Ήταν ένα παγερό πρωινό του Δεκέμβρη, εννέα μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ο αέρας τσουχτερός και διαπεραστικός, τα μουντά σύννεφα προειδοποιούσαν μια ανελέητη βροχή. Εκεί, στην αφετηρία των λεωφορείων, καθόταν βυθισμένος στις σκέψεις του με το πρόσωπο κάτω απο τη κουκούλα του φούτερ του, ένας άντρας γύρω στα 21, κοιτώντας από μια μεριά το δρόμο, μήπως το 040 φανεί μέσα από την ομίχλη που άρχισε να σχηματίζεται, και από την άλλη τις κυρίες που συγκεντρώθηκαν στη στάση δίπλα του, χαϊδεύοντας κάθε 6 δευτερόλεπτα ένα πιστόλι στη τσέπη του μπουφάν του.
“Με συγχωρείτε νεαρέ; Σε πόση ώρα θα έρθει, ξέρετε;”, τον ρώτησε μια από αυτές.
Ο νεαρός κοίταξε το ρολόι του.
“Υποτίθεται ότι θα ερχόταν πριν από δεκαεφτά λεπτά”.
Μια βροντή αντήχησε και ο αέρας δυνάμωσε.
“Πωπώ ο χειμώνας θα είναι βαρύς φέτος , έτσι;”, συνέχισε η κυρία .
Ο Βασίλης γύρισε να την αντικρίσει και τα γκρίζα μάτια του την εξέτασαν από τη κορφή ως τα παπούτσια της.
“Έτσι φαίνεται”, απάντησε με μια σχεδόν ρομποτική φωνή και ξαναγύρισε στις σκέψεις του.
“Πας στη σχολή σου;”, τον ρώτησε.
“Όχι”, απάντησε κοιτώντας το δρόμο, “Πάω στο σπίτι ενός φίλου για μια εργασία.”
“Αααα πολύ ωραία! Εγώ πάω στη Καλλιθέα στα εγγόνια μου, έχω ένα αγοράκι από τη μεριά της κόρης μου και…”
Ο Βασίλης σταμάτησε να την ακούει, συγκεντρώσε όλη του τη προσοχή στις οδηγίες του συνεργάτη του, του Μάρκου.
Η οδός, 32 βήματα ανατολικά από τη στάση Συγγρού – Φιξ, πέμπτο στενάκι, παλιό κτήριο, κουδούνι δίχως όνομα, στον πρώτο κάδο ένα κινητό τηλέφωνο.
Επαναλάμβανε τα βήματα ξανά και ξανά, πίσω από τα δόντια του. Αν όμως τον ανακάλυπταν; Ρίγη διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του καθώς απέβαλλε αυτό το ενδεχόμενο από το νου του. Δεν πρέπει να υποκύψει στο φόβο, διότι έχει μια αποστολή.
Τότε όμως του ήρθε μια άλλη σκέψη. Μήπως ο λόγος της αργοπορίας του 040 δεν είναι τυχαίος;
Γύρισε και κοίταξε πάλι τη κυρία που τώρα είχε πιάσει στη κουβέντα με τη διπλανή της και περιεργάστηκε τις υπόλοιπες μία μία. Ο ουρανός άστραψε και οι πρώτες σταγόνες χτύπησαν τη σκεπή της στάσης σαν βόμβες.
23 λεπτά αργοπορίας.
Ο Μάρκος πάντα κορόιδευε τον Βασίλη για την “παράνοια”του, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που τους έχει σώσει και τους δύο. Ο εχθρός τους κρύβεται σε κοινή θέα, πάντοτε, και οι τρόποι του για να τους πιάσει είναι πολλοί, και αλίμονο στα αδέλφια τους που αιχμαλωτίστηκαν.
Τα φώτα του 040 τρύπησαν τη πυκνή ομίχλη .
“Αχ επιτέλους ήρθε!”,φώναξε η χαμογελαστή κύρια και σηκώθηκε.
Ο Βασίλης κοίταξε έντονα τον οδηγό μέσα και το λεωφορείο απ’έξω. Τιπότα το περίεργο,πόσο μάλλον υπερφυσικό.Ηταν έτοιμος να ανέβει, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να παγώσει σε εκείνο το σημείο. Δεν ήξερε τι ακριβώς, ένστικτο ή παράνοια;
Αποφάσισε αμέσως ότι δεν θα το ρισκάρει τελικά και σταμάτησε ένα ταξί που περνούσε, αφήνοντας τις κυρίες πίσω του γεμάτες σύγχιση.
“Που πάμε φίλε;”
“Μάρκου Μπότσαρη, μέσω Συγγρού, θα σας πω που ακριβώς όταν φτάσουμε”.
Νερά γέμισαν τους δρόμους και η βροχή φαινόταν να αγριεύει ακόμα περισσότερο. Όσο πιο μακριά από το λιμάνι πήγαινε το ταξί, τόσο χειρότερη γινόταν και η συμφόρηση στους δρόμους.
“Είναι αυτό το τραμ που φτιάχνουν…”, ξεκίνησε να λέει ο ταξιτζής, πατώντας και αφήνοντας ταυτόχρονα το γκάζι, όμως ο Βασίλης άκουγε μια άλλη φωνή στο νου του.
“Είναι η τελευταία μας ευκαιρία παλιόφιλε…”, τα λόγια του Μάρκου τον βάραιναν όλο και περισσότερο με το πέρασμα της ώρας,”…Η τελευταία μας ευκαιρία να ξεφύγουμε. Θα δεις θα είναι ένα τσιγάρο δρόμος “.
Κοίταξε τα χέρια του και τα τρίψε,νιώθοντας λίγη ζέστη. Ύστερα,επανήλθε στη σκέψη του και η ερώτηση που έκανε στον εαυτό του, η ερώτηση που το ξεκίνησε όλο αυτό.
“Δεν κουράστηκες να έχεις σώμα”;
Σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι του όταν ο ταξιτζής χτύπησε τα δάχτυλα του μπροστά στα μάτια του.
“Ω συγγνώμη, είπατε τίποτα;”, ρώτησε.
“Ναι είπα κάτι δε πάει καλά με το αυτόκινητο. Δυστυχώς θα πρέπει να σταματήσω εδώ και να πάρεις άλλο ταξί”.
Το πρόσωπο του Βασίλη έγινε άσπρο σαν το γάλα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε ότι σταμάτησαν λίγο πριν την Ευαγγελίστρια.
Είχαν υπολογίσει ότι δε θα έπαιρνε το λεωφορείο και σαμπόταραν το ταξί; Ή μήπως ήταν απλή κακοτυχία;
Και γιατί πήγε το ταξί από το λιμάνι προς την Ευαγγελίστρια;
“Δε πειράζει, ευχαριστώ”, είπε και άφησε μερικά λεφτά στο κάθισμα και βγήκε κατευθείαν έξω τρέχοντας.
“Ίσως να στρίψω από εκεί για το σταθμό Φαλήρου; Ή να βρω άλλο ταξί; Άλλο λεωφορείο ίσως;”, μουρμούρισε κάτω από τη κουκούλα και κοίταξε το ρολόι του. “Δεν υπάρχει χρόνος”.
Σταμάτησε κάτω από το υπόστεγο μιας πολυκατοικίας.
“Εκτός αν…”.
Όλες οι τρίχες στο σώμα του είχαν σηκωθεί, και από το κρύο και από το φόβο. Οι σκέψεις του έπεφταν ταχύτατα, σαν τις σταγόνες γύρω του, πνίγοντας τη ψυχραιμία του και θολώνοντας την κρίση του. “Αν χρησιμοποιήσω έστω και για λίγα δεύτερα τις δυνάμεις μου, το σώμα αυτό δεν θα αντέξει και θα εκτεθώ”. Κοίταξε τριγύρω. “Αν δεν με κυνηγούν ήδη”. Άρχισε να προχωρά προς το Φάληρο, όταν κάτι διέκοψε τον σιωπηλό του μονόλογο, παγώνοντας ολοκληρωτικά το αίμα στο δανεισμένο του σωμα. Τα αυτοκίνητα που περνούν, οι σταγόνες που πέφτουν, οι κεραυνοί που φώτιζαν μανιασμένα το σταχτύ ουρανό, τίποτα δεν ακουγόταν. Λες και η ίδια η ομίχλη κατάπιε κάθε ήχο. Χτύπησε δυνατά τα πόδια του στο πεζοδρόμιο και ξεστόμισε μερικά φωνήεντα. Δεν είχε κουφαθεί, γεγονός που σήμαινε ότι μόλις είχε δώσει τη θέση του. Το νερό παραλίγο να παρασύρει τα πόδια του αλλά πρόλαβε να κρατηθεί από ένα στύλο. Τότε έπεσε ο πρώτος ήσυχος πυροβολισμός. Άνοιξε μια τρύπα στο στύλο, ακριβώς πάνω από το χέρι του, εκτοξεύοντας σπινθήρες. Ο Βασίλης γύρισε το κεφάλι να αντικρίσει τον εκτελεστή, όμως το μόνο που έβλεπε ήταν μια σκιά πίσω από την ομίχλη που τώρα είχε καλύψει τα πάντα γύρω του.
Άφησε τα νερά της βροχής να του δώσουν ώθηση, γλιστρώντας προς τον κατηφορικό δρόμο, σαν σκιέρ στο χιόνι, τουλάχιστον για να απομακρυνθεί λίγο ακόμα από τα χέρια του θανάτου. Σύντομα κι άλλες σφαίρες ακολούθησαν τη πρώτη, όλες επικίνδυνα κοντά του, ειδικά μια που πέρασε ξυστά από το μπουφάν, το φούτερ από μέσα και μόνο επιφανειακά το δέρμα κάτω από την αριστερή του μασχάλη.
Μπορεί να απέκλεισε όλους τους ήχους εκτός από αυτούς που κάνω εγώ, άρχισε να σκέφτεται, αλλά η ομίχλη με προστατεύει.Έστριψε δεξιά σε ένα στενό δρόμο που οδηγούσε στο Μικρολίμανο και εξέτασε τις επιλογές που του παρείχε το περιβάλλον του. Ένα πονηρό χαμόγελο, γεμάτο ελπίδα χαράχτηκε στα χείλη του. Η σκιά του εκτελεστή τον ακολούθησε στο στενό δρομάκι και πολύ σύντομα ο Βασίλης μπόρεσε να διακρίνει καθαρά τη μορφή του από το μέρος που διάλεξε για να κρυφτεί. Ήταν πανύψηλος,τουλάχιστον 1,90, με φαρδείς ώμους, αξύριστα ατημέλητα γκρίζα γένια και ένα ζευγάρι ανέκφραστα, πάντοτε ανοιχτά γουρλωτά μαύρα μάτια κάτω από τη μαύρη του ρεπούμπλικα, που κοιτούσαν τα πάντα γύρω τους, σαν γάτα που παραμονεύει για το ποντίκι.
Ο Όθωνας. Ήταν ανάγκη να στείλουν τον Όθωνα;
Αλλά ποιός τον έστειλε; Πως έμαθε το σχέδιο;
Κράτησε αυτή την ερώτηση στο πίσω μέρος του μυαλού του, όταν διέκρινε τα αθόρυβα παπούτσια του εκτελεστή του να πλησιάζουν την κρυψώνα του. Ο Βασίλης έμεινε εντελώς ακίνητος κάτω από ένα παρκαρισμένο φορτηγάκι, πασχίζοντας να κρατήσει την αναπνοή του όσο πιο σιγανή γίνεται, τα μάτια του στραμμένα προς κάθε κίνηση του εχθρού του, και το πιστόλι του στο δεξί του χέρι. Ο Όθωνας στάθηκε λίγα εκατοστά από το φορτηγάκι, αμίλητος .
Με βρήκε;, άρχισε να σκέφτεται ο Βασίλης. Όχι όχι δεν μπορεί,δεν έκανα κάποιο θόρυβο. Τώρα είναι η ευκαιρία, ή τώρα ή ποτέ.
Κινήθηκε όσο πιο ήσυχα και αργά μπορούσε και έστρεψε το πιστόλι του ακριβώς προς τον δεξί αστράγαλο του σιωπηλού δολοφόνου.
Θυμήθηκε πως τον αποκαλούσε, όταν υπηρετούσαν στην ίδια υπηρεσία του Πειραιά, πριν αποστατήσει. Μικρό αξιολύπητο ψάρι.
Η αφύσικη σιωπή έσπασε με τον ήχο του πυροβολισμού και το ουρλιαχτό του Όθωνα.
Έπεσε κάτω στο πλημμυρισμένο δρόμο σφίγγοντας τον πόδι του.
Ο Βασίλης δεν έχασε καθόλου χρόνο και έριξε μια ακόμα βολή, αυτή τη φορά στο στήθος του. Όμως η σφαίρα πήγε στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο απέναντι του. Χωρίς να πτοηθεί, ο Βασίλης ήρθε ακριβώς από πάνω από τον Όθωνα, σημαδεύοντας τον στο κεφάλι.
“Είδες καρχαρία!;”, φώναξε θριαμβικά,”Και τα μικρά ψάρια δαγκώνουν!”, και με αυτά τα λόγια έριξε τη τρίτη του σφαίρα και η σιωπή έπεσε ξανά. Ο Βασίλης κοίταξε τριγύρω μήπως κάποιος τους είδε, αλλά η ομίχλη παρεμένε ακόμα με το μέρος του.
Τα κατάφερε.
Σκότωσε τον Όθωνα, έναν από τους πιο αδίστακτους δολοφόνους των Αιθερίδων. Έτσι πίστευε, μέχρι που ξανακοίταξε το πτώμα. Το νερό της βροχής γύρω του, οι πληγές του… Δεν υπήρχε πουθενά ούτε αίμα, ούτε έβγαινε από το στόμα του η πραγματική άυλη μορφή του. Ένιωσε τον πανικό να τον κυριαρχεί, αλλά γρήγορα τη θέση του πήρε ο πόνος, καθώς μια σφαίρα διαπέρασε το χέρι του, κατευθείαν στον δεξί του ώμο, νιώθοντας ταυτόχρονα το κρύο και το αίμα που άρχισε ήδη να τρέχει. Γονάτισε και ούρλιαξε ενώ το πιστόλι γλίστρησε από τα δάχτυλα του.
“Κοίτα πόσο εύκολα τσιμπήσες ψαράκι”, ακούστηκε η βραχνή βαθειά φωνή του Όθωνα, κάπου από πάνω του σε ένα από τα μπαλκόνια των κτηρίων. Χωρίς κανένα αυτοέλεγχο πλέον, ο Βασίλης κοίταζε τριγύρω για να τον βρει, τα μάτια του κινούνταν τόσο γρήγορα όσο οι σφαίρες που σπατάλησε στην ψεύτικη μορφή του εκτελεστή, που τώρα είχε εξαφανιστεί. Προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει στον πλημμυρισμένο δρόμο, σαν δέντρο που μόλις είχε κόψει ο ξυλοκόπος.
Αυτό ήταν λοιπόν;
Έτσι άδοξα θα τελείωνε η “μεγάλη” του αποστολή;
Έτσι κι αλλιώς, ήταν καθαρή τρέλα από την αρχή. Δεν ήταν κανονικός πράκτορας, ούτε κατάστροφεας, ούτε του είχαν δώσει κάποιο ωραίο σώμα ή κάποια τεράστια δύναμη.
Εκείνη τη στιγμή, αναθεώρησε αυτή την τελευταία σκέψη. Το σώμα του όντως ήταν εύθραυστο, αλλά θα ήταν ανόητος να μην τη χρησιμοποιήσει την ικανότητα του τώρα.
“Περίμενε!”, φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. “Αυτό ήταν όλο;”
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά.
“Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό κόλπο-υπογραφή σου Όθωνα;”
Ο εκτελεστής παρέμεινε σιωπηλός και κρυμμένος, αλλά δεν πυροβόλησε ξανά, γεμίζοντας τον Βασίλη με μια ύστατη τρελή ελπίδα. Παρά τον πόνο, θυμήθηκε πως ο Όθωνας είχε πάντα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, και πλέον είχε έρθει η στιγμή να το εκμεταλλευτεί αυτό χωρίς φόβο αφού έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε.
“Απλά στέλνεις ένα ολόγραμμά σου μπροστά για δόλωμα ενώ εσύ πυροβολείς από ένα ασφαλές σημείο; Πολύ πρωτότυπο! Για αυτό δεν το λέγες σε κανένα;”
Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως τον άκουσε να οπλίζει. Ο Βασίλης γύρισε ανάσκελα και με το άλλο του χέρι έσφιγγε τη πληγή του. Ώρα για το χτύπημα κάτω από τη μέση.
“Τι θα έλεγε άραγε και ο αρχηγός Άρης;”.
Μια σκιά προσγειώθηκε με δύναμη μερικά μέτρα μπροστά του και ο πραγματικός Όθωνας αναδύθηκε από την ομίχλη και στάθηκε από πάνω του με ένα τουφέκι στραμμένο στο μέτωπο του Βασίλη.
“Από πότε μιλάς τόσο πολύ, ψάρι του τεχνικού τμήματος;”, είπε και τα μάτια του έβγαζαν αστραπές ακριβώς όπως αυτές από πάνω τους.
Ο Βασίλης έτρεμε αλλά και πάλι χαμογέλασε. “Από τότε… που κατάλαβα πόσο… μεγάλη απάτη είσαι. Τι να φοβηθώ από σένα ;”.
Ο Όθωνας του ανταπέδωσε με ένα κοφτό μειδίαμα, και του πάτησε με τόση δύναμη τον πληγωμένο ώμο που πρέπει να ένιωσε το κόκαλο να ραγίζει. Πριν καλά καλά ουρλιάξει πάλι ο Βασίλης, ο Αιθερίδης εκτελεστής τον έπιασε από το λαιμό και τον σήκωσε στο ύψος των ματιών του.
“Τι έγινε ψάρι, σου τελείωσαν οι μαγκιές;”, του είπε, διατηρώντας το ψυχρό μειδίαμα του.
Έβγαλε τη ρεπούμπλικα του και του ράγισε την μύτη του αποστάτη, με το εντελώς φαλακρό του κεφάλι.
Ο Βασίλης ένιωθε τον κόσμο να σβήνει και το σώμα του να τον εγκαταλείπει, όμως συγκράτησε με όλες του τις δυνάμεις τις αισθήσεις του, έστω μόνο για λίγα δευτερόλεπτα.
“Κοίτα θράσος ο τεχνικός. Και μια που το είπα, τι δουλειά έκανες τέλος πάντων;”.
Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα ματωμένα χείλη του Βασίλη, και τα μάτια του πήραν ένα κατακόκκινο χρώμα.
“Συγκολλήσεις!”
“Τι;”
Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Όθωνας, δύο πορφυρές ακτίνες εκτοξεύτηκαν από τα μάτια του Βασίλη κατευθείαν στα δικά του. Ένας ακόμα κεραυνός έπεσε και μαζί με τη βροντή του ακούστηκαν και τα ουρλιαχτά τους, ο ένας επειδή ένιωθε τα μάτια, τον εγκέφαλο, ακόμα και την πραγματική μορφή του μέσα από το σώμα του να καίγονται, ο άλλος επειδή έβαζε όλη του τη δύναμη, αγνοώντας το γεγονός ότι αν συνέχιζε χωρίς σταματημό, το υλικό του πρόσωπο θα έλιωνε. Δεν τον ενδιέφερε πλέον, ας πέθαινε αμέσως μετά, τουλάχιστον θα ανακάλυπτε που πάει το είδος του όταν πεθαίνουν με τη συντροφιά του δολοφόνου του, σαν πραγματικός πράκτορας. Τον άφησε κάτω και προσπάθησε να αγγίξει τα καμένα του μάτια, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάψει και τα χέρια του από τη θερμότητα.
“ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!”, φώναξε και όρμησε στα τυφλά.
Ο Βασίλης πρόλαβε να πιάσει το πιστόλι του και άρχισε να πυροβολεί. Η μία πήγε σε ένα τοίχο πιο πέρα, η άλλη στο λάστιχο ενός άλλου αυτοκινήτου. Έφτασε ακριβώς από πάνω του όταν ξαφνικά η τελευταία σφαίρα τον βρήκε έν τέλει στην καρδιά, σκοτώνοντας τον.
Με την αδρεναλίνη να ρέει σε όλο του το κορμί, ο Βασίλης σηκώθηκε αμέσως και άρχισε να τρέχει προς το Μικρολίμανο. Αυτή τη φορά δεν θα καθόταν ούτε να καυχηθεί, ούτε να σιγουρευτεί. Η ομίχλη και η βροχή άρχισαν να υποχωρούν. Τότε ακούστηκαν κραυγές γυναικών από τα γύρω κτήρια. Ο Βασίλης γύρισε προς τα πίσω και είδε ότι σχηματιζόταν στο σημείο της μάχης ένα πλήθος πολιτών. Σύντομα θα ακολουθούσαν οι άλλοι. Άρχισε να τρέχει πάλι, ώσπου ο πόνος στο χέρι του επέστρεψε. Κοντοστάθηκε σε μια γωνία πίσω από κάδους σκουπιδιών και έλεγξε τον ώμο του. Η σφαίρα άνοιξε μια τρύπα και βγήκε από την ωμοπλάτη του και το χτύπημα του άχρηστεψε το χέρι εντελώς. Τότε είδε και την αντανάκλαση του σε μια λιμνούλα από νερό βροχής στο πεζοδρόμιο.”Ωχ όχι…”, ψιθύρισε στη θέα της καμένης σάρκας γύρω από τα μάτια του και το κόκκινο φως στη θέση των ανθρωπίνων ματιών του.
Δεν υπήρχε πλέον άλλη επιλογή. Κρύφτηκε στην άκρη του στενού, περιμένοντας να κατέβουν κι άλλοι να ρίξουν μια ματιά στο μακελειό. Όμως η λύση που έψαχνε εμφανίστηκε πίσω του. Τρεκλίζοντας και βρίζοντας, ένας άστεγος άντρας γύρω στα 45 σηκώθηκε από τις σκάλες ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού στο βάθος και ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Οι βρισιές του σταμάτησαν απότομα και το σώμα του πάγωσε. Ο Βασίλης έπεσε κατευθείαν πάνω του, κλείνοντας του το στόμα με το χέρι που μπορούσε να κουνήσει, και έβαλε το γόνατο του στο στήθος του άτυχου άντρα. “Συγγνώμη”,του ψιθύρισε, κοιτώντας τον μέσα από τα πύρινα μάτια του, “αλλά είναι μεγάλη ανάγκη”
Ο γαλανός ουρανός πλέον φαινόταν μαζί με το ηλιοβασίλεμα, φωτίζοντας με αχνό κόκκινο φως τους δρόμους της Αθήνας. Ένα λεωφορείο άνοιξε τις πόρτες του στην Συγγρού-Φιξ και ένας 45χρόνος άντρας κατέβηκε,ντυμένος με κουρέλια, ένα μαύρο κασκόλ γκρίζο σκούφο και καφέ ταλαιπωρημένες χειμωνιάτικες μπότες, κοιτώντας κάθε τόσο πίσω από τον ώμο του με καχύποπτα σκούρα κάστανα μάτια. Τρίβωντας το αξύριστο γκρίζο του πηγούνι επαναλάμβανε στο νου του το ποίημα του Μάρκου: 32 βήματα ανατολικά από τη στάση Συγγρού – Φιξ. Πέμπτο στενάκι, παλιό κτήριο, κουδούνι δίχως όνομα, στον πρώτο κάδο ένα κινητό τηλέφωνο. Μέτρησε τα βήματα και βρέθηκε σε μια φτωχογειτονιά όπου ο δρόμος της τελείωνε σε ένα αδιέξοδο.
“Μάλιστα”, ψιθύρισε ο Βασίλης στον εαυτό του, ψάχνοντας για το κινητό στο κάδο, ώσπου το χέρι του άγγιξε την άκρη του. Ήταν ένα παλιό μαύρο Nokia με πορτάκι. Σαστισμένος με την αίσθηση των πλήκτρων στα δάχτυλα του κάλεσε το μοναδικό νούμερο στις επαφές και περίμενε. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα,μια γνωστή φωνή απάντησε από την άλλη γραμμή.
“Βασίλη;”. Η έκπληξη στη φωνή του Μάρκου ήταν αναμφίβολη.
“Ναι Μάρκο, περίμενες κάποιον άλλο;”, του απάντησε.
“Όχι όχι, απλά πέρασαν τόσες ώρες και υπέθεσα τα χειρότερα. Γιατί έχεις άλλη φωνή;”
“Ααα… Υπήρξε ένα εμπόδιο και έπρεπε να πάρω το σώμα ενός ανθρώπου”, απάντησε προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο χαλαρός μπορούσε.
“Τι έκανες λέει!;”
“Θα σου τα πω μέσα. Πες μου,η πύλη είναι έτοιμη;”
“Ναι ναι συνέδεσα και το τελευταίο κομμάτι. Κατεβαίνω αμέσως!”, είπε εν τέλει ο Μάρκος και το έκλεισε.
Ο Βασίλης πέταξε το κινητό μακριά και προχώρησε προς τη γυάλινη εξώπορτα του κτηρίου. Ο νους του γέμισε τύψεις και μίσος για τον εαυτό του όταν αντίκρισε το πρόσωπο του άστεγου στην αντανάκλαση του. Τα σώματα που τους παρείχαν κατασκευάζονταν σε μυστικά εργαστήρια από τα δείγματα DNA νεκρών, ενώ συχνά -ειδικα για κάποιους εκτελεστές και καταστροφείς- ορισμένα σώματα έχουν βιονικά μέρη και όργανα. Το να πάρεις το σώμα ενός κανονικού ανθρώπου με τη βία θεωρείται μεγάλο έγκλημα στα μάτια των ομοίων του και του Νόμου τους, τις εντολές του Μέγα Αιθέρα,του υποτιθέμενου δημιουργού τους. Ίσως αν τον συναντήσει απόψε, να του ζητήσει συγχώρεση για αυτή τη πράξη του, έμφαση στο “αν”.
Ο Μάρκος κατέβηκε τα σκαλιά και του άνοιξε. “Έλα μέσα γρήγορα”, ψιθύρισε.
Δίχως κανένα φόβο πια, ο Βασίλης ακολούθησε τον συνεργάτη του, αναλύοντας ταυτόχρονα τις άλλες παγίδες που πιθανότατα θα συναντήσει.
“Μάρκο;”, είπε.
Ο Μάρκος γύρισε και τον κοίταξε με ανησυχία. “Ναι;”
“Θυμάσαι που μου είπες ότι θα είναι ένα τσιγάρο δρόμος το σημερινό;”
“Ναι”
Ο Βασίλης τον κοίταξε με ένα χαμόγελο,αλλά τα μάτια του έκρυβαν οργή.
“Ε λοιπόν τελικά, ήταν ένα σώμα δρόμος”
Tags: The Weird Side Daily , Αιθέρας , αλλόκοτο , άντρας , αποστολή , αστραπή , βροντή , βροχή , δημιουργός , διήγημα , Διήγημα τρόμου , Διηγήματα , δυνάμεις , δύναμη , εκτέλεση , ένστικτο , εργασία , ήχος , θάνατος , ιστορία , ιστορία τρόμου , ιστορίες , ιστορίες τρόμου , κακοτυχία , καταιγίδα , λεωφορείο , Μιχάλης Κανιάρος , νεκρός , Όθωνας , ομίχλη , όπλο , ουρλιαχτό , παράνοια , Πειραιάς , περίεργο , πιστόλι , πολυκατοικία , πράκτορας , πτώμα , πύλη , πυροβολισμός , σιωπή , στάση , συνεργάτης , σφαίρα , σχέδιο , σώμα , τάξη , Υπερφυσικό , φίλος , Φόβος , χειμώνας , Χριστούγεννα , χρόνος , ψυχραιμία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.