Υποδόριο

Ο Γίγαντας ξεκίνησε να ψιθυρίζει κάτι, σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Υπέθεσα ότι ήταν η γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι στη Βοσνία και πως έβλεπε κάποιο όνειρο. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι να συνειδητοποιήσω πως τα μάτια του ήταν ανοιχτά και μιλούσε ακατάπαυστα. Σκέφτηκα πως ίσως είχε πάθει κάποια κρίση.
Δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου, αλλά διαπίστωσα πως αυτό ήταν αδύνατον.

03 Δεκεμβρίου 2025

Ένας μεσήλικας με λευκή ρόμπα έκλεισε την πόρτα του δωματίου. Νωρίτερα, οι συνάδελφοί του είχαν διώξει τη μητέρα μου. Η φωνή του άντρα της έφτανε από το διάδρομο στα αυτιά μου. Κάλεσε αρκετά ογκολογικά κέντρα, μέχρι να σωπάσει. Το δικό του κλάμα ήταν βουβό ή ανύπαρκτο. Ίσως του μιλούσα αργότερα για αυτό, όταν τελείωνα με τις σκέψεις που μου προκάλεσε ο γλάρος στο παράθυρο.

Αυτό το φτερωτό πλάσμα προσγειώθηκε στο περβάζι και έκρωξε. Κούνησε παράξενα το κεφάλι του και κοίταξε προς το δωμάτιο. Τον φαντάστηκα να παρακολουθεί τις κλίνες και τους ορούς, να ακούει το μονότονο ήχο των καρδιογραφημάτων, πίσω από το τζάμι. Φαντάστηκα το μικροσκοπικό του εγκέφαλο να επεξεργάζεται τα ερεθίσματα. Μάλωσα τον εαυτό μου για αυτήν τη ψυχρή λογική. Διέθετε κάποια κομψότητα, έτσι τον ονόμασα κ. Γλάρο.

Σε εκείνο ακριβώς το σημείο του συλλογισμού μου, ο κ. Γλάρος έκρωξε για ακόμη μία φορά. Αλλάζοντας οπτική, τον φαντάστηκα να συμφωνεί μαζί μου ή να προσπαθεί να μου πει κάτι που δε γνώριζα. Έπειτα, σκέφτηκα το ενδεχόμενο να πρόκειται για κάποια κ. Γλάρου, γένους θηλυκού κι εγώ να αποδείχθηκα σεξιστής στα τελευταία μου. Γέλασα αυθόρμητα, χωρίς να είμαι σίγουρος αν η σκέψη αυτή ήταν πράγματι αστεία. Τα πνευμόνια μου πόνεσαν και ξεκίνησε ένας σύντομος βήχας. Ο ιδρώτας μου είχε αρχίσει να μουσκεύει το σεντόνι.

Τι γνώριζα για τον ερχομό του καλοκαιριού; Προσπάθησα να ανασύρω από τη μνήμη μου: όλα είναι λαμπρά, κάτω από τον ήλιο. Η μεθυστική και πολύχρωμη βλάστηση της άνοιξης δίνει τη θέση της σε ένα ενιαίο, ζεστό χρυσαφένιο χρώμα, που κυριαρχεί και αγκαλιάζει τα πάντα, μέχρι να συναντήσει το βαθύ πέλαγο ή τη γλυκιά νύχτα, όταν περνούσε ο χρόνος…

Κουταμάρες! Εκείνη η αυθόρμητη αλληλουχία λέξεων που χόρευε στο κεφάλι μου, με έκανε να συνειδητοποιήσω πως είχα ήδη αλλάξει. Μεταμορφωνόμουν σε κάτι διαφορετικό, μόλις λίγες ημέρες μετά τη διάγνωση. Στράφηκα στη διπλανή κλίνη και θέλησα να εκφράσω τους προβληματισμούς μου.

Σχολίασα, με περίσσεια σοβαρότητα, πως ίσως τα καρκινικά κύτταρα να άλλαζαν τον τρόπο σκέψης των ασθενών. Πρόσθεσα πως, όταν τελείωνε όλο αυτό, θα χάριζα ευχαρίστως τον εγκέφαλό μου για μελέτη από τους ειδικούς. Απέκρυψα μόνο το κομμάτι που αφορούσε τον κ. Γλάρο. Έχοντας κουραστεί από το μικρό μου λογύδριο, πήρα μερικές κοφτές ανάσες και περίμενα κάποια ανταπόκριση.

Ο διπλανός μου είχε μεταφερθεί εκεί το ίδιο πρωί. Τα πόδια του προεξείχαν από την άκρη του κρεβατιού και τα χέρια του ήταν τόσο μακριά, που τα είχε κρεμάσει στο πλάι και ακουμπούσαν, σχεδόν, το δάπεδο. Δε φάνηκε να μου δίνει σημασία. Μετά από μερικά λεπτά απόλυτης σιωπής, με ρώτησε αν γνωρίζω πότε σερβίρεται το μεσημεριανό.

«Καρκίνος στον πνεύμονα», είπα, ακουμπώντας τον αντίχειρα στο στέρνο μου. Εξακολουθούσε να αποφεύγει το βλέμμα μου. «Εσύ;» ρώτησα.

«Πεινάω», απάντησε τρίβοντας το στομάχι του.

«Αυτό το κατάλαβα».

«Πρέπει να έχει κουμπιά», είπε ψαχουλεύοντας γύρω του. «Δε βρίσκω κάτι. Εσύ;»

Έριξα μία σύντομη ματιά στο πλάι της κλίνης, χωρίς να γνωρίζω τι ακριβώς έψαχνα. Έπειτα, τον είδα να μου κάνει ένα νεύμα και στράφηκα προς τον τοίχο πίσω μου.

«Τίποτα», είπα. «Θέλεις να φωνάξω κάποιον;»

«Ναι. Πες τους να φέρουν φαγητό. Δε θέλω να πεθάνω από την πείνα».

«Το πρόβλημα είναι στο στομάχι σου, λοιπόν;»

Δεν απάντησε τίποτα. Φαινόταν πραγματικά ενοχλημένος, αλλά όχι από τις ερωτήσεις μου. Έβαλε μία φωνή, απευθυνόμενος στην πόρτα και ο κ. Γλάρος στο παράθυρο απάντησε με ένα ακόμη κρώξιμο. Είχε ορθώσει το λαιμό του και τα φτερά του είχαν φουντώσει. Πρέπει να παρακολουθούσε με τρομερό ενδιαφέρον τη μικρή σκηνή που εξελισσόταν μπροστά του. Πέταξε μακριά, μόλις άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε φουριόζος ένας νοσοκόμος.

Απογοητεύτηκα με αυτήν την εξέλιξη. Δεν έβρισκα τίποτα αξιόλογο σε εκείνο το δωμάτιο, όλες τις προηγούμενες μέρες. Επιπλέον, ο διπλανός μου δε φαινόταν ιδιαίτερα ενδιαφέρων τύπος, πέρα από το γεγονός πως ήταν τεράστιος. Αναπόφευκτα, τον ονόμασα Γίγαντα και παρακολούθησα το νοσοκόμο να αλλάζει τους ορούς και, έπειτα, να τον ενημερώνει πως το μεσημεριανό θα σερβιριστεί περίπου στις 14:00. Μερικές νευρικές και αδέξιες κινήσεις αργότερα, μείναμε και πάλι μόνοι στο δωμάτιο.

«Πώς νιώθεις;» ρώτησα το Γίγαντα.

«Δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι».

«Με το θέμα του θανάτου, εννοώ».

«Αυτό είναι δική μου δουλειά».

«Φοβάσαι;»

«Όχι».

«Ούτε εγώ».

«Συγχαρητήρια».

«Μην είσαι τόσο πικρόχολος. Μπορεί να περάσουμε πολλές μέρες εδώ μέσα».

«Ελπίζω πως όχι».

«Υπό κανονικές συνθήκες θα είχα προσβληθεί. Αλλά παραδέχομαι πως νιώθω το ίδιο με εσένα. Φαίνεσαι βαρετός τύπος».

«Εσύ φαίνεσαι δυσάρεστος τύπος. Νομίζω πως είναι χειρότερο».

«Η απραξία μπορεί να σκοτώσει κάποιον, η δυσαρέσκεια όχι».

«Ο καρκίνος θα μας σκοτώσει και τους δύο, από ό,τι φαίνεται. Πώς νιώθεις για αυτό;» είπε χαμογελώντας και γύρισε στο πλάι, κοιτώντας προς την πόρτα.

Είχα πετύχει το σκοπό μου. Έκανα το Γίγαντα να ζωντανέψει λίγο. Ίσως κατάφερνα να με αντιπαθήσει για πάντα, αλλά τουλάχιστον θα είχαμε μία αλληλεπίδραση. Και όταν λέω για πάντα, εννοώ το υπόλοιπο των ημερών μας. Η σκέψη αυτή αφαίρεσε και το τελευταίο ίχνος τύψεων και μου έδωσε ώθηση να κάνω άλλη μία προσπάθεια.

«Ποια είναι η χειρότερη στιγμή της ζωής σου;» ρώτησα.

«Προσπαθείς να γίνεσαι δυσάρεστος ή έτσι γεννήθηκες;» είπε στρέφοντας ξανά το κεφάλι προς εμένα.

«Έλα, μην το βλέπεις έτσι», απάντησα χαμογελώντας. «Ας κουβεντιάσουμε λίγο. Άλλωστε, τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε εδώ μέσα;»

«Να ξεκουραστούμε».

«Ανοησίες! Να ξεκουραστούμε για ποιο πράγμα; Σε ένα λεπτό μπορεί να έχω πεθάνει».

«Η αυτολύπηση είναι κακό πράγμα».

«Μη με παρεξηγείς, είναι απλώς ρεαλισμός. Λοιπόν, ξεκινάω εγώ: η χειρότερη μέρα της ζωής μου ήταν όταν έμαθα πως πέθανε ο πατέρας μου».

Ο Γίγαντας ανασηκώθηκε και έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα, είπε: «Έχουμε κάποια κοινά, εμείς οι δύο. Ποιος να το περίμενε!»

«Και ποια είναι αυτά;»

«Έχει πεθάνει και ο δικός μου πατέρας. Και το χειρότερο ήταν όταν έμαθα τον τρόπο που πέθανε. Επίσης, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η χειρότερη μέρα της ζωής μου δεν ήταν η μέρα που έμαθα πως είμαι άρρωστος. Ορίστε, τρία κοινά!»

«Σου αρέσουν οι έντονες συγκινήσεις;»

«Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρος».

«Ξέρεις, σκέφτομαι πολύ όλες αυτές τις μέρες. Οι πιθανότητες να ζήσω πάνω από ένα εξάμηνο είναι σχεδόν μηδαμινές».

«Χα! Το ίδιο κι εγώ!»

«Είδες; Ένας δυσάρεστος τύπος σε έκανε να χαμογελάσεις», είπα περήφανος.

«Αυτό είναι αλήθεια. Τι προτείνεις, λοιπόν, δυσάρεστε τύπε; Να ξέρεις πως βαριέμαι εύκολα τις συζητήσεις».

«Λοιπόν, θα ήθελα να τρομάξω για μία τελευταία φορά».

«Μπου!» είπε χασκογελώντας.

«Δεν εννοώ αυτό. Θυμάμαι τον εαυτό μου, παιδί ακόμη, να πηγαίνει σε εγκαταλειμμένα σπίτια, σε σκοτεινά δάση, σε σπηλιές… Μου αρέσουν οι ταινίες τρόμου, ειδικά εκείνες με φαντάσματα».

«Εγώ τα βρίσκω πολύ βαρετά όλα αυτά», δήλωσε ξερά ο Γίγαντας.

«Δεν υπάρχει τίποτα που να σε τρομάζει;»

«Ο πόλεμος».

«Οι πόλεμοι είναι μακριά. Και ξέρεις ότι οι πολεμικές ταινίες είναι ψεύτικες».

«Ο πατέρας μου εκτελέστηκε στη Βοσνία. Αυτό ήταν πολύ αληθινό».

«Λυπάμαι, δεν ήξερα…»

«Ήταν σύντομος θάνατος. Μία σφαίρα στο κεφάλι και τέλος. Ο πόλεμος ήταν χειρότερος. Έχω διαβάσει τα γράμματά του».

«Δεν ήσουν εκεί;»

«Όχι. Εγώ και η μητέρα μου είχαμε φύγει από τη χώρα. Μαθαίναμε τι συνέβαινε μέσα από τα γράμματα».

«Τι συνέβαινε;», ρώτησα, αδυνατώντας να συγκρατήσω την περιέργειά μου. Ήταν μία καλή αφορμή για τροφή, στην τελευταία αναζήτηση της ζωής μου για συγκινήσεις.

«Δε θέλεις να ξέρεις», απάντησε βλοσυρός ο Γίγαντας.

Ο κ. Γλάρος επανεμφανίστηκε στο παράθυρο ακριβώς στο τέλος της πρότασής του. Ξεκίνησε να χτυπά το τζάμι με το ράμφος του. Ήταν μία ανεξήγητη εικόνα. Σε τελευταία ανάλυση, θα ήταν ανόητο να πιστέψω πως ένα πτηνό έχει τη δυνατότητα να ακούσει μία συζήτηση πίσω από ένα παράθυρο ή να κατανοήσει οποιαδήποτε ανθρώπινη γλώσσα. Πόσο μάλλον να διαλέξει και τη στιγμή που θα εμφανιστεί. Εξήγησα στο Γίγαντα το σκεπτικό μου και ρώτησε αν είμαι τρελός.

«Δε νομίζω», απάντησα σοβαρά. «Πλησιάζοντας στο τέλος, νιώθω πολύ κοντά στην αλήθεια».

«Ποια αλήθεια;»

«Δεν ξέρω. Κατανοώ καλύτερα τον κόσμο».

«Και γιατί ξεκινάς όλες αυτές τις συζητήσεις; Μήπως φοβάσαι;»

«Όχι, καθόλου. Αυτό είναι το πρόβλημα. Μου είναι αδύνατον να τρομάξω με κάτι ή να νιώσω φόβο απέναντι στο θάνατο».

«Εγώ, πάντως, θέλω να ζήσω».

«Κι εγώ», απάντησα. «Θέλω να ζήσω έντονα μέχρι το τέλος».

Ξύπνησα κατά τη διάρκεια της νύχτας από ένα δυνατό κρότο. Το τζάμι του παραθύρου είχε σπάσει και η βροχή όρμησε μέσα, φτάνοντας μέχρι το πρόσωπό μου. Ο κ. Γλάρος ήταν άφαντος. Η ξαφνική καταιγίδα είχε προκαλέσει διακοπή ρεύματος και το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Οι εικόνες του καλοκαιριού, όπως τις είχα φανταστεί νωρίτερα, έμοιαζαν τώρα καλοδεχούμενες.

«Γίγαντα;» είπα χαμηλόφωνα. Δεν έλαβα καμία απάντηση. Τον είδα να κοιμάται αμέριμνος, με τα χέρια του να κρέμονται.

Σηκώθηκα από την κλίνη, απορώντας με την απουσία του προσωπικού. Βημάτισα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα τη θάλασσα. Ήταν αφρισμένη και χτυπούσε με μανία τη βάση του νοσοκομείου, ακριβώς από κάτω μου. Τα λιγοστά δέντρα που είχαν επιβιώσει, κατά μήκος της ακρογιαλιάς και δίπλα στο νοσοκομείο, έδειχναν έτοιμα να ξεριζωθούν από τον άνεμο. Έβλεπα ένα ολοζώντανο σκηνικό από ταινία τρόμου, όπως ακριβώς συζητούσα πριν από μερικές ώρες. Γέλασα ξανά με τη σκέψη μου και ο πόνος στο στήθος επέστρεψε, μαζί με το βήχα.

Ο Γίγαντας ξεκίνησε να ψιθυρίζει κάτι, σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Υπέθεσα ότι ήταν η γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι στη Βοσνία και πως έβλεπε κάποιο όνειρο. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι να συνειδητοποιήσω πως τα μάτια του ήταν ανοιχτά και μιλούσε ακατάπαυστα. Σκέφτηκα πως ίσως είχε πάθει κάποια κρίση.

Δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου, αλλά διαπίστωσα πως αυτό ήταν αδύνατον. Φώναξα για βοήθεια και χτύπησα αρκετές φορές την πόρτα με τη γροθιά μου. Έπειτα, έκανα άλλη μία προσπάθεια να την ανοίξω, χωρίς αποτέλεσμα. Θεώρησα παράλογο το ενδεχόμενο να ήταν κλειδωμένη. Πιθανότατα είχε φρακάρει, άλλωστε οι εγκαταστάσεις ήταν παμπάλαιες.

Πλησίασα το Γίγαντα, για να δω τι του συμβαίνει. Έσκυψα από πάνω του και έκλεισα τα μάτια μου σε δύο σχισμές, προσπαθώντας να δω την κατεύθυνση του βλέμματός του. Κοιτούσε προς μία συγκεκριμένη γωνία στο ταβάνι. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τα κάνουν να φαίνονται απόκοσμα σκοτεινά. Η ανάσα του είχε γίνει τώρα κοφτή. Ακούμπησα με την παλάμη το στήθος του και διαπίστωσα πως η καρδιά του χτυπούσε πολύ γρήγορα.

Την ώρα που σήκωσα την παλάμη μου, ένας αρουραίος πετάχτηκε από τη λαιμόκοψη της μπλούζας του. Ξεκίνησε να τρέχει μέσα στο δωμάτιο πανικόβλητος και ανέβηκε στο παράθυρο. Είδα την τεράστια ουρά του να κουνιέται πέρα δώθε και τον άκουσα να τσιρίζει.

«Γίγαντα;» είπα και τον ταρακούνησα με τα χέρια μου. Συνέχισε να μιλάει, αυτή τη φορά βγάζοντας μερικές άναρθρες κραυγές ανάμεσα στις προτάσεις του. Καταλάβαινα μονάχα μία λέξη: μαμά.

Μετά από λίγο, ο αρουραίος επέστρεψε στο Γίγαντα και τρύπωσε ξανά μέσα στη μπλούζα του. Έσκισα τη μπλούζα και διαπίστωσα ότι αυτό το μικρό πλάσμα έσκαβε με τα μυτερά νύχια του το στομάχι του Γίγαντα και δάγκωνε μικρά κομμάτια από το δέρμα του. Δεν έδωσε καμία σημασία στην παρουσία μου, παρά μόνο συνέχισε το μακάβριο έργο του με ακόμη μεγαλύτερη λύσσα.

Άκουσα μερικούς υπόκωφους θορύβους και στράφηκα προς το σπασμένο τζάμι. Στο δωμάτιο είχαν τρυπώσει και άλλοι αρουραίοι, όλοι τσιρίζοντας και τρέχοντας προς το μέρος μας. Σκαρφάλωσαν επάνω στο στήθος του Γίγαντα και ξεκίνησαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με τον πρώτο αρουραίο. Δεν ξέρω τι έψαχναν να βρουν κάτω από το δέρμα του, πάντως συνέχιζαν να σκάβουν, αδιαφορώντας για το τι συνέβαινε γύρω τους.

«Γίγαντα!» φώναξα, προσπαθώντας να τον ανασηκώσω. «Κάτι δεν πάει καλά! Οι αρουραίοι! Δεν μπορώ να τους διώξω!»

Κατάφερα να ρίξω τα τεράστια χέρια του στους ώμους μου και να τον τραβήξω επάνω. Οι αρουραίοι κρέμονταν τώρα από το στήθος του, με τα δόντια τους να έχουν γαντζωθεί στο δέρμα του. Ο ίδιος συνέχισε να μονολογεί ακατάληπτα, αυτή τη φορά προσθέτοντας γνώριμες λέξεις στο παραλήρημά του.

«Μωρά! Κεφάλια! Αίμα! Θεέ μου, βοήθεια!»

«Γίγαντα, σε παρακαλώ σύνελθε!»

«Ήρθε! Είναι εδώ! Είναι εδώ!» φώναζε και έδειχνε προς το ταβάνι.

«Ηρέμησε!» είπα προσπαθώντας να φτάσω με τα πόδια μου το στήθος του, καθώς τα χέρια μου μετά βίας συγκρατούσαν το βάρος του. Δεν μπορούσα να αντέξω περισσότερο. Πέσαμε και οι δύο κάτω, αγκαλιασμένοι και με τους αρουραίους να κουνάνε μανιασμένα νύχια και δόντια ανάμεσα στα στήθη μας.

Το κρώξιμο στο παράθυρο με έκανε να νιώσω ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, το οποίο δεν μπορώ να περιγράψω. Ξέρω μονάχα πως για μια στιγμή, που δεν θα την έβαζα με σιγουριά στο φάσμα της βεβαιότητας, θυμήθηκα τις προσευχές της γιαγιάς μου. Είδα νοερά τη φιγούρα της να στέκεται στο κατώφλι του παιδικού μου δωματίου και να προσεύχεται για μένα, λίγο πριν κοιμηθώ.

Ο κ. Γλάρος όρμησε στο δωμάτιο και προσγειώθηκε δίπλα μας. Τρύπωσε το ράμφος του ανάμεσα στα στήθη μας και άρπαξε έναν αρουραίο. Με αστραπιαίες κινήσεις, του ξέσκισε την κοιλιά και έφαγε τα σωθικά του. Έπειτα, συνέχισε να κάνει το ίδιο και με τους υπόλοιπους αρουραίους, μέχρι που επανήλθε το ρεύμα και το δωμάτιο γέμισε με ένα εκτυφλωτικό φως.

Ένας νοσοκόμος έσπασε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Έβγαλε μία σύντομη κραυγή, μόλις αντίκρισε το θέαμα. Είχα καταφέρει να βγάλω το Γίγαντα από πάνω μου και τον είχα ρίξει στο πλάι. Το στήθος του ήταν γεμάτο αίματα και τα μάτια του είχαν παραμείνει ορθάνοιχτα, αλλά είχε σταματήσει να παραμιλάει. Ο κ. Γλάρος άρπαξε έναν τελευταίο αρουραίο, πέταξε μέσα από το σπασμένο τζάμι και χάθηκε μέσα στη βροχή. Οι υπόλοιποι αρουραίοι το έσκασαν προς πάσα κατεύθυνση.

Άκουσα στριγκλιές στο διάδρομο και είδα ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι, θυμίζοντας έντονα τη συμπεριφορά των αρουραίων.

Το πρωί κάθισα σε ένα παγκάκι, στο προαύλιο του νοσοκομείου. Ο ήλιος είχε επιστρέψει και έλουζε το πρόσωπό μου. Άναψα κρυφά ένα τσιγάρο, ελπίζοντας να αποφύγω τα βλέμματα της μητέρας μου, που συζητούσε με τον πατριό μου και τους γιατρούς για το εξιτήριο, σε κάποια αίθουσα του νοσοκομείου.

Αναλογίστηκα τις πιθανότητες να συμβεί ό,τι συνέβη την προηγούμενη νύχτα. Μπορεί να φαίνονταν όλα αφύσικα, αλλά στην πραγματικότητα όλα ήταν πιθανά. Μία καλοκαιρινή καταιγίδα. Ένας θρησκόληπτος ασθενής με παιδικά τραύματα έπαθε μία κρίση και πέθανε από ανακοπή. Μερικοί τρομαγμένοι και πεινασμένοι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου έκαναν την εμφάνισή τους. Μια παλιά πόρτα είχε φρακάρει. Όλα αυτά αφού είχαμε συζητήσει για το φόβο και τον τρόμο. Ενώ εγώ ο ίδιος ένιωθα μία ακόρεστη ανάγκη για μία τέτοια συγκίνηση.

Η αλληλουχία των γεγονότων ήταν παράξενη, σύμφωνοι. Μου ήρθε στο μυαλό ο Αϊνστάιν, ο Σρέντινγκερ, ο Σωκράτης, το σύμπαν και οι συμπτώσεις του, σε ένα αυθόρμητο πέρασμα από το φυσικό κόσμο, τις επιστήμες και την ανάγκη μου για εξηγήσεις. Έπειτα, θυμήθηκα την εικόνα του Γίγαντα να κοιτάζει, μούσκεμα στον ιδρώτα, την ίδια γωνία στο ταβάνι, για ώρα, μέχρι να ξεψυχήσει. Τον θυμήθηκα να μουρμουρίζει, μέχρι την τελευταία στιγμή: Μαμά. Θεέ μου. Και τέλος, τον επιθανάτιο ρόγχο. Το στήθος του να σταματάει να ανεβοκατεβαίνει. Το τέλος της πάλης του ή το τέλος των βασάνων του, εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς.

Αναρωτήθηκα αν ο κ. Γλάρος ή οι αρουραίοι έκαναν τέτοιες σκέψεις και κατέληξα πως αυτό συγκέντρωνε ελάχιστες πιθανότητες. Μάλλον η φυσιολογία τους επέτρεπε μονάχα να πετούν, να τρέχουν, να δαγκώνουν, να ξεσκίζουν. Πάντως, όχι να σκέφτονται αυτά που σκεφτόμουν εγώ. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω.

Η μητέρα μου ήρθε δακρυσμένη στο παγκάκι, κρατώντας στα χέρια της ένα φάκελο. Ο πατριός μου ήταν αμίλητος. Κατάλαβα πως το τέλος ήταν κοντά. Ευχαρίστησα τον εαυτό μου που δεν έγινα θρησκόληπτος και τη γάτα του Σρέντινγκερ που δεν έζησα πόλεμο, ούτε καν μέσω αλληλογραφίας. Έτσι, θα γλίτωνα το τέλος του Γίγαντα.

Είχα δει τον τρόμο στα μάτια του και δεν είχε καθόλου να κάνει με την ασθένεια. Είδα έναν υπαρξιακό τρόμο, αυτόν τον ίδιο τρόμο που εγώ αναζητούσα σαν φάρμακο για την πλήξη μου. Διαπίστωσα πως αναζητούσα κάτι που όχι μονάχα δε θα ήμουν ποτέ σε θέση να ζήσω, αλλά και πως αν υπήρχε μία περίπτωση να βιώσω ένα τέτοιο συναίσθημα, αυτό θα ήταν αβάσταχτο. Όπως ακριβώς ήταν για τον καημένο το Γίγαντα.

Ένιωσα ανυπόφορα ανόητος, αλλά με μία ανανεωμένη βεβαιότητα για τη ζωή μου και με ένα νέο στόχο: θα έδειχνα τη μεγαλύτερη δυνατή αγάπη στη μητέρα μου. Θα πηγαίναμε βόλτες στην εξοχή, θα τραγουδούσαμε, θα χορεύαμε, θα μαγείρευα μαζί της. Θα τη χάζευα ενώ κοιμόταν, όπως έκανε εκείνη όταν ήμουν παιδί. Τέλος, θα προσπαθούσα διακριτικά να την προετοιμάσω για την απόσυρσή μου από εκείνο το παράλογο πανηγύρι.

Την ώρα που την αγκάλιαζα, ο κ. Γλάρος έκρωξε πάνω από τα κεφάλια μας και πέταξε κάτω από το λαμπρό ήλιο.

Tags: death , gull , horror , horror short story , Hospital , rat , short-story , αρουραίοι , αρουραίος , ασθενής , γλάρος , διήγημα , Διήγημα τρόμου , θάνατος , μυστήριο , νοσοκομείο , τρόμος , Υποδόριο

Δημήτρης Μητσός

Δημοσιεύτηκε 3 Δεκεμβρίου, 2025

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.