Ο Φίλιπ Γουίνν και ο Φόνος του Ταχυδακτυλουργού

”Σηκώθηκα όρθιος κι ανέβηκα πάνω στη σκηνή, με όλη την επιβλητικότητα που έχει κάποιος όταν νομίζει πως είναι πασίγνωστος ντετέκτιβ ενώ κανείς μέσα στην αίθουσα δε τον έχει ακουστά. Ο Κάσιμιρ άπλωσε την τράπουλα μπροστά μου κι έκανε νόημα να διαλέξω ένα φύλλο, όπως κι έκανα. Ίσα που πρόλαβα να δω τον Άσσο Κούπα που απεικονιζόταν στην κάρτα, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός κι είδα τον Απίθανο Κάσιμιρ να πέφτει μπροστά στα πόδια μου μέσα σε μια λίμνη από αίμα.”

31 Ιανουαρίου 2022

 

Τις τελευταίες ημέρες της χρονιάς 1890, το εβένινο σεντόνι της νύχτας με πλάκωνε σαν βαριά κουβέρτα. Είχα καιρό να νιώσω έτσι· μέρες ολόκληρες. Να συνειδητοποιώ πως κάνω δύσκολη την ίδια μου τη ζωή, πως την κάνω βαρετή και πόσο μάλλον τώρα που η εγκληματικότητα έχει μειωθεί σημαντικά στο αγαπημένο Άσγουελ. Έτσι δεν έχω την πολυτέλεια να σκοτώνω πια χρόνο με υποθέσεις.

Δε μπορώ με σιγουριά να πω πως μου άρεσε να είμαι ολομόναχος, ούτε όμως πως δε το απολάμβανα. Αν δε μου άρεσε θα έκανα έστω μια προσπάθεια να το αλλάξω. Η μοναχικότητα ήταν, είναι και θα είναι για μένα μια κατάσταση ουδέτερη· μία βασική ανάγκη. Την τριακοστή όμως νύχτα του Δεκέμβρη 1890, αυτή η μοναχικότητα είχε μετατραπεί σε μοναξιά, κι η αγάπη για τον εαυτό μου είχε πάρει το όνομα του μίσους ενός ερημίτη που δε μπορεί να αγαπήσει κανέναν άλλο. Ήταν μοναξιά ασήκωτη, που η εβένινη κουβέρτα έκανε ακόμα πιο βαριά.

Αποφάσισα λοιπόν να με βγάλω απ’ τη μιζέρια μου. Ίσως όχι μια για πάντα, μα έστω για απόψε. Δύο περίπου εβδομάδες πριν, θυμήθηκα, ο Ζεράρ είχε αγοράσει εισιτήρια για ένα ταχυδακτυλουργικό σόου με τον “Απίθανο Κάσιμιρ” στο Λονδίνο. Ετοίμαζαν δύο παραστάσεις, μια για την παραμονή των Χριστουγέννων κι άλλη μία για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Παράξενο μου φάνηκε. Να έχει κάποιος συγγενείς, φίλους, συνεργάτες για να πάρει μαζί του και να θέλει εμένα, ενώ μπορούσε εύκολα να επιλέξει κάποιον που δε γίνεται εύκολα βάρος. Παρ’ όλα αυτά απέφυγα την πρόσκληση του Ζεράρ, με μια σαχλή δικαιολογία του τύπου: «Έχω να ταΐσω τη γάτα μου, που τη λένε Περιστέρι και φοβάμαι να την αφήσω μόνη της γιατί θα μου καταστρέψει τις κουρτίνες». Μια τέτοια δικαιολογία ο Ζεράρ θα την καταλάβαινε σε χρόνο μηδέν, κι αν όχι το ήλπιζα έστω, γιατί δε μου είναι εύκολο να λέω ψέματα.

Πήρα λοιπόν το εισιτήριο από το συρτάρι κι επιβεβαίωσα την ημερομηνία. Η τελευταία παράσταση του απίθανου Κάσιμιρ ήταν την επομένη, παραμονή Πρωτοχρονιάς στις επτά το βράδυ. Μάζεψα γρήγορα τα πράγματά μου, μια αλλαξιά, δυο βιβλία κι έστειλα τηλεγράφημα στον αμαξά.

Δύο παρά τρία λεπτά το ξημέρωμα, βγήκα από το διαμέρισμά μου φορώντας ένα μαύρο παλτό, γιλέκο και τσόχινο καπέλο, κρατώντας στο ένα μου χέρι μια μικρή βαλίτσα που περιείχε ό,τι χρειαζόμουν γι’ αυτή την ταπεινή περιπέτεια. Μπορούσα να μυρίσω τον καπνό στις ρόδες της άμαξας να αναμιγνύεται με τον καπνό από το πούρο του αμαξά, και τα μαύρα σύννεφα που ξεσηκώνονταν από τις κεραμιδένιες καμινάδες. Μπήκα στην άμαξα ήδη μετανιωμένος για αυτό που πήγαινα να κάνω. Έβαλα κρυφά το χέρι στην τσέπη του παλτού μου για δέκατη φορά, για να ελέγξω αν το εισιτήριό μου παρέμενε στη θέση του, και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση το ταξίδι ξεκίνησε –που να μη ξεκίναγε ποτέ.

Το ταρακούνημα της άμαξας από τις διαβρωμένες λακκούβες στο χωμάτινο δρόμο ήταν αυτό που με νανούρισε, αν και χίλιες φορές προτιμούσα να είμαι στο σπίτι μου. Βουλιαγμένος στη μιζέρια, μα τουλάχιστον θα κοιμόμουν άνετα. Το ταξίδι από το Άσγουελ έως το Λονδίνο είχε διάρκεια δεκαέξι ώρες με την άμαξα, μα έκανα υπομονή επαναλαμβάνοντας στον εαυτό μου πως άξιζε τον κόπο. Πολύ καλά ήξερα πως ήταν ψέματα. Το μόνο που άξιζε τον κόπο για μένα, ήταν το σπίτι μου, η δουλειά μου και η γάτα μου, που την έλεγαν Περιστέρι και εκείνη τη στιγμή μάλλον μου κατέστρεφε τις κουρτίνες.

Με το τέλος του πολύωρου ταξιδιού μου, βρέθηκα στο Λονδίνο· Ένας σκέτος εφιάλτης. Άνθρωποι παντού, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο σαν ζώα, σαν τα κοπάδια κατσικιών που αγνάντευα από μακριά στα λιβάδια του Άσγουελ, μόνο που τώρα υπήρχε παντού βρώμα και θόρυβος. Πανικόβλητος κατάφερα να βρω τον χώρο που γινόταν το σόου κι όταν αυτό έγινε, βούτηξα ξανά το χέρι μου στη τσέπη του παλτού για να ελέγξω αν το εισιτήριο ήταν ακόμα εκεί. Το έδωσα σε ένα ψηλό άνδρα με παράξενο μουστάκι που στεκόταν στην είσοδο του θεάτρου και πέρασα μέσα.

Μέσα στο θέατρο, τολμώ να ομολογήσω, ήταν χειρότερα από ότι στον δρόμο. Φωνές, ουρλιαχτά, κλάματα παιδιών, φαγητά που πετούσαν από τη μία μεριά της αίθουσας στην άλλη κι εγώ παγωμένος στη θέση μου, περιμένοντας το σόου να αρχίσει. Για καλή μου τύχη, η σωτηρία μου δεν άργησε να έρθει. Οι κόκκινες κουρτίνες άνοιξαν, το κοινό επιτέλους σώπασε, και μουσικές από την ορχήστρα ήχησαν πριν ο ταχυδακτυλουργός ανέβει στη σκηνή.

Ήταν ένας γέρος κοντά στα ογδόντα χρόνια, με ένα παράξενο λευκό μουστάκι που θύμιζε γλειφιτζούρι μπαστουνάκι. Αν είχε γεύση θα ήταν μαστίχα ή βανίλια, αλλά δε μπορούσα να αποφασίσω, γιατί μου είχε σπάσει τα νεύρα το μωρό που τσίριζε στη διπλανή θέση. Αναστέναξα κι έκλεισα τα μάτια μου, για να μη χρειαστεί να εξιχνιάσω κανένα φόνο που να έχω διαπράξει ο ίδιος.

Το σόου άρχισε κι ο «Απίστευτος Κάσιμιρ» έκανε μία σειρά από γελοία κόλπα χωρίς κανένα ενδιαφέρον, ώσπου πήρε στα χέρια του την τράπουλα.

«Ένας εθελοντής!» Φώναξε στους θεατές, επιδεικνύοντας τον δείκτη του χεριού του ως αριθμό ένα. Ήξερα ακριβώς τι επρόκειτο να κάνει. Το κλασσικό κόλπο που ο ταχυδακτυλουργός καλεί κάποιον να διαλέξει ένα χαρτί, εκείνος ανακατεύει την τράπουλα και «μαγικά» βρίσκει ποιο χαρτί είχε διαλέξει. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, μέχρι κι εγώ ήξερα να το κάνω αυτό. Τότε όμως, διπλά μετανιωμένος καθώς ήμουν για την αποψινή μου έξοδο, είδα το χέρι του ταχυδακτυλουργού να στρέφεται επάνω μου.  «Φίλιπ Γουίνν!» Ανατρίχιασα ολόκληρος μέχρι να καταλάβω πως δεν ήταν κανένα υπερφυσικό προνόμιο που ήξερε το όνομά μου, απλά είχα παραδώσει το εισιτήριο με το όνομα και τα στοιχεία μου στην είσοδο.

Σηκώθηκα όρθιος κι ανέβηκα πάνω στη σκηνή, με όλη την επιβλητικότητα που έχει κάποιος όταν νομίζει πως είναι πασίγνωστος ντετέκτιβ ενώ κανείς μέσα στην αίθουσα δε τον έχει ακουστά. Ο Κάσιμιρ άπλωσε την τράπουλα μπροστά μου κι έκανε νόημα να διαλέξω ένα φύλλο, όπως κι έκανα.

Ίσα που πρόλαβα να δω τον Άσσο Κούπα που απεικονιζόταν στην κάρτα, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός κι είδα τον Απίθανο Κάσιμιρ να πέφτει μπροστά στα πόδια μου μέσα σε μια λίμνη από αίμα. Ήταν γρήγορο, κι όμως κατάφερα να αντικρίσω για μια στιγμή την πληγή που ανοιγόταν στο στομάχι του πριν πνιγεί στον μέλανα ζωμό του θανάτου, τα γέρικα γόνατά του να λυγίζουν και το λευκό μουστάκι του να βάφεται κόκκινο.

«Βοήθεια! Κάποιος!» Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα κι έπειτα έκρυψα την κάρτα ασυνείδητα στη τσέπη του παλτού μου πριν το βάλω στα πόδια.

Η μνήμη μου ήταν θολή όταν ξύπνησα την πρώτη Ιανουαρίου 1891 πάνω στη πολυθρόνα μου. Ένας χτύπος στην πόρτα με τάραξε, αφού ταραγμένος ήταν κι ο χτύπος. Βρήκα στο κατώφλι μου έναν άντρα γύρω στα τριάντα, με πρησμένο πρόσωπο από το κλάμα. «Όχι, όχι…» Μουρμούρισα αγανακτισμένος από την ανοησία μου. «Μπράβο Γουίνν». Ειρωνεύτηκα για μια στιγμή τον «πασίγνωστο ερευνητή» που είχα μια ελπίδα πως είμαι το προηγούμενο βράδυ, ενώ μετά τη δολοφονία του μάγου ξέχασα ολοκληρωτικά πως είμαι αν μη τι άλλο, ντετέκτιβ! Τώρα κάποιο κοντινό πρόσωπο του Απίθανου Κάσιμιρ είχε έρθει να με βρει, αν μπορούσα να κρίνω από το σιγανό κλάμα που μου θύμιζε τη τσιρίδα εκείνου του μωρού στο χθεσινό σόου.

«Ντετέκτιβ Γουίνν;»

«Ναι», αναστέναξα.

«Τομ. Ήσασταν εχθές στο σόου του πατέρα μου».

«Το μετανιώνω ακόμα». Η όψη του ήταν χλωμή, μα ποτέ πιο χλωμή από του ταχυδακτυλουργού.

«Ξέρετε ίσως πως ο πατέρας μου δολοφονήθηκε επί σκηνής».

«Κάτι άκουσα για το συμβάν», έκανα στην άκρη για να περάσει και βρήκε αμέσως θέση στο γραφείο μου.

«Η αστυνομία έφτασε σχεδόν αμέσως εχθές το απόγευμα κι ανέκρινε την παραγωγή. Έλεγξε τα εισιτήρια κι ένας κύριος ονόματι Ζεράρ μου είπε να έρθω να σας βρω».

«Ζεράρ;» Δεν είχα όρεξη να χαμογελάσω, μα κατάλαβα τα μάτια μου να ανοίγουν λίγο περισσότερο. «Έχετε τις ανακρίσεις;»

Ο άντρας παραξενεύτηκε. Ίσως και να προσβλήθηκε. «Αυτός ο κύριος μου είπε πως είστε καλός στη δουλειά σας, μα όχι κι έτσι! Δε θα έρθετε στον τόπο του εγκλήματος;»

Βρήκα την όρεξη να ρίξω ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Πίστεψέ με, έχω δει αρκετά από τον τόπο του εγκλήματος. Δείξε μου τις ανακρίσεις».

«Μάλιστα…» Τίναξε το κεφάλι του διακριτικά κι άνοιξε τον χάρτινο φάκελο που είχε φέρει μαζί του. «Η αστυνομία υποπτεύεται τρία άτομα. Την Ντέιζι, βοηθό του Απίθανου Κάσιμιρ αν και εχτές δε πρόλαβε να ανέβει στο σανίδι, τον Μίκυ, σύντροφο της Ντέιζι και υπεύθυνο για τη σκηνοθεσία των παραστάσεων και τον Κρίστοφερ, τον τεχνικό της παραγωγής». Πήρε τα μάτια του από τις αναφορές για να με κοιτάξει, σα να ζητούσε επιβεβαίωση κι έπειτα συνέχισε. «Η Ντέιζι είπε πως ήταν στο καμαρίνι της τη στιγμή που συνέβη. Έτσι επικεντρωνόμαστε περισσότερο στους δύο βασικούς υπόπτους».

«Θέλω λεπτομέρειες».

Ο άντρας έγνεψε. «Ο Μίκυ είναι νέος στην ομάδα. Εχθές, να φανταστείτε, ήταν το πρώτο σόου μαζί του. Όμως ακούγεται πολύ ανάμεσα στους ανθρώπους της παραγωγής πως στο καμαρίνι, κακοποιεί την Ντέιζι. Έχει δηλαδή βίαιες διαθέσεις… Βρίσκουμε συνέχεια μελανιές και πληγές επάνω της που δε δικαιολογούνται, κι όμως δε λέει κουβέντα».

«Πιστεύεις πως ο Μίκυ σκότωσε τον πατέρα σου;»

Ανασηκώθηκε από την καρέκλα κι έσκυψε μπροστά, σα να ήθελε να μου πει κάποιο μυστικό. «Ο Κρίστοφερ τον είδε να πλησιάζει τον πατέρα μου και να πυροβολεί».

«Ο Κρίστοφερ λοιπόν… Πού βρισκόταν;»

«Στο ύψωμα απέναντι από τη σκηνή. Είναι ο τεχνικός».

Χαμογέλασα και τον κοίταξα άφοβα στα μάτια. Ήξερα πως είχα δίκιο σε αυτό που σκεφτόμουν. «Και… Είδε τον Μίκυ να σκοτώνει τον πατέρα σου;»

«Ναι!» Κάθισε ξανά στη θέση του. «Τον είδε να πλησιάζει πίσω του και να πυροβολεί! Είναι φριχτός άνθρωπος σας λέω!»

«Εντάξει…» Σηκώθηκα όρθιος και πλησίασα την πόρτα, για να φορέσω το παλτό μου. «Πείτε στην αστυνομία πως εξιχνίασα τον φόνο».

«Είναι επίσημο λοιπόν;»

Πήρα το καπέλο μου από τον καλόγερο και το φόρεσα. «Πείτε στην αστυνομία να συλλάβει τον Κρίστοφερ και τον Μίκυ, γρήγορα». Έκλεισα το μάτι μου για αποχαιρετισμό και την ηρωική έξοδο που άξιζε ένας πασίγνωστος ντετέκτιβ που ξεχνάει πότε-πότε πώς να είναι ντετέκτιβ.

«Περίμενε!» Άκουσα τη φωνή του Τομ μόλις άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες. «Πώς; Γιατί τον Κρίστοφερ;»

«Ήμουν δίπλα στον πατέρα σου όταν δολοφονήθηκε. Ο Κρίστοφερ είπε πως το έκανε ο Μίκυ που ήταν πίσω του, ο πατέρας σου όμως πυροβολήθηκε στο στομάχι. Ήταν ο Κρίστοφερ».

«Και τότε γιατί να συλλάβουν και τον Μίκυ;»

Αναστέναξα. «Καημένη Ντέιζι…» Συνέχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά, κι όταν πια δε φαινόμουν η φωνή μου έγινε ένα με την ηχώ. «Για κακοποίηση ανόητε! Είσαι μάρτυρας».

Άκουσα την πόρτα να κλείνει και τα βήματα του Τομ να τρέχουν πίσω μου. Μόλις βγήκα από τη εξώπορτα του διαμερίσματός μου, ο Τομ με έφτασε.

«Σας παρακαλώ». Έκανε κρύο, κι ο αέρας φανέρωνε κρυφές λευκές τρίχες στα μαλλιά του που θύμιζαν το μουστάκι του πατέρα του. «Σήμερα εγώ κι η σύζυγός μου θα πάμε να ανοίξουμε τη διαθήκη, και κάτι μου λέει πως πρέπει να έρθετε μαζί».

«Μα τι δουλειά έχω εγώ εκεί;»

«Έχω προαίσθημα. Κληρονομικό, από τον πατέρα μου. Η μαγεία…»

«Δε πιστεύω στη μαγεία, ή σε οτιδήποτε όμοιό της», τον διέκοψα. «Καλή σας μέρα. Τα συλλυπητήριά μου», είπα κι άρχισα να απομακρύνομαι.

«Για χάρη του πατέρα μου!» Γύρισα και κοίταξα το πένθος στα μάτια ενός ανθρώπου που κρατιέται από μια κλωστή για να μη πέσει στο γκρεμό της τρέλας. Αυτή η κλωστή, ήταν η μαγεία. Η μαγεία που ήταν πεπεισμένος πως έχει κληρονομήσει από τον Απίθανο Κάσιμιρ. Για χάρη αυτής της κλωστής λοιπόν, αποφάσισα να παρευρεθώ.

Σε ένα μεγάλο δωμάτιο με γραφείο τριπλάσιο από το δικό μου καθόταν ένας άντρας με μαύρα γένια και φρεσκοπλυμένο κοστούμι. Πήρε τη διαθήκη στα χέρια του, ένα δερμάτινο φάκελο γεμάτο σκόνη και την άφησε μπροστά του. Επάνω του ήταν χαραγμένα τα αρχικά «Α.Κ».  Ο Τομ κι η σύζυγός του, καθισμένοι απέναντι από τον συμβολαιογράφο περίμεναν σιωπηλοί το τελευταίο αντίο του γερο-Κάσιμιρ, κι εγώ όρθιος και μαυροφορεμένος –μπορεί να πει κανείς πως θύμιζα λίγο τον Χάρο στα νιάτα του- περίμενα όλο αυτό τον σαματά να τελειώσει.

Ο συμβολαιογράφος πήρε ένα σίδερο που έμοιαζε με λαβή κουταλιού και ξεσφράγισε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τον φάκελο, αφήνοντάς τον ανοιχτό μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Ο Τομ κοντοστάθηκε πλάι στη γυναίκα του, απέναντι από τον παραξενεμένο συμβολαιογράφο κι εγώ έμεινα να κοιτάω το περιεχόμενο της διαθήκης. Μία και μοναδική κάρτα· ένα τραπουλόχαρτο ξεκουραζόταν ανάμεσα στα φύλλα του φακέλου: Η κάρτα Άσσος Κούπα.

Με τους παλμούς μου να αυξάνονται και το μυαλό μου να θυμάται, βούτηξα δειλά το χέρι μου στη τσέπη του παλτού μου κι ακούμπησα την κάρτα που είχα διαλέξει ως εθελοντής το προηγούμενο βράδυ. Την τράβηξα έξω κι έμεινα να κοιτάω τα δυο όμοια τραπουλόχαρτα, όσο ο συμβολαιογράφος κοιτούσε τον Τομ, κι ο Τομ εμένα.

«Πώς;» Δε πρόλαβε να ακουστεί ολόκληρη η ερώτηση.

«Είχες δίκιο», ψιθύρισα με σμιγμένα φρύδια, γιατί δε μου αρέσει να παραδέχομαι την αλήθεια. Άφησα το τραπουλόχαρτο δίπλα στη διαθήκη και φόρεσα αργά το καπέλο μου. «Σας παρουσιάζω το τελευταίο ταχυδακτυλουργικό κόλπο του πραγματικά, Απίθανου Κάσιμιρ. Μετά-θάνατον μαγεία. Νεκρομαντεία, θα ‘λεγε κανείς», ψόφιο αστείο, κανείς δε γέλασε. «Η δουλειά μου εδώ τελειώνει», είπα κι έφυγα κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Για μια στιγμή στάθηκα μπροστά της κι έγνεψα αποφασιστικά. «Πρέπει να βγαίνω πιο συχνά».

Tags: detective , magic , magic trick , murder , murderer , mystery , short-story , show , The Weird Side Daily , twsd , διήγημα , δολοφόνος , κόλπο , μαγεία , Μαρίνα Κικίδου , μυστήριο , ντετέκτιβ , σόου , ταχυδακτυλουργός , υπόθεση , φόνος , χαρτιά

Μαρίνα Κικίδου

Δημοσιεύτηκε 31 Ιανουαρίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.