(Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί πιστή μεταφορά ενός αρχαίου Αραβικού μύθου)
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ζούσε έξω απ’ τα τείχη της μεγαλόπρεπης Βαγδάτης, σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι με ασβεστωμένους τοίχους που βρισκόταν δίπλα σ’ ένα νεκροταφείο. Αν και φτωχοί και άκληροι, χωρίς παιδιά, ο άνδρας και η γυναίκα που ζούσαν στο μικρό σπιτάκι ήταν ευτυχισμένοι γιατί αγαπούσαν ο ένας τον άλλο και αντιμετώπιζαν μαζί τις καταιγίδες της ταπεινής ζωής τους. Ο σύζυγος εργαζόταν ως νεκροθάφτης στο διπλανό νεκροταφείο και η γυναίκα, μόλις τελείωνε με τις δουλειές του σπιτιού, τον βοηθούσε, κρατούσε τους τάφους καθαρούς, προσευχόταν για τις ψυχές των νεκρών που κοιμόντουσαν μέσα τους, αν και δεν τους είχε γνωρίσει ποτέ όσο ζούσαν, και φρόντιζε πάντα να πει έναν παρηγορητικό λόγο στους συγγενείς τους, κάθε φορά που εκείνοι επισκέπτονταν το μνήμα του νεκρού τους.
Το όνομά της ήταν Αϊσέ και όπως θα έχετε ήδη καταλάβει και εσείς, ήταν μια πολύ καλή γυναίκα, προικισμένη με μια καλοσύνη που ανάβλυζε μέσα από την καρδιά της σαν δροσερό ρυάκι.
Κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, ο άντρας της Αϊσέ, που δυσκολευόταν να κοιμηθεί εξαιτίας της ζέστης, άκουσε έντρομος δυο νεκρούς να μιλάνε. Γιατί, μπορεί να μην το ξέρετε ούτε και εσείς, αλλά τις νύχτες οι νεκροί μιλάνε μεταξύ τους με πνιχτές φωνές που βγαίνουν από φαγωμένα στόματα που είναι μπουκωμένα από το χώμα και τα σκουλήκια που στριφογυρίζουν μέσα τους.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ο άντρας της Αϊσέ, άκουσε τους νεκρούς να λένε τα εξής:
«Τι έχεις; Γιατί είσαι μουτρωμένος απόψε;»
«Έμαθα κάτι πολύ άσχημο».
«Τι εννοείς;»
«Γνωρίζεις την καλόψυχη Αϊσέ, τη γυναίκα του νεκροθάφτη;»
«Μα φυσικά! Όλοι την γνωρίζουμε και την αγαπάμε πολύ. Καμία άλλη δεν φροντίζει με τόση στοργή τους τάφους μας. Και καμία δεν μιλάει με τόση γλυκύτητα στους συγγενείς μας που είναι ακόμα ζωντανοί!»
«Λοιπόν, η Αϊσέ θα πεθάνει αύριο!»
«Πώς θα συμβεί αυτό το πράγμα;»
«Αύριο το μεσημέρι, όταν ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού της για ν’ απλώσει την μπουγάδα της, ένα δηλητηριώδες φίδι θα χωθεί μέσα στο κοφίνι με τα ρούχα που θα αφήσει δίπλα της. Όταν σκύψει για να μαζέψει ένα ρούχο, το φίδι θα φοβηθεί και θα την τσιμπήσει. Και έτσι η καλή μας η Αϊσέ, θα πεθάνει!»
Ο άντρας της Αϊσέ άνοιξε έντρομος τα μάτια του και όλη την υπόλοιπη νύχτα δεν κατάφερε να ηρεμήσει ούτε για μια στιγμή. Γνώριζε πολύ καλά πως οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια. Επειδή έχουν απομακρυνθεί από το ποτάμι της ζωής, μπορούν και βλέπουν τα μελλούμενα και έτσι οι προφητείες τους βγαίνουν πάντα αληθινές.
Το επόμενο πρωινό, προτού φύγει από το σπίτι για να θάψει τους νεκρούς της ημέρας, απαγόρευσε με το πιο αυστηρό ύφος που μπόρεσε να πάρει, στη γυναίκα του να απλώσει τα ρούχα που είχε στο κοφίνι της. Ύστερα, αποχώρησε από το σπιτικό του με βαριά καρδιά.
Στην αρχή η Αϊσέ, αποφάσισε να συμμορφωθεί με την εντολή του συζύγου της. Στο κάτω-κάτω της γραφής, κάποιο λόγο θα είχε που της είχε δώσει εκείνη την παράξενη διαταγή. Καθώς η μέρα περνούσε ωστόσο, άρχισε να νιώθει αδημονία. Είχε μαζέψει πολλά ρούχα που χρειάζονταν άπλωμα, και αν τα άφηνε στο κοφίνι θα μούχλιαζαν, θα μύριζαν απαίσια και θα έπρεπε να τα ξαναπλύνει από την αρχή. Σήκωσε λοιπόν το κοφίνι, ανέβηκε ένα-ένα τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην ταράτσα του σπιτιού και ετοιμάστηκε ν’ απλώσει.
Εκείνη τη στιγμή είδε στην άκρη του δρόμου που περνούσε μπροστά από το νεκροταφείο έναν γέρο-ζητιάνο. Η καρδιά της σφίχτηκε από συμπόνια. Έμοιαζε τόσο κουρασμένος και φτωχός!
Παράτησε το κοφίνι, κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια, μπήκε στο σπίτι, βρήκε μια φρατζόλα ψωμί και φίλεψε με αυτή τον ζητιάνο. Ύστερα, νιώθοντας γαληνεμένη, ανέβηκε και πάλι στην ταράτσα και άρχισε ν’ απλώνει.
Η μέρα που κύλησε μέχρι τον ερχομό του δειλινού φάνηκε στον γέρο νεκροθάφτη πως ήταν η πιο μακριά και δύσκολη που είχε ζήσει ποτέ του. Μια θανάσιμη αγωνία του έσφιγγε το στήθος σαν τανάλια και όσες προσευχές και αν έκανε προς τον πανάγαθο θεό, ένα κακό προαίσθημα που τον τύλιγε σαν σάβανο, δεν έλεγε να υποχωρήσει.
Τελικά, όταν έθαψε και τον τελευταίο νεκρό, επέστρεψε τρέχοντας στο σπίτι του. Και στο κατώφλι του μικρού σπιτικού, τον περίμενε η Αϊσέ, χαμογελαστή όπως πάντα και κρατώντας στα χέρια μια λεκάνη με δροσερό νερό για να του πλύνει το πρόσωπο τα χέρια και τα πόδια.
Εκείνος έμεινε κατάπληκτος: Ώστε λένε και οι νεκροί ψέματα; Ωστόσο, αντί να αναρωτιέται, αποφάσισε να αφεθεί στο ρεύμα της ευτυχίας που τον κατέλαβε και να τη σφίξει με λαχτάρα στην αγκαλιά του.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ωστόσο, καθώς το ηλικιωμένο ζευγάρι κοιμόταν ευτυχισμένο στο κρεβάτι του, οι νεκροί μίλησαν για μια ακόμα φορά:
«Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου! Εσύ δεν μου είπες πως η καλόψυχη Αϊσέ θα πεθάνει;»
«Ναι, στο είπα!»
«Μα αυτή είναι ζωντανή!»
«Φυσικά και είναι. Και θες να μάθεις το λόγο;»
«Για πες μου!»
«Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πάρει ένα ρούχο από το κοφίνι και να τρομάξει το φίδι, είδε τον ζητιάνο και αντί να συνεχίσει τη δουλειά της τον λυπήθηκε και έτρεξε να του δώσει μια βοήθεια. Έτσι το φίδι βγήκε από το κοφίνι και έφυγε χωρίς να την πειράξει, Βλέπεις, εκείνη τη στιγμή που η ζωή της κινδύνευσε, η Αϊσέ έκανε μια πράξη καλοσύνης. Και θα πρέπει να ξέρεις πως η καλοσύνη, όταν είναι αγνή και πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς, έχει τη δύναμη να αλλάξει ακόμα και το θέλημα του παντοδύναμου θεού!»
Tags: The Weird Side Daily , Αϊσέ , Αραβία , Βαγδάτη , διαταγή , Έρικ Σμυρναίος , ζητιάνος , θεός , Θρύλοι , Θρύλος , ιστορία , ιστορίες , κοφίνι , μνήμα , μύθοι , μύθος , νεκροθάφτης , νεκροί , νεκρός , νεκροταφείο , πτώμα , ρούχο , σώμα , ταράτσα , τάφοι , τάφος , φίδι , φωνή , ψυχές , Ψυχή , ψωμί
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.