Πυρ & Ύδωρ

«Οι μανιασμένες καμπάνες του χωριού τους είχαν διακόψει πριν προλάβουν να αποκρυπτογραφήσουν την αρχαία διάλεκτο. Ομάδες έφιππων τριαινοφόρων και φανατικών είχαν κυκλώσει το χωριό, σ’ ένα ακόμα κυνήγι κληρονόμων, ή μάγων, όπως τους φώναζαν οι μοναχοί του Τάγματος και του Μαντείου».

Έστρωσε τη μάλλινη κουβέρτα στο φυλλόστρωτο χώμα, ανάμεσα στα δύο τελευταία δέντρα πριν το ξέφωτο. Οι αδύναμες ακτίνες του πρωινού ήλιου ζέσταιναν το πρόσωπο της Ήβης. Είχε λίγη ώρα μέχρι να ξυπνήσουν οι υπόλοιποι. Κάθισε οκλαδόν, χαμήλωσε τα βλέφαρά κι άφησε τον εαυτό της να γίνει ένα με τα δέντρα του δάσους.

Για μια στιγμή ένιωσε το χάιδεμα του αέρα να την παρασέρνει. Ένιωσε τις ρίζες των πεύκων και των βελανιδιών να ξεδιψούν ρουφώντας το βρόχινο νερό από το έδαφος. Ένιωσε τα ελαφρά πατήματα των ελαφιών στο χώμα. Η ενέργεια του κόσμου έρεε μέσα της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε τα δάχτυλά της ρυθμικά τρεις φορές. Τίποτε. Ανακάθισε και προσπάθησε ξανά. Δεν έπρεπε να την κυριεύσει ο εκνευρισμός. Συγκεντρώθηκε. Στο τελευταίο χτύπημα, το χέρι της έβγαλε στιγμιαία αδύναμες σπίθες. Χτύπησε τη γροθιά της στο έδαφος.

Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Το χέρι της βούτηξε ασυναίσθητα στην τσάντα της, ψάρεψε το παλιό δερματόδετο χειρόγραφο βιβλίο κι ανέτρεξε στη σελίδα 452. Το πάντρεμα. Σύμφωνα με τις Άγνωστες Πτυχές του Όρκου, η πανάρχαια τεχνική του παντρέματος είχε ξεχαστεί μετά τον Όρκο της εξαφάνισης των Θεών από τον κόσμο. Τα μάτια της υγράνθηκαν θυμούμενη το τραγικό βράδυ στο Καστραίο. Είχε συναντήσει τον Αρέθυμο και τη Θέσπιδα για να μεταφράσουν το κομμάτι που τους ενδιέφερε.

Οι μανιασμένες καμπάνες του χωριού τους είχαν διακόψει πριν προλάβουν να αποκρυπτογραφήσουν την αρχαία διάλεκτο. Ομάδες έφιππων τριαινοφόρων και φανατικών είχαν κυκλώσει το χωριό, σ’ ένα ακόμα κυνήγι κληρονόμων, ή μάγων, όπως τους φώναζαν οι μοναχοί του Τάγματος και του Μαντείου.

Οι πολεμιστές του Δόγματος της Αλήθειας είχαν ξεχυθεί στα λιθόστρωτα στενά του χωριού, καίγοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας στο όνομα της Θεάς. Η Ήβη, η Θέσπις κι ο Αρέθυμος είχαν χαθεί στον λαβύρινθο των αχυροσκεπών, μέχρι που βρέθηκαν στην πλατεία και, δίχως διέξοδο, ρίχτηκαν στη μάχη. Ανάμεσα στις πύρινες μπάλες και τα υγρά μαστίγια, ένας φανατικός, έχοντας τη μελανόχρωμη τρίαινα της Θεάς ζωγραφισμένη στους πήχεις του, διαπέρασε μ’ ένα δόρυ την πλάτη του Αρέθυμου.

Καθώς ο συμπολεμιστής της άφηνε την τελευταία του ανάσα στα χέρια της, το βαθύ γαλάζιο των ματιών του είχε τρυπήσει την ψυχή της. Δεκάδες τριαινοφόροι, σκληροτράχηλοι κυνηγοί κληρονόμων, την είχαν περικυκλώσει. Τότε έχασε τον έλεγχο του εαυτού της. Θυμός κυλούσε σαν καυτή λάβα στις φλέβες της. Η Ήβη είχε ουρλιάξει και βρυχίσει σαν ηφαίστειο, δημιουργώντας ένα πύρινο δαχτυλίδι σε μια ακτίνα πολλών μέτρων, μετατρέποντας σε μια αχνιστή στοίβα οστών και στάχτης τους πολεμιστές του Μαντείου.

Πόσοι ακόμα πρέπει να χαθούν για να ευχαριστηθούν οι ορέξεις των Θεών; Πόσοι ακόμα για να πάρουν θέση;

Από εκείνη τη νύχτα οι δυνάμεις της δεν είχαν επανέλθει πλήρως. Προσπαθούσε κάθε μέρα να συνδεθεί με τη ροή του κόσμου και του πατέρα Αιθέρα, ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί όσο τους κυνηγούσαν στο δάσος.

Αύριο θα προσπαθήσω ξανά.

Στον ήχο του άρρυθμου περπατήματος, γούρλωσε τα μάτια και γύρισε απότομα δεξιά. Έτριξε τα δόντια της βλέποντας τον Ευρυτέχνη να περιφέρεται άσκοπα από δέντρο σε δέντρο. Πάλι είχε φύγει από την υπόλοιπη ομάδα. Αφού σηκώθηκε κι έτρεξε κοντά του, άκουσε το παραμιλητό που ξέφευγε από τα χείλη του.

«Πίσω στη γωνία δέκα λεπτά», έλεγε με κοφτά λόγια και γρήγορες ανάσες. «Πίσω στη γωνία πέντε λεπτά. Πίσω στη γωνία δύο λεπτά.»

Η Ήβη τον πρόφτασε και πέρασε προσεκτικά το χέρι του από τον αγκώνα της. «Ευρυτέχνη, έλα, πάμε πίσω», του είπε ψύχραιμη, δίχως να προκαλέσει την παραμικρή παρατονία στη μελωδία του δάσους που ξυπνούσε.

«Ε; Ναι! Πάμε πίσω, ναι. Πέντε λεπτά».

«Χρειάζεσαι ξεκούραση». Η φωνή της Θέσπιδος την αποσυντόνισε.

Η υδρομάγος καθόταν στην μάλλινη κουβέρτα της Ήβης και έτριβε ένα μείγμα βοτάνων και σκόνης στην ξύλινη επιφάνεια που κουβαλούσε μαζί της.

«Έτοιμο. Ορίστε, αυτό θα σε βοηθήσει.»

«Αν το ξοδεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό δε θα μας φτάσει μέχρι το Τζιούρντο», είπε η Ήβη βάζοντας τον άνδρα να καθίσει. «Έχουμε μια βδομάδα δρόμο, κι αυτό χωρίς τις παρακάμψεις. Ο Ευρυτέχνης το έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μένα.»

«Ο Ευρυτέχνης έχει χάσει τα λογικά του. Δεν ξέρω αν το ονείριο μπορεί να τον συνεφέρει», είπε η Θέσπις αφού έβαλε δερμάτινα πουγκιά στην τσάντα της με προσοχή. «Εσύ, ούτε σπίθα δε βγάζεις. Άλλωστε, δεν έβαλα κανονική δόση. Το έχω αναμείξει με μαντζουράνα και πιπερόριζα για οικονομία.»

Απογοητευμένη από την απόδοσή της, κατάπιε το παρασκεύασμα. Η Θέσπις είχε δίκιο, χρειαζόταν ενέργεια. Ο δρόμος ήταν γεμάτος με φανατικούς του Αδύτου κι η ομάδα είχε δεχτεί πολλά χτυπήματα. Όσους κι αν έκανε στάχτη, ο ναός του Βατιάνο έριχνε περισσότερους αγράμματους αγρότες στον ιερό πόλεμο κατά της μαγείας. Το σπαθί της Ήβης δεν αρκούσε. Μαζεύοντας τη μάλλινη κουβέρτα, έστρεψε το βλέμμα της στη Θέσπιδα. «Ξύπνα τους σιγά σιγά. Πρέπει να φύγουμε πριν ξημερώσει.»

Άπλωσε το χέρι να σηκώσει το σάκο της, ο οποίος έμοιαζε ασήκωτος. Στιγμιαία θυμήθηκε πως ήταν ζωσμένος με την ασπίδα, τη βαλλίστρα και το σπαθί της. Περνώντας μπροστά από τους μισοξυπνημένους συντρόφους της, οι εκατοντάδες μεταλλικοί κρίκοι της βαριάς αλυσιδωτής θωράκισης κουδούνιζε σε κάθε της βήμα κι έδινε το σύνθημα πως η μέρα ξεκινούσε.

Σταμάτησε στις κουβέρτες του Ιόκαστου και γονάτισε.

«Πως είσαι σήμερα;» σήκωσε το χιτώνιο στο αριστερό πόδι, φανερώνοντας ένα μεγάλο διαγώνιο κόψιμο από σπαθί στον μηρό. Τις νύχτες το άφηναν ανοιχτό για να αναπνέει, αλείφοντας μια πάστα της Θέσπιδος, ενώ κάθε πρωί η Ήβη ή η Θέσπις κάλυπταν την πληγή για την πορεία της ημέρας.

«Πονάει», είπε με παράπονο ο Ιόκαστος. «Έπρεπε να σε αφήσω να το κάψεις και να κλείσει.»

«Ήβη, είμαστε έτοιμοι», είπε ο Θεομένης διώχνοντας ξανθές τρίχες από το πρόσωπο του. «Θα βάλω τον Ευρυτέχνη να με βοηθήσει με τον Ιόκαστο.»

Η Ήβη έδεσε τα μαλλιά της πίσω και ξεκίνησε. Προπορεύτηκε αρκετά μέτρα, ώστε να μείνει συγκεντρωμένη. Μετρούσε βήματα κι οδηγούσε τους συντρόφους της. Στα χίλια πεντακόσια βρήκε ένα μαχαίρι καρφωμένο στο χαμηλότερο κλαρί μιας βελανιδιάς. Είχε δεμένο ένα σημείωμα με τον γραφικό χαρακτήρα της Ιόλης.

Ενενήντα μοίρες δεξιά από το δέντρο, εννιακόσια βήματα, βελανιδιά. Σας περιμένω την αυγή.

Ακολούθησε τις νέες οδηγίες. Δεν υπήρχε μονοπάτι, παρά μόνο αυτό που χάραζε η Ιόλη μέσα στο δύσβατο δάσος. Τα πυκνά κλαριά των δέντρων ανάγκαζαν την Ήβη να κρατά το μακρύ μαχαίρι της και να ανοίγει το δρόμο για τον Θεομένη και τον Ευρυτέχνη όπου ήταν απαραίτητο. Πριν από κάθε κόψιμο απομνημόνευε το νούμερο για να μη χάσει το μέτρημα.

Η βλάστηση δεν ήταν το μόνο πρόβλημα της. Ο Ιόκαστος χρειαζόταν πιο συχνές στάσεις και καθυστερούσε όλη την ομάδα. Το ανώμαλο έδαφος του Ποταμοδάσους έκανε την αποστολή τους ακόμα πιο δύσκολη. Μετά απ’ την προχτεσινή αψιμαχία, έπρεπε να πηγαίνουν πολύ πιο αργά. Ο Ιόκαστος χρειαζόταν πιο συχνές στάσεις, ενώ ομάδες τριαινοφόρων κυκλοφορούσαν σ’ όλη την περιοχή κυνηγώντας τους όμοιούς της.

«Ήβη, να κάνουμε μια στάση. Δε μπορώ άλλο!» Ο Ιόκαστος έδειξε το λερωμένο από αίμα χέρι του. Η Θέσπις σταμάτησε, άφησε με προσοχή τον Ευρυτέχνη σ’ έναν ξαπλωμένο κορμό δέντρου κι η Ήβη τον πλησίασε. Οι αυτοσχέδιοι επίδεσμοι γύρω από το μπούτι του είχαν μουσκέψει από ζεστό αίμα.

Η Ήβη άφησε τη φίλη της να παρασκευάσει ένα είδος πάστας για να σταματήσει η αιμορραγία και συνέχισε να μετρά βήματα.

Εκατόν εβδομήντα ένα, εκατόν εβδομήντα δύο, εκατόν εβδομήντα –

Ένα θρόισμα στα δεξιά. Σφύριξε δύο φορές και κόλλησε το σώμα της σ’ ένα δέντρο. Με τα μάτια έκανε νόημα στον Θεομένη να συγκρατήσει τον Ευρυτέχνη. Αν ο μισότρελος άνδρας μιλούσε ή, ακόμα χειρότερα, τρόμαζε, θα πρόδιδε τη θέση τους.

Μ’ ένα απότομο γύρισμα του σώματός της, βρέθηκε στην άλλη άκρη του κορμού, με την κόψη του μαχαιριού να σταματά στην καρωτίδα μιας μελαχρινής γυναίκας με λεπτή φιγούρα.

«Ιόλη! Τι κάνεις εδώ;»

«Αργήσατε κι ανησύχησα. Το επόμενο σημείο είναι πεντακόσια βήματα μακριά.»

«Ο Ιόκαστος… Έπρεπε να σταματήσουμε.»

«Ήβη, πρέπει να αλλάξω πορεία», είπε η Ιόλη ξεφυσώντας. «Το Μπέριο έχει γεμίσει με Τριαινοφόρους. Καμιά πενηνταριά σίγουρα. Είναι αδύνατο να περάσουμε από την περιοχή χωρίς μάχη.»

«Δεν είναι πολλοί», είπε η Ήβη πηγαίνοντας στο σημείο όπου είχε σταματήσει το μέτρημα.

«Έχουμε αντιμετωπίσει περισσότερους.»

«Έχουν.. δύο αποστάτες. Υδρομάγοι», είπε η Ιόλη μ’ ένα κόμπιασμα.

Κάθε τρίχα του κορμιού της ορθώθηκε. Δεν είχαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τριαινοφόρους και υδρομάγους μαζί. Το Δόγμα της Αλήθειας των Βατιάνι είχε βρει εύφορο έδαφος στα μυαλά των αδύναμων κληρονόμων. Η Ήβη δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει δύο υδρομάγους, όχι όταν οι μάχιμοι της ομάδας ήταν δύο πυρομάγοι.

Κι αφού μας σκοτώσουν, οι τριαινοφόροι θα πνίξουν και τους αποστάτες στον πάτο της λίμνης, θυσία στη Θεά.

«Πήγα νότια», συνέχισε η Ιόλη, «υπάρχει ένας οικισμός με ψαρόβαρκες πριν το τέλος του δάσους. Βρήκα ένα μονοπάτι, σχεδόν παράλληλο με τον Καστάνο. Κατεβαίνει νότια.»

«Έχεις σημαδέψει τον δρόμο; Είναι ασφαλής;» ρώτησε η Θέσπις.

«Ναι. Ανά χίλια βήματα», είπε η Ιόλη κι έγνεψε προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Αν κόψετε αριστερά, σε τρία τέταρτα θα βρείτε τη σβούρα του Ελάνιου. Είναι στη βάση μιας μεγάλης βελανιδιάς. Από εκεί σε δύο ώρες θα με βρείτε σε έναν βωμό της Βάτιας. Σας περιμένω ήδη. Θέσπις, χρειάζομαι ονείριο.»

«Στο ετοίμασα. Ορίστε. Αραιωμένο για οικονομία. Θα κάνει πάλι τη δουλειά, απλά όχι όπως το καθαρό.»

Η Ήβη ένιωσε ξανά αισιόδοξη όταν αντίκρισε το πλατύ χαμόγελο στα χείλη της χρονομάγου, καθώς η Θέσπις γέμιζε το φλασκί της με το μείγμα του ονείριου. Η ομορφιά του χαμόγελου σχεδόν έκρυβε την ουλή του μαστιγίου που ξεκινούσε στο δεξί μέρος του λαιμού της και διέσχιζε την πλάτη της.

Δε μπορούσε να ξεχάσει την ημέρα που είχε σώσει την Ιόλη από τα χέρια των φανατικών του Δόγματος, όταν τυχαία περνούσε με τον Θεομένη από το χωριό της. Οι τριαινοφόροι είχαν δέσει την Ιόλη, την είχαν ρίξει στο αμόνι ενός πεταλοποιού και έπαιρναν σειρά με το μαστίγιο. Κάθε τίναγμα του χεριού, έσχιζε το χιτώνιό της κι έγδερνε τη νεανική μικροκαμωμένη πλάτη της. Η Ήβη την έσωσε τελευταία στιγμή από τη μανία των δογματικών.

«Μη ξοδεύω ενέργεια άδικα, σας αφήνω. Ο δρόμος είναι ασφαλής. Θα σας δω σε λίγο.»

Χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλά της στον αέρα, η Ιόλη εξαφανίστηκε μ’ έναν στιγμιαίο ήχο, σα σφύριγμα του ανέμου.

Η συντροφιά συνέχισε τη διαδρομή της. Βρήκαν τη μικρή κόκκινη σβούρα, όπως τους υποσχέθηκε. Από εκεί ξεκίνησε να μετρά βήματα ξανά, σύμφωνα με της οδηγίες που έδωσε η Ιόλη. Είχε βάλει στόχο να φτάσουν στο ναΐσκο της Βάτιας πριν το μεσημέρι. Θα ηρεμούσε μόνο αν περνούσαν στην απέναντι όχθη.

Ο Ιόκαστος παραπονιόταν συχνά για τον πόνο, μα η Ήβη σταμάτησε για στάση μόνο όταν υπολόγισε πως είχαν σχεδόν φτάσει. Τότε μόνο μπορούσε να ρισκάρει μερικά λεπτά, ώστε να ξεχαστεί για λίγο ο πόνος του.

«Πως έχασε τα λογικά του ο Ευρυτέχνης;» άκουσε τη φωνή του Θεομένη δίπλα της.

«Όπως τα χάνουν όλοι οι χρονομάγοι που υπερβάλλουν».

«Για να φτάσει σε αυτό το σημείο ένας μάγος του επιπέδου του, πρέπει να έπαιξε πολύ επικίνδυνα…» είπε ο Θεομένης.

«Ναι, αρκετά», είπε κοφτά. Η ιστορία του Ευρυτέχνη την πονούσε περισσότερο από του Αρέθυμου, ο οποίος σκοτώθηκε και το βάσανό του τέλειωσε.

«Τις πρώτες μέρες της πολιορκίας του Καστελμάρο», είπε μετά από μερικές στιγμές η Θέσπις, «ο Θεομένης είχε εισχωρήσει στο στρατόπεδο των τριαινοφόρων για να κάψει τις αποθήκες τους. Άφησε μια σειρά αντικειμένων για να μπορεί να ξεφύγει αν χρειαστεί. Όταν τον εντόπισαν, άρχισε να πηγαίνει πίσω στο χρόνο. Αρχικά πέντε λεπτά στη γωνία του διαδρόμου, μετά δέκα λεπτά πιο πίσω στους στάβλους προσπαθώντας να ξεφύγει», είπε και χάιδεψε την πλάτη του χαμένου Ευρυτέχνη.

«Πέντε λεπτά πίσω,» της απάντησε ο χρονομάγος. «Πέντε, πέντε, πέντε και να μαι.»

“Ταξίδευε πίσω στο χρόνο ενώ ήταν ήδη πίσω”, συμπλήρωσε η Ήβη πνίγοντας τα δάκρυά της, «ώσπου συνάντησε τον εαυτό του κατά λάθος.»

«Όταν επέστρεψε στο φρούριο είχε σχεδόν ξεχάσει ποιος ήταν» είπε η Θέσπις ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του άνδρα. «Μας έσωσε και έχασε τον εαυτό του.»

«Μας έσωσε για να μας οδηγήσει ο Μάρο στη σφαγή ένα μήνα μετά», είπε η Ήβη φτύνοντας στο χώμα, «να φάνε την ψυχή του οι Θεοί κι όλα τα-»

Η χρονομάγος εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά τους, με τον χαρακτηριστικό ήχο.

«Σας βρήκα! Μην έρθετε! Φυγέτε, Ήβη! Παρακάμψτε το ναό. Με βρήκαν!»

Τα λόγια της ήταν τόσο κοφτά όσο κι η παρουσία της. Πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια της, είχε γίνει αέρας. Η Ήβη δεν πρόλαβε να την κοιτάξει καν.

«Θέσπιδα μείνε με τον Ιόκαστο και τον τρελό. Θεομένη πάμε!»
«Ήβη περίμενε!» φώναξε ο Ιοκάστος, «Για εμάς δεν είναι μεσημέρι ακόμα. Δεν την έχουν βρει!»

Έγνεψε θετικά, τράβηξε το σπαθί της και ξεκίνησε να τρέχει. Η καρδιά της συγχρονίστηκε στο ρυθμό των βημάτων της. Αποφάσισε να πετάξει τον σάκο της στο έδαφος. Έπαιζε κυριολεκτικά με τον χρόνο. Είχε να διανύσει κάμποση απόσταση μέχρι την Ιόλη. Με την αλυσιδωτή πανοπλία πάνω της, υπολόγισε πως χρειαζόταν πέντε λεπτά. Ανάμεσα από τα δέντρα άρχισε να αχνοφαίνεται ο πέτρινος ναΐσκος. Όσο πλησίαζε, τόσο ξεχώριζε κι η εικόνα της Ιόλης, η οποία είχε ακουμπήσει την πλάτη της στην ξύλινη πόρτα για να ξεκουραστεί.

Ίσως τελικά να ‘χε προλάβει! Λίγα ακόμα μέτρα τη χώριζαν από τη φίλη της. Πριν βγει στο ξέφωτο, στο οπτικό πεδίο της βρέθηκαν δύο οπλισμένοι άνδρες, ενώ η Ιόλη δεν ξεκουραζόταν, αλλά ήταν πεσμένη, κρατώντας ένα βέλος που είχε καρφωθεί στον δεξιό ώμο της. Οι αντιδράσεις της ήταν στιγμιαίες.

Καθώς έτρεχε, χτύπησε τα δάχτυλά του αριστερού χεριού της στον αέρα, προκαλώντας μια αδύναμη πύρινη σφαίρα. Έκλεισε κι άνοιξε απότομα την παλάμη της και σα να παίζει ξανά βόλους στους δρόμους του Βολσύ, έριξε τη σφαίρα στον άνδρα που ήταν έτοιμος να χτυπήσει με την ξύλινη άκρη της βαλλίστρας του την Ιόλη.

Ο δεύτερος άνδρας τρόμαξε βλέποντας τον συμπολεμιστή του να λαμπαδιάζει και να χτυπιέται ψάχνοντας σωτηρία. Γύρισε καθυστερημένα προς το μέρος της, αλλά η Ήβη είχε κάνει ένα ψηλό διαγώνιο κόψιμο προς το λαιμό του.

Έτρεξε δίπλα στην Ιόλη. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Έσκισε το χιτώνιο στο σημείο όπου είχε καρφωθεί το κοντό βέλος της βαλλίστρας. Το ύφασμα είχε γίνει υγρό και κατακόκκινο. Βρήκε ένα δεύτερο βέλος στη γάμπα της χρονομάγου.

«Δε με ακούσατε τελικά», είπε η Ιόλη μ’ ένα αδύναμο χαμόγελο στα χείλη της.

«Σιγά μη σ’ άφηνα. Πάρε βαθιά ανάσα.»

Όταν τράβηξε τα βέλη απότομα από τη σάρκα, η Ιόλη ούρλιαξε κλαίγοντας. Χρειαζόταν φωτιά. Με το χέρι της έφτιαξε ξανά μια πύρινη σφαίρα, στην οποία έκαψε το μαχαίρι της.

«Θεομένη, κράτα την», είπε στον λαχανιασμένο ενεργειομάγο που μόλις είχε φτάσει. Έσκυψε ξανά για να καυτηριάσει τις πληγές. Η Ιόλη σπάραζε από τον πόνο και λιποθύμησε μόλις το καυτό μέταλλο ακούμπησε τη σάρκα της. Ο Θεομένης, με τη χρονομάγο στα χέρια, έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκε στο εσωτερικό του ναού.

Η Ήβη ακούμπησε στην κρύα πέτρα. Η αναπνοή της επανήλθε στους κανονικούς ρυθμούς. Στα ρουθούνια της έφτασε η μυρωδιά της καμένης σάρκας απ’ τον φανατισμένο δογματικό που σιγόκαιγε ακόμα, μερικά βήματα παραδίπλα.

«Οι δογματικοί ποτέ δεν περιφέρονται μόνοι τους. Οι φίλοι του δε θα ναι μακριά», είπε η Θέσπις από μακριά, καθώς έβγαινε από τα φυλλώματα των δέντρων.

«Πρέπει να φύγουμε.» Ο Ιόκαστος συμπλήρωσε κρεμασμένος από τη Θέσπιδα και τον Ευρυτέχνη.

«Καταραμένοι να ναι κι οι δογματικοί κι οι τριαινοφόροι. Χτύπησαν την Ιόλη.»

«Που είναι;» ρώτησε η Θέσπις.

«Μέσα, με τον Θεομένη.» απάντησε η Ήβη, καθώς σηκωνόταν.

Ακολούθησε τη Θέσπιδα στο σκοτάδι του εσωτερικού πετρόχτιστου τετράγωνου κτίσματος. Kαθώς περνούσε τη βαριά πόρτα, πρόσεξε τη λεπτομέρεια που είχε πάνω της. Οι τεχνίτες είχαν σκαλίσει στο κέντρο την τρίαινα της θεάς, και γύρω της κυματιστές γραμμές. Όταν αντίκρισε το εσωτερικού του ναού, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Πέρασε ένα περιστύλιο με πέτρινους κίονες που προστάτευε ευλαβικά μια μικρή καταπράσινη αυλή. Στο κέντρο της έστεκε ένα λευκό μαρμάρινο άγαλμα της θεάς των θαλασσών. Μαρμάρινα κύματα έκρυβαν το κορμί της και τυλίγονταν στα χέρια της πριν πέσουν στα πόδια της. Σίγουρα είχε κατασκευαστεί πριν πολλά χρόνια. Ίσως αιώνες.

Ο Θεομένης χρησιμοποίησε τον πέτρινο βωμό μπροστά από το άγαλμα σαν κρεβάτι για την πληγωμένη Ιόλη κι ο ίδιος είχε πέσει στο χορτάρι, ακουμπώντας στη βάση του αγάλματος, όπου ήταν χαραγμένο λιτά το όνομα “Βάτια”.

Η Ήβη πλησίασε το κορμί της φίλης της. Στη θέα της αναίσθητης, ματωμένης Ιόλης, της ήταν αδύνατο να συγκρατήσει το ποτάμι δακρύων. Έκανε όμως προσπάθεια να καταπιεί τους λυγμούς της. Είχε την υποχρέωση να φανεί δυνατή για την ομάδα.

Πήρε στις παλάμες της το δροσερό χέρι της Ιόλης. Δεν ήθελε να πιστέψει πως ίσως άφηναν για πάντα τη χρονομάγο στο παρελθόν τους.
«Θεά των θαλασσών και των ταξιδιωτών, άκουσε την προσευχή μου αυτήν. Βοήθησε την ανιψιά σου». Οι ψίθυροί της άφηναν μια δόση θέρμης στο χέρι της Ιόλης.

«Ήβη, ήρθαν κι άλλοι. Καμιά εικοσαριά» είπε ο Ιόκαστος από την είσοδο του ναού. “Έλα, βάλε με στον κίονα, να βλέπω προς την πόρτα, έτσι, σιγά σιγά. Φύγε μέσα τώρα.”

Ο Ευρυτέχνης υπάκουσε κι έτρεξε πίσω από τη φιγούρα της θεάς Βάτιας.

«Κάτι άγριοι άνδρες είναι έξω! Με φόβισαν!» είπε στον Θεομένη ο τρομαγμένος ημίτρελος χρονομάγος.

Αγριεμένες φωνές άρχισαν να φτάνουν στα αφτιά της. Η Ήβη ένιωσε να κυριεύεται από θυμό. Άρπαξε το φλασκί της Ιόλης κι άδειασε το περιεχόμενό του στο στόμα της. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσε το μέσα της να φλέγεται.

Στην είσοδο, ο Ιόκαστος έριχνε τις πρώτες πύρινες σφαίρες προς το εξωτερικό του ναού. Βέλη σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους πριν χτυπήσουν στα πέτρινα τοιχώματα του ναού με τον χαρακτηριστικό ήχο. Η Ήβη έκανε δύο βήματα προς την είσοδο.

Διέκρινε ένα τείχος από ασπίδες να προχωρά προς τον Ιόκαστο, ο οποίος σφάδαζε από πόνο. Πίσω του προστατεύονταν βαλλιστροφόροι και λογχοφόροι. Άναψε μια φλόγα στο δεξί της χέρι. Χάιδεψε με τα δάχτυλά της τον αέρα ώσπου η φλόγα μεγάλωσε και πήρε το σχήμα βράχου. Γύρισε την παλάμη της κάθετα και μαστίγωσε τον αέρα ρίχνοντας την μπάλα στο ασπιδωτό τείχος. Άκουσε τις τσιρίδες και τα ουρλιαχτά των ανδρών καθώς η φωτιά έλιωνε τη σάρκα και τα σωθικά τους.

Υπήρχαν κι άλλοι. Το κατάλαβε ευθύς αμέσως, όταν ένα βέλος καρφώθηκε στον δεξί ώμο της κι έσπρωξε το κορμί της. Στρατιώτες προσπερνούσαν τους καμένους συντρόφους τους, πλημμυρίζοντας το περιστύλιο. Σήκωσε το αριστερό της χέρι. Σχημάτισε μια νέα πύρινη σφαίρα. Γαργάλησε ξανά τον αέρα διασπάζοντας την σε αμέτρητες μικρότερες. Έβγαλε μια τρομακτική κραυγή κι εκτόξευσε τα πύρινα βέλη εναντίον των αντιπάλων της.

Αρκετοί έπεσαν στα τοιχώματα σφαδάζοντας. Οι κυανές και γκρίζες φορεσιές τους είχαν τρυπήσει σε διάφορα σημεία στα σώματά τους. Σε κάποιους, η χρυσοκέντητη τρίαινα στα στήθια τους είχε μαυρίσει. Άλλοι παρακαλούσαν τους θεούς να τους γλιτώσουν από την πύρινη λαίλαπα. Τα πόδια της παραδόθηκαν στον πόνο. Δύο χέρια την κράτησαν όρθια από τις μασχάλες.

Στο κενό της εισόδου εμφανίστηκαν νέοι εισβολείς. Έτρεχαν προς την εσωτερική αυλή. Ανάμεσά τους ξεχώρισε μια φιγούρα που διαπερνούσε με αργά βήματα τους καπνούς. Ένα ψηλό δίχειρο σπαθί ξεκουραζόταν στον δεξί ώμο της. Αυτοί δεν αποτελούσαν μέρος κάποιας παραθρησκευτικής ομάδας φανατικών. Ήταν εκπαιδευόμενοι τριαινοφόροι με πανοπλίες, ασπίδες και κάθε λογής όπλο.

Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Δυο χέρια την έπιασαν προτού σωριαστεί στο έδαφος κι όταν σήκωσε το βλέμμα της, ήρθε αντιμέτωπη με λόγχες, ξίφη και μεγάλους πελέκεις του εχθρού. Προσπάθησε μια ακόμα φορά να ανάψει το χέρι της. Δε τα κατάφερε. Πίεσε τα βλέφαρά της κάτω περιμένοντας το τελειωτικό χτύπημα.

Αν αυτό είναι το τέλος μου, αιώνιοι πατέρες, πάρτε με κοντά σας.

Αισθάνθηκε ένα δυνατό κύμα δροσερού αέρα να περνά βίαια από δίπλα της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε πίδακες νερού να πετάνε τους στρατιώτες με δύναμη στους τοίχους σα μαριονέτες. Θέσπις! Απίστευτο! Πείσμωσε για να σταθεί στα πόδια της. Ψαχούλεψε τα χέρια που την είχαν αγκαλιάσει για να την προστατεύσουν από τα κύματα του νερού που πλημμύρισαν το ναΐσκο. Κατάλαβε πως ήταν γυναικεία. Γύρισε για να αντικρίσει την τρομαγμένη Θέσπιδα. Σήκωσε με τα χέρια της το πρόσωπο της καλύτερής της φίλης.

«Αν όχι εσύ, τότε ποιος;» ψιθύρισε, ενώ το βλέμμα της μετακινήθηκε στο κέντρο του ναού.

Το μαρμάρινο άγαλμα της θέας Βάτιας είχε σπάσει σαν τσόφλι αυγού, απελευθερώνοντας μια πανέμορφη γυναικεία λεπτοκαμωμένη μορφή με καστανά μαλλιά που αιωρούνταν και μάτια σκοτεινά, ίδια με το μπλε των μακρινών ωκεανών που αφηγούνταν η γιαγιά της στις ιστορίες. Ανέκφραστη δάμαζε τα κύματα που πήγαζαν από το τελείωμα του γαλάζιου χιτώνα της.

Όσοι στρατιώτες επιβίωσαν, φοβισμένοι εγκατέλειψαν το ναό στο διάστημα μερικών αναπνοών. Η γυναίκα κατέβηκε από το βάθρο, όπου πριν από μερικές στιγμές έστεκε το μαρμάρινο άγαλμα.

«Ανάθεμά με!» Ο Θεομένης είχε κοκκαλώσει.

«Μα τους θεούς! Δεν είναι δυνατόν!» Η Θέσπις ξεκόλλησε από πάνω της και γονάτισε ταπεινά στο βρεγμένο χορτάρι. Η Ήβη δεν ήξερε πως να αντιδράσει.

Η γυναίκα χαμογέλασε, ενώ πέρασε το χέρι της από τις πληγές της Ιόλης. H Ήβη νόμιζε πως έβλεπε τη θεά Βάτια να γιατρεύει σε δευτερόλεπτα τα τραύματα της χρονομάγου. Αυτό ήταν αδύνατο.

Έτσι είναι όταν πεθαίνει κάποιος; Δεν καταλαβαίνεις καν το πότε;

«Μα πως;» ήταν οι μόνες λέξεις που ψέλλισε αδύναμα.

Η θεά την πλησίασε με σταθερά βήματα. Το πρόσωπό της ήρεμο, ενώ αντίθετα η φωνή της σκληρή.

«Ένας όρκος χιλίων χρόνων δε θα με εμποδίσει να σταματήσω τις αδικίες που ζει η φυλή σας».

Η Βάτια την έπιασε από τις παλάμες. Ένα ρίγος την διαπέρασε, ενώ το καρφωμένο βέλος εξαφανίστηκε από τον ώμο της στιγμιαία. Κύματα δροσιάς απλώθηκαν σε όλο της το σώμα κι η μυρωδιά φρέσκου, θαλασσινού νερού πλημμύρισε τα ρουθούνια της.

«Δεν είναι όλοι οι θεοί αναίσθητοι, όπως πιστεύεται», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Ο ιερός πόλεμος του Βατιάνο μας έχει διχάσει. Χαίρομαι που δε θα γυρίσω πίσω. Προτιμώ να περνώ τις μέρες μου ανάμεσα σε θνητούς και κληρονόμους, παρά να βλέπω με τους υπόλοιπους θεούς τους απογόνους μου να εξαφανίζονται από άμυαλους φανατικούς.»

Μεταλλικά βήματα έφτασαν στ’ αυτιά της Ήβης, υπενθυμίζοντας την κατάσταση πολιορκίας του ναού. Από τη διαλυμένη ξύλινη πόρτα εισέβαλλαν μεγαλόσωμοι τριαινοφόροι, πιστοί στρατιώτες του Ναού με τη χρυσοκέντητη τρίαινα της Θεάς στο στήθος του γαλάζιου χιτώνα τους.

Η Ήβη μέτρησε έξι ιππότες του Αδύτου να παίρνουν θέση απέναντί της, φράζοντας για άλλη μια φορά την έξοδο. Άμυαλοι και παρασυρμένοι από τα λόγια των κληρικών, κανείς τους δε φάνηκε να αναγνωρίζει το θαύμα μπροστά τους, αντίθετα, έστρεψαν τα σπαθιά τους εναντίον μιας Θεάς.

«Ήβη, θυμάσαι το βιβλίο που διάβαζες;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Θεά. «Το πάντρεμα;»

Η Ήβη δίστασε. Δεν είχε εκτελέσει ξανά την τεχνική. Γύρισε και την κοίταξε στα σκοτεινά θαλασσιά μάτια και για μια στιγμή ένιωσε πως χανόταν. «Ναι, αλλά-»

«Μη φοβάσαι», είπε η Βάτια και στο χέρι της σχημάτισε μια υδάτινη περιστρεφόμενη σφαίρα. «Πιάσε το χέρι μου».

Με το χέρι κατεβασμένο, χτυπώντας τα δάχτυλα ρυθμικά τρεις φορές, δημιούργησε μια πύρινη μπάλα στην παλάμη της. Όσο συνέχιζε να κινεί τα ακροδάχτυλα, αυτή μεγάλωνε. Οι απρόσωπες φιγούρες με τις πανοπλίες έκαναν μικρά διστακτικά βήματα προς το βωμό. Πίσω τους εμφανίστηκαν ορισμένοι απ’ όσους έτρεξαν φοβισμένοι νωρίτερα. Ο τριαινοφόρος στο κέντρο, ύψωσε το σπαθί του και δεκάδες ζωγραφισμένες ασπίδες γύρισαν προς το μέρος της, κι η Ήβη είδε τις αιχμηρές μύτες σπαθιών και λογχών.

«Ήβη-» ψέλλισε τρομοκρατημένη η Θέσπις, μπαίνοντας μπροστά από το αναίσθητο κορμί της Ιόλης.

Η Ήβη ένωσε την παλάμη της με αυτήν της Θεάς. Τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν, η καυτή φωτιά της έγινε ένα με το δροσερό θαλασσινό νερό. Μια μαύρη δροσερή, μα συνάμα καυτή φλόγα άρχισε να χορεύει γύρω από τις ενωμένες παλάμες Θεάς και κληρονόμου. Ήξερε πως είχαν περάσει μόλις μερικά δευτερόλεπτα, αφού οι αντίπαλοι είχαν μετακινηθεί με προσεκτικά βήματα μόλις λίγα εκατοστά, μα της φάνηκαν ώρες, ατελείωτες ώρες.

Η Θεά Βάτια έφερε τα ενωμένα χέρια τους στο ύψος των κεφαλιών των τριαινοφόρων κι η Ήβη ένιωσε πίεση στα δάχτυλά της. «Τώρα», ψιθύρισε η Βάτια κι η Ήβη ασυναίσθητα έκανε τις ίδιες κινήσεις, απελευθερώνοντας εκατοντάδες παγωμένες μαύρες σταγόνες, οι οποίες έσκαγαν στους πολεμιστές κι έκαιγαν τα σωθικά τους.

Έκλεισε τα μάτια της καθώς ένα αίσθημα γαλήνης ξεχυνόταν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού της, όσο ουρλιαχτά πόνου γέμιζαν τα αυτιά της και μαύρες φλόγες κατάπιναν τους ορκισμένους εχθρούς της. Η Θεία δικαιοσύνη έπεσε στους κυνηγούς των κληρονόμων, τους φονιάδες των εκατοντάδων χωρικών που έχασαν τη ζωή τους στο όνομα της ίδιας Θεάς που υπηρετούσε το σκοτεινό τάγμα του Μαντείου. Μια θεία δικαιοσύνη.

Main Picture Reference

Tags: Battle , Epic Fantasy , fantasy , Literature , Medieval Fantasy , The Weird Side Daily , weird , Αλέξανδρος Τριανταφύλλου , αλλόκοτο , Διήγημα Φαντασία , διήγημα φαντασίας , διήγημα φανταστικού , Έλληνες συγγραφείς , Ελληνική Λογοτεχνία , Επική φαντασία , Λογοτεχνία , λογοτεχνία φαντασίας , Λογοτεχνία Φανταστικού , μαγεία , μάγοι , ναός , Πυρ Ύδωρ , φαντασία , Φαντασία Μάχες , Φανταστική Λογοτεχνία , Φανταστικό

Αλέξανδρος Τριανταφύλλου

Δημοσιεύτηκε 5 Αυγούστου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.