Το φιδοπαίδι

“Λευκό σαν το γάλα, ξεπρόβαλλε μέσα απ’ τα χορτάρια και σύρθηκε μέχρι τη αυλόπορτα. Το κορμί του δεν είχε τελειωμό.
Είναι ήρεμο φίδι, έλεγε η γιαγιά. Προστατεύει το σπίτι”.

26 Φεβρουαρίου 2020

“Το κορμί του δεν είχε τελειωμό…”

Η μάνα μου τσάπιζε στην αυλή όταν το είδε. Λευκό σαν το γάλα, ξεπρόβαλλε μέσα απ’ τα χορτάρια και σύρθηκε μέχρι τη αυλόπορτα. Το κορμί του δεν είχε τελειωμό. Ύστερα το είδε κι ο πατέρας μου. Πάλευε να στεριώσει κάτι πέτρες στον μαντρότοιχο, όταν το φίδι γλίστρησε κατά μήκος του τοίχου και χάθηκε στην αυλή του γείτονα.

Είναι ήρεμο φίδι, έλεγε η γιαγιά. Προστατεύει το σπίτι.

Ύστερα το είδα κι εγώ. Βρισκόμουν στην αποθήκη και ξεψάχνιζα τα εργαλεία του πατέρα. Κάποια στιγμή, έκανα να γυρίσω και το είδα κουλουριασμένο πάνω στο λέβητα. Εκείνο σήκωσε το κεφάλι του. Είχε κίτρινα μάτια.

«Τι τηράς;» μου είπε.

Άφησα τα εργαλεία να πέσουν στο πάτωμα. Μ’ ένα πήδο, βρέθηκα έξω απ’ την αποθήκη. Όταν έπιασα τους γονείς μου, άρχισαν να γελάνε. Πήγα και βρήκα τη γιαγιά. Μου είπε να πάρω λίγα σύκα και δυο κομμάτια απ’ τη γαλατόπιτα που ‘χε φτιάξει, και να τ’ αφήσω στην αποθήκη.

«Γιατί, τρων πίτες τα φίδια;» έκανα.

«Τα στοιχειά χορταίνουν με τη μυρουδιά».

Έκανα όπως μου είπε. Άφησα το πιάτο πάνω στο λέβητα. Η γαλατόπιτα άχνιζε. Την επόμενη μέρα, βρήκα τα πρόσφορα σαν να τα ‘χα μόλις αφήσει στο πιάτο. Βγήκα απ` την αποθήκη και κατέβηκα κάτω στο δρόμο. Τα παιδιά με περίμεναν.

Παίζαμε Ρομπέν των Δασών στον ίσκιο μιας συκιάς. Προσπαθούσαμε να πετύχουμε τους σκίουρους με τα βέλη μας. Κάποια στιγμή, αρχίσαμε να μαλώνουμε μεταξύ μας για το ποιος θα ήταν τελικά ο Ρομπέν. Όλοι θέλαν να είναι ο Ρομπέν. Ύστερα, τα βάλανε μαζί μου, επειδή το τόξο μου έμοιαζε με λύρα.

«Να κι ο κυνηγός με τη λύρα του!» είπε ένας και μου άρπαξε το τόξο από τα χέρια. Το χτύπησε πάνω στο γόνατο και το τσάκισε στα δυο.

Ήμουν έτοιμος να του ορμήσω, όταν τον είδα ξαφνικά που πισωπάτησε. Τα χείλη του έτρεμαν. Όλα τα παιδιά πισωπάτησαν. Πετάξανε τα τόξα τους, έκαναν μεταβολή κι άρχισαν να τρέχουν.

Γύρισα και μια γλώσσα μαυριδερή με χτύπησε στο πρόσωπο. Έχασα τη ισορροπία μου κι έπεσα στο έδαφος. Από τα κλαδιά κρεμόταν το φίδι. Χαμήλωσε το κορμί του γύρω μου κι η γλώσσα του με ξαναχτύπησε.

«Μην φοβάσαι», είπε. «Δεν θα σου κάνω κακό».

«Λες ψέματα. Τα φίδια έχουν δηλητήριο και δαγκώνουν τους ανθρώπους».

«Μόνο τα μικρά φίδια δαγκώνουν. Επειδή φοβούνται».

Θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς μου. Το φίδι τούτο προστάτευε το σπίτι μας.

«Καλή γυναίκα η γιαγιά σου, πάντα με φρόντιζε», είπε το φίδι, λες και διάβασε τις σκέψεις μου. Κι ύστερα, γλίστρησε από τα κλαδιά και βρέθηκε στο έδαφος.

Λίγο πριν χαθεί στα χορτάρια, γύρισε και με κοίταξε.

«Έλα μαζί μου, είναι κάτι που θέλω να δεις».

Αναρωτήθηκα τι θα έκανε ο Ρομπέν στη θέση μου. Δεν ήθελα πολύ, μ’ ένα πήδο, όρμησα να το προφτάσω.

Ακολουθούσα τα χορτάρια που τινάζονταν στο πέρασμα του. Ανεβαίναμε τη πλαγιά του λόφου. Η πλάτη μου είχε ιδρώσει. Στην κορυφή του λόφου, έστεκε ένα τετράγωνο, τσιμεντένιο κτίσμα. Ήταν η παλιά δεξαμενή του χωριού. Το φίδι ξεπρόβαλλε μέσα από τα χορτάρια και σύρθηκε προς την είσοδο του κτίσματος.

Όταν μπήκα στο κτίσμα, διέκρινα μια σειρά από σκάλες που κατέβαιναν στο σκοτάδι. Από το βάθος, ακουγόταν το σύρσιμο του φιδιού. Έσφιξα τις χούφτες μου και κατέβηκα.

Βρέθηκα σ’ ένα κοίλωμα θεόρατο. Από κάπου ερχόταν ένα γαλάζιο φως. Ήταν λες και ξημέρωνε. Τριγύρω το έδαφος έμοιαζε πηχτό και κουνιόταν. Έκανα μερικά βήματα και συνειδητοποίησα ότι το έδαφος ήταν γεμάτο με φίδια. Δεν έμοιαζαν να ενοχλούνται με την παρουσία μου. Ήταν μπλεγμένα μεταξύ τους και λικνίζονταν λες και χουζούρευαν.

«Από ‘δω», άκουσα το φίδι να λέει από πίσω μου.

Γύρισα και το κοίταξα. Η μουσούδα του έδειχνε ένα βράχο στα δεξιά μας. Πάνω

«Η κόρη μου», είπε το φίδι. «Πήγαινε να τη γνωρίσεις».

Δυο φωνές πάλευαν μέσα μου. Η μια φώναζε να το βάλω στα πόδια, η άλλη κελαηδούσε να μείνω. Υπερίσχυσε η δεύτερη φωνή.

Διέσχισα τη φιδοθάλασσα και πλησίασα το βράχο. Το φίδι με ακολούθησε. Το κορίτσι κατέβηκε από το βράχο και χαμογέλασε. Ήταν περίπου στην ηλικία μου. Μόνο που το πρόσωπο της ήταν γεμάτο φολίδες. Τα μάτια της έλαμπαν κίτρινα.

«Μπορείς να έρχεσαι και να τη βλέπεις όποτε θέλεις», είπε το φίδι. «Κι όταν μεγαλώσετε, θα ‘ρθεις να μείνεις εδώ μαζί της και θα κάνετε πολλούς απογόνους. Είναι γραμμένο στις πέτρες».

Το κορίτσι με πλησίασε. «Γειά σου», έκανε.

«Γειά», της είπα, «ξέρεις να παίζεις Ρομπέν;»

Εκείνη έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο.

 

 

Main Image Reference

Tags: Άνθρωπος , αυλή , γιαγιά , γλώσσα , δηλητήριο , έδαφος , κλαδί , Κορίτσι , κορμί , Κτήριο , κτίσμα , λόφος , μητέρα , πατέρας , πίτα , σκάλα , σκάλες , Σκέψη , σκοτάδι , σκότος , σπίτι , στοιχεία , στοιχειό , τόξο , φίδι , φωνή , φως

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

Δημοσιεύτηκε 26 Φεβρουαρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.