καιρός και έσπασαν, σε δύο ομάδες, σαν την διχαλωτή ουρά ενός ερπετού και χάθηκαν στην νύχτα.
Κάποιοι είχαν αρχίσει να λένε υπερβολές και τρομακτικά κουτσομπολιά για γραφικές και παράξενες ομάδες που λάτρευαν τον παλιό Θεό με τα παλιά αλλόκοτα και σιχαμερά τελετουργικά της παλαιάς θρησκείας. Μια φορά περνώντας από εκεί, νόμισε πως άκουσε, αμυδρά, περίεργες ψαλμωδίες, που έμοιαζαν σαν να έρχονται μέσα από την γη κι από τα βάθη του υπόγειου εκείνου του κτιρίου, αλλά αμέσως ο ήχος της μεγάλης πόλης και των όρνεων που πέταγαν από πάνω του, έκαναν αυτήν την εντύπωση να χαθεί στο σκοτάδι της νύχτας. Παρόλα αυτά, δεν πίστευε τις φήμες, και τις θεωρούσε χαζομάρες αργόσχολων και φαντασιόπληκτων φοβιτσιάρηδων.
…
Σηκώθηκε, όπως κάθε πρωί κι άνοιξε την οθόνη της συσκευής του, καθώς ετοιμάζονταν για να βγει έξω. Είδε με έκπληξη ένα τίτλο ειδήσεων που ξεκινούσε με τη κλασσική εισαγωγή : “Σοκ στη..” και στη συνέχεια το όνομα της περιοχής του και πιο συγκεκριμένα του τομέα που έμενε. Ακούμπησε την οθόνη και άκουσε την είδηση, βλέποντας με την άκρη του ματιού του, μια τρισδιάστατη αναπαράσταση της, καθώς ψαλίδιζε τις τρέσες από το μούσι του.
Γύρισε και κοίταξε με γουρλωμένα έκπληκτα μάτια, όταν κατάλαβε ότι η είδηση αφορούσε το εγκαταλειμμένο κτίριο, μπροστά από το οποίο περνούσε, σχεδόν, κάθε μέρα, όπου βρήκαν μέσα αρχαϊκά σταυρικά σύμβολα κι ανάλογα βιβλία. Ήταν εδώ και πολλούς μήνες, ίσως και χρόνια, άντρο -αληθινή σφηκοφωλιά- διάφορων επικίνδυνων σαλεμένων, που πιάστηκαν τελικά, και που λάτρευαν “τον ένα και μοναδικό Θεό και δημιουργό του σύμπαντος και τον ένα και μοναδικό σωτήρα της ανθρωπότητας, πιστεύοντας ότι με τη θυσία και το αίμα του”…
Τι σιχαμερές και φρικιαστικές ανοησίες πιστεύουν κι ακολουθούν κάποιοι ακόμα, ύστερα από τόσα πολλά χρόνια, που όλα αυτά λύθηκαν κι αποφασίστηκαν, σκέφτηκε, καθώς έβαλε στη σίγαση την συσκευή του. Σίγουρα δεν περίμενε να υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άρρωστοι, λειψοί εγκέφαλοι, και μάλιστα δίπλα του. Νομίζω πως η ιδανικότερη τιμωρία τους, θα ήταν η επανεκπαίδευση, με την εθελοντική δουλεία σε ένα ναό κι όχι αυτό που που θα υποστούν, σκέφτηκε μεγαλόφωνα κι έπλυνε στη συνέχεια το πρόσωπο του.
Περνούσε τώρα έξω από το ναό, που ήταν λίγες δεκάδες μέτρα πιο κάτω από τον τόπο, που κρυφά κι ανόσια, μόλυναν τον κόσμο του, κάποιοι άγνωστοι τύποι, που είχαν πάρει, ήδη, το δρόμο τους τώρα για τον Μεγάλο Εξαγνισμό τους.
Μπήκε μέσα, είχε αρκετές μέρες, ίσως πάνω από δύο εβδομάδες να μπει σε ένα ναό, να συμμετέχει σε μια προσφορά και να παρακολουθήσει, με ευλαβική σιωπή ένα τελετουργικό. Ο επίτροπος τον χαιρέτησε με ευγένεια καθώς άφησε τα χρήματα σε ένα κουτί, που άνοιγε αυτόματα, κατέγραφε τα βιομετρικά στοιχεία του δωρητή και το ποσό της δωρεάς κι έκλεινε, αμέσως μετά.
Ο ιερέας μόλις πριν λίγο είχε ολοκληρώσει στον βωμό μια θυσία. Το αίμα έτρεχε κατακόκκινο και πηχτό ακόμα, μέσα στο αυλάκι του ναού, που κατέληγε στο πανύψηλο άγαλμα του Μεγάλου Μολώχ, ενώ είχαν ήδη αποθέσει το κεφάλι και τα εντόσθια στην τεράστια σκαλισμένη λεκάνη, την αφιερωμένη στην Υπέρτατη Κάλι. Το κεφάλι που είδε, του θύμισε αμυδρά ένα παλιό του γείτονα, όταν αυτός έμενε, στον ίδιο τομέα με τον δικό του, σε ένα διπλανό διαμέρισμα, πριν από αρκετά χρόνια.
Δεν ήταν σίγουρος βέβαια, αυτό του φαίνονταν, κάπως, υπερβολικό να είναι κι αλήθεια• ο τύπος αυτός, τότε, είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, αλλά να είχε καταλήξει ως εκεί;… ήταν μάλλον too much. Εξάλλου τα χαρακτηριστικά του κεφαλιού ήταν τόσο αλλοιωμένα, που δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος.
Έμεινε για αρκετή ώρα, μουρμουρίζοντας τις Τρομερές Δεήσεις για τύχη και ατομική δύναμη στη ζωή του, προσκύνησε το τεράστιο είδωλο του Φοβερού Ουεουετέοτλ, παίρνοντας ένα μικρό κομμάτι από τα εντόσθια, τυλιγμένο στο ειδικό αδιάβροχο υδρόφοβο χαρτί, και βγήκε έξω από την εκκλησία. Τα όρνεα πετούσαν ακριβώς από πάνω του, κάνοντας κύκλους. Σε λίγο θα εφορμούσαν σε μια πεινασμένη κάθοδο, καθώς ο επίτροπος του ναού θα πέταγε έξω τα κομμάτια του θυσιάσματος που δεν ήταν απαραίτητα για το βραδινό τελετουργικό.
Tags: αίμα , ανθρωπότητα , γείτονας , δύναμη , δωρητής , είδωλο , εκκλησία , επίτροπος , Ερείπιο , θεός , θυσία , ιερέας , Κάλι , Κτήριο , λατρεία , μαύρο , Μεγάλος Μολώχ , ναός , νύχτα , οθόνη , όρνεα , όρνεο , Ουεουετέοτλ , παράθυρα , παράθυρο , Σκιά , σκοτάδι , σκότος , σπίτι , σύμπαν , τελετουργικά , τελετουργικό , φήμη , ψαλμωδία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.