Η καλύβα ορθώνεται εμπρός μου σαν γέρικο σκαρί. Ο αέρας τσιρίζει στο σβέρκο μου. Τα ξερά φύλλα τρίζουν κάτω από τις μπότες μου. Η νύχτα πέφτει. Έχω χαθεί εδώ και ώρα με τσέπες άδειες και το Σαράβαλο νεκρό. Δεν έχω επιλογές.
Σπρώχνω την πόρτα ελαφρώς. Το σάπιο ξύλο υποχωρεί προς τα μέσα. Περνάω το κατώφλι. Πνίγομαι μέσα σε πηχτούς, σαν γάλα, ιστούς. Βήχω, φτύνοντας αράχνες. Στο λιγοστό φως του κινητού διακρίνω σκονισμένες αντίκες και θλιβερά, βρώμικα, παιδικά παιχνίδια.
Τσιριχτά γέλια ακούγονται τριγύρω. Μια πορσελάνινη κούκλα με ξανθές, μαραμένες κοτσίδες ανοιγοκλείνει αθώα τα μάτια. Γυρνάω με απαράμιλλη γενναιότητα να φύγω. Η πόρτα κλείνει με βρόντο.
Μικροκαμωμένες σκιές πλησιάζουν. Λεπτά δάχτυλα μου σφίγγουν το χέρι, με τραβούν προς τα κάτω. Ψιθυρίζουν ικετευτικά:
«Μείνε!»
Tags: cabin , Flash-fiction , ghosts , horror , shadows , καλύβα , σκιές , τρόμος , φαντασία , Φαντάσματα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.